Δέσμευση περιουσιακών στοιχείων επί 18 μήνες: Τελικά πόση νομική ισότητα αντέχουμε;
Μια διάταξη με στόχευση την ισότητα απέναντι στο νόμο , για όλα τα πρόσωπα τα οποία τίθενται υπό δικαστική διερεύνηση, έγινε κόκκινο πανί και πάνω της στήθηκαν έντονες πολιτικές αντιμαχίες. Πρόκειται για τη διάταξη με την οποία τίθενται χρονικοί περιορισμοί ως προς το χρόνο που δεσμεύονται περιουσιακά στοιχεία ελεγχόμενων από την Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από́ Εγκληματικές Δραστηριότητες που τέθηκε σε ισχύ με τις τροπολογίες για τον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Το θέμα σήκωσε πολλές αντιδράσεις και προκάλεσε ακόμα και δημοσίευμα των FT, μόνο που η συγκεκριμένη νομική δικλείδα ισχύει στις περισσότερες χώρες της ΕΕ και αφορά πλήρη εναρμόνιση με τα αντίστοιχα «εργαλεία» που έχει στη διάθεσή του ο οικονομικός εισαγγελέας. Εν ολίγοις θεσπίζεται από το Κράτος υποχρέωσή του να ολοκληρώνει τις διαδικασίες διεκπεραίωσης των υποθέσεων , ώστε να μην παραμένουν όμηροι μιας ατέρμονης διαδικασίας οι πολίτες. Άλλωστε πόσα εκατομμύρια λέξεις έχουν γραφτεί για τις καθυστερήσεις της Ελληνικής Δικαιοσύνης και πόσες φορές η πολιτεία έχει υποσχεθεί πως θα πράξει όσα οφείλει; Δηλαδή να επιταχύνει τους ρυθμούς της ώστε να μην είναι όμηροι και να καταστρέφονται οι πολίτες;
Η διάταξη
Συγκεκριμένα, πλέον η Αρχή για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος μπορεί να κρατήσει σε δέσμευση περιουσιακά στοιχεία μέχρι το πολύ για 18 μήνες, η συμπλήρωση των οποίων απαιτεί την επικύρωση των δικαστικών αρχών προκειμένου να μην ακολουθήσει αποδέσμευση.
Νομικές πηγές επισημαίνουν πως οι 18 μήνες θα πρέπει να είναι το ανώτατο όριο, επικαλούμενο το μέτρο της προσωποκράτησης, σύμφωνα με το οποίο ο κρατούμενος δεν μπορεί να προφυλακιστεί για περισσότερο από 18 μήνες. Αντίστοιχα, κατά το νομοθέτη, στην περίπτωση της απαγόρευσης πρόσβασης στα περιουσιακά του στοιχεία, ο υπαίτιος στερείται επίσης ένα σημαντικό έννομο αγαθό και για αυτό δεν θα πρέπει να ξεπερνά τους 18 μήνες, εκτός εάν οι δικαστικές αρχές την επικυρώσουν.
– Όταν το ΣΔΟΕ δεσμεύει περιουσιακά στοιχεία, η δέσμευση αυτή έχει συνολική διάρκεια 18 μήνες (12+6). Επιβάλλεται, επομένως, για λόγους «νομικής συνέπειας» τα ίδια όρια να ισχύουν και για τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων που πραγματοποιεί η Αρχή Καταπολέμησης Μαύρου Χρήματος.
-Παρόμοια άλλωστε όρια ισχύουν και σε άλλες χώρες της Ε.Ε., επομένως η τροποποίηση είναι απαραίτητη προκειμένου να υπάρξει σύμπλευση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Σύμφωνα με τα οποία θα πρέπει να τηρείται η «αρχή της αναλογικότητας».
-Εξάλλου, είναι αντιφατικό ο Πρόεδρος της Αρχής, όταν διεξάγει έρευνα, σε εξαιρετικά πρώιμο στάδιο και χωρίς γνώση οιουδήποτε στοιχείου της δικογραφίας, να μπορεί να δεσμεύει επ’ αόριστον τα περιουσιακά στοιχεία κάποιου, ενώ ο Οικονομικός Εισαγγελέας, ο οποίος ενεργεί την δέσμευση κατόπιν έρευνας των στοιχείων, να μπορεί να δεσμεύει τα περιουσιακά στοιχεία το πολύ για 18 μήνες (9 μήνες + 9 μήνες).
-Το μέτρο της δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών και λοιπών περιουσιακών στοιχείων συνεπάγεται σοβαρότατη επέμβαση σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά του ελεγχόμενου προσώπου, διότι αυτό για όσο χρόνο διαρκεί η δέσμευση στερείται παντελώς της δυνατότητας χρήσης και διάθεσης των δεσμευθέντων περιουσιακών στοιχείων του.
Ο αντίλογος και η μεταβατική διάταξη
Ο αντίλογος που δημόσια διατυπώθηκε είναι πως μπορεί το όριο των 18 μηνών να είναι επαρκές για τη διερεύνηση μίας ανθρωποκτονίας, όπου τα δεδομένα και οι ενέργειες είναι συνήθως συγκεκριμένα, όμως δεν ισχύει το ίδιο για οικονομικές έρευνες. Η εμπλοκή διαφόρων υπηρεσιών και κυρίως τραπεζικών ιδρυμάτων στην πλειοψηφία των υποθέσεων, προκαλεί σημαντικές καθυστερήσεις, καθώς οι απαντήσεις σε διάφορα αιτήματα συνήθως μετατρέπονται σε πολύμηνες διαδικασίες.
Η απάντηση σε αυτό είναι πως ενώ με τη προγενέστερη νομοθεσία δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη ρύθμιση, πλέον εφόσον παρέλθει το 18μηνο, τότε είναι ζήτημα του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου -κατά περίπτωση- η επικύρωσή της ή μη, η οποία θα πρέπει να ληφθεί εντός τριών μηνών. «Η εναρμόνιση της ρύθμισης του άρθρου 42 παρ. 5 του Ν. 4557/2018 με τη ρύθμιση του άρθρου 34 παρ. 2 ΚΠΔ σε σχέση με το τεθειμένο ανώτατο χρονικό όριο δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων εμφανίζεται ως επιτακτική και εντάσσεται στις ελάχιστες εγγυήσεις που αξιώνει κάθε κράτος δικαίου κατά τη διαχείριση των επαχθών δικονομικών μέτρων» καταλήγει η σχετική αιτιολογική έκθεση.
Μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι η ανάγκη εναρμόνισης των ρυθμίσεων «επιβάλλεται τόσο για λόγους νομοθετικής συνέπειας (αφού δεν νοείται διαφορετική νομική αντιμετώπιση απολύτως όμοιων μέτρων) όσο όμως και για λόγους σύμπλευσης με την ευρωπαϊκή δικαιοταξία. Διότι πέραν των ζητημάτων συνταγματικότητας και δικαιοκρατικότητας που θέτει η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων για αόριστο χρονικό διάστημα η ανυπαρξία σαφών και ανάλογων χρονικών ορίων δέσμευσης στη ρύθμιση του άρθρου 42 παρ. 5 του Ν. 4557/2018 που αφορά την Αρχή Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες διαφοροποιεί αναίτια σε δικαιοκρατικό επίπεδο τη Χώρα μας από την αντίστοιχη νομοθεσία των λοιπών Χωρών της ΕΕ και την ίδια την ευρωπαϊκή δικαιοταξία που αξιώνει «η έκδοση της διάταξης περί δέσμευσης να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, να επικυρώνεται από δικαστήριο ή δικαστή και να έχει περιορισμένη χρονική της διάρκεια».». Μάλιστα, ο νομοθέτης επικαλείται έκθεση του ΟΟΣΑ του 2018 για την Αξιολόγηση του Νομικού και Κανονιστικού Πλαισίου για την Ανάκτηση Περιουσιακών Στοιχείων στην Ελλάδα.
Όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική έκθεση, «η διατήρηση της αόριστης δέσμευσης για τις διατάξεις που εκδίδει ο Πρόεδρος της Αρχής, ενόψει του χρονικού περιορισμού που θέτει η διάταξη του άρθρου 34 ΚΠΔ για τις δεσμεύσεις των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος, εμφανίζεται ως προδήλως προβληματική και για αμιγώς δικονομικούς λόγους, δεδομένου ότι η μεν διάταξη του Προέδρου της Αρχής εκδίδεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 5 Ν. 4557/2018 με μόνη την προϋπόθεση ότι διεξάγεται έρευνα, δηλαδή σε εξαιρετικά πρώιμο στάδιο της υπόθεσης και χωρίς γνώση οποιουδήποτε στοιχείου της δικογραφίας, ενώ η δέσμευση εκ μέρους των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος εκδίδεται κατά κανόνα ύστερα από σχετική έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας με τη μορφή αιτιολογημένης εισαγγελικής Διάταξης».
Οι παλιές υποθέσεις
Δεύτερος βασικός αντίλογος είναι πως ουσιαστικά αποδεσμεύεται άνω του 1 δις ευρώ από περίπου 3.000 υποθέσεις και η μορφής είναι πως μεταξύ αυτών υπάρχουν σοβαρές υποθέσεις οικονομικών υποθέσεων και σκανδάλων. Η απάντηση εν προκειμένω είναι πως τίθεται μεταβατική διάταξη με την οποία τίθεται προθεσμία 3 μηνών να επικυρωθεί η δέσμευση από τα αρμόδια συμβούλια:
«Εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, οι διατάξεις του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018 πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και για τις οποίες έχουν παρέλθει τα χρονικά όρια του εδαφίου α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 34 ΚΠΔ, διαβιβάζονται με τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία και αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης στον ανακριτή, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης, ή στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, σε κάθε άλλη περίπτωση.
Ο αρμόδιος ανακριτής ή το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο του προηγούμενου εδαφίου αποφαίνονται για την επικύρωση ή μη της διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες του προηγούμενου εδαφίου, σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις των παραγράφων 1-3 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018.
Σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου η διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες παύει αυτοδικαίως να ισχύει».
Η αιτιολόγηση
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση «με τον τρόπο αυτό, αποτρέπεται ο ενδεχόμενος κίνδυνος ματαίωσης της ανάκτησης των προϊόντων εγκλήματος από το Δημόσιο σε περίπτωση καταδίκης που θα μπορούσε να προκληθεί από μία μαζική παύση σε ισχύ διατάξεων του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες που βρίσκονται εκτός των χρονικών ορίων του άρθρου 34 ΚΠΔ. Ταυτόχρονα, δίνεται ένα εύλογο χρονικό διάστημα προς επικύρωση των συγκεκριμένων διατάξεων εάν αυτό κριθεί από δικαστικό όργανο ότι απαιτείται. Τέλος, ρυθμίζεται ότι σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της συγκεκριμένης προθεσμίας, η διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες θα παύει να ισχύει. Η ρύθμιση αυτή καθώς και η τιθέμενη τρίμηνη προθεσμία, για τις περιπτώσεις στις οποίες έχει παρέλθει η προθεσμία του άρθρου 34 ΚΠΔ συνάδει και με το χαρακτήρα της διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, η οποία σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018 αφορά αποκλειστικά και μόνο σε επείγουσες περιπτώσεις».
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr