Χριστόφορος Κοσμίδης: Αξιολόγηση-Επιθεώρηση Δικαστικών Λειτουργών – Προβλήματα και Προτάσεις Πολιτικής
Στόχος της Επιθεώρησης είναι η διαρκής επιβεβαίωση ότι απονέμεται, πράγματι, ορθή και ταχεία δικαιοσύνη στον Λαό.
Εισαγωγή – Θεωρητική Θεμελίωση
Το Σύνταγμα (87 παρ.1) εξασφαλίζει στους δικαστές προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία! Στον αντίποδα της δικαστικής ανεξαρτησίας, ως στοιχείο δημοκρατικής νομιμοποίησης της λειτουργίας που επιτελούν οι δικαστές, ο συντακτικός νομοθέτης (87 παρ.3) έχει προβλέψει την Επιθεώρηση των δικαστικών λειτουργών!
Σε ένα Κράτος Δικαίου, η δικαστική ανεξαρτησία αποτάσσεται την αυθαιρεσία και συντάσσεται με τη συνταγματική νομιμότητα (87 παρ.2). Με την Επιθεώρηση, το δικαστικό σύστημα επιβεβαιώνει ότι σέβεται και εφαρμόζει την αρχή αυτή!
Ως στόχος της Επιθεώρησης δεν πρέπει να θεωρηθεί μόνο η αξιολόγηση των δικαστικών λειτουργών για εσωτερικούς, υπηρεσιακούς λόγους. Στόχο συνιστά, προεχόντως, η πιστοποίηση έναντι του Λαού ότι όποιος είναι επιφορτισμένος με την απονομή της δικαιοσύνης ελέγχεται διαρκώς, ως προς το αν επιτελεί τη λειτουργία αυτή υπακούοντας μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους.
Με άλλα λόγια, στόχος της Επιθεώρησης είναι η διαρκής επιβεβαίωση ότι απονέμεται, πράγματι, ορθή και ταχεία δικαιοσύνη στον Λαό.
Για την επίτευξη του στόχου αυτού, η Επιθεώρηση πρέπει να είναι αντικειμενική και αποτελεσματική. Αντικειμενική, η Επιθεώρηση είναι όταν παραμένει απροσωπόληπτη και εφαρμόζει μεθόδους που εξασφαλίζουν σωστή και αναλογική διάγνωση ως προς τις ικανότητες και την αποδοτικότητα όσων επιθεωρούνται. [Οι ικανότητες και η αποδοτικότητα δεν είναι σταθερά μεγέθη∙ υπόκεινται σε θετικές ή αρνητικές μεταπτώσεις, υπαίτιες ή ανυπαίτιες. Ως εκ τούτου, οι εκάστοτε μετρήσεις δεν είναι απαραίτητο να συμφωνούν με τις προηγούμενες].
Αποτελεσματική, η Επιθεώρηση είναι όταν πλαισιώνεται από κανόνες που προβλέπουν λογικές και πρακτικές συνέπειες για την περαιτέρω υπηρεσιακή πορεία των επιθεωρούμενων.
[Οι συνέπειες αυτές μπορούν να είναι και οικονομικές, εφ’ όσον συνδέονται με περιστάσεις που πιστοποιούν ματαίωση του σκοπού για τον οποίο χορηγούνται τα επιδόματα ειδικών συνθηκών απασχόλησης και ταχείας διεκπεραίωσης της δικαστικής εκκρεμότητας].
Όλα τα παραπάνω ακυρώνονται, όταν το νομοθετικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο διεξάγεται η Επιθεώρηση, ευνοεί μια διαδικασία μάλλον τυπική παρά ουσιαστική. Μια διαδικασία, δηλαδή, που φαίνεται να παράγει «εξαίρετους» δικαστές σε πλήθος δυσανάλογο προς το σύνολό τους∙ που δεν αξιοποιεί τις νέες τεχνολογίες και τη στατιστική∙ που αποφεύγει τη συναγωγή συγκριτικών αποτελεσμάτων ως προς την αποτελεσματικότητα των προσώπων και των υπηρεσιών∙ που δεν προβλέπει αυτόθροες συνέπειες, ανάλογες προς την αξιολόγηση∙ τέλος, που ανατρέπεται χωρίς διάλογο και αντικειμενικότητα όταν, απλώς, δεν αρέσει στους ενδιαφερόμενους.
Αποτύπωση Γενικά Αποδεκτών Αρχών Επιθεώρησης
Η πολιτική ηγεσία, η φυσική ηγεσία και οι δικαστές θα πρέπει να συμφωνήσουμε ως προς το ποια Επιθεώρηση θέλουμε. Κάποιοι, βέβαια, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν είναι δυνατό να έχουμε μια Επιθεώρηση διαφορετική, από εκείνη που είχε στο μυαλό του ο συντακτικός νομοθέτης.
Η αποτύπωση αρχών Επιθεώρησης έχει την έννοια ότι οποιαδήποτε μελλοντική, κανονιστική ή ερμηνευτική παρέμβαση για το ίδιο ζήτημα, οσοδήποτε περιφερειακή κι αν είναι, θα πρέπει να είναι συμβατή προς τις αρχές αυτές.
Ως πρώτη αρχή θα μπορούσε να θεωρηθεί το ότι η Επιθεώρηση καλείται να διαπιστώσει εάν ο επιθεωρούμενος απονέμει ουσιαστικό δίκαιο σε όσους προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη. Για να συμβεί αυτό, ο επιθεωρητής διαβάζει κείμενα, συλλέγει πληροφορίες, παρατηρεί και ακούει τον επιθεωρούμενο.
Ως δεύτερη αρχή θα μπορούσε να θεωρηθεί το ότι η μεθοδολογία της Επιθεώρησης πρέπει να εξασφαλίζει ίσες ευκαιρίες στον επιθεωρητή, στον επιθεωρούμενο, στους ιεραρχικά προϊστάμενους, στους θεσμικούς φορείς και σε κάθε πολίτη, ο οποίος νομιμοποιεί τη συμμετοχή του στη διαδικασία αυτή.
Ως τρίτη αρχή θα μπορούσε να θεωρηθεί το ότι η εκάστοτε αξιολόγηση πρέπει να παραμένει ασύνδετη προς όλες τις προηγούμενες. Η αξιολόγηση συνιστά αιτιολογημένη προσωπική κρίση του αρμόδιου επιθεωρητή, για συγκεκριμένο δικαστικό λειτουργό, σε δεδομένο τόπο και χρόνο. Ως εκ τούτου, είναι εύλογο το να διαφέρει από προηγούμενες αξιολογικές κρίσεις, προς τις οποίες μπορεί να εξισορροπείται μόνο με τη συναγωγή ενός μέσου όρου σε βάθος συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος∙ όχι με την ακύρωσή της.
Ως τέταρτη αρχή θα μπορούσε να θεωρηθεί το ότι ο τυχόν θιγόμενος δικαστικός λειτουργός δικαιούται να προσφύγει στο Συμβούλιο Επιθεώρησης, μόνο προς διόρθωση των τυχόν ανακριβών πληροφοριών, τις οποίες ο επιθεωρητής έλαβε από τρίτους και καταχώρησε στην έκθεση∙ όχι προς αντικατάσταση των αξιολογικών κρίσεων. Προς διαπίστωση της ανακρίβειας, πρέπει να ερωτάται ο επιθεωρητής ως προς την πηγή των πληροφοριών του και να επιχειρείται ο έλεγχός τους εκ μέρους του Συμβουλίου. Δεν μπορεί να αρκεί η αντίρρηση του επιθεωρούμενου ή η εκτίμηση των στοιχείων που αυτός, μονομερώς, προσκομίζει.
Ως πέμπτη αρχή θα μπορούσε να θεωρηθεί το ότι η τυχόν διαπίστωση ελλείμματος ως προς την απονομή ορθής και ταχείας, δηλαδή ουσιαστικής, δικαιοσύνης πρέπει να συνδέεται με άμεσες, πραγματικές συνέπειες για την υπηρεσιακή εξέλιξη του επιθεωρούμενου. [Η παράθεση των αρχών αυτών γίνεται ενδεικτικά, ως απαρχή προβληματισμού που θα πρέπει να αποκτήσει κανονιστική ισχύ].
Διαμόρφωση Μεθοδολογίας για την Επιθεώρηση
Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει κάποιος υπηρεσιακός οδηγός ως προς τον τρόπο, με τον οποίο διενεργείται η Επιθεώρηση∙ επαφίεται στον κάθε επιθεωρητή να αυτοσχεδιάσει.
Πρέπει να θεωρηθεί απαραίτητη, ύστερα από καταγραφή και επεξεργασία της υπάρχουσας εμπειρίας από τη λειτουργία του θεσμού, η δημιουργία ενός «Κανονισμού», ο οποίος θα αποτυπώνει μια ορθολογική και αξιόπιστη μέθοδο Επιθεώρησης∙ αφ’ ενός θα καθοδηγεί τους επιθεωρητές στην εκπλήρωση των καθηκόντων τους με αποτελεσματικό και ομοιόμορφο τρόπο και αφ’ ετέρου θα εξασφαλίζει στους επιθεωρούμενους ίσες ευκαιρίες για αντικειμενική αξιολόγηση.
Ο επιθεωρητής αντιμετωπίζει όλα τα θέματα που έχουν σχέση με την καλή απονομή της Δικαιοσύνης και ανακύπτουν στην περιφέρεια όπου ασκεί τα καθήκοντά του.
Ο επιθεωρητής, ύστερα από ευρεία, δειγματοληπτική επιλογή, εξετάζει την εργασία του επιθεωρούμενου δικαστικού λειτουργού και, ιδίως, το νομικό και πραγματικό μέρος των υποθέσεων και τις απαντήσεις που δόθηκαν επί των εκατέρωθεν ισχυρισμών.
Ο επιθεωρητής, προκειμένου να διαμορφώσει ασφαλή γνώμη ως προς τα αξιολογούμενα ουσιαστικά προσόντα του επιθεωρούμενου, διεξάγει λεπτομερώς κάθε χρήσιμη έρευνα, ζητεί τη γνώμη του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία, καθώς και του προέδρου του τμήματος όπου υπηρετεί ο επιθεωρούμενος.
Παράλληλα, δέχεται πληροφορίες από τους αποδέκτες του έργου των δικαστικών λειτουργών, είτε άτυπα, διαχειριζόμενος τα τυχόν παράπονα των δυσαρεστημένων και προλαβαίνοντας τη διόγκωση ή τη δημοσιοποίησή τους, είτε θεσμικά, επικοινωνώντας με τα αρμόδια όργανα του οικείου δικηγορικού συλλόγου.
Πρόσφορο στοιχείο αξιολόγησης είναι οι αποφάσεις ή διατάξεις υπερκείμενων δικαιοδοσιών ή λειτουργιών, οι οποίες εκδίδονται επί ενδίκων μέσων ή άλλων διαδικαστικών ενεργειών που ασκούνται κατά αποφάσεων ή πράξεων, στις οποίες ο επιθεωρούμενος είχε συμμετοχή. Για να εκτιμηθεί το στοιχείο αυτό, αφ’ ενός η έρευνα του επιθεωρητή επεκτείνεται στο, πριν από το επιθεωρούμενο, χρονικό διάστημα και αφ’ ετέρου αξιοποιούνται οι δυνατότητες που παρέχουν οι σύγχρονες τεχνολογίες ως προς την παρακολούθηση της περαιτέρω διαδικαστικής πορείας των υποθέσεων.
Το έργο του επιθεωρητή θα πρέπει όλο και περισσότερο να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία, τα οποία, σήμερα, είναι εφικτό να συγκεντρώνονται με χρήση εφαρμογών πληροφορικής και να αποτυπώνουν το έργο που παράγεται σε ποσότητα, ταχύτητα και αποτελεσματικότητα∙ η αποτύπωση μπορεί να γίνεται αφ’ ενός αυτοτελώς, για κάθε επιθεωρούμενο και αφ’ ετέρου συγκριτικά, για τους υπηρετούντες σε συγκεκριμένη υπηρεσία ή για τις δικαστικές υπηρεσίες συγκεκριμένης περιφέρειας.
Μετά τη συλλογή των δεδομένων, θα πρέπει, απαραιτήτως, να ακολουθεί συνέντευξη του επιθεωρητή με τον επιθεωρούμενο. Συγκριτικά στοιχεία ως προς την αποτελεσματικότητα πρέπει να συνάγονται από μεν τον επιθεωρητή για όλες τις δικαστικές υπηρεσίες της περιφέρειας στην οποία ασκεί τα καθήκοντά του, από δε το Συμβούλιο Επιθεώρησης για όλες τις δικαστικές υπηρεσίες του οικείου κλάδου. Η κατ’ έτος δημοσίευση των στοιχείων αυτών εκ μέρους του Υπουργείου Δικαιοσύνης θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αφορμή άμιλλας μεταξύ των υπηρετούντων και ως κριτήριο αξιολόγησης των διευθυνόντων τις διάφορες υπηρεσίες.
Για τη βελτίωση της αντικειμενικότητας, θα πρέπει αφ’ ενός να καταστούν περισσότερο ορθολογικά τα κριτήρια της αξιολόγησης και αφ’ ετέρου να διευρυνθεί η κλίμαξ της βαθμολογίας, συνδεόμενη με αριθμητικές ενδείξεις που επιτρέπουν τη συναγωγή ενός μέσου όρου, τόσο σε ετήσια όσο και σε χρονικώς ευρύτερη βάση.
Θα πρέπει, τέλος, οι εκθέσεις Επιθεώρησης να συντάσσονται σε ηλεκτρονικά πρότυπα, τα οποία παρέχουν δυνατότητα αυτόματης συλλογής και επεξεργασίας στοιχείων, με αντικειμενικό τρόπο.
Επαγγελματισμός κατά την Επιθεώρηση
Σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, τα όργανα της Επιθεώρησης επιλέγονται με κλήρωση και ασκούν τα καθήκοντά τους με ενιαύσια θητεία. Ως προϋπόθεση συμμετοχής στην κλήρωση τίθεται αφ’ ενός η προηγούμενη διετής υπηρεσία στο ανώτατο δικαστήριο ή στην εισαγγελία του και αφ’ ετέρου η παρέλευση διετίας από την τυχόν προηγούμενη θητεία στην Επιθεώρηση. Οι ρυθμίσεις αυτές ακολουθούν τη λανθασμένη αντίληψη ότι το έργο του επιθεωρητή πρέπει να είναι παροδικό, διότι αποτελεί [δήθεν] μία μορφή υπηρεσιακής ελάφρυνσης όσων κληρώνονται για να το ασκήσουν, οι οποίοι πρέπει να εναλλάσσονται κατ’ έτος, χωρίς να μπορούν να επανέλθουν σύντομα.
Στο περιθώριο της Επιθεώρησης που διενεργείται από αρεοπαγίτες ή αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, υφίσταται μια παράλληλη και, κατά κανόνα, ασύνδετη με την πρώτη, Επιθεώρηση που γίνεται από προέδρους ή εισαγγελείς εφετών.
Η αξιόπιστη Επιθεώρηση απαιτεί καλή γνώση του αντικειμένου, ορθολογική μέθοδο εργασίας και χρονικώς εκτεταμένη απασχόληση. Γι’ αυτό, προϋποθέτει αφ’ ενός την εκπεφρασμένη βούληση του επιλεγόμενου προσώπου να ασκήσει τα εν λόγω καθήκοντα και αφ’ ετέρου τη συνδρομή προσθέτων ικανοτήτων, που δεν είναι δεδομένες ακόμη και για ένα ανώτατο δικαστικό λειτουργό.
Περαιτέρω, η αξιοπιστία της Επιθεώρησης θα μπορούσε να βελτιωθεί αν τα επιλεγόμενα πρόσωπα είχαν αφ’ ενός μεγαλύτερο χρόνο θητείας, ώστε να αξιοποιούν την αποκτώμενη εμπειρία και αφ’ ετέρου επικουρία από υφιστάμενους δικαστικούς λειτουργούς, ώστε να συνεργάζονται μαζί ως ομάδα και να μοιράζονται την έρευνα και την ευθύνη.
Έχοντας ως στόχο μια αντικειμενική και αποτελεσματική Επιθεώρηση, θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρέπει να διαμορφωθεί ένα σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου η Επιθεώρηση θα διεξάγεται με επαγγελματισμό!
Η θητεία των επιθεωρητών θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να είναι διετής, αλλά να υπόκειται σε κατ’ έτος αξιολόγηση από τον πρόεδρο ή τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης. Εφ’ όσον κριθεί ευδόκιμη, θα μπορεί να ανανεώνεται άπαξ∙ εάν τυχόν κριθεί αναποτελεσματική, θα πρέπει να διακόπτεται πρόωρα.
Στη διαδικασία επιλογής θα πρέπει να μετέχουν μόνον όσοι αρεοπαγίτες ή αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου υποβάλλουν σχετική αίτηση ή προτείνονται από τον πρόεδρο ή τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης, ανεξάρτητα προς το χρόνο υπηρεσίας τους στο ανώτατο δικαστήριο.
Η επιλογή των επιθεωρητών θα πρέπει να γίνεται βάσει φακέλου, ύστερα από αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση της τελευταίας. Με ανάλογο τρόπο θα πρέπει να γίνεται η επιλογή του προέδρου και των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης.
Η υπηρεσία Επιθεώρησης θα πρέπει να έχει μεγαλύτερη αυτοτέλεια, να διευρυνθεί με τη συμμετοχή προέδρων ή εισαγγελέων εφετών, επιλεγόμενων με τρόπο όπως και οι επιθεωρητές, να πλαισιωθεί από εξειδικευμένο υπαλληλικό και βοηθητικό προσωπικό και να αποκτήσει τον απαραίτητο μηχανογραφικό και λογισμικό εξοπλισμό.
Επίλογος
Οι σκέψεις που προηγήθηκαν δεν είναι πρωτότυπες.
Έχουν διατυπωθεί στο παρελθόν, τόσο ως πορίσματα ομάδων εργασίας όσο και ως απαύγασμα προσωπικής εμπειρίας, και έχουν αποκτήσει δημοσιότητα.
Το ζητούμενο είναι εάν, πράγματι, θέλουμε μια Επιθεώρηση περισσότερο αντικειμενική και αποτελεσματική∙ μια Δικαιοσύνη περισσότερο ορθή και ταχεία.
Εάν δεν τη θέλουμε, μπορούμε να αρκεστούμε στο υφιστάμενο καθεστώς, που παράγει «εξαίρετους» δικαστές και «καθυστερημένη» Δικαιοσύνη.
Εάν τη θέλουμε, θα πρέπει να αγαπήσουμε την κριτική και να δουλέψουμε με μεγαλύτερη επιμέλεια.
του Χριστόφορου Κοσμίδη – Αρεοπαγίτη ε.τ.
Πηγή: dikastis.blogspot.com
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Δημήτρης Τσοβόλας: “Το δικαίωμα στην υγεία & ο υποχρεωτικός ή μη εμβολιασμός” Μαρία Ντούμα: Ντολόρες Ιμπαρούρι Δημήτρης Αναστασόπουλος: Να γίνουν ηλεκτρονικά οι εκλογές του ΔΣΑ Γιάννα Παναγοπούλου: Ιστορική ανασκόπηση του θεσμού των ενόρκων Σπυρίδων Γ. Χριστόφιλος: Να παλινορθώσουμε τις συνταγματικές αξίες και να ξαναπάρουμε (ο λαός) τη χώρα στα χέρια μαςΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr