Δημήτρης Ορφανίδης: Γυναικοκτονία- Δόκιμος ή αδόκιμος όρος;

Ο πρόεδρος Εφετών Αθηνών αναφέρεται στον όρο γυναικοκτονία, με αφορμή τις δεκάδες δολοφονίες γυναικών τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.

NEWSROOM

Με αιτία ή αφορμή την ανθρωποκτονία γυναίκας σε συγκεκριμένη υπόθεση ακούστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική κοινωνία, όχι από νομικούς, αλλά από δημοσιογράφους, η λέξη «γυναικοκτονία». Έκτοτε ακούγεται σε κάθε περίπτωση ανθρωποκτονίας μίας γυναίκας από έναν άνδρα, στο πλαίσιο του εκάστοτε ρεπορτάζ, οπότε, υποβάλλεται στον μέσο πολίτη μια αντίληψη, ότι πρόκειται για έναν όρο, μια έννοια, ήδη από καιρό ενσωματωμένη στη γλώσσα, που σημαίνει, ότι ένας άντρας σκοτώνει μία γυναίκα, επειδή είναι γυναίκα. Εμείς, όμως, ως συνήγοροι και δικαστές, όταν συντάσσουμε δικόγραφα και όταν εκδίδουμε αποφάσεις, δεν κάνουμε και δεν πρέπει να κάνουμε ρεπορτάζ.

Αρθρώνουμε – και είμαστε υποχρεωμένοι να αρθρώνουμε – επιστημονικό λόγο. Κανένας ανακριτής δεν θα συνέτασσε κατηγορητήριο με την κατηγορία της «γυναικοκτονίας από πρόθεση» και κανένα δικαστήριο δεν θα καταδίκαζε έναν άνδρα επί τη βάσει αυτής της κατηγορίας, διότι δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη «γυναικοκτονία». Ούτε, βέβαια, κάποιος συνήγορος, υπερασπιστής της κατηγορίας, θα παρίστατο ευπροσώπως σε ένα ακροατήριο, υποστηρίζοντας υπόθεση «γυναικοκτονίας από πρόθεση » ή «…από αμέλεια» και, εάν ακόμα αυτό θα συνέβαινε, κάθε συνήγορος του κατηγορουμένου θα αντέτεινε, ότι δεν υπάρχει αδίκημα «γυναικοκτονία». Θα μπορούσε, όμως, να υπάρξει;

Η «γυναικοκτονία» παρουσιάζεται ως όρος για το έγκλημα μίσους που βασίζεται στο φύλο, ο οποίος, γενικά, ορίζεται ως «η δολοφονία γυναικών ή κοριτσιών επειδή είναι γυναίκες», αν και οι ορισμοί ποικίλλουν ανάλογα με το πολιτισμικό τους πλαίσιο. Ο ορισμός χρησιμοποιεί τη έκφραση «δολοφονία γυναικών», αντί της έκφρασης «ανθρωποκτονία γυναικών». Η λέξη « γυναικοκτονία » καταγράφηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία 1820 – 1830. Για πρώτη φορά είχε χρησιμοποιηθεί στην Αγγλία το 1801 για να υποδηλώσει «τη δολοφονία μιας γυναίκας».

Το 1848, η λέξη εμφανίζεται στο λεξικό νομικών όρων του Wharton. Η φεμινίστρια συγγραφέας Diana E.H. Russell ήταν το πρώτο πρόσωπο που καθόρισε και διέδωσε αυτόν τον όρο στη σύγχρονη εποχή, το 1976. Ορίζει τη λέξη ως «τη δολοφονία γυναικών από άντρες επειδή είναι γυναίκες». Άλλες φεμινίστριες δίνουν έμφαση στην πρόθεση ή τον σκοπό της πράξης που απευθύνεται σε γυναίκες ειδικά επειδή είναι γυναίκες. Άλλοι περιλαμβάνουν και τη θανάτωση γυναικών από γυναίκες. τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα άσκησης βίας από ερωτικό σύντροφο.

Επίσης ως «γυναικοκτονία» χαρακτηρίζεται σταθερά – από μη νομικούς φορείς – η δολοφονία ( και ποτέ η ανθρωποκτονία ) γυναικών και κοριτσιών για λόγους τιμής, η δολοφονία γυναικών λόγω προίκας, η δολοφονία γυναικών και κοριτσιών εξ’ αιτίας του σεξουαλικού προσανατολισμού τους και της ταυτότητας φύλου, η δολοφονία αυτόχθονων γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους, η βρεφοκτονία και εμβρυοκτονία βασισμένη στην επιλογή φύλου, περιπτώσεις, ο ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων, η δολοφονία μιας γυναίκας από ερωτικό σύντροφο και ο θάνατος μιας γυναίκας ως αποτέλεσμα πρακτικής που είναι επιβλαβής στις γυναίκες. Ως ερωτικός σύντροφος νοείται πρώην ή νυν συζύγος ή συντρόφος, ανεξάρτητα από το αν ο δράστης ή η δράστις έχει μοιραστεί ή μοιράζεται την ίδια κατοικία με το θύμα.

Προτείνεται η εισαγωγή στον ΠΚ αυστηρότερων ποινών σε περιπτώσεις «γυναικοκτονιών» με διαφόρους τρόπους. Κατά την άποψη αυτή η ένταξη θα μπορούσε να γίνει είτε προσθέτοντας ως βάση διακρίσεως τη διάκριση λόγω φύλου [ άρθρο 82Α ΠΚ ], είτε εισάγοντας επιβαρυντική περίσταση απευθείας στο άρθρο 299 ΠΚ. Από την άλλη και στο υπάρχον πλαίσιο θα μπορούσε να αναπτυχθεί μία νομολογία η οποία θα εντάσσει στο πλαίσιο της επιμέτρησης της ποινής άρθρο 79 Π.Κ. τον παράγοντα της έμφυλης βίας.

Κατά μία άλλη άποψη, ναι μεν η νομική αναγνώριση του φαινομένου, της εκ δόλου δηλαδή αφαίρεσης της ζωής γυναικών επειδή είναι γυναίκες, δεν συνιστά ένα νέο αδίκημα, διότι πρόκειται για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, αλλά, θα πρέπει να τιμωρείται βαρύτερα, όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι τελείται λόγω του γεγονότος ότι το θύμα είναι γυναίκα. Στη Γερμανία προβληματίζονται ως προς την ποινική αντιμετώπιση της «γυναικοκτονίας», καθώς δεν υφίσταται ως ιδιαίτερο ποινικό αδίκημα. Ο γερμανικός ποινικός κώδικας προβλέπει αφενός, το αδίκημα τoυ φόνου [ «Mord» άρθρο 211 ] και, αφετέρου, της ανθρωποκτονίας [ «Totschlag», άρθρο 212 ].

Με το μεν 211 ορίζεται ποιος είναι φονέας ( Mörder ) και είναι αυτός που θανατώνει έναν άνθρωπο ( όχι ειδικότερα μία γυναίκα ) με ποταπά κίνητρα, τα οποία καθορίζονται με σαφήνεια και ο οποίος τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, με το δε 212, αυτός που θανατώνει έναν άνθρωπο, χωρίς να είναι δολοφόνος, άρα αυτός που έχει θανατώσει άνθρωπο, αλλά όχι με τα ποταπά κίνητρα του 211, χαρακτηρίζεται ως ανθρωποκτόνος [ Totschläger ], ο οποίος τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή όχι μικρότερη των πέντε ετών και σε επιβαρυντικές περιπτώσεις με ποινή ισόβιας κάθειρξης [ παρ. 1 άρθρου 212 ], ενώ, σε ελαφρές περιπτώσεις με στερητική της ελευθερίας ποινή από ένα έως δέκα έτη [ παρ. 2 άρθρου 212 ].

Με αυτή τη ποινική διάκριση, η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου του Göttingen, σύμφωνα με την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορηθείς σύζυγος για την θανάτωση της συζύγου του για φόνο και όχι για ανθρωποκτονία, χαιρετίστηκε ως ένα σημαντικό βήμα – αλλά όχι από νομικούς κύκλους – προς την κατεύθυνση της καταπολέμησης της βίας κατά των γυναικών και της αυστηρότερης τιμωρίας των δραστών. Στην πραγματικότητα, αυτό που έκανε το ανωτέρω δικαστήριο, ήταν, ότι έκρινε, όχι ότι υπήρξε «γυναικοκτονία», δηλαδή, δολοφονία μίας γυναίκας από έναν άνδρα, επειδή ήταν γυναίκα, αλλά, ότι υπήρξε μία δολοφονία ενός ανθρώπου από έναν άνθρωπο με ποταπά κίνητρα. Το να θανατώσει ένας άντρας μία γυναίκα, επειδή είναι γυναίκα, δεν συμπεριλαμβάνεται ως ποταπό κίνητρο στην ρύθμιση του 211 γερμανικού ΠΚ. Θα μπορούσε, μήπως, να εισαχθεί μία τέτοια διάκριση στον ελληνικό ΠΚ ή μήπως θα μπορούσε να προβλεφθεί η «γυναικοκτονία» ως ιδιώνυμο αδίκημα;

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, « Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Με την εν λόγω διάταξη καθιερώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα η υποχρέωση σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου εκ μέρους των κρατικών οργάνων. Από τις συζητήσεις στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή προκύπτει πως η διάταξη αυτή υιοθετήθηκε, επειδή θεωρήθηκε, ότι «Η αναγνώρισις του ανθρώπου ως υπέρτατης αξίας του κοινωνικού βίου προσιδιάζει εις τα Δημοκρατικά πολιτεύματα».

Το Σύνταγμα του 1975 απέβλεψε στον άνθρωπο ως υπέρτατη αξία χάριν της οποίας οργανώνεται η έννομη τάξη και νομιμοποιείται η εξουσία, υπό την έννοια δε αυτή προβλέφθηκαν τα επιμέρους ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Τα όργανα της Πολιτείας δεν υποχρεούνται μόνο να σέβονται και να μην θίγουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αλλά και να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία της [ ΑΠΟλ. 40/1998, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ] από κάθε απειλή Κράτους και ιδιωτών και να αποκαθιστούν την προστασία της, όταν έχει αποδεδειγμένα, ήτοι μετά από δίκαιη δίκη, αυτή πληγεί, είτε από το Κράτος, είτε από ιδιώτες, στην περίπτωση δε αυτή, με βάση την αρχή της τριτενέργειας, ήτοι της ισχύος των θεμελιωδών δικαιωμάτων και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις [ άρθρο 25 παρ. 1 Σ. ].

Το καθήκον των θεσμών και των οργάνων της Πολιτείας να προστατεύουν από κάθε απειλή και να αποκαθιστούν την προστασία του θεμελιώδους έννομου αγαθού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθίσταται επιτακτικότερο, από το γεγονός, ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 Σ εξαιρείται από τη δυνατότητα της συνταγματικής αναθεωρήσεως [ άρθρο 110 παρ. 1 Σ ] και από την δυνατότητα αναστολής της ισχύος της [ άρθρο 48 παρ. 1 Σ ]. Στο προοίμιο της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα της 10.12.1948 του ΟΗΕ σημειώνεται, ότι η αναγνώριση της αξιοπρέπειας αποτελεί θεμέλιο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσμο. Η δεσμευτικότητα της διάταξης αυτής, ως προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, για την εσωτερική έννομη τάξη, κατοχυρώνεται, με βάση τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποίαν « Η Ελλάδα, ακολουθώντας τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκει την εμπέδωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης…», σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Εξάλλου, η αξία του ανθρώπου αποτελεί κοινή συνισταμένη των συνταγματικών παραδόσεων των Κ-Μ της ΕΕ και αποτελεί στοιχείο του ενωσιακού δικαίου [ ΔΕΚ C – 377/98, Συλλογή Νομολογίας 2001, σελ. Ι -7079, σκέψεις 70 -77, ], στην εφαρμογή του οποίου η Ελλάδα υποχρεούται ως Κ-Μ της ΕΕ [ βλ. ερμηνευτική δήλωση άρθρου 28 Σ ].

Στο άρθρο 10 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα της 16.12.1966, κυρωθέντος δια του Ν. 2462/1997 [ ΦΕΚ Α΄ 25 ], ορίζεται, ότι κάθε πρόσωπο που στερείται της ελευθερίας του αντιμετωπίζεται με ανθρωπισμό και σεβασμό της εγγενούς ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 Σ είναι ο άνθρωπος, ως φυσικό πρόσωπο, με τη σωματική, πνευματική και κοινωνική υπόστασή του, τελεί δε υπό την προστασία του Κράτους, ανεξαρτήτως των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών του κάθε ανθρώπου και αδιακρίτως ιθαγένειας. Η αξία που πρέπει να έχει ο άνθρωπος ως έλλογο και συνειδητό ον, ήτοι, ως πρόσωπο, συνιστά την αξιοπρέπειά του. Αυτή είναι που τον προσδιορίζει ως άνθρωπο και τον καθιστά υποκείμενο δικαίου, ήτοι, φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και απαγορεύει τη χρησιμοποίησή του ως απλού αντικειμένου για την εξυπηρέτηση οποιασδήποτε σκοπιμότητας.

Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, πυρήνας της εθνικής, ενωσιακής και της διεθνούς έννομης τάξης είναι ο Άνθρωπος, ανεξάρτητα από το φύλο του, τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, την κοινωνική του θέση και οποιαδήποτε άλλη βιολογική ή κοινωνική ιδιότητά του. Για αυτόν τον λόγο ο μόνος αποδεκτός νομικά όρος, ο οποίος δεν επιτρέπεται όχι μόνο να αντικατασταθεί, αλλά και να υποκατασταθεί από κάποιον άλλον, σε περίπτωση θανατώσεως ενός προσώπου από κάποιο άλλο, είτε από πρόθεση, είτε από αμέλεια, είναι ο όρος «ανθρωποκτονία».

Εάν υιοθετήσουμε τη λέξη «γυναικοκτονία» θα πρέπει να υιοθετήσουμε και τη λέξη «ανδροκτονία». Έτσι, όμως, θα παραμερίσουμε ανεπίτρεπτα τον Άνθρωπο, θα εξοβελίσουμε την ανθρώπινη υπόσταση από το δίκαιο, θα πλήξουμε τον πυρήνα του δικαίου και θα το καταστήσουμε κενό περιεχομένου. Όταν ένας άντρας θανατώνει μία γυναίκα, για οποιαδήποτε αιτία, όταν μία γυναίκα θανατώνει έναν άνδρα, για οποιαδήποτε αιτία, όταν ένας άντρας θανατώνει έναν άντρα, για οποιαδήποτε αιτία, όταν μία γυναίκα θανατώνει μία γυναίκα, για οποιαδήποτε, είτε από πρόθεση, είτε από αμέλεια, είναι ένας άνθρωπος που θανατώνει έναν άνθρωπο και η ποινή της ισόβιας κάθειρξης είναι η μόνη που επιβάλλεται σε κάθε άνθρωπο που από πρόθεση θανάτωσε έναν άνθρωπο. Καμία άλλη βαρύτερη ποινή δεν μπορεί να υπάρξει, στην περίπτωση που ένας άντρας θανάτωσε από πρόθεση μία γυναίκα, επειδή ήταν γυναίκα.

Η λέξη «γυναικοκτονία» σήμερα ή η λέξη «ανδροκτονία» αύριο, ή οποιαδήποτε άλλη μεθαύριο που πιθανόν θα στοχεύσει στην συνειδησιακή υποκατάσταση της έννοιας «Άνθρωπος» δεν επιτρέπεται να υιοθετηθεί ούτε συνταγματικά, ούτε με βάση το δίκαιο της ΕΕ, ούτε μα βάση το Διεθνές Δίκαιο. Συνεπώς, δεν επιτρέπεται να υπάρξει ιδιαίτερο αδίκημα «γυναικοκτονία», το οποίο, δεν θα μπορούσε να επιφέρει άλλη ποινή από αυτήν της ισόβιας κάθειρξης, η οποία προβλέπεται για την ανθρωποκτονία. Δεν μπορεί η ανθρωποκτονία μίας γυναίκας να είναι δολοφονία και όχι ανθρωποκτονία, γιατί η γυναίκα είναι Άνθρωπος. Δεν μπορεί να αποτελέσει η ανθρωποκτονία μίας γυναίκας βάση διακρίσεως στο άρθρο 82Α του Π.Κ., ούτε επιβαρυντική περίσταση απευθείας στο άρθρο 299 Π.Κ., αφού δεν επιτρέπεται να υιοθετηθεί διάκριση της αξίας της ζωής του Ανθρώπου με κανένα κριτήριο. Για αυτόν τον λόγο, δεν επιτρέπεται να αναπτυχθεί μία νομολογία η οποία θα εντάσσει στο πλαίσιο της επιμέτρησης της ποινής τον παράγοντα της έμφυλης βίας, ούτε μπορεί να τιμωρείται βαρύτερα, όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι τελείται λόγω του γεγονότος ότι το θύμα είναι γυναίκα.

Ολοκληρώνω την άποψή μου με τις εξής παρατηρήσεις: α) Θεωρώ, ότι όσα ανέπτυξα, είναι αυτονόητα. Δυστυχώς, όμως, έχουμε εισέλθει σε μία εποχή, στην οποίαν τα αυτονόητα δεν πρέπει να παραλείπονται, β) από τα 27 Κ-Μ της ΕΕ η Κύπρος είναι το μόνο, μέχρι σήμερα, που έχει θεσπίσει την «γυναικοκτονία» ως ιδιώνυμο αδίκημα. Φυσικά, η προβλεπόμενη ποινή είναι η « δια βίου φυλάκιση », ήτοι, η ισόβια κάθειρξη, άρα, αυτομάτως, αναιρείται η αναγκαιότητα θέσπισης της θανάτωσης μίας γυναίκας από έναν άνδρα ως ιδιώνυμο αδίκημα.

Κάποια στιγμή στο μέλλον, ίσως όχι μακρινή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενδέχεται να αναλάβει νομοθετική πρωτοβουλία για τον ορισμό της « γυναικοκτονίας » και την δημιουργία αυτοτελούς αδικήματος, παρά το ότι τέτοια θέσπιση αντίκειται στο δίκαιο της ΕΕ. Εάν αυτό συμβεί, τότε, τα Κ-Μ, δεν θα αποπέμψουν την πρόταση ως αυτονοήτως αβάσιμη, αλλά θα αρχίσουν συζητήσεις, οι οποίες, μετά από κάποιο διάστημα, θα οδηγήσουν σε έναν συμβιβασμό, ο οποίος θα σημαίνει την υποχρέωση των Κ-Μ να εισαγάγουν στους ποινικούς κώδικές τους την « γυναικοκτονία » ως αδίκημα διακριτό από την ανθρωποκτονία. Ίσως, αυτή η παραβίαση θεμελιώδους κανόνα δικαίου αποφευχθεί, εφόσον τα Κ-Μ ζητήσουν γνωμοδότηση από το ΔΕΕ και αυτό γνωμοδοτήσει κατά της εισαγωγής της «γυναικοκτονίας». Εάν αυτό δεν συμβεί, τότε, σε λίγα χρόνια, θα κάνουμε συνέδρια για το ποιος είναι Άνθρωπος.

* Δημήτρης Ορφανίδης, Πρόεδρος Εφετών Αθηνών, ΔΝ Εργατικού Δικαίου Πανεπιστημίου August- Bebel , Potsdam

* Εισήγηση στο 23ο συνέδριο της Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ