Χαράλαμπος Τσιλιώτης: Πώς μπορεί να προσφερθεί δωρεάν δημοσιότητα σε έναν κρατούμενο;

Το Έγγραφο της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων για την άρση της ασυλίας των 11 Βουλευτών του κόμματος "Σπαρτιάτες". Ποιες οι πιθανές συνέπειες για τους βουλευτές των Σπαρτιατών από την προκαταρκτική εξέταση της Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου; Πώς επηρεάζει η εξέλιξη αυτή τη δημοσιότητα του Κασιδιάρη; Ο Χαράλαμπος Τσιλιώτης απαντά.

NEWSROOM
Χαράλαμπος Τσιλιώτης: Πώς μπορεί να προσφερθεί δωρεάν δημοσιότητα σε έναν κρατούμενο;

Με έγγραφό της προς τον Πρόεδρο της Βουλής η Εισαγγελέας του ΑΠ ζητά την κατ’ άρθρο 62 Σ άρση της ασυλίας του συνόλου σχεδόν της Κοινοβουλευτικής Ομάδας (ΚΟ) του κόμματος «Σπαρτιάτες» (11 Βουλευτών), πλην του Αρχηγού του κόμματος Βασιλείου Στίγκα, με σκοπό να δώσουν έγγραφες εξηγήσεις κατά την προκαταρκτική εξέταση που διενεργεί όσον αφορά ενδεχόμενη τέλεση του αδικήματος του άρθρου 112 παρ 2 Εκλογικού Νόμου (ΠΔ 26/2012) δηλ. της εξαπάτησης εκλογέων.

Το έγγραφο αναφέρει ότι οι 11 Βουλευτές του κόμματος «Σπαρτιάτες» «…παρέστησαν από κοινού ψευδώς στους εκλογείς, προκειμένου οι τελευταίοι να ψηφίσουν τους ίδιους και το κόμμα τους ότι είναι υποψήφιοι βουλευτές του κόμματος Σπαρτιάτες με αρχηγό τον Βασίλειο Στίγκα και ακολουθούν τις αρχές του συγκεκριμένου κόμματος, του οποίου η οργάνωση και η δράση πληροί τις προϋποθέσεις της εκλογικής νομοθεσίας και εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η αλήθεια όμως ήταν ότι αυτοί είχαν επιλεγεί από τον Ηλία Κασιδιάρη και όχι από τον Βασίλειο Στίγκα, ότι χάρη στη στήριξη του πρώτου είχαν εκλεγεί βουλευτές και ότι αναγνώριζαν ως πραγματικό τους αρχηγό τον ανωτέρω, ο οποίος τους καθοδηγούσε από τις φυλακές».

Το άρθρο 112 παρ. 2 ΕΝ (πανομοιότυπο είναι το άρθρο 162 ΠΚ, το οποίο συρρέει φαινομενικά και γι αυτό η εφαρμογή του υποχωρεί) αναφέρει: «Όποιος με ψεύτικες ειδήσεις ή συκοφαντικές διαδόσεις που αναφέρονται στο πρόσωπο κάποιου υποψηφίου ή με άλλο τρόπο εξαπατά τον εκλογέα, είτε για να παραλείψει την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, είτε για ν` αλλάξει το εκλογικό του φρόνημα, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια και με χρηματική ποινή μέχρι δύο ευρώ και ενενήντα τρία λεπτά».

Στοιχεία του εγκλήματος ως προς την αντικειμενική του υπόσταση είναι α) η διεξαγωγή εκλογών, β) η ανακήρυξη των υποψηφίων, γ) η εξαπάτηση του εκλογέα ούτως ώστε να μην ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα ή να μεταβάλει το εκλογικό του φρόνημα, δ) η επιδίωξη τούτου με ψευδείς ειδήσεις ή συκοφαντικές διαδόσεις και ως προς την υποκειμενική υπόσταση ε) δόλος του υπαιτίου.

Για να διαπιστωθεί η τέλεση του αδικήματος εν προκειμένω θα πρέπει να αποδεικνύεται όχι μόνο το ψευδές της ειδήσεως, δηλ. ότι ο πραγματικός αρχηγός του κόμματος «Σπαρτιάτες» ήταν ο Ηλίας Κασιδιάρης και όχι ο Βασίλειος Στίγκας, αλλά και ότι οι κατηγορούμενοι διέδωσαν αυτή την ψευδή είδηση και οι ψηφοφόροι μετέβαλαν το εκλογικό τους φρόνιμα επειδή πίστεψαν αυτή την είδηση. Από την κατηγορία την οποία απευθύνει η Εισαγγελέας του ΑΠ προς τους 11 Βουλευτές των Σπαρτιατών δύσκολα μπορούν να συναχθούν και κυρίως αποδειχθούν τα ανωτέρω. Μάλιστα μπορεί κάποιος να αντιστρέψει τον συλλογισμό, κάτι που βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα από αυτήν που περιγράφει η Εισαγγελέας του ΑΠ, ότι οι ψηφοφόροι των Σπαρτιατών ψήφισαν το κόμμα αυτό ακριβώς επειδή γνώριζαν ότι πραγματικός αρχηγός ήταν ο Η. Κασιδιάρης, κάτι που δεν μπόρεσε να αποδειχθεί κατά την εξέταση της αίτησης του κόμματος από το Α1 Τμήμα του ΑΠ σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 1 ΕΝ. Ακόμα κι αν αποδειχθούν τα ανωτέρω, τότε κατηγορούμενοι δεν θα πρέπει να είναι μόνο οι 11 Βουλευτές αλλά και όσοι άλλοι από το κόμμα «Σπαρτιάτες» γνώριζαν τα περί πραγματικής ηγεσίας, συμπεριλαμβανομένων των λοιπών υποψηφίων Βουλευτών και του Η. Κασιδιάρη ως ηθικού αυτουργού.

Πέραν τούτου, η φερόμενη ως «ψευδής είδηση» είναι πολιτικού χαρακτήρα, συνεπώς αποδοχή ενδεχόμενης ποινικής ευθύνης των 11 Βουλευτών και όποιου άλλου τυχόν εμπλεκομένου για τη διάδοση αυτής της είδησης θα σήμαινε ότι πλείστοι όσοι πολιτικοί ακόμα και αρχηγοί κομμάτων θα έπρεπε να βρεθούν κατηγορούμενοι για τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος του άρθρου 112 παρ. 2 ΕΝ για τη διάδοση πολιτικών ψευδών. Μπορεί κάποιος εύκολα να διανοηθεί το νομικό και πολιτικό absurdum της υπόθεσης. Αντίθετα, «ψευδής είδηση» υπό την έννοια του άρθρου 112 παρ. 2 ΕΝ που μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή του φρονήματος εκλογέα είναι π.χ. η διάδοση είδησης περί θανάτου υποψηφίου, που χαίρει άκρας υγείας, η οποία θα οδηγήσει τους εκλογείς που ήταν διατεθειμένοι να τον ψηφίσουν να επηρεαστούν από την ψευδή είδηση και τελικά να επιλέξουν άλλον. Το περιστατικό πράγματι συνέβη στις βουλευτικές εκλογές του 1981.

Αυτό που μπορεί κάποιος prima facie να διαπιστώσει είναι ότι πρόκειται περί ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ του (φερόμενου ως φαινομενικού τουλάχιστον) Αρχηγού των Σπαρτιατών αφενός και των υπολοίπων μελών της ΚΟ του κόμματος και του Η. Κασιδιάρη αφετέρου.

Όσον αφορά την σκοπιμότητα της αίτησης της Εισαγγελέως του ΑΠ προς την Βουλή, μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι συνδέεται με τις ενστάσεις που έχουν κατατεθεί στο ΑΕΔ κατά της εκλογής των Βουλευτών των Σπαρτιατών. Κανονικά, όμως, από νομικής απόψεως, όπως έχω υποστηρίξει στο παρελθόν, οποιαδήποτε διαπίστωση ως προς τη διάσταση μεταξύ πραγματικής και φαινομένης ηγεσίας δεν μπορεί να απασχολήσει το ΑΕΔ κατά τον κατασταλτικό του έλεγχο, ούτε βέβαια να αποτελέσει λόγο έκπτωσης των βουλευτών του κόμματος από το βουλευτικό αξίωμα.

Μπορεί ακόμα να υποστηριχθεί ότι αυτοί που πραγματικά εξαπατήθηκαν ήταν οι δικαστές του Α1 Τμήματος του ΑΠ που έκριναν ότι πραγματικός αρχηγός των Σπαρτιατών ήταν ο Βασίλειος Στίγκας και όχι ο Ηλίας Κασιδιάρης και γι’ αυτό τον λόγο έκριναν ότι το κόμμα μπορεί να συμμετάσχει στις εκλογές. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει τέλεση του αδικήματος του άρθρου 112 παρ. 2 ΕΝ, διότι ελλείπουν τα κατά τα ανωτέρω στοιχεία, αφενός της προηγούμενης ανακήρυξης των υποψηφίων και αφετέρου των εξαπατηθέντων ψηφοφόρων, εφόσον στην περίπτωση αυτή η «εξαπάτηση» αφορά το Δικαστήριο και όχι τους ψηφοφόρους.

Η μόνη ίσως περίπτωση που η διενεργούμενη προκαταρκτική εξέταση της Εισαγγελέως του ΑΠ για το αδίκημα του άρθρου 112 παρ. 2 ΕΝ και η αιτηθείσα άρση της βουλευτικής ασυλίας των 11 Βουλευτών του κόμματος «Σπαρτιάτες» θα μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες, αφορά την άρση της χρηματοδότησης του κόμματος με απόφαση της Ολομέλειας του Βουλής και μάλιστα με απόλυτη πλειοψηφία σύμφωνα με το άρθρο 7Α Ν. 3023/2002 για τη χρηματοδότηση των κομμάτων και βουλευτών, αλλά κι εδώ νομίζω ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της.

Συγκεκριμένα το εδ. α΄ της ως άνω διάταξης αναφέρει: «Σε περίπτωση άσκησης δίωξης και επιβολής προσωρινής κράτησης κατά το άρθρο 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατά του αρχηγού κόμματος ή του προέδρου κοινοβουλευτικής ομάδας ή εκείνου που ασκεί την πραγματική διεύθυνση κόμματος ή κατά περισσοτέρων του ενός πέμπτου των βουλευτών ή του ενός πέμπτου των ευρωβουλευτών ή του ενός πέμπτου των μελών του κεντρικού οργάνου διοίκησης κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων, σύμφωνα με το καταστατικό τους, για τα εγκλήματα των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα, αναστέλλεται κάθε είδους κρατική χρηματοδότηση και οικονομική ενίσχυση μετά από απόφαση της Βουλής με ονομαστική ψηφοφορία και την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών».

Η εφαρμογή αυτής της διάταξης προϋποθέτει ένα πραγματικό γεγονός, το οποίο αφορά τη δικαστική εξουσία κα μία εκτίμηση που αφορά την Βουλή. Το πραγματικό γεγονός είναι η άσκηση ποινικής δίωξης και επιβολής προσωρινής κράτησης κατά το άρθρο 282 ΚΠΔ, τοσούτω μάλλον όταν υπάρχει οριστική καταδίκη (επιχείρημα a minori ad maius – κάτι που ισχύει για το έλασσον ισχύει τοσούτω μάλλον για το μείζον) των προσώπων που εκεί μνημονεύονται. Η εκτίμηση αφορά στην προκειμένη περίπτωση την απόφαση της Βουλής ότι ο ποινικά διωκόμενος και προσωρινά κρατούμενος, τοσούτω μάλλον καταδικασμένος πρωτοδίκως, είναι ο πραγματικός και όχι ο φαινομενικός αρχηγός του κόμματος. Θα μπορούσε λοιπόν να υποστηριχθεί ότι από το Έγγραφο της Εισαγγελέως του ΑΠ και από τη διενεργούμενη προκαταρκτική εξέταση προκύπτει ότι ο πραγματικός αρχηγός του κόμματος «Σπαρτιάτες» είναι ο Η. Κασιδιάρης, ο οποίος έχει καταδικασθεί πρωτοδίκως για το αδίκημα του άρθρου 187 ΠΚ (εγκληματική οργάνωση) και είναι κρατούμενος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην Έφεσή του κατά της πρωτόδικης απόφασης, και όχι ο Β. Στίγκας και με τα δεδομένα αυτά η Βουλή με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της μπορεί να αναστείλει τη χρηματοδότηση του κόμματος.

Αυτή η συλλογιστική προσκρούει, όμως, στο εδ. β΄ του άρθρου 7Α Ν. 3023/2002, το οποίο αναφέρει ότι «[η] αναστολή μπορεί να επιβληθεί εφόσον οι πράξεις των ως άνω φυσικών προσώπων τελέσθηκαν στο πλαίσιο δράσης του κόμματος στο οποίο ανήκουν ή στο όνομα αυτού». Οι πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε ο Κασιδιάρης με απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για το αδίκημα του άρθρου 187 ΠΚ αφορούν δράση του κόμματος «Χρυσή Αυγή» και όχι του κόμματος «Σπαρτιάτες». Δεν νομίζω ότι μπορεί να συζητηθεί σοβαρά το επιχείρημα σε όσους ίσως το προβάλλουν ότι δήθεν το κόμμα «Σπαρτιάτες» αποτελεί νομικά τον καθολικό διάδοχο του κόμματος «Χρυσή Αυγή» ούτως ώστε να θεωρηθεί νομικά ως συνέχειά του.

Για άλλη μια φορά ο Ηλίας Κασιδιάρης επανέρχεται στην δημοσιότητα. Φαίνεται ότι κάποιοι έχουν βαλθεί να του προσφέρουν δωρεάν δημοσιότητα, όταν η αδιαφορία ως προς την υποψηφιότητά του κατά τις τελευταίες δημοτικές εκλογές στον Δήμο Αθηναίων, φάνηκε ότι όχι μόνο δεν τον ωφέλησε αλλά μάλλον τον έβλαψε.

*Χαράλαμπος Τσιλιώτης, Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Διευθυντής Ινστιτούτου Διαφάνειας και Θεμελιωδών Δικαιωμάτων Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου, Μέλος Επιτροπής Συνταγματικών Δικαιωμάτων ΔΣΑ

*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα syntagmawatch.gr

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr