Δημήτριος Ι. Γκαβέλας: “Σκέψεις με αφορμή την OΛ ΑΠ 2/2022”
Το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» προφανώς διαφοροποιείται από το «αίσθημα περί δικαιοσύνης».
«Η τύχη του κατηγορουμένου εξαρτάται όχι μόνον από το βαθμό αυστηρότητας ή επιείκειας του Δικαστή (που αλλάζει από πρόσωπο σε πρόσωπο), αλλά και από την στιγμιαία του διάθεση, τις ιδιομορφίες του και ό,τι άλλο συνιστά αυτό που αποκαλείται «άγραφα στοιχεία της επιμετρήσεως» (Κατσαντώνης, ΠοινΧρ ΛΕ’, σελ. 100).
1. Η ποινή
Η ποινή «…είναι ένα κακό που απειλεί ο νόμος και επιβάλλει ο Δικαστής στο δράστη μιας άδικης πράξης ως εκδήλωση ιδιαίτερης αποδοκιμασίας του από την έννομη τάξη…» (Χωραφάς, Ποινικόν Δίκαιον, σελ. 83 επ.). Από το έτος 1764 ο Beccaria (περί αδικημάτων και ποινών, μετάφραση Αδ. Κοραή, 1823) απέρριπτε την θανατική ποινή και τα βασανιστήρια και προέκρινε την αποτροπή του εγκληματία από την διάπραξη νέων εγκλημάτων και των κοινωνών από το έγκλημα. Διακήρυσσε ότι η πολιτική κοινωνία οφείλει να αντιδρά στο έγκλημα με «γαλήνη» και όχι «κατά πάθος» (Ηλίας Αναγνωστόπουλος, «τιμωρητικός ακτιβισμός», Καθημερινή, 6.6.2021). Η ποινή ως «αναγκαίο κακό» μπορεί να λειτουργεί αποτρεπτικά στα μέλη μιας κοινωνίας που δρούν, άρα παραβιάζουν τον νόμο, κατόπιν ορθολογικής διαδικασίας επιλογής (θεωρία ωφελιμισμού που διετύπωσε ο Bentham). Η ποινή δεν επιβάλλεται ως εκδίκηση, αλλά για να προλάβει την τέλεση της πράξης. Η ποινή οφείλει να είναι απαλλαγμένη από κάθε σκοπιμότητα (Hegel).
Η εμφάνιση του εγκλήματος ιδρύει την ποινική αξίωση της Πολιτείας, δηλαδή την «επιβεβλημένη απάντηση» στην «διαπιστωμένη επίθεση» κατά του εννόμου αγαθού και την, δι’ αυτής, διασάλευση της κοινωνικής ειρήνης. Η ικανοποίηση της ποινικής αξιώσεως της Πολιτείας επιτυγχάνεται μέσω της «απειλής» της ποινής, της κατάγνωσης της ενοχής και της επιβολής της «δίκαιης και ανάλογης» ποινής.
2. Η αρχή της αναλογικότητας στην Ποινική Δίκη
Ο Μεγάλος Κανόνας που καθιερώνεται στο άρθρο 25 Συντάγματος (παρ. 1, εδ. δ΄) λειτουργεί ως «περιορισμός των περιορισμών» των συνταγματικών δικαιωμάτων στο Κράτος Δικαίου. Αποτελεί δικαιϊκό αξίωμα/δόγμα με αυτοτελές κανονιστικό περιεχόμενο άμεσης εφαρμογής (Ν. Ανδρουλάκης, Ποιν Χρ. ΝΖ, σελ. 865). Προ της ρητής εισαγωγής της αρχής της αναλογικότητας στο Σύνταγμα (με την αναθεώρηση του 2001) είχε αναγνωρισθεί από τη νομολογία (2112/1984 ΣΤΕ, Δ’ Τμήμα) και την θεωρία. Σημαντική, «βίαιη» θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί, περιστολή των δικαιωμάτων διαπιστώνεται στον χώρο του Ποινικού Δικαίου, όπου ο έλεγχος περί του «σεβασμού προς αυτήν» οφείλει να είναι εντατικός. Η αρχή της αναλογίας διέπει όλες τις αντιδράσεις της Πολιτείας απ’ άκρου εις άκρον (Ι. Μανωλεδάκης, Σχετικότητα της ποινικής προστασίας). Η αναλογικότητα λειτουργεί ανάλογα με το σημείο αναφοράς της. Ανάλογο προς την ουσία της ποινής είναι το έγκλημα ως ποινική πρόβλεψη (Αδάμ Παπαδαμάκης, Εισήγηση με θέμα «Αρχή της Αναλογικότητας» σε ημερίδα της Εθνικής Σχολής Δικαστών 10.10.2018). Η επιβολή ποινής πρέπει να είναι ανάλογη προς την συγκεκριμένη πλήρωση της ποινικής υπόστασης. Η απονομή της (ποινικής) Δικαιοσύνης σε Κράτος Δικαίου προϋποθέτει την επιβολή «δίκαιης και ανάλογης προς το έγκλημα ποινής» κατά την επιταγή του επιμετρητικού κανόνα που εισάγει η διάταξη του άρθρου 79 ΠΚ (Δημητράτος, Νομικό Βήμα, σελ. 48). Η ποινή είναι πράγματι δίκαιη, όταν αντιστοιχεί σε κάτι ανάλογο που διέπραξε αυτός, σε βάρος του οποίου επιβάλλεται. Σε διαφορετική περίπτωση αυτός, αντιμετωπίζεται ως «μέσον» προς επίτευξιν κρατικών στόχων και όχι ως φορέας αξίας.
Η αρχή της αναλογικότητας λειτουργεί σε τρία επίπεδα (Στέφανος Παύλου, Υπεράσπιση 1995, σελ. 457):
Α) στον ορισμό συμπεριφορών ως αξιόποινης πράξης, όπου η απαξιολογική κλιμάκωση απαιτεί την εύρεση της ανάλογης απειλής ποινής
Β) στην εξατομίκευση της ποινικής ευθύνης, της κυρωτικής μεταχείρισης του δράστη («δίκαιη ποινή» βάσει επιμετρητικού κανόνα του άρθρου 79 ΠΚ)
Γ) στην έκτιση της ποινής
Η αρχή της αναλογίας εισάγεται στο Ποινικό Δίκαιο και εξαντλείται στην πρόβλεψη πλαισίου ποινής για κάθε συγκεκριμένη ποινική υπόσταση και στον επιμετρητικό κανόνα του άρθρου 79 ΠΚ «…καθορίζεται η ανάλογη και δίκαιη ποινή με βάση την βαρύτητα της πράξης και τον βαθμό ενοχής του υπαιτίου αυτής…». Η σχέση μεταξύ ποινικής υποστάσεως και απειλούμενης ποινής δεν είναι τυχαία. Ο νομοθέτης προβλέπει την ελαφρότερη και την βαρύτερη δυνατή επιβλητέα ποινή. Προβλέπει επιπροσθέτως λόγους μείωσης της ποινής, όπως τις ελαφρυντικές περιστάσεις (άρθρο 84 ΠΚ).
3.Η βαρύτητα του εγκλήματος αποκλείει την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης κατά την αληθή βούληση του νομοθέτη;
Στον Ποινικό Κώδικα απαριθμούνται ενδεικτικώς ελαφρυντικές περιστάσεις. Οι περιστάσεις αυτές, οσάκις αναγνωρίζονται, μετριάζουν τις συνέπειες της κατάγνωσης της ενοχής. Με την θέσπιση του Ποινικού Κώδικα στη χώρα μας ορίστηκε στην (άρθρο 84) παράγραφο 2 του εδαφίου α’ ως ελαφρυντική περίσταση ο «πρότερος έντιμος βίος (έντιμη οικογενειακή, ατομική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή)». Οι αμφιλογίες που προκάλεσε η ερμηνεία και κυρίως η εφαρμογή της διατάξεως αυτής, επέβαλαν την αναγκαιότητα της τροποποίησής της (Αιτιολογική Έκθεση ν. 4619/2019). Πλέον αρκεί η διαπίστωση περί «σύννομου βίου έως την στιγμή που τέλεσε το έγκλημα». (Η. Αναγνωστόπουλος, nova criminalia, τεύχος 8, σελ. 7). Το κριτήριο αποδοχής ή μη του σχετικού ισχυρισμού κατέστη ορθολογικότερο και αντικειμενικά διαγνώσιμο: η «νόμιμη» ζωή, η συμμόρφωση προς τις επιταγές του νόμου.
Η σχολιαζόμενη απόφαση μνημονεύει τον θεμελιωτή του Ποινικού Δικαίου στη χώρα μας Ν. Χωραφά. Εισήγησή του αποτελούσε η ρύθμιση των ελαφρυντικών περιστάσεων με γενική διάταξη. Είχε διατυπωθεί η αντίθετη άποψη που υποστήριζε την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων μόνον επί των ειδικώς στον νόμο ποινικών υποστάσεων, η οποία δεν υιοθετήθηκε. Χαρακτηριστική η διατύπωση της διαυγούς σκέψης του στην εισήγησή του κατά την συνεδρίαση της 30ης Αυγούστου 1933 «…η ρύθμιση με γενική διάταξη αποφεύγει την εν πάση περιπτωσιολογία εγκειμένην μοιραίως αυθαιρεσίαν και παρέχει εις τον Δικαστήν την ευχέρειαν προσαρμογής της ποινής εις την ασύλληπτον ποικιλίαν των ειδικών περιπτώσεων της πραγματικής ζωής…». Ο νομοθέτης αποφάσισε να μην εξαρτάται η αναγνώριση ή μη οιασδήποτε ελαφρυντικής περίστασης από παράγοντες, όπως η βαρύτητα του εγκλήματος (Θ.Σάμιος, «Η επίδραση της βαρύτητας του εγκλήματος στην αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου», ΠοινΧρ 2016, σελ.). Την επιλογή αυτή διατήρησε και ο σύγχρονος ποινικός νομοθέτης, παρά την «περιπέτεια» των διαδοχικών τροποποιήσεων (Ιούλιος 2019, Οκτώβριος 2019 και Δεκέμβριος 2021). Την βαρύτητα του εγκλήματος (άρθρο 79 ΠΚ) λαμβάνει υπόψιν ο εφαρμοστής του δικαίου κατά την επιμέτρηση της επιβλητέας ποινής. Την επιλογή αυτή απέφυγε κατά την κατάστρωση του κανόνα δικαίου του άρθρου 84 ΠΚ, όπου δεν εξάρτησε την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης από την διαπίστωση της βαρύτητας του εκδικαζόμενου εγκλήματος. Όρισε αντίθετα υποχρεωτική την μείωση της ποινής οσάκις αναγνωρίζεται ελαφρυντική περίσταση ασχέτως τυχόν «αντιδράσεων». Ο νόμος συγκρούεται με ένα «μέγεθος» που, κατά περίπτωση, ασκεί αφόρητη πίεση στον φυσικό Δικαστή: το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» που ατυχώς παρεισέφρησε στην σχολιαζόμενη απόφαση.
4. Το «κοινό περί δικαίου αίσθημα»: ένας παρείσακτος στην Ποινική Δίκη
«Κράτος δικαίου» είναι το κράτος που εγγυάται και διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις συναφείς θεσμικές εγγυήσεις. Το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» προφανώς διαφοροποιείται από το «αίσθημα περί δικαιοσύνης». Το «αίσθημα περί Δικαιοσύνης» αφορά τους όρους του κοινωνικού συμβολαίου (Ευ. Βενιζέλος, Κύκλος Ιδεών, κοινό περί δικαίου αίσθημα vs κράτος δικαίου).
Το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» αφορά στην αντίληψη της κοινής γνώμης για τον τρόπο χειρισμού ενός κοινωνικού ζητήματος που απαιτεί νομοθετική ρύθμιση. Αποστολή του νομοθέτη είναι να πείθει την κοινή γνώμη και να μην παρασύρεται. Αφορά, όμως, και την αντίληψη της κοινής γνώμης για υπόθεση που άγεται σε δικαστική κρίση, κυρίως στον χώρο του Ποινικού Δικαίου. Ο Δικαστής πρέπει να εφαρμόσει το νόμο, εκτός εάν ο νόμος προσκρούει στο Σύνταγμα.
Η ηθική της συγκυρίας, των «αντιδράσεων» μειοψηφιών που επιδιώκουν ενίοτε να επιβληθούν ως «κοινή γνώμη», του πάθους για εκδίκηση, της ορμέμφυτης ανάγκης για τιμώρηση εξεγείρουν το «κοινό περί δικαίου αίσθημα». «Κράτος Δικαίου» όμως σημαίνει να αποτελεί η ποινική υπόθεση αντικείμενο της Πολιτείας και των θεσμικών οργάνων αυτής (Ποινική αξίωση της Πολιτείας).
Νομιμοποιείται ο εφαρμοστής του νόμου να αφουγκράζεται το «κοινό περί δικαίου αίσθημα»; Πολύ περισσότερο να επηρεάζεται από αυτό; Δικαιολογείται να επικαλείται η Ολομέλεια του Αρείου Παγου το «κοινό περί δικαίου αίσθημα»; Εάν αφουγκράζεται το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», εάν επηρεάζεται από αυτό, εάν το επικαλείται, τότε να αναμένει προσπάθειες χειραγώγησής του ο Δικαστής είτε από το δράμα των συγγενών, είτε από συγκεντρώσεις πλήθους (μικρότερου ή μεγαλύτερου κατά περίπτωση), είτε από τον ειδεχθή χαρακτήρα του εγκλήματος, είτε από το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον (επιλεκτικό ενίοτε), είτε από πολιτικές (Αριστομένης Τζανετής https://www.dikastiko.gr/articles/aristomenis-v-tzannetis-to-koino-peri-dikaioy-aisthima-kai-i-apo-nomimopoiisi-ton-poinikon-apofaseon/), συντεχνιακές ή συνδικαλιστικές σκοπιμότητες, είτε από «διαμορφωτές» της κοινής γνώμης. Να αναμένει με «κραυγές» να απαιτείται από τον ίδιο η «παραδειγματική τιμωρία» του δράστη. Με τον τρόπο αυτό απειλείται η ιδέα της Δικαιοσύνης, η δίκαιη απονομή της. Έτσι η «ζούγκλα» επιτίθεται στο «άβατο» της λειτουργίας του Δικαστού.
Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει καθοριστικά, εγγυητικά ο σεβασμός του Δικαστού στο «κράτος δικαίου». Στο σημείο αυτό ο Δικαστής αποδεικνύει ότι «το κράτος δικαίου» δεν αποτελεί «πουκάμισο αδειανό». Ο Δικαστής λειτουργεί εν ονόματι του ελληνικού λαού. Δεν πρέπει να θέλει να είναι ο «αρεστός» δικαστής. Δεν πρέπει να είναι ο «τιμωρός» δικαστής. Οφείλει να είναι ο δικαστής που σεβόμενος τον τύπο και την διαδικασία, δεν καταλείπει περιθώρια αμφισβήτησης της απόφασής του: ούτε και στον ίδιο τον κατηγορούμενο. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο συλλειτουργός της δικαιοσύνης: ο συνήγορος (είτε υποστήριξης κατηγορίας είτε της υπεράσπισης), ο θεσμικός εγγυητής δικαιωμάτων. Η άσκηση της νομικής επιστήμης πρέπει να μένει «υποταγμένη στον ορθό Λόγο». Η δοξασία του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» αποκλείεται από το οπτικό πεδίο του νομικώς σκέπτεσθαι (legal reasoning) (Κώστας Σταμάτης, «Κοινό περί δικαίου αίσθημα: Ανασκευή και Εποικοδομητική Αντιπρόταση», Pro Justitia Available online at https://ejournals.lib.auth.gr/projustitia).
Δικηγόρος, αντιπρόεδρος της Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ιωάννης Ασπρογέρακας: Για τις εκλογές της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Ευστάθιος Βεργώνης: Μια επιστολή προς τους συναδέλφους μου Αικατερίνη Ντόκα: Η διεθνής παρουσία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων 2020- 2022 Δημήτρης Τσιακανίκας: Η Δικονομία Στην Αρχαία Αθήνα Αντώνης Αργυρός: Η συνύπαρξη της ελευθερίας πληροφορίας και του τεκμηρίου αθωότηταςΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr