Δημήτρης, Κωνσταντίνος Φαρμακίδης: Για την καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης στην Διοικητική Δικαιοσύνη

Η διεύρυνση των παραγόντων που αναγνωρίζονται ως εμπλεκόμενοι στο πρόβλημα αποτελεί σίγουρα προχώρημα.

NEWSROOM
Δημήτρης, Κωνσταντίνος Φαρμακίδης: Για την καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης στην Διοικητική Δικαιοσύνη

Η καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης αποτελεί την κορυφή και μόνο του παγόβουνου βαθύτερων προβλημάτων της Ελληνικής Πολιτείας. Μέχρι σήμερα το πρόβλημα αντιμετωπίζεται ως τεχνικό ή ψυχολογικό. Φέρονται δηλαδή να ευθύνονται γι’ αυτό οι «πολυτελείς» διαδικασίες στα δικαστήρια, με πολλά στάδια και απασχόληση πολυάριθμων δικαστών με κάθε υπόθεση, και οι δικομανείς πολίτες που εκμεταλλεύονται την φτηνή πρόσβαση στην δικαιοσύνη.

Αυτή η αντιμετώπιση επιτρέπει την απομόνωση του προβλήματος της καθυστέρησης από τα βαθύτερα αίτιά της, με αποτέλεσμα οι θεραπείες να κατευθύνονται προς το σύμπτωμα και όχι την πάθηση. Σήμερα η συζήτηση έχει φτάσει στα πρόσωπα, δηλαδή τους δικαστές, οι οποίοι τρέφουν στους κόλπους τους κάποιους ράθυμους ή/και ανεπαρκείς, και τους δικηγόρους, οι οποίοι δημιουργούν δικηγορική ύλη εκ του μη όντος ωθώντας τον πολίτη να δημιουργήσει αντιδικίες.

Η διεύρυνση των παραγόντων που αναγνωρίζονται ως εμπλεκόμενοι στο πρόβλημα αποτελεί σίγουρα προχώρημα. Ωστόσο, και πάλι το πρόβλημα αντιμετωπίζεται ως τεχνικό ή ιδιοσυγκρασιακό. Αν φταίνε οι ράθυμοι δικαστές και οι εριστικοί δικηγόροι, οι παραδοχές είναι αναγκαστικά οι εξής:

Α) η δικομανία του πολίτη και η εριστικότητα του δικηγόρου δημιουργούν μια κατηγορία υποθέσεων ήσσονος σημασίας ή επαναληπτικών, που αν δεν υπήρχαν, η δικαιοσύνη θα κινείτο ταχύτερα,

Β) η ραθυμία κάποιων δικαστών δημιουργεί μια άνιση μεταχείριση ως προς τον χρόνο περάτωσης σε όλες τις κατηγορίες υποθέσεωv εξίσου. Έτσι η καθυστέρηση (υποτίθεται) βλάπτει όλους εξίσου, εκτός από τους διεστραμμένους δικομανείς.

Ως προς την Διοικητική Δικαιοσύνη η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική από τις παραπάνω παραδοχές. Εδώ η καθυστέρηση αποτελεί σκόπιμη και οργανωμένη συμπεριφορά της Πολιτείας, όπως αυτή εκφράζεται από την ιδιότυπη συνεργασία Δημοσίου και Διοικητικής Δικαιοσύνης εναντίον του πολίτη.

Κατ’ αρχάς, στην Διοικητική Δικαιοσύνη και μόνον, για λόγους που δεν μπορούν να τύχουν ευπρόσωπης υπεράσπισης, η κατάθεση του δικογράφου δεν συνεπάγεται και τον προσδιορισμό του προς εκδίκαση σε συγκεκριμένη δικάσιμο. Στην πολιτική δικαιοσύνη προσδιορίζεται αυτόματα, ενώ στην ποινική την εισαγωγή αναλαμβάνει χωριστή από τα δικαστήρια αρχή, η Εισαγγελία.

Μ’ αυτόν τον τρόπο ανατίθεται στον δικαστή μια εξουσία επί της υποθέσεως που υπερβαίνει την δικαιοδοσία του να κρίνει την διαφορά με αιτιολογημένη και δημόσια κρίση. Μπορεί να καθυστερήσει την επίλυση, ή να προτεραιοποιήσει αυτήν, να αναμείνει κινήσεις άλλων δικαστών ή του νομοθέτη ή της διοίκησης. Σ’ αυτήν την εξουσία προστίθεται και η εξουσία να αναβάλλει την εκδίκαση των υποθέσεων «οίκοθεν», χωρίς δηλαδή να το ζητήσουν οι διάδικοι και χωρίς αιτιολογία, όσες φορές θέλει.

Το αποτέλεσμα είναι ότι ο μέσος χρόνος εκδίκασης, προκειμένου περί της διοικητικής δικαιοσύνης, δεν αποτελεί καν αξιόπιστο μέγεθος, διότι η απόλυτη ευχέρεια επιλογής του χρόνου εισαγωγής προς εκδίκαση μιας υπόθεσης μαζί με την δυνατότητα αναβολών «οίκοθεν» αυξάνει απεριόριστα το εύρος κατανομής των πιθανών περιπτώσεων (μια υπόθεση δικάζεται σε 12 μήνες και άλλη σε 12 χρόνια). Σ’ ένα τέτοιο σύστημα εξίσου άδικο, αν όχι ύποπτο, είναι το δικάζεται μια υπόθεση πολύ γρήγορα σε σχέση με το να δικάζεται πολύ αργοπορημένα.

Αυτός ο χώρος εξουσίας, που δεν υπάρχει θεσμοθετημένος στους άλλους κλάδους, θάλπει, αναπόφευκτα και αντανακλαστικά, κίνητρα ιδιοτέλειας και μεροληψίας. Μεταξύ δέκα υποθέσεων προς προσδιορισμό, ο αρμόδιος Πρόεδρος έχει κίνητρο να εισαγάγει πολύ αργότερα προς εκδίκαση υποθέσεις, που είτε θα κουράσουν τους συναδέλφους του είτε μπορεί να δυσαρεστήσουν το Δημόσιο ή την Κυβέρνηση. Ας είναι σαφές ότι μ’ αυτήν την διαπίστωση δεν ανακαλύπτουμε την κατηγορία «ράθυμες και ιδιοτελείς διοικήσεις δικαστηρίων». Σε μια διαρκή εργασία εντός δεδομένου πλαισίου, οι πιέσεις θα καθορίσουν αναγκαστικά το αποτέλεσμα, αν υπάρχει χώρος να το κάνουν.

Η ανέλεγκτη αυτή ευχέρεια εν συνεχεία οδηγεί σε/ενισχύεται από περαιτέρω εξωνομικές μεθόδους χειρισμού της δικαστικής ύλης. Εκτός από τις «οίκοθεν» αναβολές γίνεται ανεκτή η μη αποστολή φακέλου από την διοίκηση χωρίς να συνεπάγεται ερημοδικία του Δημοσίου· αν η πλειοψηφία της σύνθεσης διαφωνεί με τον εισηγητή, «αρνείται» να γράψει την πλειοψηφούσα γνώμη· στις μονομελείς συνθέσεις, οι υποθέσεις κατανέμονται επί της έδρας μεταξύ των μελών του τμήματος, αφού η αρχή του φυσικού δικαστή έχει ήδη υποχωρήσει ως σκοπός έναντι της κατανομής φόρτου.

Οι εξωνομικοί αυτοί παράγοντες καθορισμού της έκβασης μιας δίκης είναι υπαρκτοί σε όλα τα συστήματα δικαιοσύνης και δεν θα εξαλειφθούν ολοσχερώς ποτέ. Θα γεννούν εκ φύσεως μια ανισότητα, στο βαθμό που κάποιοι μπορούν να επηρεάσουν τους εξωνομικούς παράγοντες γιατί έχουν άμεσα ή έμμεσα πρόσβαση εκεί που αυτοί καθορίζονται. Ήδη η αξιοποίηση τέτοιων παραγόντων για να προληφθεί η δικαστική κρίση αποτελεί πλέον αντικείμενο της αμφιλεγόμενης επιστήμης των justice analytics.

Στην διοικητική δικαιοσύνη όμως υπάρχουν δύο ειδοποιοί διαφορές:

Η πρώτη είναι ότι ο ένας διάδικος σε όλες τις δίκες είναι το Δημόσιο, το οποίο εξ ορισμού έχει ένα ηθικό, νομικό και πραγματικό βάρος μεγαλύτερο από τον εκάστοτε έτερο διάδικο, πλην εξωτικών περιπτώσεων αντιδικίας με πολυεθνικές κ.τ.τ. Συνεπώς, κατά τεκμήριο οι εξωνομικοί παράγοντες τείνουν να διαμορφώνονται προς όφελός του.

Η δεύτερη είναι ότι μόνο στην διοικητική δικαιοσύνη υπάρχουν τόσοι θεσμοθετημένοι εξωνομικοί παράγοντες διαμόρφωσης της πορείας της δίκης. Δεν υπάρχουν στην πολιτική και στην ποινική. Η ιδιαιτερότητα αυτή διαμορφώνει έτσι τον δικαστικό λειτουργό σε μεγάλη διαφοροποίηση από τους δικαστές των άλλων κλάδων. Η διαφορετική αυτή φυσιογνωμία αντανακλάται τελικώς και στην δικαστική απόφαση, η οποία συχνά, ακόμα και όταν είναι θετική για τον πολίτη είναι παραδόξως «φιλική» προς το Δημόσιο, σαν να το ενθαρρύνει σιωπηρά να ξαναπαρανομήσει: προτίμηση της ακύρωσης διοικητικών πράξεων για τυπικό λόγο, απαλλαγή από την δικαστική δαπάνη του νικήσαντος, υπολογισμός των αποζημιώσεων από αδικοπραξία στα κατώτατα όρια, μέχρι και «παράλειψη» της επιδίκασης τόκων.

Όλο αυτό το φαινόμενο φυσικά δεν έχει να κάνει ούτε με τους ράθυμους ούτε με τους δικομανείς. Αυτοί παρασιτούν στα οφέλη ενός συστήματος που διαμορφώθηκε για άλλους λόγους, συμμαχούν μ’ αυτό για ίδιο όφελος και προσφέρουν τον εαυτό τους ως βιτρίνα του προβλήματος. Για τον ίδιο λόγο, το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί επαρκώς από την επιθεώρηση, αφού οι συμπεριφορές παράγονται από ένα στρεβλό σύστημα, ενώ τα ανεπαρκή άτομα αποτελούν απλώς σύμπτωμα ή συννοσηρότητα.

Τελικώς το σωστό όνομα για το πρόβλημα δεν είναι «καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης» αλλά θεσμική στρέβλωση της παραμέτρου του χρόνου κατά την διάρθρωση της διοικητικής δίκης. Γι’ αυτό και πολλές φορές η αμετάκλητη δικανική κρίση εκλαμβάνεται ως θεωρητικός αναστοχασμός και δεν αποτελεί καίρια ενέργεια.

Τούτο επιτυγχάνεται με την επίμονη δυστοκία χορήγησης αναστολών εκτέλεσης, ώστε η οριστική απόφαση να έχει επίκαιρο νόημα (και φυσικά το δικαστήριο να πρέπει να επιταχύνει την έκδοσή της). Παρά τα σχολαστικά επιχειρήματα είναι δυσχερώς κατανοητό από την κοινωνία γιατί ένα ένδικο βοήθημα που έχει επαρκή πιθανότητα ευδοκίμησης δεν μπορεί να οδηγήσει σε χορήγηση προσωρινής προστασίας, αλλά πρέπει η βασιμότητα να «πρόδηλη» και θεμελιωμένη σε προηγούμενη νομολογία του ανωτάτου. Αν οι χρόνοι εκδίκασης ήταν εύλογοι μια αναστολή δεν θα αποτελούσε τόσο μεγάλο πρόβλημα σε περίπτωση απόρριψης του ένδικου βοηθήματος. Ο εξωνομικός παράγοντας είναι καίριος και για τον χειρισμό της προσωρινής δικαστικής προστασίας.

Έτσι, από οικονομικής άποψης η αδικοπραγία του Δημοσίου είναι μια μορφή αναγκαστικού δανεισμού με μεσάζοντα την δικαιοσύνη. Το κράτος κλέβει τον πολίτη χρησιμοποιώντας το μονοπώλιο βίας που διαθέτει και αναλαμβάνει τον κίνδυνο να υποχρεωθεί να επιστρέψει τα κλοπιμαία μετά από δέκα χρόνια. Στις διαφορές που δεν έχουν οικονομικό ενδιαφέρον συμβαίνει κατ’ αναλογίαν το ίδιο.

Αυτός ο ύπατος σκοπός, δηλαδή η υπόθαλψη της κρατικής αδικοπραγίας και της ωφέλειας απ’ αυτήν, ως τρόπου διανομής του κοινωνικού προϊόντος στην Ελλάδα, εξυπηρετείται με όλους τους παραπάνω πολυσχιδείς τρόπους και θα υποσκάπτει κάθε μεταρρύθμιση που δεν αντιμετωπίζει την ρίζα του προβλήματος. Μόνο η λήψη μέτρων για την ρίζα του προβλήματος θα δώσει ώθηση σ’ εκείνες τις δυνάμεις, που πιστεύουν σε κάτι καλύτερο και μπορούν να κατευθυνθούν προς αυτό.

Με βάση τα παραπάνω, η επιτάχυνση της Διοικητικής Δικαιοσύνης περνάει αναγκαστικά από την εξομοίωσή της με τον κλάδο της πολιτικής δικαιοσύνης, την άρση των «ιδιαιτεροτήτων» και την αντιμετώπιση του Δημοσίου ως αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή του φορέα εξουσίας και όχι του φορέα δικαιωμάτων ή/και αξίωσης ισότητας των όπλων. Συγκεκριμένα απαιτείται:

Α) αυτόματος προσδιορισμός των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων προς εκδίκαση με την κατάθεση σε τακτική δικάσιμο σε όλα τα διοικητικά δικαστήρια από τα πρωτοδικεία ως το ανώτατο (ισότητα στον χρόνο εκδίκασης). Διαφορετικά, δημιουργία προδικασίας με ανάθεση αυτής σε ανεξάρτητη δικαστική αρχή και εισαγωγή των υποθέσεων για εκδίκαση απ’ αυτήν την αρχή.

Β) κατάργηση της δυνατότητας οίκοθεν αναβολής. Ο δικαστής δικάζει τις υποθέσεις που άγονται ενώπιον του προς εκδίκαση, κατά τον χρόνο που αυτό γίνεται. Δεν επιλέγει αυτός πότε θα δικάσει, παρά μόνο στο ανώτατο επίπεδο και μόνο μετά από αιτιολογημένη κρίση περί προτεραιότητας ή μη. Ως ανώτατο επίπεδο μπορεί να νοηθεί μόνο το αναιρετικό και οι δίκες όπου προσβάλλονται ουσιαστικοί νόμοι (κανονιστικές πράξεις του ΠτΔ ή Υπουργών).

Γ) το Δημόσιο, αν δεν παρίσταται ή δεν συνεισφέρει τις απόψεις του, να ερημοδικάζεται με δικαίωμα αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας υπό όρους. Να μην «περιμένουν τον φάκελο» τα δικαστήρια, ως εάν και αυτά είναι απλώς άλλη μια υπηρεσία του Δημοσίου. Γιατί άραγε το Δημόσιο, όταν ενάγεται στα πολιτικά δικαστήρια, είναι υποχρεωμένο να φέρει κανονικά προτάσεις ή να ζητήσει αναβολή βάσει κάποιου λόγου;

Δ) υποχρεωτική δικαστική δαπάνη για το Δημόσιο, όταν ηττάται και προσδιορισμός αυτής αναλόγως του συνολικού ύψους των γραμματίων προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής με προσαύξηση ανά έτος διάρκειας της δίκης. Κατάληψη απ’ αυτό το μέτρο και των εκκρεμών υποθέσεων.

Ε) κατάργηση της δυνατότητας άσκησης μεταβιβαστικών ενδίκων μέσων για το Δημόσιο, όταν η διαφορά αφορά την άσκηση δημόσιας εξουσίας, όποιος κλάδος κι αν έχει δικαιοδοσία. Άσκηση ενδίκων μέσων υπέρ του Δημοσίου μόνον προς διόρθωση σφαλμάτων με ευρύτερες συνέπειες ή ανάθεση της άσκησής τους σε δικαστική αρχή ή δικαστική διάταξη περί επιτρεπτού του ενδίκου μέσου υπό όρους (συγκεκριμένοι λόγοι, εγγυοδοσία, προσωρινή συμμόρφωση).

Με τα παραπάνω μέτρα θα επιτευχθούν τρεις στόχοι, για την εξυπηρέτηση των οποίων αξίζει το όποιο κόστος. Πρώτον, το σύστημα θα αναγκαστεί να αφομοιώσει μια μεγάλη αλλαγή, ώστε να αδρανοποιηθούν οι δυνάμεις καταστρατήγησης και να φέρει η μεταρρύθμιση μετρήσιμα αποτελέσματα. Δεύτερον, θα σταματήσει η εργαλειοποίηση της δικαιοσύνης από το Δημόσιο. Θα κανονίσει κι αυτό την πορεία του, περιλαμβανομένης και της οργάνωσης της νομικής του υπηρεσίας και της δικονομικής του στρατηγικής, χωρίς να ελπίζει στην «κατανόηση» του διοικητικού δικαστή. Και τέλος, οι προσπάθειες των ευσυνείδητων και ικανών θα σταματήσουν να είναι όαση σε μια έρημο και θα αναγνωριστούν ως πρότυπο στάσης και συμπεριφοράς.

*Οι Δημήτριος Κ. Φαρμακίδης και Κωνσταντίνος Δ. Φαρμακίδης είναι δικηγόροι παρ’ Αρείω Πάγω

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr