Ευάγγελος Καντιάνης: Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος – Ακυρότητα επίδοσης

Η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος εντάσσεται στις περιοριστικά μνημονευόμενες από το νόμο σχετικές ακυρότητες για τις οποίες ισχύει το τεκμήριο της σιωπηρής αποδοχής τους.

NEWSROOM
Ευάγγελος Καντιάνης: Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος – Ακυρότητα επίδοσης

Α!) ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΚΛΗΤΗΡΙΟΥ ΘΕΣΠΙΣΜΑΤΟΣ (321 παρ.1 εδ.β΄,γ΄, 4, 5 & 175 παρ.2 ΚΠΔ)

Ι!)

1.- Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 321 ΚΠΔ «1.το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει: «α) το ονοματεπώνυμο και, αν υπάρχει ανάγκη, και άλλα στοιχεία που καθορίζουν την ταυτότητα του κατηγορουμένου, β) τον προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται, γ) τη χρονολογία, την ημέρα της εβδομάδας και την ώρα που πρέπει να εμφανιστεί, δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει και ε) τον αριθμό του, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα που εξέδωσε το θέσπισμα “, στην περίπτωση δε της επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα πρέπει επιπλέον να φέρει τα στοιχεία της παρ. 3 του άρθρου 27 του ν. 4727/2020 (Α` 184)….. 4. Η τήρηση των διατάξεων των παρ. 1 και 2 εδάφιο α` και β` επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης……. 5. Η έλλειψη στοιχείου του κύρους του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης αποδεικνύεται από το κλητήριο θέσπισμα ή την κλήση που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο ή από το υπάρχον στην δικογραφία αντίτυπό του και σε έλλειψή του από το αποδεικτικό επίδοσης.»

ΙΙ!)

2.- Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 175 παρ. 2 ΚΠΔ, η ακυρότητα της κλήσεως στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου και του καταλόγου των μαρτύρων, η ακυρότητα της επιδόσεως ή της κοινοποιήσεως τους, καθώς και η ακυρότητα που αναφέρεται στο άρθρο 167 καλύπτονται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της, μέχρι να αρχίσει για πρώτη φορά η αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο (ΑΠ 385/2019) .-

3.-Η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος εντάσσεται στις περιοριστικά μνημονευόμενες από το νόμο σχετικές ακυρότητες για τις οποίες ισχύει το τεκμήριο της σιωπηρής αποδοχής τους. Έτσι, αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί στην πρωτοβάθμια δίκη και δικαστεί ερήμην, καλύπτεται η τυχόν ακυρότητα της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος (ως διαδικαστικής πράξεως που κατ΄ ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί), ή αυτή που προκύπτει από την άκυρη επίδοσή τους και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο εφέσεως κατά της εκκαλούμενης αποφάσεως.-

4.- Κατά τις διατάξεις όμως των άρθρων 170 παρ. 1, 173 παρ. 1 και 174 παρ. 2 του ΚΠΔ, η ακυρότητα από τη μη τήρηση  αυτών (320-321 Κ.Ποιν.Δ.), όπως είναι και εκείνη της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, είναι σχετική, ως αναγόμενη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κυρίας διαδικασίας. Γι` αυτό και αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και δεν προβάλει, κατά την έναρξη της πρωτοβαθμίου δίκης, αντιρρήσεις στην πρόοδο της, η σχετική ακυρότητα καλύπτεται και το κλητήριο θέσπισμα θεωρείται έγκυρο και από την επίδοση αυτού αρχίζει η κύρια διαδικασία και αναστέλλεται η παραγραφή (βλ. ΑΠ 385/2019). Έτσι, απώτατο χρονικό διαδικαστικό σημείο, που μπορεί ο κατηγορούμενος να προβάλει την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος στην πρωτοβάθμια δίκη και τις αντιρρήσεις του στην πρόοδο της δίκης, για να μην καλυφθεί η υπάρχουσα σχετική ακυρότητα, είναι η έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης, δηλαδή η έναρξη της πρωτοβαθμίου δίκης, η οποία έναρξη συμπίπτει με την απαγγελία της κατηγορίας και όχι οπωσδήποτε με την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, που γίνεται με την έναρξη εξετάσεως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου οιουδήποτε αποδεικτικού μέσου. Μετά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, δηλαδή την έναρξη της εκδικάσεως της υποθέσεως, που συντελείται με την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων και την απαγγελία της κατηγορίας από τον εισαγγελέα, δεν μπορεί να προταθεί παραδεκτά από τον κατηγορούμενο τέτοια ακυρότητα αργότερα, ούτε και μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, δηλαδή μέχρι την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να προταθεί παραδεκτά τέτοια ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας (ΑΠ 473/2022).-

5.- Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 3, 112 και 113 παρ. 2 και 3 του Π.Κ., προκύπτει ότι η παραγραφή των πλημμελημάτων, που είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τα τρία έτη, η δε κύρια διαδικασία αρχίζει με την έγκυρη επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσεως προς τον κατηγορούμενο (Ολ. ΑΠ. 2/1997). Τέλος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Θ` του ΚΠΔ., υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή, όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι` αυτό κατά το νόμο όροι. Στην δεύτερη περίπτωση, που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (ΑΠ 385/2019).-

ΙΙΙ!)

6.- Πλέον των ανωτέρω το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει τον ορθό προσδιορισμό του Δικαστηρίου, τη χρονολογία, την ημέρα της εβδομάδας και την ώρα που πρέπει να εμφανισθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, με την έννοια ότι τα στοιχεία αυτά ανταποκρίνονται στην ορισθείσα για την εκδίκαση του αδικήματος δικάσιμο, γιατί αλλιώς δηλ. στην περίπτωση  που η τέτοια κλήτευση γίνεται σε άλλη δικάσιμο, ενώπιον άλλου Δικαστηρίου το κλητήριο θέσπισμα θεωρείται ότι δεν περιέχει τη χρονολογία και τα λοιπά στοιχεία της δικασίμου και ως εκ τούτου καθίσταται άκυρο (ΑΠ 518/1987, Νοβ 35.807, [ΠΧρ. ΛΖ΄515].-

7.- « Εάν η αναγραφόμενη εις το αποδεικτικόν επιδόσεως χρονολογία και δη ημέρα της εβδομάδας π.χ Πέμπτη δεν συμπίπτει με την πραγματικήν ττοιαύτην δημιουργείται ακυρότης Πρβλ. ΑΠ 210/55, Ζησιάδης β 414» (ιδ. Κονταξής Αθαν. ΚΠΔ σελ. 2079, 2080 και Μαργαρίτης Λάμπρος ΚΠΔ σελ.644).-

dikastiko.gr

Β!) ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΔΟΣΗΣ

(162παρ.3εδ.γ΄ΚΠΔ)

Ι!)

8.- Σύμφωνα με το άρθρο 162 παρ. 1 – 3 ΚΠοινΔ, ως ισχύει, ορίζει ότι  «1. Για την επίδοση που ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 155 – 160, εκείνος που την ενεργεί οφείλει να συντάξει αποδεικτικό στον τόπο όπου αυτή γίνεται. Στο αποδεικτικό σημειώνεται, με ποινή ακυρότητας της επίδοσης, ο τόπος, το έτος, ο μήνας, η ημέρα και, αν πρόκειται για κλητήριο θέσπισμα ή κλήση του κατηγορουμένου, ο αριθμός αυτού, ο καλών εισαγγελέας, ως και το ονοματεπώνυμο του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο. Το αποδεικτικό υπογράφεται από το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και από εκείνον που ενεργεί την επίδοση… 2. Αυτός που επιδίδει οφείλει επίσης σε κάθε περίπτωση να σημειώσει στο έγγραφο τη χρονολογία και τον τόπο της επίδοσης, καθώς και το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε, και να υπογράψει τη σχετική σημείωση, αλλιώς η επίδοση είναι άκυρη. Σε περίπτωση επίδοσης βουλεύματος ή απόφασης με παράδοση σε ψηφιακή μορφή, η σημείωση του προηγούμενου εδαφίου διενεργείται επί της εκθέσεως του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 155. 3. Η επίδοση μπορεί να αποδεικνύεται και με απόδειξη παραλαβής η οποία συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του εγγράφου που επιδίδεται και υπογράφεται από αυτόν προς τον οποίο γίνεται η επίδοση ή από σύνοικό του. Η απόδειξη συντάσσεται από τα όργανα της επίδοσης ή από τους υπαλλήλους της γραμματείας για τις επιδόσεις που γίνονται μέσα στα δικαστικά καταστήματα και περιέχει απαραιτήτως το ονοματεπώνυμο εκείνου που επιδίδει και εκείνου που παραλαμβάνει το έγγραφο, καθώς και τον τόπο και τη χρονολογία της επίδοσης. Ο τόπος και η χρονολογία της επίδοσης σημειώνεται και στο έγγραφο που παραδίδεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2, αλλιώς η επίδοση είναι άκυρη», ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 175 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα «…Η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος και του καταλόγου των μαρτύρων, η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησής τους, καθώς και η ακυρότητα που αναφέρεται στο άρθρο 167 καλύπτονται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της, μέχρι να αρχίσει για πρώτη φορά η αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο. Μπορεί όμως το δικαστήριο να αναβάλει τη συζήτηση, αν κρίνει ότι από την ακυρότητα, μολονότι δεν προτάθηκε, είναι δυνατό να παραβιαστούν τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου ή του παριστάμενου προς υποστήριξη της κατηγορίας».-

9.- Πραγματικά, όπως προκύπτει από την αντιπαραβολή του άρθρου 161 παρ. 1 – 4 παλαιού ΚΠοινΔ, με τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις του Ν. 4620/2019 (νέος ΚΠοινΔ) για το αποδεικτικό της επίδοσης, πλέον η υποχρέωση του οργάνου της επίδοσης, να αναγράψει, επί του (σώματος του) εγγράφου που επιδίδεται (: κλήσης, κλητηρίου θεσπίσματος, βουλεύματος, απόφασης) του τόπου και της χρονολογίας της επίδοσης, προβλέπεται επί ποινή ακυρότητας της επίδοσης [:  «αλλιώς η επίδοση είναι άκυρη»], δικονομική κύρωση που δεν προβλεπόταν στον παλαιό ΚΠοινΔ.-

Γ!)

10.- Το Μονομελές Πλημ/κείο Λασιθίου με την με αρ.879/2023 απόφασή του, έκανε δεκτές τις υποβληθείσες αντιρρήσεις του γράφοντος, δια λογαριασμό των κατηγορουμένων, οι οποίες είχαν παραπεμθεί ενώπιόν του, για το αδίκημα της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης ακυρώνοντας το επιδοθέν κλητήριο θέσπισμα:

α) καθόσον καλούντο: i) σε ανύπαρκτο Δικαστήριο, σφού δεν συνεκροτείτο/συνεδριάζε, κατά τη συγκεκριμένη ημέρα, το Τριμελές Πλημ/κείο Λασιθίου αλλά το Μονομελές Πλημ/κείο Λασιθίου και ii) (καλούντο) σε λανθασμένη ημέρα (Πέμπτη) καίτοι η ημέρα της εβδομάδας ήταν Δευτέρα. Επομένως, ως εκ των ανωτέρω λεχθέντων, υφίστατο πρόδηλη ακυρότητα του κλητήριου θεσπίσματος, καθόσον έχουν ευθέως παραβιαστεί οι διατάξεις του άρθρου 321 παρ.1 εδ.β΄, γ΄, 4 και 5 ΚΠΔ, ενώ επίσης ανέκυπτε και ακυρότητα της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος καθόσον

β) στο επιδοθέν κλητήριο θέσπισμα στην α΄ των κατηγορουμένων δεν αναγραφόταν ούτε ο τόπος, ούτε το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε, ενώ στην β΄εξ  δεν αναγραφόταν ούτε ο τόπος, ούτε η χρονολογία της επίδοσης, ούτε το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε.

*Ευάγγελος Καντιάνης, Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr