Δημήτρης Αναστασόπουλος: Περί πειθαρχικής διαδικασίας

   Κατά τα λοιπά, ο κος Πρόεδρος επικαλείται μια σειρά επιχειρημάτων, τα οποία θα λέγαμε ότι κάνουν πράξη τη λαϊκή ρήση «όποιος βαριέται να ζυμώσει δέκα μέρες κοσκινίζει».

NEWSROOM
Δημήτρης Αναστασόπουλος: Περί πειθαρχικής διαδικασίας

Με αφορμή πρόσφατη συζήτηση στα social media περί συμπεριφορών που αμαυρώνουν την εικόνα των δικηγόρων στην κοινωνία, ο κος Πρόεδρος του ΔΣΑ προέβη σε σχετική ανάρτηση στο facebook προκειμένου να εξηγήσει ότι ουδεμία σχετική δυνατότητα πειθαρχικού ελέγχου τέτοιων συμπεριφορών υπάρχει αυτεπαγγέλτως καθώς και ότι, λίγο πολύ, όλα βαίνουν καλώς και, πάντως, ο ίδιος, ως άλλος πόντιος πιλάτος, ουδεμία ευθύνη φέρει. Ωστόσο, ως γνωστόν, η μισή αλήθεια είναι χειρότερη του ψέματος. Πολλώ, δε, μάλλον η παράθεση βολικών επιχειρημάτων, κατά το δοκούν. Αξίζει, λοιπόν, να δούμε και να αξιολογήσουμε ένα ένα τα επιχειρήματα του κου Προέδρου, δια των οποίων ένιψε τα χείρας του επί της πειθαρχικής διαδικασίας εν γένει (ευθύς εξαρχής επισημαίνω ότι ούτε αναφέρομαι ούτε με απασχολεί συγκεκριμένη περίπτωση).

       Υποστηρίζει καταρχάς ο κος Πρόεδρος ότι «Δεν χωρεί αυτεπάγγελτη δίωξη από τον Πρόεδρο του ΔΣ ή του Πειθαρχικού Συμβουλίου μετά την τροπολογία στο ν.4745/20.Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλει έγγραφη αναφορά και μόνον στο Πειθαρχικό και ουχί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.». Καταρχάς, θα πρέπει να θυμίσουμε ότι πράγματι μέσω τροπολογίας που κατέθεσε αρχές Νοεμβρίου 2020 ο (μη δικηγόρος) βουλευτής της κυβερνώσας παράταξης Βασίλης Σπανάκης και ενσωματώθηκε στο Ν.4745/20 υπήρξαν σημαντικές (ατυχείς εν πολλοίς) παρεμβάσεις στο πειθαρχικό μας δίκαιο. Μάλιστα, μια εξ αυτών, ήταν η εξουσία που δόθηκε για πρώτη φορά στον Πρόεδρο του Συλλόγου να επιβάλει ο ίδιος πειθαρχικές ποινές (άρθρο 142 παρ.1). Αν και πράγματι ο κος Πρόεδρος τότε, μετά τις έντονες αντιδράσεις που προκλήθηκαν, υποστήριξε ότι δεν ήταν γνώστης της εν λόγω τροπολογίας, δηλώνοντας μάλιστα ότι δε θα κάνει χρήση της ως άνω διάταξης και καλώντας την κυβέρνηση να αποσύρει το σύνολο των διατάξεων της τροπολογίας, ωστόσο τα ερωτηματικά παραμένουν, πως είναι δυνατόν να ψηφίζονται τέτοιες διατάξεις εν αγνοία του δικηγορικού σώματος, και μάλιστα διατάξεις που δίνουν υπερεξουσίες, κατά  τα ανωτέρω, στον Πρόεδρο του Συλλόγου. Τι λόγο άραγε είχε ο κος Σπανάκης να ζητήσει δια τροπολογίας του κάτι τέτοιο; Ο οποίος μάλιστα μόλις δύο μήνες πριν είχε υποβάλει επερώτηση στη Βουλή για την είσοδο των δικηγόρων σε όλα τα δημόσια καταστήματα της χώρας, η οποία προβλήθηκε δεόντως από το dsa.gr, καταδεικνύοντας αν μη τι άλλο το έντονο ενδιαφέρον του για τα δικηγορικά ζητήματα και οπωσδήποτε κάποιου είδους επικοινωνία. Βεβαίως, μπορεί να αποτελούσε απλή σύμπτωση, αν μόλις δύο μήνες μετά δεν κατέθετε την ως άνω τροπολογία. Σε κάθε περίπτωση, είναι γνωστή σε όλους η καλή σχέση και επικοινωνία του κου Προέδρου με μέλη της παρούσας κυβέρνησης, ώστε να απορεί ειλικρινώς κανείς πως είναι δυνατό να «πιαστήκαμε στον ύπνο».
  Αυτά, όμως, αφορούν την ιστορία και το υπόβαθρο ψήφισης των διατάξεων που επικαλείται ο κος Πρόεδρος για να ισχυριστεί ότι είναι δεμένα τα χέρια του. Ας πάμε τώρα και στην ουσία του ζητήματος: το 2018 κατόπιν πάλι σχετικής συζήτησης τότε περί πειθαρχικών αποφασίστηκε (Δ.Σ.12-9-2018), και μάλιστα κατόπιν εισήγησης του Προέδρου βάσει της συζήτησης που είχε γίνει,η σύσταση θεσμικής Επιτροπής, αποτελούμενη από έναν εκ των αντιπροέδρων και μελών του Δ.Σ. από διαφορετικές παρατάξεις. Μάλιστα συμμετοχή είχα δηλώσει και ο γράφων, και ο Παναγιώτης Περάκης, ο Χρήστος Κακλαμάνης, κ.α. Έργο της Επιτροπής θα ήταν, όπως ακριβώς αποφασίστηκε, «η παρακολούθηση τήρησης του Κώδικα Δεοντολογίας, η οποία για μείζονος σημασίας θέματα (διαφημίσεις στο διαδίκτυο από τις οποίες δυσφημείται το δικηγορικό σώμα) θα συνεδριάζει και αν αξιολογεί ότι πρέπει να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, να κάνει έγγραφη αναφορά, το παράβολο να το χρεώνεται ο Σύλλογος και βάσει αυτής να κινείται η πειθαρχική διαδικασία». Σύμφωνα, δε, με την ως άνω εισήγηση η αναγκαιότητα σύστασης της Επιτροπής αυτής προέκυψε από το γεγονός ότι «Με την τροποποίηση του Κώδικα Δικηγόρων απαγορεύεται η αυτεπάγγελτη πειθαρχική δίωξη από τον Πρόεδρο του ΔΣΑ, υπάρχει κενό (υπάρχουν πολλά θέματα που προκύπτουν καθημερινά, για τα οποία ο Σύλλογος δεν μπορεί να ασκήσει δίωξη)»!Ίδιες προβληματικές, λοιπόν, τότε και τώρα. Με τη διαφορά ότι λύσεις είχαν συζητηθεί και αποφασιστεί, ποτέ όμως δεν ενεργοποιήθηκαν, καθώς ουδέποτε συγκλήθηκε η εν λόγω Επιτροπή (και πάντως δεν κλήθηκε ποτέ ο γράφων σε αυτή). Αυτό τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ δεν μας ξενίζει ιδιαίτερα, καθώς πολλές αποφάσεις εξαγγέλθηκαν για επικοινωνιακούς λόγους από τη σημερινή ηγεσία, που όμως εν συνεχεία έμειναν στα χαρτιά. Ωστόσο, είναι τουλάχιστον οξύμωρο ο Πρόεδρος σήμερα να διατυμπανίζει ότι δεν έχει καμία δυνατότητα, όταν ο ίδιος προ τριών ετών είχε συμφωνήσει στα ως άνω! Αυτό, λοιπόν, που πρέπει να απαντηθεί είναι γιατί ποτέ δεν ενεργοποιήθηκε η συγκεκριμένη Επιτροπή. Ποιος ή ποιοι ωφελούνται εν τέλει από το επιχείρημα ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, όταν αποδεικνύεται ότι λύσεις υπήρχαν;Και γιατί δεν απασχόλησε ποτέ στα σοβαρά το Δ.Σ. η λειτουργία των πειθαρχικών μας συμβουλίων!

Τέλος, στις διατάξεις του Κ.Δ. που επικαλείται ο κος Πρόεδρος αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι (άρθρο 152 παρ.2) «Ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, ευθύς ως λάβει αναφορά με την οποία καταγγέλλονται πειθαρχικώς επιλήψιμες πράξεις δικηγόρου ή λάβει με οποιονδήποτε τρόπον γνώση από ανακοίνωση δικαστικής ή εν γένει δημόσιας αρχής για τέλεση τέτοιων πράξεων, διατάσσει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, την οποία αναθέτει σε μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου.». Συνεπώς, πέραν της αναφοράς, υπάρχουν και άλλες δυνατότητες εκκίνησης της πειθαρχικής διαδικασίας, οι οποίες θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αξιοποιούνται.

Κατά τα λοιπά, ο κος Πρόεδρος επικαλείται μια σειρά επιχειρημάτων, τα οποία θα λέγαμε ότι κάνουν πράξη τη λαϊκή ρήση «όποιος βαριέται να ζυμώσει δέκα μέρες κοσκινίζει» (πολλώ δε μάλλον όποιος δε θέλει). Ας τα δούμε, όμως εν συντομία:

Υποστηρίζει ότι «Διαδικασίες – εξπρές και αυτόφωρη Πειθαρχική διαδικασία δεν προβλέπονται (!). Ο Κώδικας Δικηγόρων, προβλέπει συγκεκριμένη διαδικασία, η οποία δεν μπορεί να παραβιάζεται σε «συγκεκριμένες» περιπτώσεις ad hoc με χρονικές συντμήσεις και δικονομικές εκπτώσεις. Βασικό στοιχείο επίσης της διαδικασίας είναι η μυστικότητα αυτής, πολλω μάλλον μετά την ισχύ και του ΓΚΠΔ.». Καταρχάς ως προς το ζήτημα της αυτόφωρης διαδικασίας, απαντήσαμε ήδη πιο πάνω. Ως προς το ζήτημα των διαδικασίων εξπρές, δεν γνωρίζω κάποιον που να το έχει ζητήσει. Σε κάθε περίπτωση, αρκεί να είχε φροντίσει να τηρούνται τα εκ του νόμου προβλεπόμενα (σύμφωνα με το άρθρο 152 παρ.3 Κ.Δ. η προκαταρκτική εξέταση πρέπει να περατώνεται εντός μηνός, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 154 παρ.9 Κ.Δ. το πειθαρχικό συμβούλιο μέσα σε έξι (6) το αργότερο μήνες από την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, οφείλει να εκδώσει οριστική απόφαση). Αντιθέτως, δε, ο ίδιος είναι εκείνος που στο Δ.Σ. κάθε φορά που θέταμε ένα ζήτημα, όπως πχ για τη νομική βοήθεια και τους παράνομους διορισμούς, έλεγε ότι θα ζητήσει τον άμεσο πειθαρχικό έλεγχο των υποθέσεων!Τέλος, ουδείς επίσης, εξ όσων γνωρίζω, έχει ζητήσει την παραβίαση της μυστικότητας της διαδικασίας.

Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι «Πρωτόδικες πειθαρχικές αποφάσεις πριν τελεσιδικήσουν ενώπιον του Ανώτατου Πειθαρχικού Δικηγόρων του Αρείου Πάγου, ούτε μπορούν εκτελεσθούν, ούτε να δημοσιοποιηθούν. Βασικές αρχές της ποινικής και πειθαρχικής διαδικασίας και του κράτους-δικαίου.». Ομοίως δεν κατανοούμε τι ακριβώς εισφέρει το επιχείρημα αυτό στη συζήτηση περί καλής ή μη λειτουργίας των πειθαρχικών συμβουλίων. Ουδείς αμφισβητεί τα αυτονόητα.

Εν συνεχεία, επικαλείται ότι «Τα περιοριστικά μέτρα για τον κορωνοϊο, όπως περιγράφονται στις εκάστοτε ισχύσασες κυα, εφαρμόζονται και στη λειτουργία των πειθαρχικών συμβουλίων. Τα τελευταία δυο χρόνια δεν ήταν σύννομη η σύγκληση πειθαρχικών Συμβουλίων με προφορική διαδικασία εξέτασης διάδικων,ούτε πρόβλεψη για ηλεκτρονική συνεδρίαση υφίσταται. Κάτι τέτοιο θα ήταν σφάλμα να γίνει καθώς πέραν των συνταγματικών ζητημάτων που θα ήγειρε, θα άνοιγε πεδίον δόξης λαμπρόν και σε ηλεκτρονικές ποινικές δίκες στο μέλλον(!)». Τελικά ο κορωνοϊος αποτέλεσε το τέλειο άλλοθι για πολλά πράγματα. Καταρχάς, όπως ενημερωθήκαμε, τα πειθαρχικά συμβούλια δεν λειτουργούσαν καν από τον Φεβρουάριο 2020 μέχρι τον Οκτώβριο 2020. Ο, δε, ισχυρισμός ότι δεν μπορούσαν να συνεδριάσουν ούτε με τηλεδιάσκεψη, μάλλον ως φύλλο συκής πρέπει να εκληφθεί. Αν πραγματικά ο κος Πρόεδρος θεωρούσε ότι υπήρχε τέτοιο κώλυμα, όφειλε να έχει ζητήσει από το Υπουργείο Δικαιοσύνης την ψήφιση σχετικής διάταξης, όπως έκανε πχ και με τις εξετάσεις επάρκειας και ασκούμενων δικηγόρων, και όχι να παρατηρεί αδρανής τα γεγονότα. Τέλος, σε ό,τι αφορά το δήθεν επιχείρημα ότι έτσι θα άνοιγε ο δρόμος για ηλεκτρονικές ποινικές δίκες, είμαι βέβαιος ότι και ο ίδιος κατανοεί πόσο αβάσιμο είναι. Μάλλον εντάσσεται σε μια νέα προσπάθεια δημιουργίας φόβου στους συναδέλφους που ασχολούνται με το ποινικό δίκαιο, καίτοι επανειλημμένως έχουμε τονίσει ότι ποινικές δίκες ηλεκτρονικά ούτε μπορούν ούτε θα αποδεχόμασταν ποτέ να γίνουν.

Τέλος, ο κος Πρόεδρος υποστηρίζει ότι «για τυχόν πειθαρχικά παραπτώματα τελούμενα δια του τύπου, των ΜΜΕ,ή του διαδικτύου, ως πανελλαδικής εμβέλειας αρμόδιος είναι κάθε σύλλογος της επικράτειας και όχι μόνο ο Σύλλογος του οποίου ο εγκαλούμενος είναι μέλος. Ιδού η Ρόδος λοιπόν». Ο ΔΣΑ είναι μακράν ο μεγαλύτερος δικηγορικός σύλλογος, εκπροσωπώντας τους μισούς περίπου δικηγόρους της χώρας. Είναι μεγάλο ολίσθημα ο ίδιος ο πρόεδρος του να τον υποβαθμίζει τόσο πολύ, πετώντας το μπαλάκι σε άλλους συλλόγους για συμπεριφορές που μπορεί μας πληγώνουν όλους.

Εν τέλει, από τον Πρόεδρο σου αναμένεις να ακούσεις τι έκανε για να προστατεύσει την εικόνα των δικηγόρων στην κοινωνία, η οποία συχνά πλήττεται σε τηλεπαράθυρα, τηλεδίκες και στο διαδίκτυο. Όχι να ακούς ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ο κος Πρόεδρος θα πρέπει να απαντήσει τι έπραξε κατά τα τέσσερα χρόνια της θητείας του για την εξυγίανση του επαγγέλματος. Τι άλλο έπραξε, πλην του να ορίσει Πρόεδρο των πειθαρχικών συμβουλίων παλαιό συνδικαλιστή του ΔΣΑ, ο οποίος τον βοήθησε πολύ στις τελευταίες εκλογές, φροντίζοντας μάλιστα να εκλεγεί εν συνεχεία και ο υιός του Αντιπρόεδρος ΔΣΑ (τιμώ και σέβομαι τα συγκεκριμένα πρόσωπα, όμως απέχει πολύ από τη δική μου λογική για τον τρόπο διοίκησης ενός ΝΠΔΔ, και δη του ΔΣΑ, η με αυτό τον τρόπο επιλογή προσώπων σε τόσο καίριες θέσεις). Θα πρέπει να εξηγήσει τι ακριβώς έπραξε, αν πχ έστειλε συγκεκριμένες προτάσεις βελτίωσης του πειθαρχικού μας δικαίου αντί να ζητά γενικά την κατάργηση όσων πέρασαν με την ως άνω τροπολογία.

Αισθάνθηκα την ανάγκη να αναφερθώ στα ανωτέρω, γιατί οι πληγές που έχουν ανοίξει στο δικηγορικό σώμα είναι πολλές και μεγάλες. Και η λειτουργία των πειθαρχικών συμβουλίων είναι μια από τις αιτίες. Συνομιλώ καθημερινά με πολλούς συναδέλφους μου, το πρώτο που μου επισημαίνουν όλοι είναι η απώλεια του κύρους μας, της αξιοπρέπειας μας. Και για αυτό υπάρχουν ευθύνες. Και οι ευθύνες έχουν πάντα ονοματεπώνυμο. Μπορεί, όπως μου επισημαίνουν κάποιοι, το πρόβλημα να έχει ξεκινήσει από πιο πριν, όμως υπό την παρούσα ηγεσία πατήσαμε γκάζι στην κατηφόρα. Είναι αυτονόητο ότι ούτε αναφέρομαι ούτε με ενδιαφέρουν συγκεκριμένες περιπτώσεις καταπάτησης του Κώδικα Δεοντολογίας μας. Άλλωστε την ενασχόληση μου με το Σύλλογο δεν τη βλέπω σε προσωπικό επίπεδο. Αλλά σε ένα πλαίσιο αρχών και θέσεων, βάσει των οποίων οφείλουμε και μπορούμε να λειτουργούμε. Με τελικό στόχο την ανάταξη του επαγγέλματος-λειτουργήματος μας.Σε αυτή την κατεύθυνση, οφείλουμε να αναδεικνύουμε κάθε αρνητικό, ώστε να μπορέσουμε να το διορθώσουμε. Και βέβαια οφείλουμε να μιλάμε τη γλώσσα της ειλικρίνειας τόσο μεταξύ μας όσο και απέναντι στους συναδέλφους μας, προτού μας γυρίσουν την πλάτη όλοι. Γιατί κοινός στόχος όλων μας πρέπει τελικά να είναι η προάσπιση του Δικηγόρου.

*Σύμβουλος ΔΣΑ, Επικεφαλής του Συνδυασμού «Με Το Δικηγόρο»

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr