Δήμητρα Πλαστήρα: Το Έγκλημα, οι ποινές και η ορθολογική επιλογή

Το έγκλημα, είναι ο «πρώτος πυλώνας» της εγκληματολογίας και ο «ακρογωνιαίος» λίθος του ποινικού δικαίου

NEWSROOM
Δήμητρα Πλαστήρα: Το Έγκλημα, οι ποινές και η ορθολογική επιλογή

Η Θέμιδα, ενσαρκώνει τη θεία τάξη, προσωποποιεί τη Δικαιοσύνη και στις απεικονιστικές της παραστάσεις πάντα κρατά τους ζυγούς στο αριστερό χέρι και μαχαίρι ή σπαθί στο δεξί, ασκείται για όλους το ίδιο∙ και με την ίδια αντικειμενικότητα και αμεροληψία, γεγονός που καταδεικνύει και το μαντίλι στα μάτια, καθιστώντας την «τυφλή», στην απόδοσή της. 

Για την απόδοση της, σε κάθε κοινωνία υπάρχει η νόμιμη εξουσία που διατηρεί την τάξη, δυνάμει του ισχύοντος δικαίου, δηλαδή των δικών της επιβαλλόμενων αρχών, αξιών, κανόνων και εντολών. Ως δίκαιο, θα μπορούσε να οριστεί, το σύνολο των κανόνων, οι οποίοι ρυθμίζουν υποχρεωτικά την οργάνωση μιας κοινωνίας σε κράτος, τη λειτουργία της κοινωνίας αυτής και την ομαλή κοινωνική συμβίωση των μελών της

Στις κοινωνίες όμως, υπάρχει πάντα κάποιος, μεμονωμένα ή ενωμένος σε ομάδα προσώπων, όπου ο κώδικάς αξιών του, δεν είναι σύμφωνος με τον υφιστάμενο και ισχύοντα επίσημο κώδικα δικαίου, το νόμο δηλαδή∙ και πράττει διαφορετικά από αυτόν, παραβαίνοντάς τον και διαπράττοντας έγκλημα. 

Το έγκλημα, είναι ο «πρώτος πυλώνας» της εγκληματολογίας και ο «ακρογωνιαίος» λίθος του ποινικού δικαίου. Δεν υφίσταται καμία αμφιβολία στο ποινικό δίκαιο για την έννοια του εγκλήματος, καθώς στο άρθρο 14ΠΚ, προσδιορίζεται ο ορισμός του, ως “πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο”. Ο ορισμός του εγκλήματος όμως για τον εγκληματολόγο δεν είναι τόσο ευδιάκριτος και απλός, καθώς, δεν υφίσταται ένας ορισμός, εκτός του νομικού, που να είναι αποδεκτός από το σύνολο αυτών, δεδομένου ότι το έγκλημα προσεγγίζεται υπό διαφορετικό πρίσμα από κάθε μελετητή του, προσθέτοντας μάλιστα φορές και έναν προσδιορισμό επιθετικό στην έννοιά του για να το χαρακτηρίσει. Επιπλέον τούτων, o εγκληματολόγος παρατηρεί το έγκλημα αλλά και την εγκληματικότητα, προσδιορίζοντας την τελευταία ως το σύνολο των εγκλημάτων μιας κοινωνίας που διαπράττονται σε μια δεδομένη χρονική περίοδο και του προσδίδουν χαρακτήρα κοινωνικού φαινομένου. 

Σε συνάρτηση με τα παραπάνω έχουν διατυπωθεί πολλές εγκληματολογικές θεωρίες για το τι ωθεί τον άνθρωπο στην εγκληματική συμπεριφορά που είτε, μεμονωμένα η κάθε μια, είτε, συνδυαστικά, δίνουν απαντήσεις για την εγκληματογένεση.

Ανεξάρτητα όμως των θεωριών αυτών και παράλληλα συνάμα, κοινός παρονομαστής της λήψης της απόφασης για το πέρασμα στην πράξη στην πλειονότητα των αδικημάτων, κατά τη γράφουσα, αποτελεί το συμφέρον. Το κίνητρο τέλεσής τους είναι το συμφέρον, υπό την έννοια ότι το έγκλημα είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής και διεξοδικώς αναλυόμενου ορθολογικού υπολογισμού του κόστος και του οφέλους.

Κεντρικός άξονας αυτής της εξηγητικής προσέγγισης της εγκληματικής συμπεριφοράς είναι η Θεωρία της Ορθολογικής Επιλογής (Rational Choice Theory), όπου ο εν δυνάμει ακόμα δράστης, μιας οποιασδήποτε πράξης, πριν την τέλεση αυτής, σταθμίζει το όφελος και το κόστος της πράξης του. Αναλόγως με το ποιο από τα δύο υπερισχύει, ενεργεί αποσκοπώντας στην μεγιστοποίηση του οφέλους. Οι ουσιαστικές αρχές της θεωρίας αυτής προέρχονται τόσο, από τον ωφελιμισμό όσο και από τις νεοκλασικές οικονομικές θεωρίες και τη Θεωρία των Παιγνίων. Σύμφωνα με την Θεωρία της Ορθολογικής Επιλογής, όπως την εξέφρασαν οι Clarke και Cornish, το έγκλημα αποτελεί μια δράση που πληροί τα κριτήρια του ορθολογισμού και υλοποιείται από συνηθισμένους ανθρώπους, επηρεασμένους από συγκεκριμένες ευκαιρίες, πιέσεις ή προκλήσεις.

Ο εγκληματίας δεν διαφέρει σε τίποτα από τον μη εγκληματία, δρα ορθολογικά και από το έγκλημα αναζητά το όφελος. Πριν το πέρασμα στην πράξη, υπολογίζει ορθολογικά το όφελος και το κόστος, την αμοιβή και την τιμωρία. Ο δράστης του εγκλήματος δρα με βάση το προσωπικό του όφελος, περνά στην πράξη όταν σταθμίζει πως στην κάθε, συγκεκριμένη περίπτωση είναι το όφελος μεγάλο, ενώ το κόστος το θεωρεί υποδεέστερο ή/και αμελητέο.

Και το κόστος κάθε εγκλήματος για τον εκάστοτε δράστη δεν είναι άλλο από αυτό της ποινικής μεταχείρισης που τον περιμένει, αν κάτι δεν πάει καλά και συλληφθεί, γεγονός που φυσικά δεν το θεωρεί πολύ πιθανό, καθώς, στα μάτια του είναι απαξιωμένη η αποτελεσματικότητα της αστυνομίας και υπερτιμημένη η εγκληματική του ικανότητα, γεγονός που συνδέεται με τις διεργασίες της Ορθολογικής Επιλογής που οδηγούν στο πέρασμα στην πράξη.

Αναφορικά με την έννοια της τιμωρίας, την ποινή και το σκοπό λειτουργίας της, από την αρχαιότητα έως και τις μέρες μας, έντονες και καθοριστικές παρατηρούμε ότι είναι οι επιρροές οι πολιτισμικές. Ωστόσο, τα δύο μεγάλα ρεύματα που έχουν αναπτυχθεί για τον σκοπό τα ποινής, εστιάζονται στη φιλοσοφική προσέγγιση της ανταπόδοσης και στην ωφελιμιστική θεώρηση της ποινής. 

 Η μεν πρώτη, εστιάζει σε αυτό που έλαβε χώρα στο παρελθόν και προσανατολίζεται στη δίκαιη ανταπόδοση και τη Δικαιοσύνη, ενώ η δεύτερη, συνηγορεί στο ότι η τιμωρία ενός εγκληματία θα μπορούσε να ωφελήσει την κοινωνία.

Ο νόμος της ανταποδώσεως, (Jus talionis), γνωστός σε όλη την αρχαιότητα, ενυπάρχει στις διατάξεις του κώδικα του Χαμουραμπί και την Ιουδαϊκή θρησκεία. Εν προκειμένω, η δικαιοσύνη δικαιολογείται με το να αποδώσει στους δράστες αυτό που αξίζουν, δηλαδή τη δίκαια, άξια τιμωρία για την πράξη τους. Ουσιώδης αρχή στήριξης της θεωρίας της ανταπόδοσης είναι η ελευθερία της βούλησης, δυνάμει της οποίας η ανταπόδοση επέρχεται ως συνέπεια της ελευθερίας αυτής. Η ιδέα της ανταπόδοσης περιλαμβάνει κυρίως τρία είδη μεταφοράς: την αποπληρωμή, την εξισορρόπηση και τον μηδενισμό. Στην ποινική πρακτική, η μεταφορά της αποπληρωμής εμφαίνεται με το να ξεπληρώσει ο εγκληματίας το χρέος στην κοινωνία, όπως αυτό γεννήθηκε από την άδικη πράξη του και ξεπληρώνεται με την έκτιση της ποινής του. Η μεταφορά της εξισορρόπησης πρεσβεύει ότι η παράβαση διασαλεύει την κοινωνική ισορροπία ενώ, η επιβολή και έκτιση της ποινής την παλινορθώνει.  Εντέλει, η μεταφορά του μηδενισμού, η οποία κυρίως υποστηρίζεται από τον Hegel, θεωρεί ότι η ποινή μηδενίζει την απαίσια και απαξιωτική πράξη του εγκλήματος και αυτό από την ώρα του μηδενισμού του παύει να υφίσταται.

Στην πιο ακραία της άποψη, η θεωρία της ανταπόδοσης εκφράζει τη θέση ότι, όσοι διέπραξαν φόνο θα πρέπει να θανατωθούν. Ο θεμελιώδης και κλασσικός υποστηρικτής της θεωρίας της ανταπόδοσης, ο I. Kant αναφέρει ότι «εάν κάποιος διέπραξε ανθρωποκτονία, πρέπει να πεθάνει. Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει αντικατάστατο που μπορεί να ικανοποιήσει τη δικαιοσύνη»

Ο I. Kant πίστευε στην απόλυτη δικαιοσύνη, χωρίς καμιά κοινωνική σκοπιμότητα. Θεωρούσε πως μόνο «ο νόμος της ανταπόδοσης (ius talionis), επιβαλλόμενος από το δικαστήριο (και όχι από ιδιωτική απόφαση όμως) μπορεί να προσδιορίσει οριστικά την ποιότητα και την ποσότητα της τιμωρίας». Ο I.Kant αναφέρεται στην «αρχή της ισότητας». Διατάραξε τη ζυγαριά της δικαιοσύνης, το πρόσωπο που τέλεσε την παράνομη πράξη και το κακό που προκάλεσε χρειάζεται να επανέλθει στον δράστη μέσω της τιμωρίας του, προκειμένου να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη. Βέβαια, η Δικαιοσύνη δεν αποκαθίσταται με την επιβολή οιασδήποτε τιμωρίας αλλά εκείνης ακριβώς που του αξίζει για την πράξη, εκείνης ακριβώς που δικαιούται. Σε αυτό συνίσταται η «αρχή της ανταπόδοσης».

Πίστευε, πως, επειδή οι άνθρωποι έχουν ιδιαίτερα μεγάλη αξία, η ηθική απαιτεί να τους αντιμετωπίζουμε «πάντα ως σκοπό και ποτέ ως μέσο», το να αντιμετωπίζουμε κάποιον «ως σκοπό» σημαίνει να τον αντιμετωπίζουμε ως έλλογο ον, υπεύθυνο για τη συμπεριφορά του. Το ουσιαστικό νόημα και η βαθύτερη συνέπεια που εξάγεται από αυτή τη θεμελιώδη θέση της καντιανής φιλοσοφίας, είναι πως οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε τους άλλους με σεβασμό, επομένως δε δικαιούμαστε να τους εκμεταλλευόμαστε ή να τους χρησιμοποιούμε για να επιτύχουμε τους δικούς μας σκοπούς. Ο I. Kant υποστήριζε πως έχουμε το δικαίωμα να αντιδρούμε στην αχρειότητα που επιδεικνύουν οι εγκληματίες, πληρώνοντάς τους με το ίδιο νόμισμα, δεν δικαιούμαστε όμως να προσβάλλουμε την ακεραιότητά τους προσπαθώντας να χειραγωγήσουμε την προσωπικότητά τους (μέσω του σωφρονισμού).

Από την άλλη, υπό τη θεώρηση του ωφελιμισμού, η ποινή, η τιμωρία ενός εγκληματία θα μπορούσε να ωφελήσει την κοινωνία, επειδή: α) η ποινή προσφέρει παρηγοριά και ικανοποίηση στα θύματα και τις οικογένειές τους, β) φυλακίζοντας εγκληματίες, αυτοί δεν κυκλοφορούν ελεύθερα, γ) η ποινή μειώνει την εγκληματικότητα αποτρέποντας επίδοξους εγκληματίες, δ) ένα καλά σχεδιασμένο σύστημα ποινών θα βοηθούσε την αναμόρφωση των παραβατών. H ωφελιμιστική προσέγγιση, υπό αυτή την οπτική της τιμωρίας επικεντρωμένη στις συνέπειες που πηγάζουν στην επιβολή της και σχετίζονται με την πρόληψη, θα λέγαμε ότι είναι προσανατολισμένη στο μέλλον και επικεντρώνεται στις θετικές συνέπειες αυτής, εφόσον αυτές υπερβαίνουν το κακό που υφίστανται οι εγκληματίες. Η ποινή για την ωφελιμιστική θεώρηση αποτελεί ένα όπλο κοινωνικής άμυνας

O J. Bentham, πρωταρχικός εκπρόσωπος του ωφελιμισμού, θεωρεί πως η ποινή είναι καθαυτή κακή, στο μέτρο που αυξάνει το μέγεθος της δυστυχίας στον κόσμο. Ωστόσο, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, μόνο στο μέτρο που η ποινή υπόσχεται την αποτροπή ενός μεγαλύτερου κακού. Η έννοια του «καλού» πάλι, ταυτίζεται με την ανθρώπινη ευτυχία (felicific calculus) και γι’ αυτό ο ρόλος του κράτους είναι να προωθεί την ανθρώπινη ευτυχία και να ελαχιστοποιεί τον ανθρώπινο πόνο. Όμως, ο πόνος από την τιμωρία που υφίσταται ο δράστης δικαιολογείται, εάν με αυτό τον τρόπο αποφεύγεται περισσότερος πόνος, αυτός δηλαδή, που προκύπτει από το έγκλημα, καθώς η μείωση του εγκλήματος μεγιστοποιεί την «ευτυχία». Η μείωση του εγκλήματος, σύμφωνα με τους ωφελιμιστές, πραγματώνεται επειδή: α) ο φόβος της τιμωρίας αποτρέπει τους πιθανούς δράστες, β) η φυλάκιση εξουδετερώνει το δράστη, καθιστώντας τον ανενεργό για όσο διάστημα εκτίει την ποινή του, γ) η τιμωρία αναμορφώνει το δράστη. Αναφορικά με την τελευταία θέση ο J.  Bentham θεωρούσε πως, αν καταφέρναμε ως κοινωνία να σωφρονίσουμε έναν εγκληματία και αυτός μπορούσε να επιστρέψει στην κοινωνία μια μέρα ως χρήσιμος πολίτης, και αυτός και η κοινωνία θα είχαν όφελος.

Στον Πρωταγόρα, ο Πλάτων, επισημαίνει ότι ο άνθρωπος, ως έλλογο ον οφείλει να επιβάλλει τιμωρίες, όχι για ανταποδοτικό σκοπό και αντεκδίκηση αλλά, με το σκεπτικό του σωφρονισμού και του παραδειγματισμού, έχοντας ως εφαλτήριο κίνητρο τον παιδευτικό χαρακτήρα, την αποτροπή διάπραξης μιας άδικης πράξης στο μέλλον.

Για τον Ε. Durkheim, οι ρίζες της τιμωρίας είναι ηθικο-κοινωνικο-ψυχολογικές και η τιμωρία συμβάλει στην ενίσχυση της κοινωνικής αλληλεγγύης. Συμπλέκει την τιμωρία με τις κυρίαρχες κοινωνικές αξίες και τη συλλογική συνείδηση και παρατηρεί ότι οι επικρατούσες κοινωνικές αξίες φανερώνονται στους θεσμούς, αφού ένα κοινό εν μέρει ενιαίο σώμα ηθικών νοημάτων και αξιών, το οποίο πραγματώνεται στον κοινωνικό θεσμό της τιμωρίας, ασκείται και επιβάλλεται από αυτόν. Έτσι εξηγείται ότι «είναι οι (ίδιες οι) εγκληματικές πράξεις που παραβιάζουν τους ιερούς κανόνες της συλλογικής συνείδησης και παράγουν τιμωρητικές αντιδράσεις»

Δέχεται ότι έγκλημα και τιμωρία απλώνουν τις ρίζες τους στα συλλογικά συναισθήματα, όπου το έγκλημα τα παραβιάζει και η τιμωρία τα εκφράζει και έχει ως κύρια λειτουργία της, τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και την ενίσχυση της κοινωνικής συνείδησης, «δεν πρέπει να λέμε ότι μια πράξη προσβάλλει τη συλλογική συνείδηση γιατί είναι εγκληματική αλλά ότι είναι εγκληματική επειδή προσβάλλει τη συλλογική συνείδηση. Δεν καταδικάζουμε κάτι επειδή είναι έγκλημα, είναι έγκλημα επειδή το καταδικάζουμε», «αυτό που χαρακτηρίζει το έγκλημα είναι αυτό που εξηγεί την τιμωρία». Η λειτουργία της ποινής εστιάζεται στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και κοινωνικής αλληλεγγύης μέσω της διατήρησης της συλλογικής συνείδησης.                  

Έχοντας στο νου όλα τα παραπάνω χρειάζεται η οργανωμένη κοινωνία με τους θεσμούς της να αντιμετωπίζει το εγκληματικό φαινόμενο σφαιρικά, ορθολογικά και όχι μεμονωμένα, φωτογραφικά, υπό την πίεση της επικαιρότητας. 

 Η Πολιτεία, πριν νομοθετήσει είναι απαραίτητο να γνωρίζει  τι θέλει να πετύχει και με ποιόν τρόπο πραγματώνεται ο επί σκοπώ στόχος και πως εναρμονίζεται η κάθε νέα νομοθετούμενη διάταξη με το σύνολο των διατάξεων του ποινικού κώδικα και του κώδικα ποινικής δικονομίας. Είναι αναγκαίο να ξέρει αν θέλει απλώς να ανταποδώσει τιμωρία για το κακό που έγινε ή θέλει να σωφρονίσει για να επιβεβαιώσει το χαρακτηρισμό του συστήματός της ως σωφρονιστικό και βέβαια, εφόσον θέλει τον σωφρονισμό, να αναρωτηθεί εάν αυτός επιτυγχάνεται με τον έως τώρα τρόπο που το σύστημα αυτό λειτουργεί, με τον τρόπο και τόπο που εκτίονται οι ποινές. 

Χρήσιμο είναι όποιος νομοθετεί να έχει κατά νου ότι ο G Becker εστιάζει πέρα από τον ορθολογισμό του δράστη και στον ορθολογισμό της κοινωνίας, η οποία δια μέσω των θεσμών της είναι απαραίτητο να υπολογίζει τα κόστη και τα οφέλη από την καταπολέμηση του εγκλήματος, για αυτό ξεκινά τη δημοσίευσή του με τη διαπίστωσή του ότι η υπακοή στους κανόνες δικαίου δεν είναι αυτονόητη αλλά απαραίτητη- για αυτό χρειάζεται-διάθεση κεφαλαίων για την πρόληψη του εγκλήματος και τη σύλληψη των εγκληματιών.

Επιπλέον τούτων, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν ότι,  ο Cesare Beccaria, ήδη από το 1974, στο περί «Εγκλημάτων και Ποινών» σημείωνε ότι οι ποινές συνιστούν «απτά κίνητρα» προς αποτροπή του –υποψηφίου- εγκληματία από την τέλεση εγκλήματος, με λίγα λόγια αντικίνητρα. Στην αποτροπή αυτή χρειάζεται να θεμελιώνεται όλη η οργάνωση της προληπτικής λειτουργίας του μηχανισμού της ποινικής δικαιοσύνης. Το ποινικό μας σύστημα, για να λειτουργήσει δε χρειάζεται πρωτίστως νέους σκληρότερους νόμους, αλλά χρειάζεται κυρίως να εξορθολογιστεί και ως προς τον χαρακτηρισμό των εγκλημάτων και ως προς τις αποδιδόμενες ποινές και ως προς το χρόνο που αποδίδεται η Δικαιοσύνη. Όταν η Δικαιοσύνη, αργεί υπέρμετρα να αποδοθεί και μια υπόθεση για να κλείσει και στο δεύτερο βαθμό, μπορεί να αγγίξει και τα δέκα χρόνια, τότε δε μιλάμε για απόδοση Δικαίου, αλλά για αρνησιδικία.

Το “dura lex sed lex” δε θα πρέπει να μας παρασύρει, αντίθετα, θα πρέπει να μας προβληματίζει, γιατί όσο και αν έχουν αυστηροποιηθεί οι ποινές η εγκληματικότητα και δη η βαριά, δεν έχει μειωθεί. 

Ο σκληρός νόμος, η σκληρή ποινική μεταχείριση, η σκληρή τιμωρία, δεν είναι από μόνη της αποτρεπτική του εγκλήματος, εάν δε συνδυαστεί με τη σιγουριά της απόδοσης της Δικαιοσύνης, η οποία συνίσταται στη δημιουργία βεβαιότητας για τη σύλληψη από μια ισχυρή και λειτουργική Αστυνομία (και στο να προλαμβάνει), στην, σε σύντομο χρόνο, εκδίκαση της υπόθεσης και στους δύο βαθμούς και το σπουδαιότερο όλων, στη βεβαιότητα της απόδοσης και έκτισης ποινής. Για πολλές περιπτώσεις δε χρειάζονται νέοι νόμοι (ιδιώνυμα αδικήματα) αλλά η τήρηση των ήδη υπαρχόντων με την ορθή εκπλήρωσή τους.

Η θέσπιση, όπου χρειάζεται, νέων νόμων, δίκαιων που θα αποδίδουν ανάλογη ποινή με αυτή της απαξίας της πράξης και των συνθηκών που συντελέστηκε αυτή, θα πρέπει να συμβαδίζουν με την εποχή μας και τις πραγματικές ανάγκες που γεννά αυτή με την ανάπτυξη και εξέλιξη της επιστήμης και τεχνολογίας στην κοινωνία, ικανών να διαφυλάττουν τα δικαιώματα που πραγματικά έχουν ανάγκη προστασίας. Είναι αναγκαίο όμως, αυτές, οι νέες διατάξεις να έχουν ratio legis και μάλιστα ικανό να συμπορευτεί με το πνεύμα των ήδη υφιστάμενων και όχι να αντικρούονται μαζί τους.

Η αναγέννηση της απόδοσης της Δικαιοσύνης, απαιτεί συστηματική δουλειά και συνεργασία συναρμόδιων θεσμών και φορέων, σταθερότητα και βεβαιότητα δικαίου και όχι επαναλαμβανόμενες τροποποιήσεις επί τροποποιήσεων χωρίς λογική και τάξη. Επιπλέον τούτων για να λειτουργήσουν όσα γίνουν, χρειάζεται στελέχωση των φορέων που συνδέονται με την απόδοση της Δικαιοσύνης με εξειδικευμένο προσωπικό και επικεφαλής. Πολλώ δε μάλλον, αποτελεί ανάχωμα στην απόδοση της Δικαιοσύνης η ύπαρξη Φορέων μόνο τύποις, στα χαρτιά, γιατί στην πραγματική ζωή δε λειτουργούν είτε, γιατί είναι αστελέχωτοι είτε, υποστελεχωμένοι.   

Όποιος νομοθετεί, καλό είναι να θυμάται ότι τα αντικείμενα που κρατά η Δικαιοσύνη στα χέρια δεν επιλέχθηκαν τυχαία αλλά είναι εμβλήματά της, που δείχνουν τον δρόμο της ορθής λειτουργίας της, η οποία πραγματώνεται μέσω μιας ισορροπημένης απόφασης (ζυγαριά) και της, για το έγκλημα, αναπόφευκτης τιμωρίας (σπαθί ή μαχαίρι). 

ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ. ΔΗΜΗΤΡΑ

*Δήμητρα Πλαστήρα, δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω – Εγκληματολόγος

Παραπομπές:

1 Κων. Παναγόπουλος, Εισαγωγή στο δίκαιο και στο αστικό δίκαιο Π.Ν. Σάκκουλας / Δίκαιο και Οικονομία 1999

2 Κ. Δ. Σπινέλλη, Εγκληματολογία, Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ.72.

3 ο.π.

4 ο.π. σελ.73

5 J. Léauté. Criminologie-science-pénitentiaire Presses Universitaires de France, Paris 1972,σελ. 8.

6 George Ritzer, Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία, επιμ. Ιωάννα Κανταζόγλόυ, εκδόσεις Κριτική, 2012, σελ. 380- 384.

7 Bilz, K., Darley, J. (2004) “What’s wrong with harmless theories of punishment”, Chicago-Kent Law Review, Vol. 79:1215-1252, σ. 1217. 

8 Χρ. Ζαραφωνίτου. (2011). Από την ανταποδοτική στην αποκαταστατική δικαιοσύνη: Τιμωρητικότητα ή άμβλυνση των συγκρούσεων, στο Η εγκληματολογία απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις, επιμέλεια Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου & Α. Χαλκιά , Νομική Βιβλιοθήκη, 

 9 Βλ. τη μελέτη: Ο κώδικας του Χαμουραμπί, Μια νέα ματιά σε μια παλιά νομοθεσία. Αρμενόπουλος. Μηνιαία νομική επιθεώρηση. Εκδίδεται από τον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης. Επιστημονική επετηρίδα 24.  Θεσσαλονίκη 2003.

10 Β. Γκιούλη, (2003) Φιλοσοφία της ποινής, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα–Κομοτηνή, σ. 30-31.  

11 Η.  Δασκαλάκης, (1973) H λειτουργία της ποινής, ό.π., σ. 4.

12  Kant, I. (1996) [1797] The metaphysics of morals, μτφρ. Gregor, Μ., Cambridge University Press, Glasgow

13 Rachels James, Rachels Stuart, Στοιχεία ηθικής φιλοσοφίας (The elements of moral philosophy), Εκδόσεις ΟΚΤΩ, 2012.

14 Α. Corlett, Responsibility and punishment, Springer, Netherlands, 2006 σ. 35.  

15 Ι . Φαρσεδάκης, Στοιχεία Εγκληματολογίας, 1996, ό.π., σ. 6 

16 Βίκυ Βλάχου Ιστορική επισκόπηση των εγκληματολογικών θεωριών κατά τον 19ο αιώνα, Νομική Βιλιοθήκη, 2012., σελ.26 και επομ.

17 Πλάτωνας, Πρωταγόρας, Ενότητα 6η,  324A-C 

18 Στόχος της δεν είναι η θεραπεία ενός αδικήματος που έχει ήδη διαπραχθεί, γιατί αυτό αποτελεί μια συντελεσμένη πια πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί να αλλάξει

19 D. Garland, (1990α) Punishment and modern society: a study in social history, ό.π., σ. 13.

20 D. Garland, ό.π., σ. 29. 

21 E. Durkheim, 1984) [1893] The division of labor in society,The Free Press, New York,  ό.π., σ. 34

22 ο.π. σελ 44.

23 G, Becker “Nobel Lecture: The Economic Way of Looking at Behavior”, στο Journal of Political Economy 1993, σελ. 385-409.

24 G, Becker “Crime and Punishment: An Economic Approach στο Journal of Political Economy 1968, σελ. 169-217

25 Μαργαρίτη-Παρασκευόπουλου, Ποινικός Κώδικας και Ειδικοί Νόμοι,Ι, Σάκκουλα, Αθήνα –Θεσσαλονίκη, 2008.

26 Cesare Beccaria, Dei delitti e delle pene, Letteratura italiana Einaudi, Milano 1973

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr