Δημήτρης Μπόλης: Ενότητα δικαίου και ολομέλεια ανωτάτων δικαστηρίων

Του Δημήτρη Μπόλη* Με την πρόσφατη απόφασή του, η ολομέλεια του ΣτΕ απάντησε σε ένα νομικό ερώτημα που απασχολεί χιλιάδες συνταξιούχους, αποφασίζοντας ότι οι συνταξιούχοι δικαιούνται αναδρομικών για χρονικό διάστημα έντεκα μηνών, δηλαδή από τον Ιούνιο του 2015 μέχρι τον Μάιο του 2016 καθώς επίσης ότι τα αναδρομικά θα λάβουν όσοι έχουν ήδη προσφύγει δικαστικά. […]

NEWSROOM
Δημήτρης Μπόλης: Ενότητα δικαίου και ολομέλεια ανωτάτων δικαστηρίων

Του Δημήτρη Μπόλη*

Με την πρόσφατη απόφασή του, η ολομέλεια του ΣτΕ απάντησε σε ένα νομικό ερώτημα που απασχολεί χιλιάδες συνταξιούχους, αποφασίζοντας ότι οι συνταξιούχοι δικαιούνται αναδρομικών για χρονικό διάστημα έντεκα μηνών, δηλαδή από τον Ιούνιο του 2015 μέχρι τον Μάιο του 2016 καθώς επίσης ότι τα αναδρομικά θα λάβουν όσοι έχουν ήδη προσφύγει δικαστικά. Αντίστοιχα, ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, εκκρεμούν υποθέσεις, η κρίση επί των οποίων θα διαμορφώσει οριστικά το νομολογιακό τοπίο, θα δώσει απάντηση δηλαδή σε νομικά ερωτήματα, ώστε τα Δικαστήρια όλων των βαθμίδων να επιλύουν με όμοιο τρόπο το αμφισβητούμενο νομικό θέμα, προκειμένου να διατηρείται η ενότητα του δικαίου και να αποφεύγεται η έκδοση αποφάσεων, που επιλύουν με αντίθετο τρόπο το ίδιο ακριβώς ζήτημα. Έτσι, ενώπιον της πλήρους μάλιστα Ολομέλειας του Αρείου Πάγου – στην οποία παραπέμφθηκε με τη 8/2019 απόφαση της τακτικής Ολομέλειας – εκκρεμεί η επίλυση του ζητήματος «αν το τεκμήριο αθωότητας έχει εφαρμογή και ενώπιον του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται των αστικών αξιώσεων του παθόντος ή εάν το δικαστήριο τούτο έχει το δικαίωμα να καταλήξει, μετά από αποδείξεις και πλήρως αιτιολογημένη δικανική κρίση, συνεκτιμώντας και την αθωωτική απόφαση, σε διαφορετικό πόρισμα» (ΠολΠρωτ.Αθηνών 2142/2020) . Το ως άνω Δικαστήριο, που δίκαζε την αστική ή μη ευθύνη αθωωθέντος στο ποινικό Δικαστήριο Ιατρού, ανέβαλε την απόφασή του έως ότου η αυξημένη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, απαντήσει στο ως άνω νομικό ερώτημα. Από την απάντηση αυτή, θα εξαρτηθεί η έκβαση πολλών Δικών, δεδομένου ότι έως σήμερα δεν είναι υποχρεωτικό για το Αστικό Δικαστήριο να ακολουθήσει την ποινική απόφαση που αθώωσε τον κατηγορούμενο, αφού είχε τη δυνατότητα, με ειδική βέβαια και πλήρη αιτιολογία, να διαμορφώσει διαφορετική άποψη. Σημειωτέον βέβαια, ότι το παρόν ερώτημα θα απαντηθεί και υπό το πρίσμα σχετικών αποφάσεων του ΕΔΔΑ, το οποίο σε πλειάδα υποθέσεων έχει υπογραμμίσει και περιγράψει την ισχύ του τεκμηρίου αθωότητας και στις αστικές Δίκες (πχ υποθέσεις Alkasi κατά Τουρκίας, Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Diacento κατά Ρουμανίας, Παραπονιάρης κατά Ελλάδος, Orr κατά Νορβηγίας κ.ά.) Άλλη περίπτωση που θα απασχολήσει την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, αφορά μεγάλο αριθμό εργαζομένων,  που εργάστηκαν με συμβάσεις αποκτήσεως εργασιακής εμπειρίας στα πλαίσια του εκπαιδευτικού προγράμματος «stage». Οι συμβάσεις αυτές, καταρτίστηκαν υπό την εποπτεία του ΟΑΕΔ με σκοπό την απόκτηση επαγγελματικής κατάρτισης με θεωρητική και πρακτική ενημέρωση. Οι συμβάσεις αυτές θεωρούνται γνήσιες συμβάσεις μαθητείας και όχι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας.  Όμως οι συμβασιούχοι αυτοί, απασχολήθηκαν στο δημόσιο ή σε δημόσιο φορέα (π.χ. ΟΤΑ) υπό τις ίδιες συνθήκες με το νόμιμο προσωπικό, άρα τα Δικαστήρια συνήθως αναγνωρίζουν ότι οι απασχολούμενοι δικαιούνται επιδόματα (δώρα) εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, αποδοχές αδείας, επίδομα αδείας κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (αρ. 904 ΑΚ), ήτοι εν γένει τις αποδοχές που ο εργοδότης θα κατέβαλε σε άλλον εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα και ικανότητες, που απασχολείτο με έγκυρη σύμβαση εργασίας. Η αντίθετη άποψη, υποστηρίζει ότι κακώς εφαρμόστηκαν οι διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, επειδή ο εργοδότης (π.χ. ΟΤΑ) δεν είχε τη δυνατότητα νόμιμης πρόσληψης εργαζομένου στη θέση που απασχόλησε ακύρως τον συμβασιούχο. Έτερο θέμα που επίσης θα απασχολήσει την Τακτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου, αφορά στις εισπρακτικές εταιρίες και στην απόκτηση από αυτές προσωπικών δεδομένων των δανειοληπτών από τις τράπεζες. Συγκεκριμένα, με την 171/2019 απόφαση του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου και δεδομένου ότι αυτή ελήφθη με πλειοψηφία μόλις μίας ψήφου, παραπέμφθηκε στην τακτική ολομέλεια του Αρείου πάγου το εξής ζήτημα: Οφειλέτης προσέφυγε κατά της δανείστριας τράπεζας αιτούμενος αποζημίωση, γιατί η Τράπεζα δεν τον ενημέρωσε ότι ανέθεσε το έργο της είσπραξης της οφειλής του σε συγκεκριμένη εισπρακτική εταιρία, στην οποία μεταβίβασε και τα προσωπικά δεδομένα του δανειολήπτη. Το εφετείο δικαίωσε το δανειολήπτη αποφασίζοντας ότι η τράπεζα έπρεπε να ενημερώσει ειδικώς το δανειολήπτη για τη διάθεση των προσωπικών του δεδομένων σε συγκεκριμένη εταιρία ενημέρωσης οφειλετών, επιδικάζοντας του ως αποζημίωση το ποσό των 5.869,40 Ευρώ. Η τράπεζα προσέφυγε στον Άρειο Πάγο, το Α2 τμήμα αυτού δικαίωσε και πάλι τον δανειολήπτη, όμως με διαφορά μίας μόνον ψήφου. Σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας «το τμήμα που δικάζει είναι υποχρεωμένο να παραπέμψει την εκδίκαση της υπόθεσης στην ολομέλεια, αν η απόφαση … λαμβάνεται με πλειοψηφία μίας ψήφου…». Οι ως άνω υποθέσεις πέραν του γεγονότος ότι αποτελούν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα νομικά θέματα, κυρίως θα διαμορφώσουν το αποτέλεσμα πλειάδας υποθέσεων. Στο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τη δημοσίευση των αποφάσεων από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σε όλες τις υποθέσεις που επηρεάζονται, εκδίδονται αναβλητικές αποφάσεις, αναμένοντας ακριβώς την ετυμηγορία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.. Στις ως άνω περιπτώσεις καλό θα είναι σύντομα να προστεθεί και το θέμα που έχει διχάσει όχι μόνον τα δικαστήρια ουσίας της χώρας αλλά και τον Άρειο Πάγο, τόσο τα αστικά τμήματα όσιο και τα ποινικά, για το αν οι Δικαστές, Εισαγγελείς, Δικηγόροι, Δικαστικοί γραμματείς, Δικαστικοί Επιμελητές θεωρούνται τρίτοι, άρα δύναται να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης ή όχι. Ενδεικτικά και μόνον, απόδειξη των αντίθετων εκ διαμέτρου αποφάσεων του Αρείου Πάγου, είναι οι 487/2019 και η 841/2019 αποφάσεις: ΑΠ (Ε΄τμήμα) 487/2019: «Έτσι τα δικαστικά πρόσωπα (δικαστές, εισαγγελείς) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού και μόνο του λόγου τρίτοι, ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής. Τα δικαστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνο τη δικανική τους κρίση ως προς τη βασιμότητα των ερευνητέων γεγονότων, ακολουθώντας τους κανόνες απόδειξης είτε της πολιτικής είτε της ποινικής δικονομίας. Η διατύπωση της κρίσης τους είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού και είναι υποχρεωτική εκ του καθήκοντος τους, αφού καλούνται να διαμορφώσουν μια έννομη σχέση ή να αποδώσουν ποινική ευθύνη, ως όργανα πολιτείας και στο όνομα του ελληνικού λαού και η όποια κρίση τους δεν μπορεί να περιέχει προσωπικές κρίσεις ή εκτιμήσεις για την τιμή και υπόληψη κάποιου προσώπου. Το αυτό ισχύει αναλογικά και για τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν στην ποινική δίκη, όπως ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία καταχώρησης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, χωρίς επιπλέον να προκύπτει ότι τα πρόσωπα αυτά λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των δικογράφων πλην των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης.» ΑΠ (ΣΤ ΤΜΗΜΑ) 841/2019: «Το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, σχετικά με την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, καθόσον στην έννοια του τρίτου, κατά τις διατάξεις αυτές, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς οι αστυνομικοί κλπ που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης (ΑΠ 1013/2018, ΑΠ 1777/2017, ΑΠ 611/2015), ενόψει μάλιστα και του ότι και από την γραμματική ακόμη διατύπωση του κειμένου των διατάξεων των άρθρων 362-363 του ΠΚ συνάγεται ευθέως ότι «τρίτος» είναι κάθε πρόσωπο που λαμβάνει γνώση των φερόμενων συκοφαντικών ισχυρισμών, αφού δεν γίνεται σ` αυτές οποιαδήποτε εξαίρεση ή διάκριση για τα όργανα που είναι κατά το νόμο αρμόδια να παραλαμβάνουν μηνύσεις, καταθέσεις, αναφορές κλπ». Η ενότητα του Δικαίου είναι το ελάχιστο προαπαιτούμενο ώστε η Δικαιοσύνη να δημιουργεί στον Πολίτη την ασφάλεια ότι η υπόθεσή του θα κριθεί με δίκαιο τρόπο, όμοια δε νομικά θέματα θα αντιμετωπίζονται όμοια. Άλλωστε, η ασάφεια Δικαίου, επιβαρύνει τη Δικαιοσύνη με υποθέσεις οι οποίες δε θα οδηγούνταν σε αυτήν, αν το τοπίο ήταν ξεκάθαρο. Για παράδειγμα, αν οι περιλαμβανόμενοι σε ένα δικόγραφο συκοφαντικοί ισχυρισμοί, εν τέλει θεωρηθεί ότι δε στοιχειοθετούν το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως, λόγω του ότι αυτών λαμβάνουν γνώση μόνον Δικαστικά πρόσωπα, τότε θα ελλείψουν οι αντίστοιχες μηνύσεις και αγωγές. Ακριβώς ο ρόλος των Ολομελειών των ανωτάτων Δικαστηρίων, είναι και η διασφάλιση της σταθερότητας του Δικαίου, όσον δε γρηγορότερα και βέβαια νομικά άρτια αποφαίνονται, τόσον και διευκολύνονται τα Δικαστήρια της χώρας σε όλες τις βαθμίδες, ενώ επιβεβαιώνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στο θεσμό της Δικαιοσύνης. Αντίθετα, η ύπαρξη αντιφατικών αποφάσεων για όμοια θέματα, δημιουργεί αμηχανία και αντιπαλότητα στο θεσμό της Δικαιοσύνης, που εξ ορισμού αποτελεί πυλώνα της συνοχής της κοινωνίας.

Δικηγόρος*

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr