Δημήτρης Κουρέας: Ισοβιότητα δικαστικών λειτουργών: πολυτέλεια ή δημοκρατική επιταγή;
Του Δημήτρη Κουρέα*
Πρόσφατα απασχόλησε τον δημόσιο διάλογο το ζήτημα της ισοβιότητας των δικαστικών λειτουργών, και η κάμψη αυτού του παγιωμένου πλέον δικαιοκρατικού θεμελίου, είτε υπό την καθιέρωση ενός μοντέλου δικαστών με θητεία ορισμένου χρόνου είτε με την αιρεσιμότητα μονιμοποίησης των δικαστών μόνο ύστερα από ένα εύλογο διάστημα δικαστικής σταδιοδρομίας.
Η ισοβιότητα και σύμφυτα και η ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών , δεν αποτελούν όψεις συγκυριακών και υποκειμενικών πολιτικών κρίσεων , αλλά κεφάλαιο που συγκροτεί τον ίδιο τον πυρήνα του δημοκρατικού Κράτους Δικαίου. Η κατοχύρωση τους πιστοποιεί τις εγγυήσεις που παρέχει η Πολιτεία στον διακριτό πυλώνα της δικαστικής λειτουργίας, έτσι όπως υπαγορεύει και η αρχή διάκρισης των εξουσιών. Η διάκριση αυτή δεν μπορεί να παραμένει διακηρυκτική, απαιτεί ουσία και περιεχόμενο.
Για πρώτη φορά στο σύγχρονο ελληνικό κράτος , εισάγεται η ισοβιότητα στο Σύνταγμα του 1844. Έκτοτε πολλές φορές αυτή η διάταξη συνταγματικής περιωπής φαλκιδεύθηκε στις πολλές ταραχώδεις περιόδους της πολιτικής και συνταγματικής μας ιστορίας.
Σήμερα όμως , υπό το ισχύον Σύνταγμα και ιδίως τα άρθρα 87 και 88, ορίζουν και αναγάγουν σε συνταγματικό αξιακό μέγεθος την ισοβιότητα των δικαστών και την προσωπική και λειτουργική τους ανεξαρτησία. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα και η επιλογή της έννοιας της ισοβιότητας δεν είναι τυχαία , έναντι μιας παρεμφερούς όπως αυτή της μονιμότητας, αφού η προστασία που επιτάσσει το Σύνταγμα είναι τόσο τεταμένη που ακόμα και στην περίπτωση που καταργηθεί η οργανική θέση που υπηρετεί ο δικαστικός λειτουργός , η θεσμική του ιδιότητα του δεν συμπαρασύρεται , είναι αναπαλλοτρίωτη.
Η ισοβιότητα αλλά και ως παράλληλη έκφανση της και το αμετάθετο, δεν είναι προσωπικά προνόμια των δικαστών. Δεν καθιερώνονται για να προστατέψουν τα προσωπικά συμφέροντα τους, ως ατόμων, αλλά έχουν ως στόχο να υπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή την κατοχύρωση της δικαστικής ανεξαρτησίας, ώστε ο δικαστής να δικάζει χωρίς φόβο και χωρίς εξαρτήσεις.
Το πρώτο σκέλος της πρότασης που τέθηκε πρόσφατα στην βάσανο του δημόσιου διαλόγου , ερείδεται στην επαγγελματική ποικιλομορφία του σώματος των δικαστών με καθηγητές πανεπιστημίου, δικηγόρος ακόμα και οικονομολόγους με συγκεκριμένη θητεία.
Μια τέτοια προοπτική θα καταστρατηγούσε την επιταγή της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησία των δικαστών. Αυτή η διφυής ανεξαρτησία δεν εξαντλείται μόνο σε τυπικά χαρακτηριστικά ενεστώτα χρόνου αλλά επιζητά ουσιαστική πραγμάτωση που εκκινεί στο παρελθόν και έχει ως προβολή της το μέλλον.
Ένας δικαστής που ασκούσε μάχιμη δικηγορία πριν διοριστεί και που την επόμενη μέρα, ύστερα από την λήξη της δικαστικής του θητείας, θα μεταπηδήσει και πάλι στο δικηγορικό του γραφείο δεν είναι tabula rasa, δεν θα απεμπολήσει ούτε τις παραστάσεις του παρελθόντος αλλά ούτε πολύ περισσότερο την συνειδητοποίηση πως η δικαστική ιδιότητα είναι μια παρένθεση στην δικηγορική του σταδιοδρομία. Η εναρμόνιση των δεοντολογικών και συνειδησιακών προταγμάτων με τον ζωτικό χώρο ενός τέτοιου δικαστή φαίνεται εξαιρετικά δυσχερής εξαιτίας του προσωρινού παρενθετικού χαρακτήρα, ενώ η αμερόληπτη δικανική κρίση του θα είναι ευεπίφορη σε αμφισβητήσεις και υπόνοιες, ακόμα και άδικες, συσκοτίζοντας την ασφάλεια δικαίου και την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην απονεμόμενη Δικαιοσύνη. Και αυτές οι ενστάσεις για την αποτελεσματικότητα αλλά και την δογματική αρτιότητα της πρότασης είναι ενδεχομένως οι πλέον μετριοπαθείς.
Μην παραγνωρίζουμε εξάλλου πως και στην χώρα μας είναι νωπός ακόμα ο σκεπτικισμός με τον οποίο αντιμετωπίζεται η ανάληψη δημόσιων αξιωμάτων από αφυπηρετήσαντες δικαστικούς λειτουργούς. Και στατιστικά στο σύνολο των αφυπηρετησάντων δικαστών είναι περιπτώσεις μετρημένες στα δάκτυλα. Αντίθετα, ας αναλογισθούμε mutatis mutandis ένα σώμα δικαστών προσωρινής διάρκειας, που μετά την ολοκλήρωση της θητείας τους, μεταπηδούν αναπόφευκτα σε άλλον επαγγελματικό στίβο.
Το δεύτερο σκέλος της προσφάτως διατυπωθείσας πρότασης θέτει υπό αίρεση την μονιποίηση και κατ’ακολουθίαν την ισοβιότητα των δικαστικών λειτουργών. Την εξαρτά από την πάροδο ορισμένου χρόνου υπηρεσιακής σταδιοδρομίας.
Ένας τέτοιος θεσμικός μετεωρισμός ωστόσο , θα προσέκρουε και πάλι στα άρθρα 87 και 88 του Συντάγματος, μιας και ακόμα και ο δικαστικός πάρεδρος που μετέχει στην σύνθεση ενός τριμελούς Πλημμελειοδικείου για παράδειγμα, επιτελεί δικαιοδοτικό έργο. Πόσο μάλλον ένας Πρωτοδίκης με ορισμένα χρόνια δικαστικής σταδιοδρομίας , που αναλαμβάνει την εκδίκαση υποθέσεων σε μονομελείς συνθέσεις , που εκφέρει δικανική κρίση αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των πολιτών. Όλοι οι ανωτέρω , δεν μπορούν να θεωρούνται δικαστικοί λειτουργεί υπό αίρεση , απαιτείται όχι για τους ίδιους αλλά για την δικαιϊκή ασφάλεια να απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, που διασφαλίζεται σημαντικά και με την αναγνώριση της ισοβιότητας.
Ο θεσμός της Δικαιοσύνης αναμφίβολα καλείται να υπερβεί αρκετούς σκοπέλους, καλείται να εκριζώσει συστημικές παθογένειες που τον ταλανίζουν και τον υπονομεύουν.
Ο δικηγορικός κόσμος της χώρας αλλά και οι θεσμικές ενώσεις των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών , ως συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης όχι μόνο πρέπει να έχουν λόγο αλλά κυρίως οφείλουν να είναι και οι αγωγοί κάθε ιδέας και πρωτοβουλίας που θα αναβαθμίσει το νομικό και δικαιϊκό μας σύστημα. Βασική πυξίδα είναι η ίδια η κοινωνία , ο ίδιος ο πολίτης και το δικαίωμα δικαστικής του προστασίας.
Η Δικαιοσύνη χρειάζεται αλλαγές. Όχι όμως μεταλλάσσοντας τον πυρήνα της συνταγματικής της θεμελίωσης . Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όταν προσεγγίζουμε ζητήματα Δικαιοσύνης, ερχόμαστε ενώπιον με έναν εγγυητικό πυλώνα του ίδιου του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.
*Δικηγόρος Πατρών
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr