Τρίτη 15 Απριλίου 2025

Δημήτρης Πατώκος: Η μνήμη των νεκρών του Εμφυλίου – Αδέρφια εν ζωή. Εχθροί εν τάφω.

"Οι νεκροί αυτοί δεν είναι σιωπηλοί… Μας λένε πολλά για τον τρόπο απόδοσης της δικαιοσύνης, τα βασανιστήρια και τις στερήσεις, τον τρόπο ενταφιασμού. Τέλος, οι νεκροί αναζωπυρώνουν τη μνήμη. Δεν είναι μόνο ηρωικοί νεκροί, αλλά και μέλη οικογενειών με τις δικές τους ιδιαίτερες μνήμες…"

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Δημήτρης Πατώκος: Η μνήμη των νεκρών του Εμφυλίου – Αδέρφια εν ζωή. Εχθροί εν τάφω. dikastiko.gr

Με αφορμή την πρόσφατη ανακάλυψη τριών ομαδικών τάφων με 33 σκελετούς, από τη ζοφερή εποχή των εκτελέσεων του Εμφυλίου Πολέμου, στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης, ο εξαίρετος ιστορικός Αντώνης Λιάκος, συγγραφέας του πονήματος «Ο ελληνικός 20ος αιώνας», παραδίδει ένα σπουδαίο άρθρο στην «Καθημερινή» της περασμένης Κυριακής (6 Απριλίου 2025), γεμάτο αυτονόητες αλλά και πικρές αλήθειες. Εύγλωττος ο τίτλος του, με τη μορφή -ρητορικού- ερωτήματος: «Σε ποιον ανήκουν οι νεκροί του Εμφυλίου;». Παραθέτω σύντομα, ενδεικτικά αποσπάσματα:

«…Δεν είναι η πρώτη φορά που δημόσια έργα αποκαλύπτουν πρόχειρα και ανώνυμα ενταφιασμένα οστά. Ούτε ήταν άγνωστο ότι σε εκείνο το μέρος τουφεκίστηκαν 400 κομμουνιστές με αποφάσεις εκτάκτων στρατοδικείων. Πρώτη φορά, όμως, αποκτά το ζήτημα αυτό παρόμοια δημοσιότητα.

Είναι φυσικό η είδηση να προκαλεί συγκίνηση, και κυρίως στους συγγενείς των εκτελεσμένων. Γιατί το πένθος μένει ανολοκλήρωτο, όσα χρόνια κι αν περάσουν, αν δεν έχει αναγνωρισθεί και αν δεν έχει αποδοθεί η δέουσα φροντίδα στον νεκρό… Οι νεκροί αυτοί δεν είναι σιωπηλοί… Μας λένε πολλά για τον τρόπο απόδοσης της δικαιοσύνης, τα βασανιστήρια και τις στερήσεις, τον τρόπο ενταφιασμού. Τέλος, οι νεκροί αναζωπυρώνουν τη μνήμη. Δεν είναι μόνο ηρωικοί νεκροί, αλλά και μέλη οικογενειών με τις δικές τους ιδιαίτερες μνήμες…

Οι ανοιγμένοι τάφοι της Θεσσαλονίκης πρέπει να είναι αντικείμενο ερευνητικού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος… Γιατί οι νεκροί ανήκουν στην Ιστορία, αλλά και στη ζώσα μνήμη».

Το άρθρο θέτει με νηφαλιότητα και ιστορική ευαισθησία ένα από τα πλέον φορτισμένα ζητήματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας: τη μνήμη των νεκρών του εμφυλίου και κυρίως το ποιος «δικαιούται» να τη διαχειρίζεται. Με τρόπο που αποφεύγει τόσο τον συμψηφισμό όσο και την ανέξοδη ηθικολογία, ο Λιάκος υπενθυμίζει πως οι ανώνυμοι άνθρωποι που χάθηκαν, κουβαλούσαν τραύματα, ματαιώσεις, φόβους, προσδοκίες, διώξεις, σιωπές σε οικογενειακά τραπέζια. Είναι όλοι αυτοί οι απλοί, μικροί άνθρωποι που διεκδικούν τη θέση τους στη μεγάλη Ιστορία. Δεν είναι ιδιοκτησία κανενός πολιτικού χώρου, αποτελούν τμήμα της συλλογικής μνήμης και τραύματος.  Η υπενθύμιση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, τη στιγμή που επανέρχονται στη δημόσια σφαίρα λόγοι που επιχειρούν να ξαναγράψουν την ιστορία προς όφελος μιας συντηρητικής αναθεώρησης. Το κείμενο δεν είναι ουδέτερο, λαμβάνει σαφώς θέση υπέρ της ιστορικής εντιμότητας και ενάντια σε κάθε απόπειρα να ξεπλυθεί ο αυταρχισμός και η βία του παρελθόντος. Και αυτό είναι, τελικά, μια βαθιά πολιτική πράξη. Κρίνεται επιτακτική κάθε τεκμηριωμένη θέση που συμβάλλει στον δημόσιο διάλογο υπέρ μιας ώριμης και συμφιλιωτικής προσέγγισης της ιστορίας, χωρίς όμως να παραγνωρίζει τις ευθύνες και τις συγκρούσεις που τη διαμόρφωσαν.

Το άρθρο αυτό στην «Καθημερινή» με ώθησε να ανατρέξω ξανά, μετά από χρόνια, στο συγκλονιστικό βιβλιαράκι του Ηλία Πετροπούλου, με τίτλο «Πτώματα πτώματαπτώματα» (1988).

Πνεύμα ακάματο και φιλοπερίεργο, πολέμιος των ακαδημαϊκών και του κατεστημένου, ο Πετρόπουλος υπήρξε ίσως ο πρώτος «εθνολόγος» που καταπιάστηκε με το περιθώριο και κατέγραψε πρόσωπα και πράγματα απαξιωμένα από την επίσημη ιστορία της χώρας του. Συναναστράφηκε με κάθε λογής κοινωνική μειονότητα, ρεμπέτες, αλήτες, μάγκες, ομοφυλόφιλους, πόρνες, πολιτικούς και ποινικούς κατάδικους, που αποτέλεσαν τους πρωταγωνιστές των βιβλίων του.

Σε μόλις 80 αραιογραμμένες σελίδες, από τις πιο συναρπαστικές του, καταγράφει μια ατελεύτητη σειρά εκτελέσεων και άγριων δολοφονιών, που στιγμάτισαν τα παιδικά του χρόνια κατά την περίοδο της Κατοχής και του Εμφύλιου στην Θεσσαλονίκη. Δεν χαρίζεται σε κανέναν. Με χαρακτηριστική παρρησία, επιρρίπτει τις ευθύνες και στα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Ξεκινώντας από του Γερμανούς, συνεχίζοντας με την ΟΠΛΑ, τους ταγματασφαλίτες και τα ανταρτοδικεία του μετεμφυλιακού κράτους, ο Ηλίας Πετρόπουλος καταγράφει με ωμό ρεαλισμό όσα βίωσε στη σκοτεινή δεκαετία του 40, χωρίς εξωραϊσμό της μιας ή την άλλης πλευράς. ΕΠΟΝίτης κι ο ίδιος, έζησε από πρώτο χέρι τις ομαδικές εκτελέσεις ενόχων και αθώων. Αναπαριστά το σκηνικό μιας άγριας εποχής. Ανατριχίλα με κυρίευε, όταν διάβαζα ότι μικρά παιδιά ακόμα, στην πιο τρυφερή τους ηλικία, έπαιζαν μπάλα και κρυφτό ανάμεσα σε φρεσκοσκαμμένους τάφους και περικαλλή ταφικά μνημεία, ότι οι εκτελέσεις δοσίλογων, πατριωτών και αντιστασιακών υπήρξε η καθημερινή τους πραγματικότητα, ότι αίφνης διέκοπταν το παιχνίδι τους, για να χαζέψουν τα εκτελεστικά αποσπάσματα και την πρόχειρη ομαδική ταφή των πτωμάτων. Με τί εικόνες και βιώματα ανδρώθηκαν οι γενιές αυτές! Σαν να ξόρκιζαν το θάνατο με την ανεμελιά και την αθωότητα της νιότης τους…

«…σε καμιά περίπτωση δεν χρησιμοποιούσαμε για τον πεθαμένο την λέξη πτώμα. Πτώματα αποκαλούσαμε αποκλειστικά τους εκτελεσθέντες. Οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει πολλούς πατριώτες στην περιοχή, οι συνεργάτες είχαν κουβαλήσει στην πόλη κομμένα κεφάλια ανταρτών, στις ομαδικές όμως εκτελέσεις που έκαναν ως αντίποινα την πλήρωναν άμοιροι χωρικοί και απλοί κατάδικοι του κοινού δικαίου. Τους έθαβαν όλους επί τόπου, που και που μπορεί ακόμη να συναντήσει κανείς κάποιον ομαδικό τάφο με έναν σταυρό και τα ονόματα αυτών που εκτελέστηκαν, συνήθως όμως δεν υπάρχει κανένα τέτοιο σημείο, δεν το επέτρεψαν οι επικρατήσαντες…»

Η γλώσσα του είναι σκληρή, ακατέργαστη και άμεση, αντανακλώντας τη φιλοσοφία του συγγραφέα για τη ζωή και τον θάνατο: χωρίς περιτυλίγματα και υποκρισίες. Το βιβλίο, αν και σοκαριστικό για κάποιους, αποτελεί σημαντικό κοινωνικό ντοκουμέντο και εντάσσεται στην ευρύτερη πρόθεση του Πετρόπουλου να καταγράψει όψεις της ελληνικής ιστορίας και παράδοσης, που αποσιωπώνται ή θεωρούνται ταμπού.

«Στο Νεκροταφείο των Τουφεκισμένων, τα παιδάκια της Κιουτσούκ-Σελανίκ μας έδιναν μαθήματα ιστορίας. Αυτά τα παιδάκια διέθεταν μια πρόωρη γεροντίστικη σοφία. Σαν παιδιά που ήσανε έτρεχαν στο βουνό πίσω από το Γεντί- Κουλέ για να παίξουν… Συχνά, από διάφορες ενδείξεις καταλάβαιναν ότι την επόμενη θα επακολουθούσε εκτέλεση. Και έτσι το άλλο πρωί, τα έβρισκες στο πόστο τους, γιατί δε θέλαν να χάσουν τη παράσταση. Σύμφωνα με τα λεγόμενα τους, μόνο στις ομαδικές εκτελέσεις ερχότανε το εκτελεστικό απόσπασμα. Τις εκτελέσεις μεμονωμένων κουμουνιστών τις έκαναν πάντα κατάδικοι κοινού ποινικού δικαίου που, βέβαια, ήσανε κάτι φονιάδες…»

Είναι τέτοια η αγριότητα εκείνης της σκοτεινής εποχής, ώστε μπήκα στον πειρασμό να σκεφτώ ότι, ίσως σε κάποια σημεία, ο Πετρόπουλος υπερέβαλε, σαν να μην ήταν δυνατόν να έχει βιώσει τόση βαρβαρότητα, σε μια εποχή που η ανθρώπινη ζωή είχε απωλέσει ολοσχερώς την υπέρτατη αξία της. Με επίγνωση, ωστόσο, της δυναμικής προσωπικότητας του, που αμφισβητούσε και διερευνούσε εξαντλητικά ακόμα και το «ασήμαντο» της Ιστορίας, συνειδητοποιούσα ότι αυτό δεν θα μπορούσε να ισχύει. Εδώ σκιαγραφείται η αμείλικτη ιστορική πραγματικότητα, η σκοτεινή της πλευρά, αυτή που δε χωρά στα σχολικά εγχειρίδια.

Εδώ μιλάμε για ένα συνταρακτικό αφήγημα, μια ελεγεία για τους νεκρούς, τους άδικα νεκρούς όλου του κόσμου…

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ