Χαράλαμπος Τσιλιώτης: Θα δικαιολογούνταν συνταγματικά η απαγόρευση συμμετοχής της παράταξης “Ελεύθεροι Αθηναίοι” στις αυτοδιοικητικές εκλογές;
Η ακροδεξιά, φασιστική, μεταφασιστική, νεοναζιστική και σε όλες τις άλλες αποχρώσεις της δεν αντιμετωπίζεται με απαγορεύσεις αλλά με πολιτικό αγώνα, πολιτική παιδεία, έντονη ανάδειξη της επικινδυνότητας τέτοιων μορφωμάτων και χτύπημα του κακού στην ρίζα του, στις αιτίες δηλαδή που το παράγουν.
Με την 364/2023 απόφασή του το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας) ανακήρυξε τους συνδυασμούς που θα συμμετάσχουν στις δημοτικές εκλογές της 8ης Οκτωβρίου και εάν χρειαστεί στις επαναληπτικές εκλογές της 15ης Οκτωβρίου που θα διενεργηθούν για την εκλογή δημοτικών αρχών του Δήμου Αθηναίων Περιφερειακής Ενότητας Κεντρικού Τομέα Αθηνών, ήτοι υποψηφίων δημάρχων, δημοτικών συμβούλων και συμβούλων κοινοτήτων των δηλωθέντων υποψηφίων συνδυασμών, μεταξύ των οποίων και του συνδυασμού «ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ» με υποψήφιο Δήμαρχο τον Ηλία Κασιδιάρη, πρ. Βουλευτή της Χρυσής Αυγής και καταδικασμένο πρωτοδίκως από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για το κακούργημα της εγκληματικής οργάνωσης σε 13 χρόνια κάθειρξη.
Το ερώτημα που απασχολούσε τόσο νομικά όσο και πολιτικά τον τελευταίο καιρό ήταν εάν μπορεί ένας τέτοιος συνδυασμός να ανακηρυχθεί από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, την στιγμή που ο επικεφαλής του και υποψήφιος Δήμαρχος έχει «στην πλάτη του» μία τέτοια καταδίκη, έστω και πρωτόδικη. Η υποψηφιότητα αυτή και η συζήτηση περί της νομιμότητάς της έφερε ξανά στο προσκήνιο τη συζήτηση για την απαγόρευση του κόμματος «ΕΛΛΗΝΕΣ» με αρχηγό τον ίδιο ως άνω Η. Κασιδιάρη με την με αριθμό 8/2023 απόφαση του ΑΠ (Α1 Τμήμα Ολ) και με βάση το άρθρο 32 παρ. 1 της Εκλογικής Νομοθεσίας (ΚωδΠΔ 26/2012) και την όλη επιστημονική και πολιτική προβληματική για τη συνταγματικότητα και συμβατότητα με την ΕΣΔΑ αλλά και την ορθή εφαρμογή της διάταξης αυτής, όπως αυτή τροποποιήθηκε κυρίως με το άρθρο 102 Ν. 5019/2023, που αναπτύχθηκε καθ’ όλη την διάρκεια του πρώτου ημίσεως του 2023 και μέχρι τις εκλογές του Μαΐου 2023 αλλά και αργότερα ενόψει των εκλογών του Ιουνίου 2023 με την απαγόρευση συμμετοχής του συνδυασμού ανεξάρτητων υποψηφίων με το ίδιο όνομα.
Δύο είναι κατά βάση τα ενδιαφέροντα ερωτήματα που εγείρονται de lege lata σχετικά με την ανακήρυξη του συνδυασμού αυτού και την υποψηφιότητα του επικεφαλής του ως υποψηφίου Δημάρχου Αθηναίων: α) Εάν επιτρεπόταν η ανακήρυξη για την συμμετοχή του στις δημοτικές εκλογές ενός συνδυασμού του οποίου ο επικεφαλής έχει καταδικασθεί, έστω πρωτοδίκως, για το κακούργημα του άρθρου 187 ΠΚ (εγκληματική οργάνωση) και β) εάν ανεξάρτητα από τη νομιμότητα συμμετοχής του συνδυασμού στις εκλογές ήταν νόμιμη η συμμετοχή ως επικεφαλής συνδυασμού και υποψηφίου Δημάρχου ή υποψηφίου δημοτικού συμβούλου του ίδιου προσώπου.
Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα είναι σαφές ότι ο εφαρμοστέος εν προκειμένω Ν. 4804/2021 «Εκλογή Δημοτικών και Περιφερειακών Αρχών, πολιτικά κόμματα, ΤΑΙΠΕΔ κλπ» (ΦΕΚ A’ 90/05.06.2021) δεν προβλέπει για τις αυτοδιοικητικές εκλογές ανάλογη απαγόρευση με αυτήν που προβλέπει το άρθρο 32 παρ. 1 ΠΔ 26/2012 για τις βουλευτικές. Αναλογική εφαρμογή της επίμαχης διάταξης για τις αυτοδιοικητικές εκλογές είναι ανεπίτρεπτη για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, δεν συντρέχουν λόγοι αναλογικής ερμηνείας διότι η αναλογική εφαρμογή διάταξης σε άλλη περίπτωση από αυτήν που ρυθμίζει, προϋποθέτει κενό δικαίου για την περίπτωση αυτή. Τέτοιο κενό δικαίου δεν υπάρχει στον Ν. 4804/2021, ο οποίος στις διατάξεις του αναφέρει ποιες πρέπει να είναι οι προϋποθέσεις ανακήρυξης ενός συνδυασμού και τι δεν επιτρέπεται σε έναν συνδυασμό ούτως ώστε να απαγορευτεί η συμμετοχή του στις δημοτικές εκλογές. Προϋποθέσεις όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 32 παρ. 1 ΕΝ για τα πολιτικά κόμματα και τη συμμετοχή τους στις γενικές βουλευτικές εκλογές δεν προβλέπονται για τις δημοτικές και εν γένει αυτοδιοικητικές εκλογές. Άρα ο αυτοδιοικητικός εκλογικός νομοθέτης δεν θέλησε μία απαγόρευση ανάλογη αυτής της παραπάνω διάταξης του ΕΝ για τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Ενδεχόμενη «ασυνέπειά» του στην τελευταία περίπτωση σε σχέση με την πρώτη όσον αφορά τη διαφορετική συμπεριφορά του στις δύο περιπτώσεις κρίνεται μόνο πολιτικά, μπορεί δε να εξηγηθεί όπως εκτίθεται κατωτέρω. Ούτε τίθεται ζήτημα παραβίασης της γενικής αρχής της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 Σ, καθότι οι περιπτώσεις είναι διαφορετικές, δεν συντρέχει λόγος επεκτατικής ερμηνείας ενώ και υπό αυτή την εκδοχή, ενδεχόμενη επεκτατική εφαρμογή της αρχής της ισότητας, εάν υπήρχε έδαφος γι’ αυτήν, θα έπρεπε να οδηγήσει στην κατάργηση της δυσμενέστερης ρύθμισης και επέκταση της ευμενέστερης στη δυσμενέστερη και όχι το αντίθετο. Κατά δεύτερον, μία τέτοια απαγόρευση αποτελεί περιορισμό στο παθητικό εκλογικό δικαίωμα. Περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος αυτού πρέπει να ερμηνεύονται στενά και όχι κατ’ αναλογία ή διαστολή, παρά το γεγονός ότι υπό την έποψη του άρθρου 3 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ έχει γίνει δεκτό ότι το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα δεν εφαρμόζεται επί των δημοτικών ή περιφερειακών εκλογών. Δεν παύει, όμως, να αποτελεί ένα δημόσιο υποκειμενικό δικαίωμα που συνδέεται με τη δημοκρατική αρχή και την άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας (πρβλ. άρθρο 1 Σ). Κατά συνέπεια και εξ αυτού του λόγου μία τέτοια απαγόρευση, χωρίς ρητή νομοθετική πρόβλεψη, είναι ανεπίτρεπτη για τις δημοτικές εκλογές.
Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα η απάντηση δίνεται από το άρθρο 10 Ν. 4804/2023 που ορίζει ποια είναι τα κωλύματα και ασυμβίβαστα των υποψηφίων στις αυτοδιοικητικές εκλογές και δεν συμπεριλαμβάνει και την πρωτόδικη καταδίκη για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης. Τουναντίον το άρθρο 10 παρ. 3 Ν. 4804/2023 ορίζει ότι «[κ]ώλυμα εκλογιμότητας συντρέχει για:
α) όσους έχουν εκπέσει από οποιοδήποτε αιρετό αξίωμα πρώτου ή δεύτερου βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης ύστερα από:
αα) αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, σύμφωνα με την περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 236 του Ν. 3852/2010 (Α’ 87), περί έκπτωσης εξαιτίας καταδίκης».
Αυτά όσον αφορά το νομικό καθεστώς de lege lata το οποίο ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Περαιτέρω, εγείρονται και ζητήματα de lege ferenda για το κατά πόσο θα ήταν επιβεβλημένη η καθιέρωση μίας ανάλογης ρύθμισης με αυτήν του άρθρου 32 παρ. 1 ΕΝ και στον Ν. 4804/2023 και τις αυτοδιοικητικές εκλογές καθώς και κατά πόσο μία τέτοια ρύθμιση θα ήταν συνταγματική. Όσον αφορά τη συνταγματικότητα της ρύθμισης ισχύει αναλογικά ό,τι έχει λεχθεί για την συνταγματικότητα της ρύθμισης του άρθρου 32 παρ. 1 ΕΝ. Η διάταξη κρίθηκε συνταγματική και συμβατή με την ΕΣΔΑ με την 8/2023 απόφαση του ΑΠ, απόφαση βέβαια που δεν δεσμεύει ούτε το ΑΕΔ ως εκλογοδικείο ούτε τα διοικητικά δικαστήρια και σε τελευταίο βαθμό το ΣτΕ κατά την διαδικασία των ακυρωτικών διαφορών στις αυτοδιοικητικές εκλογές, τοσούτω μάλλον η νομολογία αυτή αμφισβητείται από μέρος της θεωρίας. Πέραν των όσων έχουν υποστηριχθεί για την συνταγματικότητα του άρθρου 32 παρ. 1 ΕΝ στην προκειμένη περίπτωση δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρου 51 παρ. 3 Σ σε συνδυασμό με το άρθρο 55 Σ όσον αφορά το αμετάκλητο της καταδίκης ως προϋπόθεσης στέρησης του ενεργητικού και κατά παραπομπή και του παθητικού εκλογικού δικαιώματος, ενώ οι προστατευτικές εγγυήσεις του άρθρου 29 Σ για τα πολιτικά κόμματα δεν ισχύουν για τους εκλογικούς συνδυασμούς των αυτοδιοικητικών εκλογών.
Μία τέτοια ρύθμιση, όμως, δεν ενδείκνυται δικαιοπολιτικά για τους ίδιους λόγους που δεν ενδείκνυται και η απαγόρευση συμμετοχής πολιτικών κομμάτων στις εκλογές. Η απαγόρευση συμμετοχής του κόμματος «ΕΛΛΗΝΕΣ» δεν απέτρεψε τη συμμετοχή στις εκλογές και τελικά την εκλογή δύο νέων ακροδεξιών κομμάτων στην Βουλή, το ένα εκ των οποίων με σαφή νεοναζιστικά και νεοφασιστικά στοιχεία, ενώ ένα άλλο, τρίτο, προϋπήρχε από τις εκλογές του 2019. Το γεγονός αυτό άλλωστε μπορεί να δικαιολογήσει νομικοπολιτικά ως μεταγενέστερη κρίση την διαφορετική αντιμετώπιση από τον νομοθέτη των αυτοδιοικητικών εκλογών από τις βουλευτικές.
Η ακροδεξιά, φασιστική, μεταφασιστική, νεοναζιστική και σε όλες τις άλλες αποχρώσεις της δεν αντιμετωπίζεται με απαγορεύσεις αλλά με πολιτικό αγώνα, πολιτική παιδεία, έντονη ανάδειξη της επικινδυνότητας τέτοιων μορφωμάτων και χτύπημα του κακού στην ρίζα του, στις αιτίες δηλαδή που το παράγουν.
*Χαράλαμπος Τσιλιώτης, Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Διευθυντής Ινστιτούτου Διαφάνειας και Θεμελιωδών Δικαιωμάτων Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου, Μέλος Επιτροπής Συνταγματικών Δικαιωμάτων ΔΣΑ
*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα syntagmawatch.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Κωνσταντίνος Δούβλης: Τροχαία αστυνόμευση – Ο παρίας που πρέπει να γίνει “βασιλιάς” Ανδρέας Αναγνωστάκης: Ευρωπαϊκό Δικαστήριο – Επικοινωνία διαζευγμένων πατεράδων με τα παιδιά τους Θεόδωρος Μαντάς: Αθλητική Βία – Κάλλιον το προλαμβάνειν παρά το θεραπεύειν! Γρηγόριος Πεπόνης: Κοινός απόηχος Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου: Η θεσμοθέτηση της αντιμετώπισης της ποινικής “δικομανίας” – Μία σύγχρονη πρόκλησηΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr