Δημήτριος Γκύζης: Μπορεί η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορούμενου να αρθεί από το ποινικό Δικαστήριο;
Δέσμευση που επιβλήθηκε με Απόφαση της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες.
Ο Χ εντάχθηκε την 14.11.2019, με την με αριθμό 1/2019 Απόφαση της Β’ Μονάδας Χρηματοοικονομικών Κυρώσεων της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες (εφεξής «Αρχή»), στον τηρούμενο κατάλογο προσώπων σχετιζόμενων με την τρομοκρατία και την 15.11.2019 διατάχθηκε η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων-του με τις με αριθμούς 2 και 3/2019 Αποφάσεις της ίδιας Μονάδας διότι από το περιεχόμενο του με αριθμό 1/12.11.2019 Εντάλματος σύλληψης του αρμόδιου Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών προέκυπτε ότι σε βάρος του είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για τέλεση τρομοκρατικών πράξεων, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρ. 187Α ΠΚ. Σε εκτέλεση των με αριθμούς 1 και 2/2019 Αποφάσεων δεσμεύθηκαν αφενός τρία ακίνητα, αποκλειστικής ή εξ αδιαιρέτου με την μητέρα του, Ε,
ιδιοκτησίας του και αφετέρου πέντε τραπεζικοί λογαριασμοί, στους οποίους ήταν αποκλειστικός δικαιούχος ή συνδικαιούχος με την ως άνω μητέρα του. Την 30.1.2020 ο Χ υπέβαλε ενώπιον της Αρχής αίτηση με την οποία ζητούσε να ανακληθεί η με αριθμό 1/2019 Απόφαση της Αρχής για την ένταξη του στον τηρούμενο κατάλογο προσώπων σχετιζόμενων με την τρομοκρατία και οι Αποφάσεις 2 και 3/2019 και κάθε άλλη συναφής και παρεπόμενη πράξη και απόφαση της Αρχής κατά το μέρος που δεσμεύει τα ανωτέρω περιουσιακά στοιχεία του άλλως επικουρικά να αποδεσμευθούν οι ανωτέρω τραπεζικοί λογαριασμοί στο σύνολο τους, όλως δε επικουρικά κατά ποσό των 100.000,00 Ευρώ προκειμένου να αντιμετωπίσει ανάγκες συντήρησης, διαβίωσης και νομικής υποστήριξης του. Η ως άνω αίτηση έγινε, με την με αριθμό 1/2020 Απόφαση της Αρχής, εν μέρει δεκτή και επιτράπηκε στον αιτούντα η ανάληψη του ποσού 5.000,00 Ευρώ από τον με αριθμό 500.00.0000.00000 λογαριασμό του προκειμένου να καλύψει ανάγκες διαβίωσης και νομικής υποστήριξής του ενώ απορρίφθηκε κατά τα λοιπά κεφάλαια. Την ίδια ημέρα (30.1.2020) η μητέρα του, Ε, υπέβαλε ενώπιον της Αρχής όμοια αίτηση με την οποία ζητούσε να ανακληθούν οι ως άνω Αποφάσεις της Αρχής καθώς και κάθε άλλη συναφής και παρεπόμενη πράξη και απόφαση της Αρχής κατά το μέρος που δεσμεύει τα ανωτέρω περιουσιακά στοιχεία της άλλως επικουρικά να αποδεσμευθούν οι ανωτέρω τραπεζικοί λογαριασμοί στο σύνολο τους, όλως δε επικουρικά κατά ποσό των 100.000,00 Ευρώ προκειμένου να αντιμετωπίσει ανάγκες συντήρησής της. Η ως άνω αίτηση έγινε, με την με αριθμό 2/2020 Απόφαση της Αρχής,
εν μέρει δεκτή και αποδεσμεύθηκαν, μόνο ως προς την αιτούσα μητέρα, τα ποσά: (α) των 181.000,00 Ευρώ του με αριθμό 100.00.0000.00000 λογαριασμού, (β) των 40.000,00 Ευρώ του με αριθμό 200.00.0000.00000 λογαριασμού και (γ) των 114.000,37 Ευρώ του με αριθμό 300.00.0000.00000 λογαριασμού ενώ απορρίφθηκε κατά τα λοιπά κεφάλαια.
Κατά την συζήτηση της σε βάρος του κατηγορίας ενώπιον του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών ο Χ ζήτησε, μεταξύ άλλων, να διαταχθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 42 Ν. 4557/2018, η άρση της ανωτέρω δέσμευσης επί όλων των ακινήτων και τραπεζικών λογαριασμών-του πλην του ποσού των 5.000,00 Ευρώ (για το ποσό αυτό είχε ήδη αρθεί, κατά την διαδικασία του άρθρ. 50 Ν. 4557/2018) και επί του ποσού των 13.841,01 Ευρώ που υπήρχε σε τραπεζικό λογαριασμό της μητέρας
του (για το ποσό αυτό δεν είχε αρθεί, κατά την διαδικασία του άρθρ. 50 Ν. 4557/2018). Την ίδια ημέρα δημοσιεύθηκε, παρόντος του ήδη αιτούντος, η με αριθμό 1/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, δυνάμει της οποίας καταδικάστηκε σε συνολική ποινή κάθειρξης δέκα ετών για: (α) ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση, (β) τρομοκρατική πράξη διακεκριμένης οπλοκατοχής και οπλοφορίας, από κοινού και κατ’ εξακολούθηση και (γ) οπλοκατοχή από κοινού και κατ’ εξακολούθηση. Με την ίδια απόφαση διατάχθηκε η άρση της ως άνω δέσμευσης, που είχε επιβληθεί από την Αρχή στα περιουσιακά στοιχεία- του λόγω της ένταξής του στον τηρούμενο κατάλογο προσώπων σχετιζόμενων με την τρομοκρατία, κατά το μέρος που αυτή δεν είχε ήδη αρθεί με τις με αριθμούς 1 και 2/2020 Αποφάσεις της ίδιας Αρχής, αντίστοιχα.
Ο Χ απευθύνθηκε στον οικείο Εισαγγελέα Εκτέλεσης Αποφάσεων και Βουλευμάτων, ισχυρίστηκε ότι κατά του κεφαλαίου της ως άνω απόφασης του ΤΕΚ Αθηνών περί άρσης της ανωτέρω δέσμευσης δεν ασκήθηκε έφεση εντός της προβλεπόμενης δεκαήμερης προθεσμίας ενώ η καθαρογραφή- της εκκρεμεί και ότι, σε κάθε περίπτωση, έχουν ήδη παρέλθει τα ανώτατα επιτρεπτά χρονικά όρια της δέσμευσης (9 + 9 = 18 μήνες), που προβλέπονται από το άρθρ. 42 παρ. 5 εδ. β’ Ν. 4557/2018, όπως τροποποιήθηκε με άρθρ. 9 παρ. 2 Ν. 4637/2019, καθόσον αυτή είχε επιβληθεί την 15.11.2019 και ζήτησε όπως διαταχθεί η Αρχή να εκτελέσει την ως άνω απόφαση κατά το κεφάλαιό της, με το οποίο διατάσσεται η άρση της δέσμευσης άλλως να προβεί οίκοθεν σε άρση της ίδιας
δέσμευσης λόγω παρόδου των ανώτατων επιτρεπόμενων χρονικών ορίων της. Κατά την άποψή μας: (α) η υπό κρίση δέσμευση επιβλήθηκε από την Αρχή κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρ. 50 παρ. 1, 3 Ν. 4557/2018 ως προληπτικό μέτροi, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων-της για την λήψη μέτρων με σκοπό την πρόληψη και καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και κατόπιν ένταξης του αιτούντος στον τηρούμενο κατάλογο προσώπων σχετιζόμενων με την τρομοκρατία, με βάση
πληροφορίες που προέρχονταν μεν από την σε βάρος του αιτούντος, παράλληλη ποινική διαδικασία αλλά χωρίς να έχει συνδεθεί ή να εξαρτηθεί από αυτήν ως ανακριτική πράξη της ούτε κατά το στάδιο τυχόν έρευνας της Αρχήςii ούτε κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασηςiii,iv,v ή της κύριας ανάκρισηςvi, (β) η υπό κρίση δέσμευση μπορεί να ανακληθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 50 παρ. 8, 9, 10 Ν. 4557/2018, μόνο με Απόφαση της Αρχής κατά της οποίας χωρεί προσφυγή ενώπιον του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγουvii και (γ) το ΤΕΚ Αθηνών δεν είχε, για την ταυτότητα των λόγων, δικαιοδοσίαviii να αποφανθεί για την άρση της υπό κρίση δέσμευσης όπως δεν έχει επίσης δικαιοδοσία το ποινικό Δικαστήριο να αποφανθεί για την άρση του μέτρου ένταξης ενός
προσώπου στον τηρούμενο κατάλογο προσώπων σχετιζόμενων με την τρομοκρατία. Όσον αφορά, τέλος, στο ανώτατο επιτρεπόμενο χρονικό όριο της ποινικοδικονομικής δέσμευσης πρέπει, ελλείψει ειδικής διάταξης, να γίνει δεκτό ότι ισχύουν οι γενικοί κανόνες του Κ.Π.Δ. (άρθρ. 589 παρ. 1 εδ. α’ Κ.Π.Δ.). Ειδικότερα η κατά την προκαταρκτική εξέταση δέσμευση ισχύει για χρονικό διάστημα μέχρι εννέα μηνών, που μπορεί να παρατείνεται κατ’ ανώτατο όριο για άλλους εννέα μήνες (άρθρ. 36 παρ. 2 εδ. α’ Κ.Π.Δ.) αν μετά το πέρας αυτής η δικογραφία αρχειοθετηθεί η δέσμευση αίρεται αυτοδικαίως ενώ αν κινηθεί ποινική δίωξη εφαρμόζονται οι διατάξεις που αφορούν στην ανάκριση (άρθρ. 36 παρ. 3 εδ. τελ. Κ.Π.Δ.) και σε κάθε περίπτωση η δέσμευση αίρεται αυτοδικαίως αν δεν εκδοθεί οριστική απόφαση ποινικού Δικαστηρίου σε πρώτο βαθμό, εντός χρονικού διαστήματος πέντε ετών από την έκδοση της σχετικής Διάταξης του Ανακριτή (άρθρ. 262 παρ. 4 Κ.Π.Δ.).
i Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 48 παρ. 3, 50 παρ. 1, 3 (διάδοχες διατάξεις εκείνων του προϊσχύσαντος άρθρ. 49Α Ν. 3691/2008, όπως προστέθηκε με άρθρ. 7 Ν. 3932/2011) Ν. 4557/2018 προκύπτει ότι η Β’ Μονάδα Χρηματοοικονομικών Κυρώσεων της Αρχής είναι αρμόδια, μεταξύ άλλων, για τον προσδιορισμό των προσώπων που σχετίζονται με την τρομοκρατία, τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων τους και των περιουσιακών στοιχείων που ελέγχουν μέσω παρένθετων προσώπων ή κατέχουν μαζί με άλλους και των προσόδων- τους, την απαγόρευση κίνησης λογαριασμών και ανοίγματος τραπεζικών θυρίδων, την απαγόρευση παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στα ανωτέρω πρόσωπα και για την λήψη κάθε άλλου αναγκαίου μέτρου αν συντρέχουν προς τούτο σοβαροί δικαιολογητικοί λόγοι. Τα παραπάνω ειδικά περιοριστικά μέτρα έχουν προληπτικό και ενίοτε προ-προληπτικό ρόλο στον τομέα της πρόληψης και καταστολής της τρομοκρατίας και της χρηματοδότησής της και για την λήψη-τους δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επιβολή ποινικών κυρώσεων, αλλά ούτε και αυτοί για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων(ΑΠ 406/2012, ΑΠ 487/2012, ΑΠ 835/2012, ΑΠ 422/2013, ΑΠ 660/2013, ΤΝΠ ΔΣΑ). Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρ. 50 παρ. 8, 9, 10 Ν. 4557/2018 (διάδοχες διατάξεις εκείνων του προϊσχύσαντος άρθρ. 49Α παρ. 8, 9, 10 Ν. 3691/2008, όπως προστέθηκε με άρθρ. 7 Ν. 3932/2011) προκύπτει ότι ο προσδιοριζόμενος στην απόφαση πραγματικός δικαιούχος ή οποιοσδήποτε τρίτος που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να αιτηθεί ενώπιον της Αρχής την ανάκληση της ως άνω απόφασής της για την δέσμευση περιουσιακών στοιχείων-του διότι δεν συντρέχουν οι λόγοι που επέβαλαν τη λήψη της και, σε περίπτωση απόρριψής- της, να προσφύγει, μέσα σε διάστημα τριάντα ημερών από την επίδοση της απορριπτικής απόφασης της Αρχής, ενώπιον του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση ως Συμβούλιο (ΑΠ 406/2012, ΑΠ 487/2012, ΑΠ 835/2012, ΑΠ 422/2013, ΑΠ 660/2013, ό.π.).
ii Όταν διεξάγεται έρευνα από την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθεί, σε επείγουσες περιπτώσεις, από τον Πρόεδρο της (άρθρ. 42 παρ. 1, 2, 3, 5 Ν. 4557/2018). Η ως άνω δέσμευση ισχύει για χρονικό διάστημα μέχρι εννέα μηνών, που μπορεί να παρατείνεται κατ’ ανώτατο
όριο για άλλους εννέα μήνες (άρθρ. 34 παρ. 2 εδ. α’ ήδη 36 παρ. 2 εδ. α’ Κ.Π.Δ., 42 παρ. 5 εδ. τελ. Ν. 4557/2018, όπως τροποποιήθηκε με άρθρ. 9 παρ. 2 Ν. 4637/2019).
iii Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 243 παρ. 1 εδ. β’ Κ.Π.Δ. κατά την προκαταρκτική εξέταση μπορούν να διενεργηθούν όλες οι ανακριτικές πράξεις των άρθρων 253, 256, 257, 259, 260, 264 και 265 καθώς και όσες προβλέπονται σε ειδικούς νόμους. Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι δεν προβλέπεται, κατά κανόνα, η διενέργεια της ανακριτικής πράξης της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης πλην εξαιρέσεων και ειδικών προβλέψεων σε ειδικούς νόμους.
iv Σε περίπτωση διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης για αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρ. 2 Ν. 4557/2018) ή για βασικό αδίκημα (άρθρ. 4 Ν. 4557/2018) μπορεί να διαταχθεί, με βούλευμα του αρμόδιου Δικαστικού Συμβουλίου, αφενός η απαγόρευση της κίνησης κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του υπόπτου/κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο και αφετέρου η απαγόρευση εκποίησης ορισμένου ακινήτου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου του υπόπτου/κατηγορουμένου (άρθρ. 42 παρ. 1, 3 Ν. 4557/2018).
v Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 33, 35 παρ. 1, 36 παρ. 2 εδ. α’ Κ.Π.Δ., όπως το άρθρ. 33 αντικαταστάθηκε με άρθρ. 53 παρ. 2 Ν. 4745/2020, το άρθρ. 35 τροποποιήθηκε με άρθρ. 29 Ν. 4800/2021 και το άρθρ. 36 αντικαταστάθηκε με άρθρ. 53 παρ. 5 Ν. 4745/2020, προκύπτει ότι οι Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος έχουν τη δυνατότητα, όταν διενεργούν προκαταρκτική εξέταση για τη διακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της αρμοδιότητάς τους («… μείζονος ποινικής απαξίας, …, φορολογικών, οικονομικών και οποιωνδήποτε άλλων συναφών εγκλημάτων, εφόσον αυτά τελούνται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή βλάπτουν σοβαρά την εθνική οικονομία. Επίσης, στην αρμοδιότητά τους υπάγονται τα κακουργήματα που τελούν Υπουργοί ή Υφυπουργοί και δεν καταλαμβάνονται από τις ρυθμίσεις της παρ. 1 του άρθρου 86 του Συντάγματος, καθώς και τα κακουργήματα που τελούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητά τους, βουλευτές, μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εκπροσωπούν την Ελλάδα, γενικοί και ειδικοί γραμματείς της Κυβέρνησης, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες σύμβουλοι ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, κάθε υπάλληλος κατά την έννοια της περ. α’ του άρθρου 13 Π.Κ. …») να προβαίνουν, με αιτιολογημένη διάταξή τους, σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών εν γένει στοιχείων (κινητών και ακινήτων), προς τον σκοπό διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου, για χρονικό διάστημα μέχρι εννέα (9) μηνών που μπορεί να παρατείνεται με βούλευμα του αρμόδιου συμβουλίου κατ’ ανώτατο όριο για άλλους εννέα (9) μήνες, λόγω δικαιολογημένης μη ολοκλήρωσης της διενεργούμενης, κατά τα ανωτέρω, προκαταρκτικής εξέτασης (Διάταξη Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος). Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. 36 παρ. 3 εδ. τελ. Κ.Π.Δ. μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης η: α) στην περίπτωση που παραγγέλλεται από Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος άσκηση ποινικής δίωξης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κ.Π.Δ., β) σε περίπτωση αρχειοθέτησης της ποινικής δικογραφίας, η δέσμευση αίρεται αυτοδικαίως.
vi Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα ως άνω αδικήματα τις ανωτέρω δεσμεύσεις διατάσσει, με σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα, ο Ανακριτής (άρθρ. 42 παρ. 1, 3 Ν. 4557/2018). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 248 παρ. 6, 261 παρ. 1, 262 παρ. 4 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι ο Ανακριτής μπορεί, αν κατά τη διάρκεια της κύριας ανάκρισης προκύψουν ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος αποκόμισε ή προσπόρισε σε άλλον περιουσιακό όφελος από πράξη τιμωρούμενη σε βαθμό κακουργήματος και μετά από σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα, να διατάσσει τη δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, του περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων, καθώς και άλλων περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου, κινητών και ακινήτων και όσων ακόμη έχουν άυλη μορφή, εφόσον προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από τη διερευνώμενη αξιόποινη πράξη (Διάταξη Ανακριτή), η οποία (δέσμευση) αίρεται αυτοδικαίως αν δεν εκδοθεί οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σε πρώτο βαθμό, εντός χρονικού διαστήματος πέντε ετών από την έκδοση της Διάταξης.
vii Διαδικασία την οποία στην συγκεκριμένη περίπτωση γνώριζαν και είχαν ακολουθήσει τόσο ο Χ όσο και η μητέρα-του, ως συνδικαιούχος δεσμευμένων τραπεζικών λογαριασμών.
viii Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 373 παρ. 1, 3 Κ.Π.Δ. το Δικαστήριο, σε περίπτωση καταδίκης, διατάσσει με την τελειωτική απόφασή του είτε την απόδοση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων στο θύμα, αν προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την αξιόποινη πράξη και συνιστούν την περιουσιακή ζημία που υπέστη το τελευταίο είτε, διαφορετικά, την δήμευσή τους, εφόσον αυτή προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις (Απόφαση Δικαστηρίου).
* Του Δημητρίου Ι. Γκύζη, Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Γεώργιος Πλαγάκος: Έκδοση δικαστικών αποφάσεων με ψηφιακή υπογραφή: Το επόμενο βήμα εκσυγχρονισμού της δικαιοσύνης Γιάννης Μαντζουράνης: Η πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για το γάμο ομόφυλων και τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ Ευάγγελος Στεργιούλης: Παραβατικότητα Αστυνομικών Δημήτρης Παπαγγελόπουλος: Οδύνη και θλίψηΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr