Ερμιόνη Σεληγκούνα: Αναβληθείσα δημοκρατία εν’ ονόματι της πραγματικότητας
Είναι πολύ πιο δύσκολο να αποκατασταθεί μια αυτοαναιρούμενη δημοκρατία παρά ένας ορατός εχθρός της.
Η μόδα της αναβλητικής πολιτικής αναμφισβήτητα διεγείρει καιροσκοπικούς πολιτικούς σχεδιασμούς και ενσωματώνει πατερναλιστικούς μηχανισμούς. Το κόμμα ενός νεοναζιστή ασφαλώς και δεν πρέπει να συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία αλλά ο τρόπος εξασφάλισης του αποκλεισμού του διασφαλίζει ή ποδηγετεί αντίστοιχα την δημοκρατία. Και αυτό είναι το πλέον σημαντικό για την δημοκρατική σταθερότητα στη συνείδηση του λαού αλλά και το πνεύμα του εκάστοτε νομοθέτη.
Το σε δοσολογίες «ρεσιτάλ» κακής νομοθέτησης των τελευταίων μηνών όχι μόνο έγινε στόχος άνυδρης πολιτικής αντιπαράθεσης, όχι μόνο διαφήμισε το κόμμα του φερόμενου ως νεοναζιστή αλλά πολύ περισσότερο τάραξε το αναγκαίο αίσθημα ασφάλειας του πολίτη στο κράτος δικαίου και ταυτόχρονα μύησε τον νομοθέτη στην αναβλητική πολιτική, δηλαδή στην νομιμοποίηση δικαιοπρακτικά επισφαλούς νομοθετικής πρωτοβουλίας επί σκοπώ εν’ ονόματι μιας πραγματικότητας, ανεξαρτήτως υπολογισμού μελλοντικών κινδύνων, για την καθαυτή ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η αντίληψη ότι ‘’για όλα υπάρχει ένας δικαστής’’ είναι καταδικασμένη να αποτύχει αφού εν προκειμένω ισχύει το ρητό ’’hard cases make bad law’’ (‘’οι δύσκολες υποθέσεις φτιάχνουν κακό νόμο’’). Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η δυναμική εξασφάλισης της υπεροχής της ελεύθερης βούλησης της λαϊκής κυριαρχίας πάντοτε έναντι των τριών κρατικών εξουσιών που κατοχυρώνει το Σύνταγμα αποτελεί τη «λυδία λίθο» του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.
Αυτό που θα έπρεπε να είχε συμβεί υπό τις συνθήκες μιας νέας πραγματικότητας του εκάστοτε κόμματος Κασιδιάρη είναι να εκπαιδευτεί η πολιτική εξουσία μέσω της δοκιμασίας της συνεπούς αυτοκριτικής της από το προκύπτον κατά τη γνώμη της κανονιστικό έλλειμμα του άρθρο 29 του Συντάγματος που επέλεξε να μην αναθεωρήσει το 2019 και να σεβαστεί εξ ολοκλήρου τη λαϊκή κυριαρχία κατ’ επιταγήν του ανώτατου καταστατικού χάρτη που διέπει την ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή το Σύνταγμά μας, ούτως ώστε να κριθεί το κόμμα από το εκλογικό σώμα όπως το δικαιούται. Κατά τον τρόπο αυτό, θα ήταν πραγματικό το όφελος για τη δημοκρατία, καθώς θα απεφεύγετο ο κίνδυνος να ανοίξει η κερκόπορτα του νομικού μας πολιτισμού σε αποδοκιμαστέες για τη δημοκρατίας μας πολιτικές επιλογές από την κυρίαρχη εξουσία, θέτουσα νέο δίκαιο.
Αντιθέτως, ο κοινός νομοθέτης βάσει μιας κατ’ επίφαση δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος και θέτοντας σε εφαρμογή αυτό που ο George Jellinek στη «Γενική Πολιτειολογία» του αποκαλεί ‘’κανονιστική δύναμη του πραγματικού’’ θέσπισε, αντίθετα με το πνεύμα του φιλελεύθερου Συντάγματός μας και καθ’ υπέρβαση των αναγκαίων ορίων του, τις προϋποθέσεις κόμματος συμμετοχής σε εκλογές φωτογραφικά και με συνταγματική ελαφρότητα χρήζοντας τη δικαστική εξουσία κυριαρχικά αρμόδια να αποφανθεί επ’ αυτού ως αυθεντία πολιτικών φρονημάτων και επιλογών. Τι κινδύνους εγκυμονεί η ανάθεση κυριαρχικής δυνατότητας αξιολόγησης περί του αν ένα κόμμα υπηρετεί ή όχι την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος; Εκτιμήθηκε, απουσία απόλυτης αυθεντίας, η πιθανότητα η νομοθετική ρύθμιση να αφήνει στο δικαστή το περιθώριο της σκοπιμότητας ή της αυθαιρεσίας; Μήπως ακρωτηριάστηκαν οι εγγυήσεις της δημοκρατίας σε έναν αγώνα δρόμου αποφυγής του εχθρού; Μεταξύ του σεβασμού του Συντάγματος και του αποκλεισμού ενός νεοναζιστικού κόμματος προέχει ασφαλώς το πρώτο. Η προτεραιότητα αυτή θα έπρεπε να είναι αυτονόητη, καθώς η βαθμηδόν τρώση της δημοκρατίας από κακή φωτογραφική νομοθέτηση αναφορικά με το πλέον ουσιώδες για τη δημοκρατία μας ζήτημα, που είναι η απαγόρευση ή μη κομμάτων στις εκλογές και η εξ αντανακλάσεως ελεύθερη επιλογή πολιτικού φρονήματος σε καθεστώς άθραυστης πολυφωνίας που συνδέεται άρρηκτα με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας ενέχει ασύγκριτα πιο σοβαρούς κινδύνους από ένα ακραίο φαινόμενο πολύ εύκολα ανατρέψιμο εν καιρώ από την ίδια τη λαϊκή βούληση.
Εν ολίγοις, είναι πολύ πιο δύσκολο να αποκατασταθεί μια αυτοαναιρούμενη δημοκρατία παρά ένας ορατός εχθρός της. Κατά την προσφυή φράση του Ηρόδοτου, έκαστος εφ’ ω ετάχθη, ώστε να μην αναβληθεί στο όνομα πιο ‘’επειγουσών’’ ρυθμίσεων η αποκατάσταση της δημοκρατίας, η οποία, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας ‘’αυτορρύθμισης’’ του υπό κρίση πολιτικού συστήματος, ακρωτηριάσθηκε μερικώς αφενός μεν με την άτεχνη νομοθέτηση επιφέρουσα την έντεχνη καταστρατήγηση του Συντάγματος, αφετέρου δε, με την κρίση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, εν ονόματι της ιδίας.
*Ερμιόνη Σεληγκούνα, Δικηγόρος, LLM, Παγκόσμια Ρύθμιση Αγορών, Διεθνές Διοικητικό Δίκαιο
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ευάγγελος Γκιγκιλίνης: Ασκήσεις Δημοκρατίας….στης Δημοκρατίας το κεφάλι Δημήτρης Παξινός: Δικηγόρος ως υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Ανδρέας Αναγνωστάκης: Προστασία δημοσιογράφων και άλλων υπερασπιστών δικαιωμάτων από καταχρηστικές, κακόβουλες και εκφοβιστικές αγωγές Αργύρης Αργυριάδης: Servicers, funds και Άρειος Πάγος – Μύθοι και Αλήθειες Α. Σακελλαροπούλου-Π. Βασταρούχας: Ο αποκλεισμός των δικαστικών λειτουργών από τη διεξαγωγή ψηφοφορίας στα εκτός επικράτειας εκλογικά τμήματα είναι συνταγματικός;Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr