Χαράλαμπος Τσιλιώτης: Συνταγματικοί προβληματισμοί της απαγόρευσης συμμετοχής σε εκλογές με αφορμή το “κόμμα Κασιδιάρη”
Το Δίκαιο υπερισχύει της σκοπιμότητας και όχι το αντίθετο.
Με αφορμή την κατάθεση σχεδίου τροποποίησης του άρθρου 32 παρ. 1 της εκλογικής νομοθεσίας (ΚΠΔ 26/2012) από την Κυβέρνηση και τις προτάσεις που έχουν υποβληθεί από κόμματα και επιστήμονες, θα ήθελα να εκθέσω κάποιες γενικές σκέψεις κυρίως συνταγματικού περιεχομένου:
Είναι αμφίβολο εάν ενδείκνυται δικαιοπολιτικά, να επαφίεται με νομοθετική ρύθμιση στον δικαστή, ακόμα και τον ανώτατο ή τον συνταγματικό, με δικαστική κρίση η απαγόρευση κόμματος ή της συμμετοχής του στις εκλογές, ανεξαρτήτως της συμβατότητάς της με το Σύνταγμα και διεθνείς συμβάσεις προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων, κυρίως την ΕΣΔΑ. Τουναντίον, είναι ζήτημα του κυριάρχου Λαού (άρθρο 1 Σ σε όλες τις παραγράφους), ο οποίος έχει όχι μόνο την πολιτική αλλά και την νομική ευθύνη να αποφασίζει για το εάν ένα κόμμα θα πρέπει να εισέλθει στην Βουλή ή όχι και να αναλαμβάνει την σχετική ευθύνη. Περιορισμοί είναι θεμιτοί, όπως το όριο του 3%, είναι αμφισβητούμενο όμως εάν μπορούν φθάνουν μέχρι την απαγόρευση συμμετοχής. Εν πάση περιπτώσει το ζήτημα είναι ζήτημα de lege ή de constitutione ferenda και δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω εδώ.
Πέραν της δικαιοπολιτικής σκοπιμότητας, θα εξετάσουμε το ζήτημα της συμφωνίας ενδεχόμενης απαγόρευσης συμμετοχής με την προτεινόμενη ρύθμιση αλλά και με άλλες προτάσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, με βάση το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Το ζήτημα θα πρέπει να αντιμετωπισθεί συνταγματικά με μέτρο συνταγματικού ελέγχου το άρθρο 29 παρ. 1 Σ, το οποίο αφενός κατοχυρώνει την αρχή του πολυκομματισμού ως θεμελιώδη αρχή του Συντάγματος αφετέρου και ένα ατομικό πολιτικό δικαίωμα (status activus) ίδρυσης και συμμετοχής σε κόμμα αλλά και του ήδη ιδρυθέντος και λειτουργούντος κόμματος. Η ερμηνεία της διάταξης πρέπει να γίνει υπό το φως της δημοκρατικής αρχής και αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, όπως αυτές κατοχυρώνονται στο άρθρο 1 Σ και στις επιμέρους παραμέτρους των, των άρθρων 51 παρ. 3, 53 παρ. 1 και 55 Σ, που αφορούν έμμεσα το προκείμενο ζήτημα.
Η ίδρυση και λειτουργία ενός κόμματος, άρα και η συμμετοχή του στις βουλευτικές εκλογές, δεν υπόκειται στην επιφύλαξη του νόμου κατ’ άρθρο 29 παρ. 1 Σ. Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, όμως, οφείλει η οργάνωση και η δράση των κομμάτων να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ως δημοκρατικό πολίτευμα εννοούνται όλες οι θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος. Άρα η όποια παρέμβαση του νομοθέτη και η απαγόρευση συμμετοχής στις εκλογές, είναι επιτρεπτή μόνο για την διασφάλιση της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Δεν ενδείκνυται κατά τη γνώμη μου ο περιορισμός με όρους ή κυρίως με όρους του κοινού Ποινικού Δικαίου, όπως η διάπραξη ποινικών αδικημάτων, οιασδήποτε βαρύτητας και ποινικής απαξίας. Επιπλέον δε, ακόμα κι αν θέλαμε να ερμηνεύσουμε το Σύνταγμα με όρους του κοινού Ποινικού Δικαίου, και πάλι η καταδίκη για τα αδικήματα αυτά πρέπει να είναι αμετάκλητη. Τόσο οι περιορισμοί του άρθρου 51 παρ. 3 Σ που ισχύουν και για το άρθρο 55 Σ όσο και αυτοί για την ίδρυση και λειτουργία πολιτικού κόμματος κατά το άρθρο 29 παρ. 1 Σ πρέπει να ερμηνεύονται στενά, πάγια είναι η νομολογία του ΑΕΔ αλλά και του ΕΔΔΑ όπως και η θεωρία. Κατά συνέπεια, όσο κι αν είναι αόριστη η έννοια της διασφάλισης της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, είναι έννοια συνταγματική, ο δε κοινός εκλογικός νομοθέτης πρέπει να την εξειδικεύσει με όρους Συνταγματικού και όχι κοινού Ποινικού Δικαίου. Επίσης, δεν μπορεί η αμετάκλητη καταδίκη να μετατραπεί σε οριστική για τις ανάγκες της πολιτικής συγκυρίας.
Δεν ενδείκνυται συνταγματικά η επέκταση των περιορισμών πέρα από το γράμμα του Συντάγματος λόγω της στενής σύνδεσης του άρθρου 29 παρ. 1 Σ με την δημοκρατική αρχή. Συνεπώς, οι περιορισμοί που παραπέμπουν στην τέλεση ποινικών αδικημάτων και μάλιστα χωρίς την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, εκτός του ότι έχουν πρόβλημα με το τεκμήριο αθωότητας που κατοχυρώνεται υπερνομοθετικά στο άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, έχουν πρόβλημα και από πλευράς άρθρου 29 παρ. 1 Σ.
Βεβαίως, η διάπραξη ποινικών αδικημάτων που στρέφονται κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος (άρθρα 134 επ. ΠΚ) και υπό προϋποθέσεις των άρθρων 187 και 187Α ΠΚ από την ηγεσία του κόμματος ή και από τα μέλη με την πολιτική κάλυψη της ηγεσίας μπορούν να αποτελέσουν πράξεις που στρέφονται κατά της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και να αποτελέσουν συνταγματικά επιτρεπτή απαγόρευση της συμμετοχής ενός κόμματος στις εκλογές. Εδώ, όμως, ανακύπτουν δύο ζητήματα: α) Είναι πρακτικά δύσκολο να το πράξει ο δικαστικός σχηματισμός που κρίνει τη συμμετοχή των κομμάτων στις εκλογές, ακόμα και της Ολομελείας του ΑΠ μέσα σε δύο ημέρες, όπως προτείνεται και β) πρέπει να απαιτείται αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Εάν αυτό απαιτείται για την άσκηση του ενεργητικού εκλογικού δικαιώματος κατά το άρθρο 51 παρ. 3 περ. γ΄ Σ και για την άσκηση του παθητικού εκλογικού δικαιώματος κατά το άρθρο 55 Σ που παραπέμπει στο άρθρο 51 παρ. 3 Σ, θα πρέπει να ισχύει αναλογικά και για τη συμμετοχή του κόμματος στις εκλογές, όταν αυτή εξαρτάται από την ποινική συμπεριφορά των μελών του για τους λόγους που εξετέθησαν ανωτέρω.
Υπό αυτή την έννοια, συνταγματικά προβληματική είναι η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 περ. β΄ ΕΝ και στις τρεις υποπεριπτώσεις του, όπως αυτό διαμορφώθηκε με το άρθρο 92 Ν. 4804/2021, καθότι εξαρτά την συμμετοχή στις εκλογές κόμματος από την ποινική συμπεριφορά του αρχηγού του και μάλιστα με οριστική και όχι αμετάκλητη καταδίκη. Το πρόβλημα αυτό προσπαθεί, βέβαια, να λειάνει το κυβερνητικό σχέδιο με την παραπομπή στον συνταγματικό όρο της «ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος», εξουσιοδοτεί όμως τον δικαστή να τον ερμηνεύσει και εφαρμόσει και με όρους του κοινού Ποινικού Δικαίου και μάλιστα χωρίς αμετάκλητη καταδίκη. Βέβαια και αυτό το πρόβλημα προσπαθεί να το λειάνει με την ενδεικτική αναφορά σε τυχόν καταδίκη μελών του κόμματος ή της πραγματικής ηγεσίας του (πώς μπορεί άραγε να διαπιστωθεί δικαστικά με ασφάλεια ποια είναι η πραγματική ηγεσία ενός κόμματος;) στα αδικήματα ων κεφαλαίων 1-6 του Δεύτερου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα, ή σε οποιαδήποτε ποινή για εγκλήματα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που επισείουν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ή σε ισόβια κάθειρξη για κάθε άλλο αδίκημα. Στον κατάλογο αυτόν περιλαμβάνονται δηλ. και εγκλήματα που δεν στρέφονται από μόνα τους κατά της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Γι’ αυτό κατά τη γνώμη μου ή θα πρέπει να αφήσει ο νομοθέτης τον Δικαστή, εν προκειμένω την Ολομέλεια του ΑΠ, να κρίνει αδέσμευτος από τις διατάξεις του Ποινικού Δικαίου εάν η οργάνωση και δράση του κόμματος εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως απαιτεί το άρθρο 29 παρ. 1 Σ ή εάν θέλει να τον καθοδηγήσει, θα πρέπει να το κάνει μόνο για εγκλήματα που στρέφονται κατά της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και όσον αφορά άλλα ποινικά αδικήματα μόνο στο μέτρο που η πράξη ή πράξεις που συνιστούν διάπραξη των εν λόγω ποινικών αδικημάτων από την «πραγματική» ηγεσία ή τα μέλη του κόμματος βλάπτουν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Επιπλέον δε, θα πρέπει να εξαρτήσει τη δικαστική κρίση από αμετάκλητη καταδίκη των φυσικών προσώπων από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο.
Όσον αφορά προτάσεις που επιχειρούν να συνδέσουν τη συμμετοχή κόμματος στις εκλογές με βάση συγκεκριμένη ιδεολογία, όσο απεχθής κι αν είναι αυτή, έρχονται σε αντίθεση όχι μόνο με το άρθρο 29 παρ. 1 Σ αλλά και με το άρθρο 11 ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ, καθότι σύμφωνα με την νομολογία του τελευταίου, κρίσιμο στοιχείο για την απαγόρευση κόμματος υπό την άποψη της παραπάνω διάταξης της ΕΣΔΑ είναι η συμπεριφορά της ηγεσίας ή των μελών του κόμματος με πράξεις βίας και όχι με βάση την ιδεολογία, ακόμη κι αν αυτή παραπέμπει σε πράξεις βίας.
Σε κάθε περίπτωση για την οποιαδήποτε ρύθμιση που αυτή επιλεγεί θα πρέπει να γίνει σαφές ότι επ’ ουδενί πρέπει να θυσιασθεί η συνταγματική και διεθνοδικαιική νομιμότητα για χάρη των όποιων θεμιτών ή μη ιδεολογικοπολιτικών σκοπιμοτήτων. Ρυθμίσεις που αφορούν φωτογραφικά ένα μόνο κόμμα ή παραλλαγές του δεν μπορούν να γίνουν συνταγματικά ανεκτές. Είναι πράγματι δύσκολη η εξίσωση τήρησης αυτών των ισορροπιών, όμως, ένα Κράτος Δικαίου κρίνεται και από το πώς συμπεριφέρεται απέναντι στους εχθρούς του, οποιασδήποτε ιδεολογικής απόχρωσης κι αν αυτοί είναι.
* Χαράλαμπος Τσιλιώτης, Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Διευθυντής Ινστιτούτου Διαφάνειας και Θεμελιωδών Δικαιωμάτων Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου, Μέλος Επιτροπής Συνταγματικών Δικαιωμάτων ΔΣΑ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Γιάννα Παναγοπούλου: Το σπίτι του παιδιού εχέγγυο για την προστασία των ανηλίκων Θανάσης Καμπαγιάννης: Χρειαζόμαστε αντιναζιστική νομοθεσία, όχι επικίνδυνες κυβερνητικές μεθοδεύσεις Κατερίνα Φραγκάκη: Η Δικαιοσύνη θα πρέπει να απονέμεται άμεσα και να τιμωρεί αυστηρά τους ψευτογιατρούς Ευάγγελος Βενιζέλος: Από τη φοβική στη μαχόμενη δημοκρατία Σπύρος Βλαχόπουλος: Συνταγματολόγοι και πολιτική εξουσίαΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr