Δημήτρης Βερβεσός: Το διαχρονικό ζητούμενο της επιτάχυνσης της απονομής της Δικαιοσύνης
Οι καθυστερήσεις στην Δικαιοσύνη, δεν αποτελούν απλώς εσωτερικό πρόβλημα του δικαστικού συστήματος· έχουν μείζονες συνέπειες στην κοινωνία, την οικονομία και το κράτος δικαίου.
Ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση να απευθύνω χαιρετισμό στη σημαίνουσα σημερινή ημερίδα της “Κίνησης για την Επιτάχυνση της Δικαιοσύνης”, με αντικείμενο το σταυρικό πρόβλημα του δικαστικού μας συστήματος: τις τεράστιες καθυστερήσεις, που φθάνουν στα όρια της αρνησιδικίας.
Οι καθυστερήσεις στην Δικαιοσύνη, δεν αποτελούν απλώς εσωτερικό πρόβλημα του δικαστικού συστήματος· έχουν μείζονες συνέπειες στην κοινωνία, την οικονομία και το κράτος δικαίου. Όταν η δικαιοσύνη δεν απονέμεται, ή απονέμεται με υπερβολική καθυστέρηση, κλονίζεται η ασφάλεια δικαίου και δοκιμάζεται η κοινωνική ειρήνη. Οι συνέπειες είναι φανερές σε όλους τους δικαιοδοτικούς κλάδους. Στην ποινική δικαιοσύνη η τιμωρία του θύτη καθίσταται ανεπίκαιρη και ταλαιπωρούνται αδικαιολόγητα τα θύματα. Στη διοικητική δικαιοσύνη εκτός από τα συμφέροντα του πολίτη, θίγονται ταυτόχρονα και η αποτελεσματικότητα, καθώς και την αξιοπιστία της διοίκησης, και εν τέλει το δημόσιο συμφέρον, που επιτάσσει την ταχεία εκκαθάριση των διοικητικών εκκρεμοτήτων και τη σταθερότητα των διοικητικών καταστάσεων. Τέλος, κατά την αξιολόγηση της πολιτικής δικαιοσύνης, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η πραγματική αξία των απαιτήσεων και γενικότερα των περιουσιακών δικαιωμάτων είναι συνάρτηση (και) του χρόνου εντός του οποίου μπορούν να ικανοποιηθούν αποτελεσματικά. Με αυτό ως δεδομένο, πόση ασφάλεια παρέχεται στις συναλλαγές και τι είδους προγραμματισμό μπορεί να κάνει ο οικονομικά ενεργός πολίτης και η επιχείρηση, όταν οι κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν την οικονομική ζωή και εγγυώνται την καλή λειτουργία της παραλύουν λόγω του ρυθμού εφαρμογής; Πώς μπορεί να προστατευθεί ο αδύναμος συναλλασσόμενος, π.χ. ο εργαζόμενος ή ο καταναλωτής, όταν ξέρει ότι ακόμα και αν έχει δίκιο, θα ικανοποιηθεί στο απώτατο και αβέβαιο μέλλον;
Το πρώτο συμπέρασμα είναι, λοιπόν, ότι όταν η εφαρμογή των κανόνων βραδυπορεί, συχνά αυτοακυρώνεται. Και ο νομικός μας πολιτισμός αυτό δεν πρέπει να το επιτρέπει.
Η βραδεία απονομή της δικαιοσύνης ανάγεται σε δύο κυρίως λόγους: α) στις τεράστιες καθυστερήσεις στον προσδιορισμό δικασίμων ορισμένων κατηγοριών υποθέσεων (π.χ. νέα τακτική διαδικασία, διοικητικές διαφορές ουσίας, ποινικές υποθέσεις) και β) στην καθυστέρηση έκδοσης των αποφάσεων από ορισμένους (ευτυχώς λίγους) δικαστές.
Δυστυχώς τα προβλήματα αυτά επισημαίνει εδώ και πολλά χρόνια με τον πλέον εμφαντικό τρόπο το Δικαστήριο του Στρασβούργου. Δεν είναι τυχαίο ότι η χώρα μας βρίσκεται στην τρίτη χειρότερη θέση όσον αφορά τις καταδίκες από για παραβίαση του “εύλογου χρόνου” απονομής της δικαιοσύνης, μετά την Ιταλία και την Τουρκία.
Μάλιστα, το ΕΔΔΑ με πιλοτικές αποφάσεις του έκρινε ότι οι μεγάλες καθυστερήσεις στις διαδικασίες ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων [απόφαση Γλύκαντζη της 30.10.2012], των ποινικών δικαστηρίων [απόφαση Μιχελιουδάκη της 3.4.2012] όσο και των διοικητικών δικαστηρίων [απόφαση Αθανασίου της 21.12.2010] δεν αποτελούν απλώς παράβαση των άρθρων 6 § 1 και 13 της ΕΣΔΑ, δηλαδή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη μέσα σε εύλογη προθεσμία και του δικαιώματος για ουσιαστική επανόρθωση, αλλά αποκαλύπτουν παράλληλα την ύπαρξη σοβαρού προβλήματος συστημικού χαρακτήρα.
Πράγματι, πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί η κατάσταση στη χώρα μας:
– όταν ο προσδιορισμός των εφέσεων κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων γίνεται για το 2025 και των ανακοπών για το 2027;
– όταν η δικαστική απόφαση, την οποία εναγωνίως αναμένει ο πολίτης, εκδίδεται μετά από 20 ή και πλέον μήνες, ακόμα και σε υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων;
– όταν για να εκδοθεί η απόφαση έχει προηγηθεί αποχρέωση και επαναχρέωση σε άλλους δικαστές για τους λόγους που όλοι γνωρίζουμε;
– όταν στην ποινική Δικαιοσύνη οι προκαταρκτικές εξετάσεις και η διαδικασία των συμβουλίων διαρκούν επί έτη και οι υποθέσεις φθάνουν να δικάζονται στο όριο της παραγραφής, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται ήδη από την προδικασία, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου;
– Όταν οι αγωγές αρμοδιότητας Διοικητικού Πρωτοδικείου προσδιορίζονται μετά από 3-4 χρόνια και εκδίδονται επ’ αυτών αμετάκλητες εκτελεστές αποφάσεις μετά από 10-15.
Η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί μία παράμετρο που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνον ο δικαστής, αλλά όλα τα όργανα του κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 25 του Συντ., στο πλαίσιο της υποχρέωσής τους να διασφαλίζουν την ακώλυτη άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει το ΕΔΔΑ (απόφαση υπόθεση Panju της 28.10.2014), δεν εμπίπτει σ’ αυτό να αναζητήσει σε ποια Αρχή θα αποδώσει την παρατηρούμενη υπέρβαση του ευλόγου χρόνου, διότι, σε όλες τις περιπτώσεις, το κράτος είναι αυτό που ευθύνεται.
Συνεπώς, πρέπει να συστρατευθούν όλοι οι παράγοντες που συνδιαμορφώνουν και συγκαθορίζουν την απονομή της δικαιοσύνης, για την πολυπόθητη επιτάχυνση. Αυτό αφορά εξίσου το νομοθέτη, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, τις διοικήσεις των δικαστηρίων, και φυσικά κάθε δικαστή ατομικά στο πεδίο της ατομικής του ευθύνης και αρμοδιότητας. Εμείς, το δικηγορικό σώμα, που είμαστε η φωνή του πολίτη μπροστά στο δικαστικό Λεβιάθαν, έχουμε χρέος να θέτουμε το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. Αυτό πράττουμε και θα συνεχίσουμε να πράττουμε, πιστοί στη θεσμική μας αποστολή. Έρχομαι τώρα στα συγκεκριμένα ζητήματα που αφορούν τους επιμέρους δικαιοδοτικούς κλάδους:
- Στηνποινική δικαιοσύνητα προβλήματα εντοπίζονται κυρίως στην προδικασία. Από τη μια πλευρά τα αλλεπάλληλα στάδια π.χ. προκαταρκτικής, ανάκρισης και βουλευμάτων, εξαντλούν σχεδόν το χρόνο της παραγραφής, με αποτέλεσμα οι πλημμεληματικού χαρακτήρα υποθέσεις να φθάνουν στο ακροατήριο λίγο πριν παραγραφούν, κατά τρόπο που ευνοεί προδήλως τον θύτη έναντι του θύματος. Απ’ την άλλη πλευρά, οι αυτοματοποιημένες διώξεις και παραπομπές αντί των αρχειοθετήσεων των σχετικών υποθέσεων (όταν και όπου δικαιολογούνται), αλλά και η πλημμελής ανάκριση σε κάποιες περιπτώσεις λόγω της πιέσεως περάτωσης αυτών εντός συγκεκριμένων προθεσμιών, οι οποίες εν τέλει καταπίπτουν κατά την ενώπιον του ακροατηρίου διαδικασία, επιβαρύνουν αδικαιολόγητα το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, αλλά κυρίως τους ίδιους τους διαδίκους, συμπεριλαμβανομένων των κατηγορουμένων που παραμένουν αδικαιολόγητα υπόδικοι επί μακρότατο χρόνο.
Πριν προχωρήσω, προλαβαίνω και απαντώ καθ’ υποφοράν σε δύο προσφιλείς δικαιολογίες που ακούγονται από δικαστικά χείλη:
Πρώτον, το θέμα των αναβολών. Θυμίζω ότι τις αναβολές ζητούν μεν οι δικηγόροι, αλλά χορηγούν οι δικαστές. Το τανγκό θέλει πάντα δύο.
Δεύτερον, η γνωστή απόφαση της Ολομέλειας για την αποχή μετά τη δεύτερη διακοπή στο κακούργημα: Επ’ αυτού οι παροικούντες στη δικαστική Ιερουσαλήμ γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δεν υπάρχουν επαρκείς συνθέσεις για να δικάσουν -μετά διακοπή- τις υποθέσεις που αναβάλλονται. Εάν υπάρχουν συνθέσεις, ας μας το πουν τα αρμόδια όργανα της δικαστικής εξουσίας. Μέχρι σήμερα, πάντως, ουδείς δεν το έχει υποστηρίξει.
Συνεπώς, ας μην ρίχνουμε άσφαιρα πυρά, και ας εστιάσουμε εκεί που εντοπίζονται τα πραγματικά προβλήματα της ποινικής δικαιοσύνης.
Έρχομαι τώρα στη διοικητική δικαιοσύνη. Εδώ ο νομοθέτης, υπό την πίεση των μνημονιακών απαιτήσεων, επεδίωξε μονομερώς να επιταχύνει μόνον τις φορολογικές διαφορές, επειδή εμφανίζουν εισπρακτικό ενδιαφέρον για το Δημόσιο. Έτσι, αντί να εφαρμόσει ρυθμίσεις παρόμοιες με αυτές του ν. 4055/2012 και στη διοικητική δικαιοσύνη, και αντί να γενικεύσει το στάδιο της ενδικοφανούς επίλυσης σε όλες τις διοικητικές διαφορές, και όχι μόνο στις φορολογικές, προτίμησε ένα σύστημα δύο ταχυτήτων, όπου προτάσσονται οι φορολογικές διαφορές, αλλά π.χ. οι αγωγές ή άλλες προσφυγές, βραδυπορούν αδικαιολόγητα (με ορισμό δικασίμου συχνά στην 4ετία).
Παράλληλα, τα νομοθετικά μέτρα που εμφανίστηκαν ως πανάκεια, όπως η πιλοτική δίκη, είχαν πενιχρά αποτελέσματα. Δεν οδήγησαν σε συντομότερες δικασίμους στα κατώτερα δικαστήρια, μετά την επίλυση εκάστου ζητήματος από το ΣτΕ.
Αντίθετα η νομοθετική εμμονή του περιορισμού του αριθμού των εναγόντων – προσφευγόντων στις ομαδικές υποθέσεις (σε 50 ανά δικόγραφο), είχε ως αποτέλεσμα οι αριθμητικές χρεώσεις των δικαστών να είναι αναντίστοιχες με τις πραγματικές, καθώς οι πλείονες υποθέσεις και εκδιδόμενες αποφάσεις αφορούν κατ’ ουσίαν την αυτή υπόθεση, και αλλάζουν μόνο τα ονόματα.
Και εδώ οφείλουμε να εστιάσουμε στις πραγματικές αιτίες της επιβράδυνσης, που είναι αφ’ ενός στην κακοδιοίκηση, η οποία αποτελεί πραγματική «μηχανή παραγωγής» διαφορών, και αφ΄ετέρου στην αλόγιστη άσκηση -συχνότατα αβάσιμων- ενδίκων βοηθημάτων και μέσων από το ίδιο το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Περνώ τέλος στον πολύπαθο χώρο της πολιτικής δικαιοσύνης, που έχει τραυματιστεί βαριά από τις αλλαγές του ν. 4335/2015 και δυστυχώς δεν επανακάμπτει με τις νέες τροποποιήσεις των πρόσφατων ν. 4842/2021, 4855/2021 και 4871/2021. Διότι το μετέωρο βήμα αυτών των τροποποιήσεων του ΚΠολΔ δεν λύνει κανένα από τα προβλήματα που επισώρευσε ο ατυχής, υπονομευτικός της πολιτικής δίκης, ν. 4335/2015. Αντί για τη θρυλούμενη επιτάχυνση, επήλθε τεράστια επιβράδυνση στην απονομή της δικαιοσύνης. 6 χρόνια μετά την εφαρμογή του νέου Κώδικα οι δικάσιμοι είναι πολύ συντομότερες στις ειδικές διαδικασίες, όπου η διαδικασία παρέμεινε ως επί το πλείστον αμετάβλητη, και πολύ μακρότερες στην τακτική διαδικασία, που αποτέλεσε το επίκεντρο της δικονομικής «αντιμεταρρύθμισης».
Με τις νέες αλλαγές, αντί η Κυβέρνηση να καταργήσει την τυπική συζήτηση, η οποία μόνο καθυστερήσεις έχει επιφέρει, επιμένει να τη διατηρεί. Η τυπική συζήτηση στο Πρωτοδικείο Αθηνών προσδιορίζεται 2 – 2½ χρόνια μετά το κλείσιμο του φακέλλου των 100 ημερών. Επιπλέον εισάγει την πιλοτική δίκη στις πολιτικές υποθέσεις, η οποία πέρα από τα προφανή ζητήματα συνταγματικότητος που εγείρει, και τα οποία έχουμε πολλαπλώς επισημάνει, δεν θα επιφέρει επιτάχυνση (όπως δεν επήλθε επιτάχυνση στη διοικητική δικαιοσύνη).
Πέραν των εξειδικευμένων παρατηρήσεων, ανά δικαιοδοτικό κλάδο, υπάρχουν ορισμένα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν οριζόντια, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε λυσιτελώς το πρόβλημα των καθυστερήσεων.
Το πρώτο αφορά την έλλειψη διαφάνειας σχετικά με τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης. Είναι ανάγκη να επικροτείται η προσπάθεια των πολλών ευσυνείδητων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών και να απομονώνονται εκείνοι που συνιστούν οπισθέλκουσα δύναμη για την πρόοδο της δικαιοσύνης. Η πρόσφατη απόφαση αποπομπής καθυστερούντων δικαστικών λειτουργών είναι σημαντική, όχι ως τιμωρία εκείνων που εμφανίζουν υστέρηση, αλλά πρωτίστως στο πλαίσιο της γενικής πρόληψης και της εμπέδωσης κλίματος επιδοκιμασίας της εργατικότητας και της ευσυνειδησίας. Φοβούμαι όμως ότι δεν θα είναι αρκετή εάν δεν υπάρξει συνέπεια και συνέχεια στην αντιμετώπιση παρόμοιων φαινομένων.
Το δεύτερο αφορά στην ανάγκη νομοθετικής πρόβλεψης του αριθμού των υποθέσεων προς χρέωση σε δικαστές, αντί του καθορισμού των χρεώσεων με αποφάσεις της Ολομέλειας των δικαστηρίων. Διότι είναι ψευδεπίγραφη η επίκληση του αυτοδιοίκητου, όταν αφορά ένα ζήτημα τόσο κομβικό για την απονομή της δικαιοσύνης. Το αυτοδιοίκητο βρίσκει τα όριά του στη συνταγματική επιταγή δικαστικής προστασίας των Ελλήνων πολιτών, στο όνομα των οποίων, και μόνον, απονέμεται η Δικαιοσύνη.
Το τρίτο αφορά την κάλυψη των τεράστιων οργανικών κενών δικαστικών υπαλλήλων, σε όλα τα δικαστήρια, κυρίως όμως στο Πρωτοδικείου Αθηνών, που έχει ως αποτέλεσμα την ακραία υποστελέχωση και την αδυναμία εξυπηρέτησης των αναγκών δικηγόρων και διαδίκων.
Κλείνοντας θέλω να αναφερθώ σε ένα διδακτικό παράδειγμα από την ιστορία μας. Επιχειρώντας να εντοπίσω τις ιστορικές ρίζες του φαινομένου των δικαστικών καθυστερήσεων, εντόπισα στη βιβλιογραφία της ιστορίας του δικαίου μία Νεαρά που εκδόθηκε το έτος 1166 μ.Χ. από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄, με αντικείμενο την θεραπεία δυσλειτουργιών της δικαιοσύνης σε σχέση με την μεγάλη διάρκεια των δικών. Το πρόβλημα αυτό απέδιδε ο Αυτοκράτορας στην ραθυμία των Δικαστών που επιδεινωνόταν από τις πολλές μέρες αργίας των Δικαστηρίων, στο γεγονός ότι οι σύνεδροι των τεσσάρων Ανωτάτων Δικαστηρίων συνέρχονταν σε όποιο από αυτά επιθυμούσαν, έτσι ώστε κάποια από αυτά να μην μπορούν να λειτουργήσουν, καθώς και στην έλλειψη αυτοπεριορισμού των συνηγόρων στις αγορεύσεις τους. Για να θεραπεύσει αυτές τις δυσλειτουργίες ο Αυτοκράτορας, διέταξε να καθοριστεί η σύνθεση καθενός από τα τέσσερα ανώτατα δικαστήρια, περιόρισε τις ημέρες αργίας των δικαστηρίων και εισήγαγε πειθαρχικές διατάξεις για τους δικηγόρους. Δεν προέβλεψε όμως καμία ποινή για τους ραθυμούντες δικαστές· ίσως γιατί ήταν ο ίδιος αυτός που τους διόριζε.
Ας ελπίσουμε ότι το 2022, όλοι οι παράγοντες απονομής της Δικαιοσύνης, πολιτεία, δικαστές και δικηγόροι, θα είμαστε πιο ώριμοι θεσμικά, νουνεχείς και ευρηματικοί για την αντιμετώπιση του «αιώνιου και εγγενούς» (όπως έχει προσφυώς αποκληθεί) προβλήματος της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης.
Πριν δώσω το λόγο στους εκλεκτούς ομιλητές, θέλω να σημειώσω ότι εκτός από το θέμα της επιτάχυνσης, οφείλουμε να σταθούμε με την ίδια προσοχή και στο θέμα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της ποιότητας του δικαστικού έργου, που συναρτάται με την πραγματική αξιολόγηση των δικαστών, και επιβάλλει την κριτική αντιμετώπιση του θεσμού της επιθεώρησης. Εύχομαι μετά τη σημερινή συζήτηση να αφιερώσουμε από κοινού μια ημερίδα και για την ποιοτική αναβάθμιση της Δικαιοσύνης.
Είναι θεσμικό καθήκον του δικηγορικού σώματος να κρατάει ζωντανό τον δημόσιο διάλογο για τα ζέοντα αυτά θέματα, που είναι υπαρξιακά για τη δικαιοσύνη και την απονομή της. Από την πλευρά μας, θα συνεχίσουμε να θέτουμε τα ζητήματα αυτά με σταθερότητα και αποφασιστικότητα στο δημόσιο διάλογο. Διότι οι παραπάνω θέσεις συγκροτούν κατά τη γνώμη μας τον βασικό μεταρρυθμιστικό άξονα που έχει ανάγκη ο χώρος της δικαιοσύνης.
* Από την ημερίδα της «Κίνησης Επιτάχυνσης της Δικαιοσύνης» (4.1.2022), με θέμα: «Τρεις δικαστές και εισαγγελείς συζητούν για τη βραδύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης».
* Πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr