Δημήτρης Νικ. Μπόλης: Testis unus, testis nullus – Ένας μεσαιωνικός νομικός κανόνας που ουδέποτε ίσχυσε στην Ελλάδα

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το γεγονός ότι ενώ στο μεταεπαναστατικό Ελληνικό κράτος ουδέποτε ίσχυσε το ψευδοθέσφατο «εις μάρτυς, ουδείς μάρτυς», πολύ συχνά γίνεται ακόμη και σήμερα επίκλησή του.

NEWSROOM
Δημήτρης Νικ. Μπόλης: Testis unus, testis nullus – Ένας μεσαιωνικός νομικός κανόνας που ουδέποτε ίσχυσε στην Ελλάδα

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το γεγονός ότι ενώ στο μεταεπαναστατικό Ελληνικό κράτος ουδέποτε ίσχυσε το ψευδοθέσφατο «εις μάρτυς, ουδείς μάρτυς», πολύ συχνά γίνεται ακόμη και σήμερα επίκλησή του.

Στην Ευρώπη, ουσιαστικά η υπακοή των δικαστών στο συγκεκριμένο δόγμα, με καταβολές από το ρωμαϊκό Δίκαιο, έλαβε τέλος μετά την Γαλλική επανάσταση, και σίγουρα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.

Ήταν η περίοδος που καταργήθηκε η «Νομική απόδειξη» και οδήγησε στην παγίωση της «Ηθικής απόδειξης», η οποία στην Ελλάδα θεσμοθετήθηκε τo 1834!

1. Το σύστημα των Νομικών αποδείξεων: ο ίδιος ο Νόμος προέβλεπε ποιες θα έπρεπε να είναι οι αποδείξεις, ώστε κάποιος να καταδικαστεί.

Έτσι, για παράδειγμα στην Ιταλική χερσόνησο, για να καταδικαστεί κάποιος ήταν απαραίτητη η κατάθεση τουλάχιστον τριών μαρτύρων, για να καταδικαστεί ένας βαρόνος έπρεπε να καταθέσουν εναντίον του 16 άτομα, και για την καταδίκη ενός καρδιναλίου έως και 44 μάρτυρες!

Και μόνο από την παράθεση των ως άνω, είναι ευχερής η συναγωγή του συμπεράσματος ότι οι νομικές αποδείξεις που χωρίς αυτές κανένας δεν μπορούσε να καταδικαστεί, ήταν προσανατολισμένες στην προστασία της καθεστηκυίας τάξης.

Για τους «κοινούς θνητούς» δε, όταν οι νομικές αποδείξεις ήταν ημιτελείς, τότε ο δικαστής είχε δικαίωμα να διατάξει βασανιστήρια, ώστε να «εκμαιευτεί» η πλήρης απόδειξη της ομολογίας του κατηγορουμένου. Στη Γαλλία, μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση, υπήρχε επίσης διαχωρισμός των αποδείξεων σε πλήρεις και ημιτελείς.

Πλήρης νομική απόδειξη, ήταν η κατάθεση τουλάχιστον δύο μαρτύρων καθολικών και καλής φήμης, τα έγγραφα, η ομολογία. Ημιτελής απόδειξη θεωρούνταν π.χ. η κατάθεση ενός μάρτυρα, «τestis unus testis nullus».

Μάλιστα, ο Βολτέρος είχε αναπτύξει ιδιαίτερη πολεμική για το Δικαστικό ποινικό σύστημα το οποίο είχε καταλήξει στην πρόσθεση κλασμάτων ημιτελών αποδείξεων, η οποία όταν έφτανε τη μονάδα αποτελούσε την επονομαζόμενη πλήρη απόδειξη (πχ 1/2 απόδειξης+1/4+1/4 = 1, άρα καταδίκη που συνήθως σήμαινε θάνατος).

2. Η ηθική απόδειξη, αποτέλεσμα ουσιαστικά του Διαφωτισμού, απαντάται στο Ελληνικό Δίκαιο ήδη από την πρώτη Ποινική Δικονομία του 1834, που συνέταξε ο επιφανής Βαυαρός νομικός G.L. von Maurer, στο άρθρο 92 και ισχύει σχεδόν απαράλλακτη έως σήμερα: «Οι δικαστές δεν είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεως, αλλά μάλλον πρέπει να αποφασίζωσι κατ’ ιδίαν πεποίθησιν, ακούοντες προς τούτο την φωνήν της συνειδήσεώς των και οδηγούμενοι από την εκ των συζητήσεων προκύπτουσαν απροσωπόληπτον κρίσιν περί της αληθείας των πραγμάτων, περί του αξιοπίστου των μαρτύρων και περί του εχεγγύου των λοιπών αποδείξεων.

Οφείλουν δε να εκθέτωσι τους λόγους της πεποιθήσεώς των εις την απόφαση». Όπως αναφέρει ο Καθηγητής Ν. Ανδρουλάκης στον εισιτήριο λόγο του στην Ακαδημία Αθηνών το 2013, επικαλούμενος το έργο του Savigny, όλες οι ειλημμένες από την εμπειρία και την ανθρώπινη φύση γενικεύουσες προτάσεις, που οφείλει να λάβει υπόψη του ο διαλογιζόμενος νους αποτελούν και αυτές ισάριθμους αποδεικτικούς κανόνες, οι οποίοι, βέβαια, όντες αναρίθμητοι και πολυποίκιλοι, είναι αδύνατον να νομικοποιηθούν.

Οι εφαρμοστέοι αποδεικτικοί κανόνες είναι αυτοί που επιβάλλουν οι γενικοί νόμοι της σκέψης, η εμπειρία και η γνώση των ανθρωπίνων. Ο δικαστής έχει την υποχρέωση βέβαια να εξηγήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα τους αποδεικτικούς κανόνες που εφάρμοσε. «Η παράθεση των λόγων μιας απόφασης είναι η παροχή απόδειξης και το άθροισμα αυτών των λόγων είναι η απόδειξη» (C.B. Jarke 1825).

Άρα, κατά το Δίκαιό μας, ο πολίτης που υπέστη κάποια παράνομη πράξη έχει τη δυνατότητα πρόσβασης στον Έλληνα Δικαστή, που ουδόλως υποχρεούται να υπακούσει σε παρωχημένα, εδραιωμένα το μεσαίωνα, δήθεν θέσφατα, τύπου «εις μάρτυς ουδείς μάρτυς». Άλλωστε, κατά κανόνα εγκλήματα όπως αυτά εις βάρος της γενετήσιας ελευθερίας, τελούνται από ένα θύτη επί ενός θύματος.

Είναι δεδομένο ότι στην ποινική δίκη, θεσμοθετημένο αμέσως και σαφώς μάλιστα, ισχύει το τεκμήριο αθωότητος του κατηγορούμενου. Στην ποινική διαδικασία επιτρέπεται κάθε αποδεικτικό μέσο, ενώ τα κυριότερα είναι οι ενδείξεις, η αυτοψία η πραγματογνωμοσύνη, η ομολογία, οι μάρτυρες, τα έγγραφα.

Οποιαδήποτε αμφιβολία περί της ενοχής είναι προς όφελος του κατηγορουμένου.

Είναι σύνηθες στη δικαστική πρακτική, ειδικά όταν τα αποδεικτικά μέσα δεν είναι πολλά, από το δικαστήριο να απευθύνεται η ερώτηση στον κατηγορούμενο: και γιατί, εφόσον διατείνεστε ότι είστε αθώος, πιστεύετε ότι σας κατηγορεί ο/η μηνυτής (αντιπαρερχόμενου του θέματος, εν προκειμένω, το αν η συγκεκριμένη ερώτηση πλήττει το τεκμήριο αθωότητος του κατηγορουμένου).

Η ερώτηση αυτή αποδεικνύει ακριβώς την προσπάθεια του Δικαστή στην πράξη, με διαλογισμό, να σχηματίσει την πεποίθησή του, εφαρμόζοντας αποδεικτικούς κανόνες που επιβάλλουν οι γενικοί νόμοι της σκέψης, η εμπειρία και η γνώση των ανθρωπίνων.

Η ερώτηση αποκαλύπτει τη συλλογιστική προσπάθεια του Δικαστή να οδηγηθεί αιτιολογημένα σε μία απόφαση.

Ειδικά δε σε εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, οφείλω να υπογραμμίσω το γεγονός ότι οι Έλληνες Δικαστές με ιδιαίτερη σύνεση προσεγγίζουν με τη διαδικασία την/τον καταγγέλλοντα, διασφαλίζοντας με κάθε δυνατό τρόπο την προστασία του θύματος.

Στον Έλληνα Δικαστή παρέχεται η δυνατότητα αιτιολογημένα να παρακάμψει την αρχή της δημοσιότητας της Δίκης και να διατάξει ακόμη και τη διεξαγωγή της κεκλεισμένων των θυρών (άρθρο 330 ΚΠΔ) «…για να προστατευθεί ο ιδιωτικός ή κοινωνικός βίος, ιδίως αν η δημοσιότητα σε Δίκη κατά της γενετήσιας ελευθερίας… έχει ως συνέπεια την ιδιαίτερη ψυχική ταλαιπωρία ή το διασυρμό του θύματος ..».

Βέβαια, το Δικαστήριο εξετάζει το σύνολο των αποδείξεων, ανάλογα φυσικά και με τους ισχυρισμός του κατηγορουμένου.

Σε Δίκη προ ετών, με κατηγορούμενο για βιασμό, αρπαγή, εμπρησμό, το δικαστήριο διεξοδικά εξέτασε τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι η εις βάρος του καταγγελία από την φερομένη ως παθούσα ήταν ψευδής και έγινε προκειμένου να τον εκβιάσει, όταν δε, προσκομίστηκαν στοιχεία από τον υπερασπιστή του, από τα οποία προέκυπταν ότι η παθούσα σε διάστημα ενός μόλις έτους είχε προβεί σε όμοια καταγγελία με τις ίδιες λεπτομέρειες κατά άλλου προσώπου το οποίο ενέδωσε στον εκβιασμό, το Δικαστήριο εκμαίευσε με τη διαλεκτική πλήρως την αναλήθεια του ισχυρισμού της και απάλλαξε ομοφώνως τον κατηγορούμενο.

Δεδομένο λοιπόν είναι το τεκμήριο αθωότητος του κατηγορουμένου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ένας μόνος μάρτυς, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που πάντοτε υφίστανται σε μία δίκη, δεν είναι δυνατόν να πείσει το Δικαστήριο και να οδηγήσει στην καταδίκη του κατηγορουμένου.

Ταυτόχρονα δε, κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, ο μόνος τρόπος που μία κοινωνία, οργανωμένη σε κράτος Δικαίου, επιτρέπεται να θεωρεί κάποιον ένοχο, είναι μόνο μετά την αμετάκλητη καταδίκη του.

Αυτό που όμως είναι σημαντικό, είναι ότι πλέον, μετά τις καταγγελίες που με μορφή χιονοστιβάδας κατακλύζουν και φοβούμαι ότι θα συνεχίζουν να κατακλύζουν την επικαιρότητα, είναι ότι η κοινωνία ξεπέρασε το στάδιο που οι δημόσιες καταγγελίες αντιμετωπίζονταν κυρίως με καχυποψία, γεγονός που δίνει τη δυνατότητα στα θύματα παρανόμων πράξεων, ιδία σε εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, να μην νοιώθουν ότι δύνανται να στιγματιστούν, αλλά αντίθετα ότι η καταγγελία τους θα προτρέψει και άλλα θύματα να τερματίσουν την επιβλαβή για τα ίδια και την κοινωνία καταπίεση της αλήθειας.

Συνάμα όμως, παρατηρείται ότι στη συνείδηση της κοινής γνώμης, φαίνεται με ευκολία να υιοθετείται τεκμήριο ενοχής του καταγγελλόμενου, αντιθετικά με το τεκμήριο αθωότητος που υιοθετούν τα ποινικά Δικαστήρια, γεγονός που είχε υπογραμμίσει ο Ευγ. Βενιζέλος σε εκδήλωση με θέμα «κοινό περί Δικαίου αίσθημα vs κράτος Δικαίου».

Θεωρώ ότι μία ώριμη κοινωνία αποτελείται από πολίτες οι οποίοι με γνώμονα το ότι καμία καταγγελία δεν είναι εκ προοιμίου αναληθής, καμία καταγγελία δεν είναι εκ προοιμίου αληθής, δύνανται βέβαια να σχηματίσουν την προσωπική τους άποψη, σε περίπτωση όμως εισαγωγής της καταγγελίας στη Δικαιοσύνη, καλό θα είναι να αναμένουν και να πείθονται στις αποφάσεις της.

Ο Δημήτρης Νικ. Μπόλης είναι Δικηγόρος

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr