Δημήτρης Αναστασόπουλος: “Επιτάχυνση δικαιοσύνης” – Θέλουμε, μπορούμε;

Προτού εξαγγείλουμε μεγαλόπνοα σχέδια για την επιτάχυνση της ποινικής δικαιοσύνης, μπορούν να εξεταστούν λύσεις για καθημερινά πρακτικά ζητήματα, που όμως μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στη λειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης.

NEWSROOM
Δημήτρης Αναστασόπουλος: “Επιτάχυνση δικαιοσύνης” – Θέλουμε, μπορούμε;

Για ακόμα μια φορά ανοίγει στον δημόσιο διάλογο η συζήτηση για την ανάγκη «επιτάχυνσης της δικαιοσύνης». Ο στόχος βεβαίως είναι ευγενής και η επίτευξη του αναγκαία. Άλλωστε, μας απασχολεί από συστάσεως σχεδόν ελληνικού κράτους (πλούσια η διαθέσιμη σχετική αρθρογραφία ήδη από το 1860 και έπειτα). Ωστόσο διαφαίνεται αυτή τη φορά να υπάρχει πράγματι η σχετική βούληση, καθώς έχουν τεθεί στο τραπέζι, μεταξύ άλλων, και προτάσεις ρεαλιστικές που θα μπορούσαν να επιφέρουν κάποια βελτίωση, όπως πχ είναι η μεταφορά δικαστηριακής ύλης σε δικηγόρους και η αξιοποίηση των ειρηνοδικών, που μετά το «Νόμο Κατσέλη» δεν έχουν σοβαρό όγκο εργασίας, σε υποθέσεις αρμοδιότητας μέχρι σήμερα πρωτοδικείου.

Δυστυχώς, όμως, οι καλές αυτές καταρχήν προθέσεις και προτάσεις επισκιάστηκαν τελευταία από παράλογες, εμπαθείς και εν τέλει παντελώς ατελέσφορες προτάσεις για τον περιορισμό των αναβολών που παίρνουν οι δικηγόροι εξαιτίας άλλων επαγγελματικών υποχρεώσεων, και δη με την επιβολή «αναβολόσημου» ύψους ακόμα και μεγαλύτερου του ποσού γραμματίου προείσπραξης! Η πρόταση, δε, αυτή τέθηκε χωρίς καν να υφίσταται κάποιο έστω αριθμητικό στοιχείο που να καταδεικνύει ότι, έστω και εν μέρει, οι καθυστερήσεις στην ποινική δικαιοσύνη οφείλονται (και) στις «αναβολές των δικηγόρων». Και ούτε και θα μπορούσε να υπάρξει τέτοιο στοιχείο, καθώς όσοι γνωρίζουν την δικαστηριακή πραγματικότητα γνωρίζουν καλά ότι αλλού είναι ασφαλώς οι πηγές του κακού. Είναι πάντως εντυπωσιακή η εμμονή κάποιων με τους δικηγόρους. Άραγε, θα τολμούσε ποτέ κανείς να επιδιώξει να περιορίσει το δικαίωμα του ασθενούς να επιλέξει όποιον χειρουργό επιθυμεί, με το επιχείρημα της δήθεν ευρυθμίας των νοσοκομείων;

Αν, λοιπόν, θέλουμε πραγματικά να επιδιώξουμε την επιτάχυνση της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, καθώς η αστική δικαιοσύνη είναι ένα άλλο, αυτοτελές κεφάλαιο, όπου εκεί στην πραγματικότητα υπάρχει το πολύ μεγάλο πρόβλημα των καθυστερήσεων, τότε θα πρέπει πριν από όλα αφενός να αντιμετωπιστούν τα κακώς κείμενα που καθημερινά δημιουργούν σημαντικές χρονοτριβές στα ποινικά δικαστήρια και αφετέρου να υπάρξουν παρεμβάσεις σε τομείς που πραγματικά μπορούν να ανακουφίσουν τα δικαστήρια. Εν προκειμένω θα αναφερθώ σε ορισμένα μόνο ζητήματα στη συνέχεια.

Καθημερινά, ιδίως στα ποινικά εφετεία, υπάρχουν πολύ μεγάλες καθυστερήσεις είτε γιατί οι δικαστές δεν ανεβαίνουν στην έδρα καλά προετοιμασμένοι είτε γιατί δεν έχει λάβει η κατάλληλη προετοιμασία νωρίτερα των υποθέσεων που πρόκειται να εκδικαστούν από τους γραμματείς. Το πιο συχνό φαινόμενο, δε, είναι να διαπιστώνεται το πρώτον την ημέρα της εκδίκασης της υπόθεσης ότι κάποιος ή κάποιοι εκ των κατηγορουμένων δεν έχουν δικηγόρο και επομένως θα πρέπει να τους διορίσει το Δικαστήριο. Αυτό συνήθως συνεπάγεται μεγάλη χρονοτριβή στην εξέλιξη των υποθέσεων και, συχνά, διακοπή της εν λόγω υπόθεση για άλλη ημέρα. Αντίστοιχα, συχνά ουδείς έχει επιμεληθεί ώστε να υπάρχουν οι αναγκαίοι διερμηνείς, με αποτέλεσμα και πάλι μεγάλη χρονοτριβή, ώστε να ανευρεθούν και να προσέλθουν οι κατάλληλοι, και διακοπή ή αναβολή της υπόθεσης. Βεβαίως δεν είναι και σπάνιο το φαινόμενο που οι δικαστές δεν έχουν φροντίσει καν να ελέγξουν το νομότυπο των επιδόσεων, με αποτέλεσμα και πάλι σημαντικές καθυστερήσεις. Περαιτέρω, ο αναγκαίος χρόνος αναψυχής κατά το άρθρο 339 παρ.2 ΚΠΔ πολύ συχνά φτάνει την μια και μιάμιση ώρα (αν και τελευταία γίνεται προσπάθεια περιορισμού του φαινομένου αυτού). Τέλος, σχεδόν ποτέ το Δικαστήριο δεν έχει επιμεληθεί ώστε να γνωρίζει εκ των προτέρων τυχόν ημερομηνία διακοπής του, με αποτέλεσμα νέες καθυστερήσεις μέχρι «να κατέβει η έδρα να βρει ημερομηνίες». Όλα τα ανωτέρω επιφέρουν σημαντικές καθυστερήσεις και απαιτούν αντιμετώπιση. Συγκεκριμένα:

  • Είτε με επιμέλεια του Εισαγγελέα ή του Προέδρου της έδρας είτε με επιμέλεια κάποιου γραμματέα που θα έχει επιφορτιστεί ειδικά με το καθήκον αυτό στο Εφετείο, θα πρέπει πολύ νωρίτερα από την ημερομηνία συνεδρίασης να έχει διαπιστωθεί ποιοι κατηγορούμενοι δεν έχουν συνήγορο υπεράσπισης, ώστε να διορίζονται εγκαίρως. Θα πρέπει επομένως η σχετική διάταξη του άρθρου 340 παρ.1 εδ.7 ΚΠΔ που προβλέπει τη δυνατότητα διορισμού δικηγόρου και πριν από τη συνεδρίαση να τροποποιηθεί, ώστε να καθίσταται η σχετική διαδικασία υποχρεωτική, με ευθύνη του Δικαστηρίου. Ιδίως για τους κρατούμενους κατηγορουμένους, όπου το φαινόμενο είναι και πιο σύνηθες, είναι αρκετά εύκολο να διαπιστωθεί αν έχουν ή όχι συνήγορο (κατόπιν έγκαιρης επικοινωνίας με τις φυλακές). Έτσι, και πολύτιμος χρόνος θα εξοικονομηθεί και θα έχει τη δυνατότητα ο συνήγορος που θα διοριστεί να προετοιμαστεί κατάλληλα ώστε ο κατηγορούμενος να έχει μια σωστή υπεράσπιση.
  • Αντίστοιχα, με επιμέλεια του Δικαστηρίου θα πρέπει να ερευνάται πριν την ημερομηνία της συνεδρίασης σε ποιες υποθέσεις θα απαιτηθεί διερμηνέας, ώστε να φροντίσουν να υπάρχει ο κατάλληλος διερμηνέας την ημέρα της συνεδρίασης. Είναι αδιανόητο σε χώρα της ευρωπαϊκης ένωσης να αναβάλλονται ξανά και ξανά υποθέσεις επειδή δεν υπάρχει διερμηνέας.
  • Στην ίδια κατεύθυνση θα πρέπει να έχει διερευνηθεί πριν την ημέρα συνεδρίασης το νομότυπο των επιδόσεων, ώστε κατά την εκδίκαση το Δικαστήριο να είναι κατάλληλα προετοιμασμένο. Καθώς και για κάθε άλλο δικονομικό ζήτημα που μπορεί να προκαλέσει καθυστέρηση. Είναι και πάλι συχνό το φαινόμενο το Δικαστήριο να διακόπτει ξανά και ξανά για να ελέγξει τις κλήσεις κλπ. Βεβαίως, θα εγείρει κάποιος τον αντίλογο, ότι αυτό είναι ούτως ή άλλως στα πλαίσια των καθηκόντων των δικαστών, η ανάγνωση/προετοιμασία των δικογραφιών από πριν. Παρά ταύτα, η πραγματικότητα συχνά μας διαψεύδει!
  • Καθημερινότητα επίσης αποτελεί η προβλεπόμενη διακοπή αναψυχής των δικαστών να διαρκεί πολύ περισσότερο από το «αναγκαίο», ως ορίζει το άρθρο 339 παρ.2 ΚΠΔ. Συχνά εξαγγέλλεται διακοπή μισής ώρας που όμως στην πράξη γίνεται μια και μιάμιση ώρα. Ασφαλώς δεν μπορεί να προβλεφτεί συγκεκριμένη χρονική διάρκεια στον ΚΠΔ, μπορεί ωστόσο να υπάρξει η κατάλληλη οδηγία και έλεγχος από τις διοικήσεις των Δικαστηρίων.
  • Τέλος, και πάλι με επιμέλεια του Δικαστηρίου, θα πρέπει να είναι γνωστές ήδη κατά την έναρξη της συνεδρίασης οι ημερομηνίες τυχόν διακοπής σε άλλη δικάσιμο. Οι συνθέσεις και οι ημερομηνίες είναι από πριν γνωστές σε όλα τα μέλη του Δικαστηρίου, ώστε να γνωρίζουν τη διαθεσιμότητα τους το επόμενο διάστημα. Δεν υπάρχει, συνεπώς, κανένας λόγος σπατάλης χρόνου κατά τη συνεδρίαση προκειμένου να αναζητηθούν οι ημερομηνίες διακοπής.

Όλα τα ως άνω αναφερόμενα αποτελούν κακές πρακτικές που έχουν καθιερωθεί εδώ και χρόνια στα Δικαστήρια. Η αντιμετώπιση τους σίγουρα θα εξοικονομήσει πολύτιμο χρόνο. Τόσο ώστε εν τέλει να είναι περιττή η συζήτηση για επέκταση του ωραρίου κατά μη ή δύο ώρες.

Περαιτέρω, θα πρέπει να ενισχυθεί σημαντικά ο θεσμός της ποινικής διαπραγμάτευσης, ο οποίος έχει αρχίσει, δειλά μεν ενθαρρυντικά δε, να κερδίζει την εμπιστοσύνη των παραγόντων της δίκης. Θα πρέπει επομένως να επεκταθεί περαιτέρω, να υποστηριχθεί δυναμικά από την πολιτεία και να δίνεται η δυνατότητα διαπραγμάτευσης σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και όχι μόνο κατά την ανάκριση ή στο ακροατήριο, όπως τώρα προβλέπεται στο άρθρο 303 ΚΠΔ.

Εν κατακλείδι, προτού εξαγγείλουμε μεγαλόπνοα σχέδια για την επιτάχυνση της ποινικής δικαιοσύνης (όπως η επέκταση της αρμοδιότητας των μονομελών εφετείων, η διεύρυνση της απευθείας παραπομπής, κλπ, τα οποία μας απασχόλησαν κατά τη συνεδρίαση της 5ης-9-2023 του Διοικητικού Συμβουλίου μας στον ΔΣΑ και για τα οποία θα επανέλθουμε αναλυτικότερα), μπορούν να εξεταστούν λύσεις για καθημερινά πρακτικά ζητήματα, που όμως μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στη λειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης. Δυστυχώς, όμως, πολλές από τις λύσεις αυτές σημαίνει ότι θα πρέπει η πολιτεία να αναζητήσει ευθύνες προς την πλευρά των δικαστών, και όχι προς το εύκολο «εξιλαστήριο» θύμα, ως συνήθως πράττει, τους δικηγόρους. Αν όμως πραγματικά επιθυμεί βελτιώσεις, και πιστεύει ότι μπορεί και να τις πετύχει, τότε θα πρέπει να φύγει από την πεπατημένη και να αφουγκραστεί όσους πραγματικά και γνωρίζουν και θέλουν να επιταχυνθεί η δικαιοσύνη αλλά και να βελτιωθεί ποιοτικά!

*Δημήτρης Αναστασόπουλος, Σύμβουλος ΔΣΑ, Επικεφαλής Παράταξης «Με Το Δικηγόρο»

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr