Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Δημήτρης Τσιακανίκας: Η Δικονομία Στην Αρχαία Αθήνα

Σε περιπτώσεις δικαστικών διαφορών οι Αθηναίοι πολίτες (και οι μέτοικοι, μέσω του προστάτη τους) έπρεπε να ακολουθήσουν μια σειρά δικονομικών βημάτων εάν ήθελαν η υπόθεση τους να εισακουστεί.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Δημήτρης Τσιακανίκας: Η Δικονομία Στην Αρχαία Αθήνα

Το να υποτιμά ο άνθρωπος τον άνθρωπο είναι ένα τραγικά συνηθισμένο φαινόμενο. Μια από τις παθογένειες που μέσα στα χρόνια στοίχισαν πολύ στην ιστορική έρευνα. Γιατί όταν σκεφτόμαστε τους ανθρώπους που έζησαν αιώνες ή ακόμα και χιλιετίες πριν από εμάς είναι πιθανό να τους θεωρήσουμε υποδεέστερους ή έστω λιγότερο ικανούς να αναμετρηθούν με τις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου. Ξεχνάμε λοιπόν ότι ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων και όλων των εννοιών. Διότι από αυτόν προέρχονται. Κάθε θεσμός και κάθε σύστημα που έχει δημιουργηθεί ανά τους αιώνες είναι προϊόν της εποχής του και των μοναδικών της συνθηκών, χτίζοντας όμως πάντα πάνω σε προηγούμενες ιδέες και αρχές. Αυτό ισχύει φυσικά και για τον τομέα της δικαιοσύνης. Η (φαινομενικά λογική) υπόθεση ότι η δικονομία είναι μια πρόσφατη εφεύρεση καταρρέει αν αναλογιστεί κανείς ότι δίκες γίνονται από την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας. Άρα η δικονομία ως ένα σύστημα κανόνων για την ορθή διεξαγωγή μια δίκης υπήρξε ένα ζήτημα που ανέκαθεν απασχολούσε εκείνους που επιθυμούσαν την απόδοση της δικαιοσύνης. Δεν είναι τυχαίο επομένως ότι ένα από τα πιο διεξοδικά δικονομικά συστήματα διαμορφώθηκε στα πλαίσια της δημοκρατικής Αρχαίας Αθήνας, οι κάτοικοι της οποίας φημίζονταν για την δικομανία τους.

Σε περιπτώσεις δικαστικών διαφορών οι Αθηναίοι πολίτες (και οι μέτοικοι, μέσω του προστάτη τους) έπρεπε να ακολουθήσουν μια σειρά δικονομικών βημάτων εάν ήθελαν η υπόθεση τους να εισακουστεί. Προκειμένου να ξεκινήσει η δίωξη εναντίον κάποιου παραβάτη οι αντίπαλοι του έπρεπε να επιλέξουν το κατάλληλο ένδικο μέσο ώστε να ξεκινήσει η διαδικασία. Συγκεκριμένα έπρεπε να επιλέξουν τον τρόπο με τον οποίο θα ενημέρωναν την πολιτεία για το έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον τους. Στην Αρχαία Αθήνα οι τακτικές αγωγές χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, οι οποίες διακρίνονταν με βάση τη φύση της εξεταζόμενης διαφοράς. Εάν δηλαδή ήταν διαφορά με δημόσιο χαρακτήρα (μεταξύ ατόμου και πόλης) τότε έπρεπε να γίνει μια δημόσια αγωγή, η καλούμενη και «γραφή». Ονομαζόταν έτσι διότι ήταν το μόνο είδος υπόθεσης στον οποίο η καταγγελία έπρεπε να κατατεθεί γραπτά. Εάν όμως η διαφορά ήταν ιδιωτικού χαρακτήρα, τότε η αγωγή ονομαζόταν «δίκη». Η ετυμολογία ξεκινά από το ρήμα «δείκνυμι» που σημαίνει «δείχνω» και άρα δίκη είναι η υπόδειξη και η επιλογή του σωστού.

Όσο δε αφορά εκείνον που είχε την δυνατότητα να ξεκινήσει την διαδικασία, η άποψη του Αθηναίου νομοθέτη δεν θα εύρισκε σύμφωνο ένα σύγχρονο νομικό. Όπως είναι φυσικό και αναμενόμενο η αδικημένη πλευρά ήταν εκείνη που ξεκινούσε την διαδικασία. Η βασική διαφορά βρίσκεται στο ζήτημα της ανθρωποκτονίας. Στην Αθήνα δεν υπήρχε εισαγγελέας. Η πολιτεία δεν δίωκε η ίδια τους δολοφόνους. Υπεύθυνοι να ζητήσουν την τιμωρία των ενόχων ήταν πάντα οι συγγενείς του θύματος, οι οποίοι ξεκινούσαν τον δικαστικό αγώνα κατά του εγκληματία. Ο φόνος δεν ήταν μια δημόσια διαφορά αλλά υπάγονταν πλήρως στην σφαίρα των ιδιωτικών διαφορών. Πρόκειται για μια τυποποίηση της αυτοδικίας. Ο νομοθέτης ενέταξε την αντεκδίκηση εντός του νομικού συστήματος αντί να την εξοστρακίσει. Εύλογα όμως δημιουργείται το εξής ερώτημα: πώς μπορούσε μια κοινωνία μικρότερης έκτασης με έντονη έμφαση στις ενδοκοινοτικές σχέσεις να εξασφαλίσει την ειρήνη με αυτό το μέσο; Πώς εξασφαλίζεται η τιμωρία των ενόχων εάν το ίδιο το κράτος δεν την επιδιώκει; Η λύση που έδωσαν οι αρχαίοι σε αυτά τα ερωτήματα προέρχεται όχι από την λογική, αλλά από την παράδοση και την θρησκεία. Στην αρχαία Ελλάδα οποιοσδήποτε έχυνε αίμα ή ασχολούνταν με ανίερες πράξεις θεωρούνταν μιαρός. Το μίασμα που έφερε αποτελούσε ένα είδος αρνητικής ενέργειας που απλωνόταν σε όλη την πόλη και προκαλούσε την οργή των θεών. Και φυσικά η οργή των θεών δεν θα χτυπούσε μόνο τον ίδιο αλλά και όσους ανέχονταν να παραβιάζονται ελεύθερα οι νόμοι τους. Τον φονιά επομένως μπορούσαν να κυνηγήσουν δικαστικά μόνο οι συγγενείς. Εάν όμως δεν έκαναν το καθήκον τους τότε οποιοσδήποτε πολίτης μπορούσε να στραφεί με δημόσια αγωγή εναντίον τους. Διότι με το να μην εκπληρώνουν το καθήκον τους εκδικούμενοι τον νεκρό τους επιτρέπουν σε έναν μιαρό να μένει ατιμώρητος ενώ παράλληλα δεν αποδίδουν στον αδικοχαμένο την πρέπουσα τιμή. Διέπρατταν άρα ασέβεια, οι συνέπειες τις οποίας αφορούσαν όλη την πόλη.

Προκειμένου να γίνει δεχτή η υπόθεση έπρεπε η να εισαχθεί στον αρμόδιο άρχοντα και όχι σε οποιονδήποτε αξιωματούχο. Εκείνος έπειτα θα καλούσε τους διάδικους να εμφανιστούν μπροστά του. Εάν δεν γνώριζαν ποιος άρχοντας είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα, τότε έπρεπε οι ίδιοι οι ενάγοντες να συμβουλευτούν είτε τα καταγεγραμμένα κείμενα των νόμων είτε ένα καλύτερα πληροφορημένο πρόσωπο ( όπως πχ έναν λογογράφο σαν τον Λυσία ή τον Ισοκράτη). Στην περίπτωση που το έγκλημα για το οποίο κατηγορούσαν τον αντίδικο ήταν ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, αρμόδιος ήταν ο άρχοντας-βασιλέας. To καθήκον του αυτό βεβαίως δεν του αποδόθηκε τυχαία αλλά αποτελεί μια λογική συνέπεια του θρησκευτικού χαρακτήρα του αξιώματος του. Ο τίτλος του βασιλέα ήταν κατάλοιπο μιας εποχής αρκετά πιο αρχαίας κατά την οποία θρησκευτική και κοσμική εξουσία ταυτίζονταν στο πρόσωπο του μονάρχη. Στην Αθήνα η παλαιά αυτή ταύτιση εκφράζεται μέσα από το ενιαύσιο αξίωμα του άρχοντα-βασιλέα το οποίο ήταν επιφορτισμένο με λατρευτικά καθήκοντα, ενώ τα πολιτικά και δικαστικά του καθήκοντα τα είχαν από καιρό απορροφήσει από άλλα όργανα του κράτους. Έχοντας λοιπόν μιλήσει προηγουμένως για τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν οι αρχαίοι την ανθρωποκτονία (ως δηλαδή μια ιερόσυλη πράξη που παράγει μίασμα το οποίο εάν αφεθεί ως έχει θα προκαλέσει την οργή των θεών) είναι εύκολο να γίνει κατανοητό γιατί ένας άρχοντας με καθήκοντα θρησκευτικά οφείλει να επιτηρεί τις περιπτώσεις φόνων αφού έτσι αποδεικνύεται το ενδιαφέρον και η μέριμνα της πόλης για την μη διάπραξη ιερόσυλων πράξεων στο έδαφος της.

Η καταγγελία λοιπόν του εγκλήματος έπρεπε να γίνει συγκεκριμένες ημέρες. Για παράδειγμα στην περίπτωση της αντίδοσις (αντι+δίνω, προσφέρω κάτι ως αντάλλαγμα), κατά την οποία οι επιβαρυμένοι με δημόσια έργα μπορούσαν να ανταλλάξουν περιουσίες με κάποιον που αρνείται το καθήκον ισχυριζόμενος ότι είναι φτωχότερος, προβλεπόταν μια συγκεκριμένη μέρα μέσα στο έτος. Αντιθέτως, στις ανθρωποκτονίες μια καταγγελία δεν μπορούσε ποτέ να γίνει τους τρεις τελευταίους μήνες του έτους για λόγο που θα αναλυθεί ακολούθως. Κακούργοι πάντως που συλλαμβάνονταν επ’ αυτοφώρω μπορούσαν αμέσως , την ίδια μέρα κιόλας, να οδηγηθούν στους Ένδεκα, οι οποίοι ήταν και οι άρχοντες με την εξουσία να επιβάλουν την τιμωρία ( ακόμα και την θανατική). Γνωρίζοντας πλέον τον άρχοντα που μπορεί να δεχθεί την αίτηση τους και τις μέρες που αυτή μπορεί να κατατεθεί τώρα έπρεπε να πετύχουν την εμφάνιση του αντιπάλου ενώπιον του άρχοντα. Έπρεπε λοιπό να προβούν σε αυτό που ονόμαζαν «κλήσις», δηλαδή κάλεσμα. Η κλήση αυτή γινόταν από τον ίδιο τον κατήγορο στον αντίδικο του προφορικά και ενώπιον μαρτύρων. Εάν μετά την ειδοποίηση του δεν παρουσιαστεί ενώπιον του άρχοντα την προβλεπόμενη ημέρα χάνει την ευκαιρία να εκθέσει τα δικά του επιχειρήματα και αντιρρήσεις. Το πόσο σημαντική ήταν η «κλήσις» στην δικονομική διαδικασία φανερώνεται από την ποινή που προβλεπόταν εάν κάποιος καταδικαζόταν τρείς φορές σε ψευδοκλητεία (δηλαδή ψευδή βεβαίωση κλήσις).Ο παραβάτης έχανε αυτόματα τα πολιτικά του δικαιώματα.

Ο άρχοντας-βασιλέας μόλις ενημερωνόταν εξέδιδε διακήρυξη με την οποία διέτασσε τον κατηγορούμενο να απέχει από τα ιερά («από τα πράγματα που ορίζει ο νόμος», Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 57,2) ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να εισέλθει σε αυτά μιαρό πρόσωπο και να τα ατιμάσει, σε περίπτωση που όντως αποδειχθεί ότι είναι ένοχος. Η διαδικασία που ακολουθούσε συνήθως ήταν η εξής: Ο άρχοντας ξεκινούσε την προκαταρκτική του έρευνα, την «ανάκρισην» (ανά+κρίσις, η εξέταση κάποιου πράγματος). Επρόκειτο λοιπόν για την εξέταση του ζητήματος ώστε να γίνει αντιληπτή η φύση της διαφοράς. Τυπικά, ενώ βρίσκονταν οι αντίδικοι ενώπιον του, ο άρχοντας ξεκινούσε με απαγγελία της κατηγορίας και έπειτα απευθυνόταν ξεχωριστά στο κάθε μέρος. Ρωτούσε εάν ο αντίδικος αρνείται την κατηγορία και εφόσον αυτό συνέβαινε συνέχιζε κάνοντας ερωτήσεις και στις δύο πλευρές, ώστε να κάνουν γνωστά τα δικά τους επιχειρήματα και να εκθέσουν τα πραγματικά περιστατικά έτσι όπως υποτίθεται ότι συνέβησαν. Έπειτα, καταβάλλει μια προσπάθεια να γεφυρώσει τις μεταξύ τους διαφορές. Εάν όμως οι κατήγοροι επιμείνουν, τότε προσδιορίζεται ακολούθως το κατάλληλο δικαστήριο καθώς και η ,όσο γίνεται πιο κοντινή, ημερομηνία της δίκης.

Η παραπάνω διαδικασία μπορεί να ακολουθούταν στις πιο πολλές περιπτώσεις αλλά όταν επρόκειτο για ανθρωποκτονίες τότε ο νόμος απαιτούσε να τηρηθεί μια διαφορετική. Προβλεπόταν μια σειρά τριών διαφορετικών «προδικασιών» (προ+δίκη, δηλαδή προετοιμασία της δίκης). Δεν γνωρίζουμε ακριβώς τι συνέβαινε στις προδικασίες αυτές αλλά είναι πιθανό ότι σκοπό τους είχαν να δώσουν την δυνατότητα στους αντίδικους να εκθέσουν όλους τους ισχυρισμούς και να δώσουν εξηγήσεις , μιας και επρόκειτο για μια τόσο σοβαρή κατηγορία. Η κάθε μία από τις προδικασίες έπρεπε να γίνει σε ξεχωριστό μήνα , κατά πάσα πιθανότητα ώστε να δοθεί μια ευκαιρία στους αντίδικους να έρθουν σε κάποιο συμβιβασμό. Η δίκη θα γινόταν τον τέταρτο μήνα. Καταλαβαίνουμε πλέον άρα γιατί καταγγελία ανθρωποκτονίας δεν μπορούσε να γίνει τους τρεις τελευταίους μήνες του έτους. Στην Αρχαία Αθήνα η θητεία των αρχόντων ήταν ενιαύσια και άρα όταν το έτος τελείωνε θα αναλάμβανε διαφορετικός άρχοντας-βασιλέας. Δεδομένου ότι για την ολοκλήρωση του δικαστικού αγώνα απαιτούνται συνολικά τέσσερεις μήνες, τότε δεν θα ήταν δυνατό ο ίδιος άρχοντας να αναλάβει την ευθύνη για το σύνολο της επεξεργασίας, λόγω της λήξης της θητείας του. Ο νόμος απαιτούσε το σύνολο της διαδικασίας να εποπτευθεί από τον ίδιο αξιωματούχο για λόγους που αφορούσαν την αποτελεσματικότητα και την διαφάνεια της δίκης.

Έχοντας περάσει λοιπόν από όλα τα στάδια της προδικασίας ο αρμόδιος άρχοντας έπρεπε με βάση τα δεδομένα που συγκέντρωσε με την έρευνα του να αποφασίσει το δικαστήριο το οποίο ήταν αρμόδιο για την εκδίκαση της υποθέσεως, να την παραπέμψει εκεί και να ορίσει δικάσιμο. Το πιο γνωστό δικαστήριο στην Αρχαία Αθήνα ήταν σίγουρα η Ηλιαία. Το σώμα των έξι χιλιάδων κληρωτών δικαστών/πολιτών δίκαζε σε τμήματα ανάλογα με τον άρχοντα ο οποίος εισήγαγε την υπόθεση, μια κατάσταση που προσομοιάζει τις σημερινές συνθέσεις. Τέλος, μια σημαντική ιδιομορφία του αθηναϊκού συστήματος είναι η ύπαρξη πολλών διαφορετικών δικαστηρίων για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, που διαφοροποιούνταν με βάση το είδος της. Για παράδειγμα, ο Άρειος Πάγος δίκαζε την ανθρωποκτονία Αθηναίου πολίτη από πρόθεση και την θανατηφόρα σωματική βλάβη ενώ αντιθέτως την ανθρωποκτονία Αθηναίου πολίτη εξ ’αμελείας και την ανθρωποκτονία εκ προθέσεως μετοίκου ή δούλου δίκαζε το Παλλάδιο. Τέλος, οι Αθηναίοι αναγνώριζαν μια τελευταία κατηγορία ανθρωποκτονίας, την καλούμενη συγγνωστή. Αυτή την δίκαζε το Δελφίνιο. Πρόκειται για ανθρωποκτονία στην οποία ο δράστης θεωρεί ότι έπραξε σύμφωνα με τον νόμο και άρα δεν πρέπει να τιμωρηθεί, π.χ. ο σύζυγος που σκότωσε τον εραστή που έπιασε επ’ αυτοφώρω, περιπτώσεις αυτοάμυνας , ατύχημα κατά την διάρκεια αθλητικών αγωνισμάτων κτλ.

*Του Δημητρίου Τσιακανίκα, ασκούμενου δικηγόρου

Πηγή: timed.gr

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ