Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

Ευγενία Β. Πρεβεδούρου: Η σχέση των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας

Η σχέση των δικαστών των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας στο πλαίσιο της ιεραρχικής διάρθρωσης του δικαστικού σώματος

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Ευγενία Β. Πρεβεδούρου: Η σχέση των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας

Εισαγωγή

1. Η ανεξαρτησία των δικαστών αποτελεί βασική συνιστώσα του κράτους δικαίου [1]. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την ανεξαρτησία αυτή έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας [2]. Αυτή την πτυχή της δικαστικής ανεξαρτησίας ανέδειξε η πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αξιοποιώντας ερμηνευτικά τη διάταξη του άρθρου 19 ΣΕΕ, για να τονίσει και να ενισχύσει την αρχή του κράτους δικαίου [3]. Δεδομένου, όμως, ότι η διοικητική δικαιοσύνη, που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας μελέτης, απονέμεται από έναν χωριστό δικαιοδοτικό κλάδο τον οποίον απαρτίζουν δικαστήρια διαφόρων βαθμίδων και αρμοδιοτήτων, δηλαδή εν τέλει από ένα ιεραρχικά οργανωμένο δικαστικό σώμα, ανακύπτει το ερώτημα της σχέσης μεταξύ δικαστικών λειτουργών κατώτερων βαθμίδων και μελών του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου και η επιρροή της στην εκφορά της ίδιας της δικαιοδοτικής κρίσης.

2. Τη σχέση μεταξύ των δικαστών της τακτικής διοικητικής δικαιοσύνης και του Συμβουλίου της Επικρατείας[4]καθορίζουν, αφενός, οργανωτικές διατάξεις που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών και, αφετέρου, δικονομικές, που καθορίζουν τη διαμόρφωση και τον έλεγχο της ίδιας της δικαιοδοτικής κρίσης. Τόσο οι πρώτες όσο και οι δεύτερες έχουν αποτυπωθεί στο Σύνταγμα του 1975 και τις αναθεωρήσεις του και εξειδικεύθηκαν σε ειδικά νομοθετικά κείμενα, οργανωτικού ή δικονομικού περιεχομένου. Εξετάζονται διαδοχικά οι σχέσεις των δικαστών της τακτικής διοικητικής δικαιοσύνης και του Συμβουλίου της Επικρατείας στο πλαίσιο της ιεραρχικής διάρθρωσης του δικαστικού σώματος(Ι) και οι δικονομικές δεσμεύσεις κατά την εκφορά των δικαιοδοτικών κρίσεων, όπως αυτές αποτυπώνονται στα δύο βασικά δικονομικά νομοθετήματα και στις τροποποιήσεις τους (ΙΙ).

Ι. Η σχέση των δικαστών των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας στο πλαίσιο της ιεραρχικής διάρθρωσης του δικαστικού σώματος

Η διοικητική δικαιοσύνη είναι οργανωμένη σε ένα ιεραρχικό σύστημα που παρουσιάζει ουσιώδεις διαφορές αλλά και μικρές ομοιότητες με τη διοικητική ιεραρχία. Οι προσωπικές εγγυήσεις των δικαστικών λειτουργών διασφαλίζουν την ανεξαρτησία τους έναντι της πολιτικής εξουσίας και του νομοθετικού και εκτελεστικού της βραχίονα. Οι ίδιες όμως αυτές εγγυήσεις, όπως η συγκρότηση των δικαστικών και πειθαρχικών συμβουλίων από δικαστικούς λειτουργούς, η επιθεώρηση των κατώτερων και ανώτερων δικαστών από ανώτατους, οι προϋποθέσεις μετάταξης δικαστών, που προστατεύουν τους δικαστές από τις επεμβάσεις των άλλων πολιτειακών εξουσιών, μπορούν ταυτόχρονα να δημιουργήσουν σχέσεις εξάρτησης μεταξύ ανώτατων και κατώτερων δικαστών. Οι σχέσεις αυτές θα εξεταστούν διαδοχικά μέσα από την υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστικών λειτουργών(Α), την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας (Β) και τη διαμόρφωση των κανονισμών λειτουργίας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων (Γ). Μετά την παρουσίαση των πτυχών αυτών, ανακύπτει το ερώτημα αν η παραπάνω ιεραρχική διάρθρωση της δικαιοσύνης διασφαλίζει την ανεξάρτητη δικαιοδοτική κρίση (Δ).

Α. Η υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστικών λειτουργών

Η υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστών των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων (στο εξής: ΤΔΔ) εξαρτάται από τους ανώτατους δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται μέσα από θεσμούς που διασφαλίζουν, βεβαίως, την ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας και των φορέων της έναντι των δύο άλλων λειτουργιών, νομοθετικής και εκτελεστικής, ταυτόχρονα, όμως, αποτυπώνουν μια οιονεί ιεραρχική σχέση μεταξύ κατώτερων, ανώτερων και ανώτατων δικαστικών λειτουργών, ιδίως δε μεταξύ των δικαστών των ΤΔΔ και των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με άλλα λόγια, θεσμοί που αποτελούν προσωπικές εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας έναντι των επεμβάσεων της ενιαίας, κατ’ ουσίαν, κυβερνητικής (νομοθετικής-εκτελεστικής) εξουσίας, διαμορφώνουν σχέσεις ιεραρχικής εξάρτησης μεταξύ των λειτουργών της δικαιοσύνης. Πρόκειται για το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος (α΄), τον θεσμό της επιθεώρησης (β΄) και το σύστημα της εισόδου δικαστών της τακτικής δικαιοσύνης στο Συμβούλιο της Επικρατείας (γ΄).

α. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο

Η συγκρότηση, η σύνθεση και οι αρμοδιότητες του άμεσου αυτού οργάνου ρυθμίζονται στο ίδιο το συνταγματικό κείμενο, στη διεξοδική διάταξη του άρθρου 90, και εξειδικεύονται στον Ν. 1756/1988[5]. Ειδικότερα, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης αποφασίζει για τον διορισμό των εισηγητών και τις προαγωγές των εισηγητών και παρέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και για τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και προαγωγές των δικαστικών λειτουργών των ΤΔΔ και συγκροτείται από έντεκα μέλη, εκτός αν πρόκειται για προαγωγή στο βαθμό του συμβούλου επικρατείας ή προέδρου εφετών ή για τον διορισμό αντεπιτρόπου της επικρατείας, οπότε συγκροτείται από δεκαπέντε μέλη. Τακτικά μέλη είναι ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, που προεδρεύει, και άλλα δέκα ή δεκατέσσερα κατά περίπτωση μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας, που ορίζονται κάθε χρόνο με κλήρωση. Για τα θέματα που αφορούν τους δικαστικούς λειτουργούς των ΤΔΔ και της Γενικής Επιτροπείας μετέχει στη σύνθεση και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας που υπηρετεί σε αυτά, οπότε και αποχωρεί το τελευταίο κατά τη σειρά της κλήρωσης μέλος του. Στις περιπτώσεις υπηρεσιακών μεταβολών δικαστικών λειτουργών των ΤΔΔ και της Γενικής Επιτροπείας μετέχουν χωρίς ψήφο και δύο πρόεδροι εφετών, αν πρόκειται για υπηρεσιακές μεταβολές προέδρων εφετών και εφετών, ή δύο εφέτες, αν πρόκειται για υπηρεσιακές μεταβολές δικαστών με βαθμό κατώτερο του εφέτη. Ενώ το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, από τη μια πλευρά, δεν διαθέτει ευρύτερες αρμοδιότητες σχετικές με την οργάνωση και λειτουργία της δικαιοσύνης και των οικονομικών και υλικών πόρων της, η οποία ανήκει, κατά το Σύνταγμα, στη Βουλή και την Κυβέρνηση [6], αποτελεί, από την άλλη, παντοδύναμη αρχή στο πεδίο της υπηρεσιακής κατάστασης και της προαγωγικής εξέλιξης των δικαστικών λειτουργών.

β. Η επιθεώρηση των δικαστών των ΤΔΔ

Η επιθεώρηση και αξιολόγηση των δικαστικών λειτουργών των ΤΔΔ, από τις οποίες εξαρτάται η προαγωγική εξέλιξη των τελευταίων, διενεργείται πρωτίστως και κυρίως από δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 82 Γ παρ. 3 του Ν. 1756/1988, την επιθεώρηση διενεργούν, στα μεν διοικητικά εφετεία και πρωτοδικεία, σύμβουλοι επικρατείας, στα δε διοικητικά πρωτοδικεία και πρόεδροι εφετών. Ακριβέστερα, οι πρόεδροι εφετών διενεργούν επιθεώρηση των διοικητικών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους παράλληλα προς την επιθεώρηση των επιθεωρητών συμβούλων επικρατείας.Παρόλο που η επιθεώρηση των δικαστών από ομοτέχνους τους αποτελεί αναμφίβολα προσωπική εγγύηση, από την άλλη πλευρά διαμορφώνει αναπόφευκτα ένα «ισχυρό πλέγμα άσκησης εξουσίας από τις ανώτατες στις κατώτερες βαθμίδες της δικαστικής ιεραρχίας» και συνιστά «ένα θεσμικό περιβάλλον άτυπης υπαλληλοποίησης του δικαστικού σώματος» [7] Η παραπάνω διαπίστωση ενισχύεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχει ακόμη ούτε δεσμευτικό αλλά ούτε καν κατευθυντήριο κείμενο στο οποίο να διαγράφεται μια ασφαλής και σταθερή μέθοδος επιθεώρησης τόσο ως προς τα κριτήρια επιλογής των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης όσο και ως προς τα κριτήρια βάσει των οποίων αξιολογείται ο δικαστικός λειτουργός [8].

Επιβάλλεται η επισήμανση ότι το σχέδιο νόμου για τον ΚΟΔΚΔΛ που θα αντικαταστήσει τον Ν. 1756/1988 βελτιώνει το ισχύον καθεστώς επιθεώρησης, αφού προβλέπει, αφενός, διεξοδικά κριτήρια επιθεώρησης [9] και, αφετέρου, ενιαίο πλαίσιο οδηγιών, πρακτικών και κατευθύνσεων επιθεώρησης [10]. Είναι προφανές ότι ο σκοπός του νομοθέτη έγκειται στη βελτίωση της ποιότητας και στην ενίσχυση της αξιοκρατίας στους κόλπους του δικαστικού σώματος [11]. Η καθιέρωση τέτοιων κριτηρίων μπορεί να συμβάλει ουσιωδώς στην επίτευξη του παραπάνω σκοπού. Ωστόσο, η ανεξαρτησία είναι, σε μεγάλο βαθμό συνάρτηση της προσωπικής στάσης του δικαστή, ατομικά, και του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται θεμελιώδεις έννοιες και το λειτούργημά του. Άλλωστε, ανεξάρτητος δικαστής δεν σημαίνει ανεξέλεγκτος.

γ. Η προαγωγή δικαστών των ΤΔΔ στο Συμβούλιο της Επικρατείας

Η στελέχωση του Συμβουλίου της Επικρατείας στηρίζεται στην προαγωγική εξέλιξη των δικαστών του από την αρχή (κατά τον διορισμό τους ως δοκίμων εισηγητών) έως το τέλος της σταδιοδρομίας τους. Η δυνατότητα εισόδου των δικαστών των ΤΔΔ στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και ρυθμίζεται στο άρθρο 88 παρ. 6 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει την προαγωγή τους στον βαθμό του Συμβούλου της Επικρατείας και στο ένα πέμπτο των θέσεων, με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου [12]. Τη σχετική διαδικασία ρυθμίζουν διεξοδικά τα άρθρα 66α, 66β και 66γ του Ν. 1756/1988. Η μορφή αυτή στελέχωσης συντηρεί μια απόσταση μεταξύ των δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας και αυτών των ΤΔΔ, η οποία δεν ωφελεί τη λειτουργία της διοικητικής δικαιοσύνης, στερεί κινήτρων εξέλιξης νεότερους δικαστές των ΤΔΔ που έχουν εξαιρετικές επιδόσεις και θα μπορούσαν να συμβάλουν ουσιωδώς στο έργο ενός ανώτατου δικαστηρίου ενώ εγκλωβίζει στο τελευταίο δικαστές που εισήχθησαν με σε αυτό, αλλά στην πορεία διαπιστώθηκε ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα καθήκοντα δικαστή ανώτατου δικαστηρίου[13].

Β. Ο πειθαρχικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών των ΤΔΔ

Την πειθαρχική εξουσία στους δικαστικούς λειτουργούς των ΤΔΔ ασκούν το επταμελές και το εννεαμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με το άρθρο 91 παρ. 3 του Συντάγματος και τις διεξοδικές διατάξεις του άρθρου 95 του Ν. 1756/1988. Περαιτέρω, τα πενταμελή πειθαρχικά συμβούλια των διοικητικών εφετείων είναι αρμόδια σε πρώτο βαθμό να κρίνουν τα πειθαρχικά παραπτώματα και να επιβάλλουν όλες τις πειθαρχικές ποινές, εκτός από την οριστική παύση, στους δικαστικούς λειτουργούς των ΤΔΔ μέχρι και τον βαθμό του πρωτοδίκη. Οι εφέσεις κατά των αποφάσεών τους κρίνονται από το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, για τα πειθαρχικά συμβούλια των λειτουργών της τακτικής διοικητικής δικαιοσύνης, ο συντακτικός νομοθέτης επιλέγει αμιγώς δικαστικές συνθέσεις, αποκλείοντας έτσι ακόμη και μια ήπια μορφή εξωτερικού ελέγχου, σε αντιδιαστολή με το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, στη σύνθεση του οποίου συμμετέχουν και μη δικαστές[14]. Ευστόχως επισημάνθηκε ότι, σε μελλοντική συνταγματική αναθεώρηση, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο συμμετοχής σε όλα τα πειθαρχικά συμβούλια και μελών που δεν έχουν τη δικαστική ιδιότητα, αλλά προέρχονται από άλλα νομικά επαγγέλματα. Πράγματι, η μικτή σύνθεση των εν λόγω συμβουλίων, με πλειοψηφία, βεβαίως, των δικαστικών λειτουργών, ενισχύει τις αρχές της διαφάνειας και της λογοδοσίας [15]. Κοντολογίς, το πειθαρχικό δίκαιο των δικαστικών λειτουργών δημιουργεί την εντύπωση ενός κλειστού γραφειοκρατικού συστήματος, που διαθέτει μεν ασφαλιστικές δικλείδες για την κατοχύρωση της δικαστικής ανεξαρτησίας έναντι των άλλων πολιτειακών λειτουργιών, αλλά υστερεί σε μηχανισμούς διαφάνειας και λογοδοσίας [16].

Γ. Οι κανονισμοί λειτουργίας και η αντιμετώπισή τους από τη Διοικητική Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 1756/1988, κάθε δικαστήριο ή εισαγγελία, καταρτίζουν κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, ο οποίος συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, όταν επιβάλλεται από υπηρεσιακές ανάγκες. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου, οι κανονισμοί και οι τροποποιήσεις τους υποβάλλονται αμέσως στις οικείες ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων, οι οποίες έχουν δικαίωμα συμπλήρωσης, τροποποίησης ή ακύρωσης αυτών, ως προς όλα τα σημεία και ειδικότερα ως προς τον αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων που προσδιορίζονται σε κάθε δικάσιμο. Οι κανονισμοί ισχύουν μόνο μετά την τελική έγκρισή τους από τις ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων και αφού διαβιβαστούν στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Επομένως, οι Κανονισμοί λειτουργίας των ΤΔΔ υποβάλλονται προς έγκριση στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας σε Συμβούλιο, η οποία έχει διαμορφώσει πλουσιότατη σχετική νομολογία. Βασικό χαρακτηριστικό της είναι ότι αναγνωρίζει στο ανώτατο δικαστήριοέντονα επεμβατικό ρόλο στον καθορισμό του περιεχομένου των κανονισμών λειτουργίας των ΤΔΔ. Ειδικότερα, η Ολομέλεια έχει την αρμοδιότητα να ελέγχει κατά πόσο συγκεκριμένες διατάξεις του κανονισμού και ιδίως αυτές που συνάπτονται με τον σκοπό της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας του δικαστηρίου από πλευράς ταχείας διεκπεραίωσης των υποθέσεων εξυπηρετούν τον εν λόγω σκοπό καθώς και να προβαίνει στις αναγκαίες τροποποιήσεις και συμπληρώσεις με προσθήκη των ενδεικνυομένων ρυθμίσεων όταν η ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου αρνείται ρητώς ή σιωπηρώς να προσαρμόσει τον κανονισμό στις υποδείξεις και παρατηρήσεις της. Ο παρεμβατισμός αυτός αποσκοπεί στη διασφάλιση της ενιαίας και ομοιόμορφης λειτουργίας των ΤΔΔ σε όλη την επικράτεια, με την επιβολή ίσων υποχρεώσεων στους δικαστές κατά τη χρέωση και διεκπεραίωση των υποθέσεων, ενώ ο έλεγχος από έναν εξωτερικό κριτή εγγυάται μεγαλύτερη αντικειμενικότητα κατά την εκτίμηση των αναγκών κάθε δικαστηρίου και των υποχρεώσεων κάθε δικαστή[17].

Δ. Η ελευθερία της δικαιοδοτικής κρίσης στο πλαίσιο ενός ιεραρχικά δομημένου δικαστικού σώματος

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η δικαιοσύνη, εκτός από πολιτειακή λειτουργία και θεσμό, αποτελεί και οργάνωση επαγγελματικής γραφειοκρατίας, η οποία παράγει δικαιοδοτικές κρίσεις. Διαφέρει, ωστόσο, από την κλασική ιεραρχική δημοσιοϋπαλληλία, διότι επιτελεί το έργο της όχι κατά τρόπο μηχανιστικό ούτε στο πλαίσιο ιεραρχικών διαταγών, αλλά επί τη βάσει επιστημονικών κριτηρίων με δικαστές που διακρίνονται για την υψηλή επιστημονική κατάρτιση και την ανεξαρτησία, ενώ ο συντονισμός, ο έμμεσος έλεγχος με επιμέρους διορθώσεις και υποδείξεις ή η καθοδήγηση από τον προϊστάμενο του δικαστηρίου [18], τον πρόεδρο του δικαστικού σχηματισμού και εν τέλει τον επιθεωρητή [19] ουδόλως παρεμβαίνουν στη γνώμη του δικαστή και στη διαμόρφωση της δικαιοδοτικής του κρίσης. Ο πυρήνας της δικαστικής ανεξαρτησίας έγκειται στο ότι στον σχηματισμό της μείζονος και ελάσσονος πρότασης του νομικού συλλογισμού της δικαστικής απόφασης δεν μπορεί να παρέμβει κανείς (προϊστάμενος, πρόεδρος της σύνθεσης, επιθεωρητής, ανώτερος ή ανώτατος δικαστής).

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ανεξάρτητης δικαιοδοτικής κρίσης στο πλαίσιο της οιονεί ιεραρχικής δομής της διοικητικής δικαιοσύνης θα μπορούσε να αναφερθεί μια απόφαση μονομελούς σύνθεσης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που δημοσιεύθηκε τρία χρόνια μετά τις αποφάσεις της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 2287-2890/2015 και συζητήθηκε ευρέως, λόγω απόκλισης από την προσέγγιση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, το οποίο κατέληξε στην αντισυνταγματικότητα των σχετικών με τις περικοπές κύριων και επικουρικών συντάξεων διατάξεων των νόμων 4051 και 4093/2012. Ειδικότερα, η Ολομέλεια, αξιοποιώντας και παγιώνοντας την αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 22 του Ν. 4274/2014, το οποίο προσέθεσε στο άρθρο 50 του ΠΔ 18/1989, μεταξυ άλλων, την παράγραφο 3β για τον περιορισμό του αναδρομικού αποτελέσματος ακυρωτικής απόφασης[20], έκρινε ότι «η.. διάγνωση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ. 6 περ. 3 του ν. 4093/2012 θα συνεπήγετο υποχρέωση της Διοικήσεως να συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών που περιεκόπησαν, βάσει των αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων, όχι μόνον στην ενάγουσα, αλλά και σε ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο προσώπων που αφορά η παρούσα πρότυπη δίκη. Εν όψει των δεδομένων τούτων, το Δικαστήριο, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, ορίζει ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επιμάχων διατάξεων θα επέλθουν μετά την δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως. Οίκοθεν νοείται ότι για τους ενάγοντες και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι τον χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως, η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων συνταξιούχων, που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσιεύσεως της παρούσης αποφάσεως» [21].

Τον παραπάνω σκοπό της απόφασης της Ολομέλειας απείλησε να ανατρέψει η απόφαση ΔΠρΘεσσ 3037/2018, σε μονομελή σύνθεση, που δέχθηκε ότι«κάθε δικαστής της ελληνικής έννομης τάξης δικαιούται και υποχρεούται ως φυσικός δικαστής να ασκήσει, πέρα από τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ.4 του Συντάγματος, και τον έλεγχο της συμβατότητάς τους με τις διατάξεις των διεθνών συμβάσεων, που έχουν ισχύ υπέρτερη των κοινών τυπικών και ουσιαστικών νόμων, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος. Οι δύο αυτοί έλεγχοι, όντας διάχυτοι, ασκούνται διακριτά στο πλαίσιο της ίδιας δικαιοδοσίας, καθώς έχουν διαφορετικό κανόνα ελέγχου και διαφορετικές νομικές βάσεις θεμελίωσης (πρβλ.ΣτΕ 302/2005, 169/2010, σκ.10). Στο πλαίσιο του ελέγχου της συμβατότητας, ο κοινός δικαστής έχει την αρμοδιότητα, αφενός να αφήσει ανεφάρμοστη κάθε διάταξη νόμου που αντίκειται στην Ε.Σ.Δ.Α. ή σε άλλη κυρωμένη με νόμο διεθνή σύμβαση, ακόμη κι αν (η διάταξη) αυτή δεν αντίκειται στο Σύνταγμα (Conseil Constitutionnel, 2010 -65 DC, 12 Μαΐου 2010, σκ.13) ή δεν μπορεί να γίνει παραδεκτή επίκληση του ισχυρισμού της αντισυνταγματικότητάς της από τον διάδικο ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου, λόγω της μετάθεσης του χρόνου έναρξης του ανίσχυρού της στο πλαίσιο του ελέγχου της συνταγματικότητάς της που διατυπώθηκε από ανώτατο δικαστήριο (πρβλ. Conseil d’État, N° 316734, 13 Μαΐου 2011), και αφετέρου να επιδικάσει αποζημίωση σε περίπτωση που από την αντισυμβατική νομοθέτηση επήλθε ζημία στα περιουσιακά δικαιώματα του προσώπου». Υπό το πρίσμα των παραπάνω σκέψεων, το Διοικητικό Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι αλυσιτελώς προβάλλεται ο ισχυρισμός του εναγομένου φορέα κοινωνικής ασφάλισης ότι εν προκειμένω δεν επικαλείται παραδεκτώς ο ενάγων συνταξιούχος τον ισχυρισμό της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων των Ν. 4051/2012 και 4093/2012 περί της περαιτέρω περιστολής κυρίων και επικουρικών συντάξεων, καθώς με την απόφαση ΣτΕ Ολ 2287/2015 κρίθηκε ότι οι προαναφερόμενες αντισυνταγματικές διατάξεις καθίστανται ανίσχυρες από τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης της Ολομέλειας και, ως εκ τούτου, για όσους συνταξιούχους δεν είχαν ασκήσει αγωγή έως τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης αυτής, η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα ισχύει μόνο για το μέλλον. Τούτο, διότι οι εν λόγω διατάξεις, τόσο με την προαναφερόμενη απόφαση του ΣτΕ όσο και κατά την κρίση του Διοικητικού Πρωτοδικείου, αντίκεινται και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και, ως εκ τούτου, δεν επηρεάζεται η εξουσία του Πρωτοδικείου να ασκήσει τον έλεγχο της συμβατότητας και να επιφέρει τις αντίστοιχες έννομες συνέπειές του στη συγκεκριμένη περίπτωση [22].

Είναι αληθές ότι το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την απόφαση ΔΕφΘεσσ 2234/2019, εξαφάνισε την παραπάνω πρωτόδικη απόφαση με το σκεπτικό ότι η κρίση σύμφωνα με την οποία ο φορέας κοινωνικής ασφάλισης υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία που ο συνταξιούχος υπέστη εξαιτίας των περικοπών επί της επικουρικής συντάξεώς του, για τον λόγο ότι οι εφαρμοσθείσες διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 αντίκεινται στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, είναι εσφαλμένη, καθόσον έρχεται σε αντίθεση με την απόφαση ΣτΕ Ολ 2287/2015, με την οποία κρίθηκε ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας, άρα και της αντιθέσεως των ως άνω διατάξεων προς τις ανώτερης τυπικής ισχύος διατάξεις του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ θα επέλθουν μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης. Κατά το Διοικητικό Εφετείο, ναι μεν το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρεται σε συνέπειες της «αντισυνταγματικότητας», ωστόσο, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και ενόψει του ότι στην ίδια απόφαση το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε ότι οι προαναφερόμενες κρίσιμες διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 αντίκεινται και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, παρέπεται ότι η μετάθεση του χρόνου έναρξης των συνεπειών αφορά όχι μόνο στην αντισυνταγματικότητα διάταξης, αλλά και την αντίθεσή της στο προαναφερόμενο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο.Ανεξαρτήτως, πάντως, της ορθότητας της δικαιοδοτικής κρίσης του πρωτοβάθμιου δικαστή, η απόκλιση από πρόσφατη νομολογία της Ολομέλειας του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου καταδεικνύει ότι το ιεραρχικά δομημένο σύστημα της διοικητικής δικαιοσύνης δεν φαίνεται να επηρεάζει την ανεξαρτησία της κρίσης του δικαστικού λειτουργού. Ωστόσο, είναι σαφές ότι από τις δεκάδες χιλιάδες αποφάσεις που εκδίδουν κάθε χρόνο τα δικαστήρια της ουσίας λίγα μόνο παραδείγματα αντίθεσης στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορούν να εντοπιστούν.

 

ΙΙ. Οι δικονομικές δεσμεύσεις των δικαστών των ΤΔΔ

Οι δικονομικές διατάξεις που συνδέονται με τη διαμόρφωση της δικαιοδοτικής κρίσης, τη συνάρθρωση και τον έλεγχο των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων αποτυπώνονται στο σύστημα της κατανομής των διαφορών μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των ΤΔΔ αλλά και στη διάκριση των διαφορών σε ακυρωτικές και ουσίας, με βασικό χαρακτηριστικό τις αποσπασματικές ρυθμίσεις και την έλλειψη σαφούς κριτηρίου κατηγοριοποίησης (Α), στις δεσμεύσεις του αναιρετικού ελέγχου (Β) και της πρότυπης δίκης (Γ). Τα ΤΔΔ διατηρούν τη δυνατότητα εξέλιξης και αναβάθμισης της νομολογίας και του ρόλου τους (Δ).

Α. Η κατανομή των διαφορών μεταξύ ΣτΕ και ΤΔΔ

Η κατανομή των διοικητικών διαφορών μεταξύ Συμβουλίου της Επικρατείας και ΤΔΔ γίνεται ανορθολογικά και χωρίς σαφές κριτήριο διάκρισης. Το ίδιο το Σύνταγμα διακρίνει μεταξύ ακυρωτικών διαφορών, για τις οποίες αναγνωρίζει το τεκμήριο αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας στο άρθρο 95 παρ. 1 στοιχείο α΄[23], και διαφορών ουσίας, οι οποίες κατ’ αρχήν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των ΤΔΔ, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος. Το πρόβλημα δημιουργούν, αφενός, η ευχέρεια που παρέχει το Σύνταγμα στον κοινό νομοθέτη να προβαίνει σε διασταύρωση αρμοδιοτήτων χωρίς να τον δεσμεύει με σαφή κριτήρια και, αφετέρου, η έλλειψη ακριβούς ορισμού και διαχωρισμού των ακυρωτικών διαφορών από τις διαφορές ουσίας. Το δικονομικό κριτήριο της έντασης του ελέγχου και του εύρους των εξουσιών του δικαστή είναι, στην πραγματικότητα, η συνέπεια της διάκρισης, η οποία θα έπρεπε να θεμελιώνεται στη διαφορετική φύση των διαφορών. Με τη γνωστή απόφαση-σταθμό ΣτΕ Ολ 3919/2010, το Συμβούλιο της Επικρατείας έδωσε κάποιες κατευθύνσεις, τόσο ως προς την έννοια των διαφορών ουσίας όσο και ως προς τα όρια ουσιαστικοποίησης των ακυρωτικών διαφορών που μεταφέρονται στα ΤΔΔ, οι οποίες όμως δεν λύνουν πλήρως το πρόβλημα, όπως συνάγεται από τις μειοψηφίες των σχετικών αποφάσεων [24]. Εν τω μεταξύ, μετά τους βασικούς νόμους 702/1977 και 1406/1983, πληθώρα μεταγενέστερων διατάξεων μετέφεραν αποσπασματικά διαφορές στα ΤΔΔ, ενώ δεν έγινε ακόμη η προβλεπόμενη στο άρθρο 12 παρ. 3 του Ν. 1406/1983 κωδικοποίηση. Οι διάσπαρτες αυτές διατάξεις δημιουργούν ανασφάλεια δικαίου, καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης και έναν «ιδιότυπο ανταγωνισμό δικαιοδοσιών» [25]. Προτείνεται λοιπόν από μείζονες θεωρητικούς και εκπροσώπους της δικαστικής λειτουργίας η μεταφορά του τεκμηρίου αρμοδιότητας στα ΤΔΔ [26], κατά το πρότυπο της γαλλικής διοικητικής δικαιοσύνης που αποτελεί πηγή έμπνευσης για το Συμβούλιο της Επικρατείας .

Β. Η δέσμευση των ΤΔΔ στο πλαίσιο του αναιρετικού ελέγχου

Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι ρυθμίσεις για τα ένδικα μέσα επηρεάζουν την ανεξαρτησία των δικαστών των ΤΔΔ. Χαρακτηριστική περίπτωση συναφώς αποτελεί η δέσμευση του δικαστηρίου της ουσίας από την αναιρετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ. 2 του ΠΔ 18/1989, «αν αναιρεθεί η απόφαση που έχει προσβληθεί, το Συμβούλιο της Επικρατείας παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που είχε εκδώσει την απόφαση ή σε άλλο ομοειδές και ομοιόβαθμο, εκτός αν η υπόθεση δεν χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό μέρος, οπότε αποφασίζει και περαιτέρω γι’αυτήν. Σε καμία περίπτωση το δικαστήριο της παραπομπής δεν μπορεί να αποστεί από την απόφαση του Συμβουλίου ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν από αυτό». Η αλήθεια είναι ότι, στη διαφορετική εκδοχή που ο δικαστής της ουσίας δεν θα δεσμευόταν από τον αναιρετικό δικαστή, η διαφορά δεν θα περατωνόταν ποτέ. Η ερμηνευτική ευχέρεια του δικαστή νοείται ως ελευθερία εκλογής μίας ορθής λύσης και όχι ως ελευθερία εκλογής οποιασδήποτε λύσης ανεξαρτήτως της ορθότητάς της. Μετά την ευδοκίμηση της αναίρεσης, ο απορριφθείς από το ανώτατο δικαστήριο νομικός συλλογισμός του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιλαμβάνει μια υποστήριξιμη προσέγγιση, αλλά μια εσφαλμένη και αποδοκιμασθείσα από την έννομη τάξη ερμηνευτική εκδοχή[27]. Κατά την πάγια σχετική νομολογία, το δικαστήριο της ουσίας που επιλαμβάνεται εκ νέου ορισμένης υπόθεσης κατόπιν αναιρετικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύεται ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν με την τελευταία αυτή απόφαση και οφείλει να μην αποστεί από τις κρίσεις της, έστω και σιωπηρές, ως προς τα αυτεπαγγέλτως ερευνώμενα από το αναιρετικό δικαστήριο ζητήματα, όπως η συνταγματικότητα ή, γενικότερα, η συμβατότητα με υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου των διατάξεων που κρίθηκαν εφαρμοστέες στην επίδικη περίπτωση. Υποχρεούται πρωτίστως να εφαρμόσει τις διατάξεις που κρίθηκαν εφαρμοστέες στην επίδικη περίπτωση με την αναιρετική απόφαση, αποδίδοντας σ’ αυτές την ίδια ακριβώς έννοια που τους απέδωσε και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Την ίδια υποχρέωση έχει και το Συμβούλιο Επικρατείας, όταν δικάζει αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης που εκδόθηκε από το δικαστήριο της παραπομπής. Ειδικότερα, ούτε το επιληφθέν μετ’αναίρεση δικαστήριο της ουσίας ούτε το Συμβούλιο της Επικρατείας, δικάζοντας αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης που εκδόθηκε από το δικαστήριο της παραπομπής, μπορούν να αρνηθούν την εφαρμογή των διατάξεων που κρίθηκαν εφαρμοστέες με την αναιρετική απόφαση, με την αιτιολογία ότι είναι ανίσχυρες ως αντίθετες προς το Σύνταγμα ή προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή προς άλλες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, έστω και αν η αναιρετική απόφαση δεν περιέχει ρητές κρίσεις περί της συμβατότητας των διατάξεων που κρίθηκαν εφαρμοστέες από αυτή προς τους εν λόγω υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου [28].

Η πάγια αυτή προσέγγιση του Συμβουλίου της Επικρατείας φαίνεται ότι προσκρούει στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης που διαμορφώθηκε με την απόφαση Elchinov [29]ενισχύθηκε δε και συμπληρώθηκε με την απόφαση Križan, τουλάχιστον όσον αφορά τη συμβατότητα του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, από τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης η υποχρέωση συμμόρφωσης του κατώτερου δικαστηρίου, στο πλαίσιο αναπομπής της υπόθεσης σε αυτό προς επανεξέτασή της, στην απόφαση ανώτερου δικαστηρίου, παρά το γεγονός ότι το πρώτο διατηρεί σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με το συμβατό της εν λόγω απόφασης με το ενωσιακό δίκαιο. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας P. Cruz Villalón, στις προτάσεις που ανέπτυξε για την υπόθεση Elchinov, η απάντηση στο ερώτημα αυτό εντοπίζεται, κατ’αρχήν, στη νομική θεωρία που εκφράζεται στην απόφαση του Δικαστηρίου Rheinmühlen I του 1974 [30], με την οποία κρίθηκε ότι«κανόνας του εθνικού δικαίου, ο οποίος δεσμεύει τα δικαστήρια που δεν αποφαίνονται σε τελευταίο βαθμό ως προς τις νομικές εκτιμήσεις του ανωτέρου δικαστηρίου, δεν μπορεί να αφαιρέσει από τα εν λόγω δικαστήρια την ευχέρεια να υποβάλουν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου το οποίο αφορούν τέτοιες νομικές εκτιμήσεις». Καίτοι η κρίση του Δικαστηρίου αναφέρεται αποκλειστικά στη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, εξυπακούεται ότι αυτή η δυνατότητα παρέχεται προκειμένου να παρακαμφθεί, εφόσον παρίσταται ανάγκη, η απόφαση του ανώτερου δικαστηρίου. Η απόφαση Rheinmühlen I εισήγαγε ένα είδος αποκεντρωμένου ελέγχου συμβατότητας προς το κοινοτικό δίκαιο, όχι μόνο των εθνικών κανόνων αλλά και των δικαστικών αποφάσεων. Πράγματι, οι δικαστές των οποίων οι αποφάσεις είχαν αναιρεθεί από ανώτερο δικαστήριο μπορούσαν, επικαλούμενοι το σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου, σε περίπτωση που η υπόθεση είχε αναπεμφθεί ενώπιόν τους, να αγνοήσουν την εν λόγω αναίρεση, εάν αυτή αντέβαινε, κατά την κρίση τους, στο δίκαιο της Ένωσης. Η ευκαιρία που παρείχετο να επιβεβαιωθεί η υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου προείχε έναντι της αρχής της δικονομικής αυτονομίας σε περίπτωση σύγκρουσής τους. Παρά την αντίθετη πρόταση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο ενέμεινε στην πάγια νομολογία του, για την υποχώρηση της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών ενόψει διασφάλισης της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης [31].

Η ανωτέρω νομολογία επιρωννύεται με την απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως της 15ης Ιανουαρίου 2013, C-416/10, Križan [32], στο πλαίσιο της οποίας η αναιρετική (δεσμευτική για το εθνικό δικαστήριο) απόφαση προέρχεται από το συνταγματικό δικαστήριο του οικείου κράτους μέλους. Το Δικαστήριο, απαντώντας σε προδικαστικό ερώτημα σλοβακικού δικαστηρίου, έκρινε ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο έχει την υποχρέωση να υποβάλει αυτεπαγγέλτως στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής απόφασης ακόμη και όταν αποφαίνεται κατόπιν αναπομπής μετά την αναίρεση της πρώτης απόφασής του από το συνταγματικό δικαστήριο του οικείου κράτους μέλους και έστω και αν εθνικός κανόνας επιβάλλει σε αυτό να λύσει τη διαφορά ακολουθώντας τη νομική θέση που διατυπώθηκε από το τελευταίο δικαστήριο. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο νομικός κανόνας ο οποίος υποχρεώνει ένα δικαστήριο και μάλιστα ανώτατο να ακολουθήσει τη νομική θέση του Συνταγματικού Δικαστηρίου (Ústavný súd Slovenskej republiky) δεν δύναται να εμποδίσει το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σε όποιο χρονικό σημείο της διαδικασίας κρίνει κατάλληλο και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίσταση, να μην εφαρμόσει τις εκτιμήσεις του Ústavný súd Slovenskej republiky που θα αποδειχθούν αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης. Το γεγονός ότι οι διάδικοι της κύριας δίκης δεν έθεσαν, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ζήτημα δικαίου της Ένωσης δεν αποκλείει τη δυνατότητα το δικαιοδοτικό αυτό όργανο να απευθυνθεί στο Δικαστήριο[33], δεδομένου ότι η προδικαστική παραπομπή στηρίζεται σε διάλογο μεταξύ δικαστών, του οποίου η έναρξη εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την εκτίμηση του εθνικού δικαστηρίου όσον αφορά τη λυσιτέλεια και την ανάγκη της εν λόγω παραπομπής [34]. Σημειώνεται, πάντως, ότι στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Elchinov, το Δικαστήριο της Ένωσης είχε ήδη αποφανθεί επί της ερμηνείας των κρίσιμων διατάξεων του ενωσιακού δικαίου και ότι οι νομικές εκτιμήσεις του ανώτατου εθνικού δικαστηρίου, οι οποίες, κατά το εθνικό δικονομικό δίκαιο, δέσμευαν το εθνικό δικαστήριο ήσαν αντίθετες προς την ως άνω ερμηνεία. Εν προκειμένω, δηλαδή, το εθνικό δικαστήριο που υπέβαλε το προδικαστικό ερώτημα βρισκόταν αντιμέτωπο με αντίθετες νομικές εκτιμήσεις και κατά το εθνικό δικονομικό δίκαιο, ήταν υποχρεωμένο να ακολουθήσει την προσέγγιση του εθνικού δικαστηρίου [35].

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η προτεραιότητα εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου επιφέρει τη χειραφέτηση των ΤΔΔ έναντι του Συμβουλίου της Επικρατείας[36]. Με άλλα λόγια, αφού το ενωσιακό δίκαιο αναγνωρίζει στα κατώτερα εθνικά δικαστήρια ευρύτατη ευχέρεια να απευθύνονται στο ΔΕΕ, παρακάμπτοντας ταυτόχρονα τυχόν αντίρροπες τάσεις του εθνικού δικονομικού δικαίου, τα ανάγει σε ενωσιακούς δικαστές του κοινού δικαίου. Σημειώνεται, άλλωστε, ότι οι εμβληματικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που διαμόρφωσαν το κοινοτικό δίκαιο, δηλαδή οι αποφάσεις Van Gend en Loos [37] και Costa ENEL [38] προήλθαν από προδικαστικές αποφάσεις ειδικών ή πρωτοβάθμιων δικαστηρίων. Στο ίδιο πνεύμα θα μπορούσε να αναφερθεί η αίτηση προδικαστικής απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (ΔΠρΘεσσ 613/2016) στο πλαίσιο της αίτησης ακύρωσης που άσκησε πολίτης της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης κατά της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε το μέτρο της επιστροφής στη χώρα του με οικειοθελή αναχώρηση από την ελληνική επικράτεια κατ’ εφαρμογήτου άρθρου 40 του Ν. 3907/2011. Αντικείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων ήταν η ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων της οδηγίας 2004/38/ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 6 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ και, αφετέρου, με τις επιταγές της αρχής της αποτελεσματικότητας του ενωσιακού δικαίου. Επί της παραπομπής αυτής εκδόθηκε, στις 14 Μαΐου 2017, η απόφαση Petrea [39], με την οποία το ΔΕΕ αναγνώρισε, μεταξύ άλλων, το τεκμήριο νομιμότητας των ατομικών διοικητικών πράξεων, κρίνοντας ότι ουδόλως αντιτίθεται το δίκαιο της Ένωσης στο ενδεχόμενο να μην επιτρέπει το εθνικό δίκαιο να προβάλλεται κατά ατομικής πράξεως, όπως είναι η απόφαση επιστροφής, η έλλειψη νομιμότητας αποφάσεως περί απαγορεύσεως εισόδου στην εθνική επικράτεια η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη, είτε επειδή εξέπνευσε η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής είτε επειδή απορρίφθηκε η κατ’ αυτής ασκηθείσα προσφυγή [40].

Γ. Η σχέση ΤΔΔ και Συμβουλίου της Επικρατείας στο πλαίσιο της πιλοτικής δίκης και των προδικαστικών ερωτημάτων

Mία σημαντική και πολυσχολιασμένη δικονομική διάταξη, το άρθρο 1 του Ν. 3900/2010, Εξορθολογισµός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης (Α΄ 213)[41], δημιουργεί μια ιδιότυπη σχέση των ΤΔΔ με το Συμβούλιο της Επικρατείας. Πρόκειται για τους θεσμούς, αφενός, της πιλοτικής δίκης και, αφετέρου, του προδικαστικού ερωτήματος. Ειδικότερα, το άρθρο 1 παρ. 1 του νόµου αυτού προβλέπει τη δυνατότητα απευθείας εισαγωγής στο Συµβούλιο της Επικρατείας οποιουδήποτε ενδίκου βοηθήµατος ή µέσου που εκκρεµεί ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου, κατόπιν αιτήµατος του διαδίκου, όταν µε αυτό τίθεται ζήτηµα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η παρ. 2 του ιδίου άρθρου προβλέπει τη δικονοµική ευχέρεια, όταν το διοικητικό δικαστήριο επιλαµβάνεται υπόθεσης, στην οποία ανακύπτει ζήτηµα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, να υποβάλει µε απόφαση του, που δεν υπόκειται σε ένδικα µέσα, σχετικό προδικαστικό ερώτηµα στο Συµβούλιο της Επικρατείας. Η θέσπιση των ως άνω δικονοµικών διαδικασιών επιδιώκει, αφενός, την ταχύτερη επίλυση των διαφορών και την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης και, αφετέρου, την ενότητα της νοµολογίας των διοικητικών δικαστηρίων. Επομένως, και στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών, τα σημαντικότερα ζητήματα του διοικητικού δικαίου άγονται προς κρίση στο Συμβούλιο της Επικρατείας, οι προσεγγίσεις του οποίου δεσμεύουν τα ΤΔΔ.

22. Ανεξαρτήτως, πάντως, της επίτευξης των σκοπών αυτών και των ζητηµάτων που ανακύπτουν, υπό το πρίσµα του εθνικού Συντάγµατος, σε σχέση µε την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και την αρχή του φυσικού δικαστή, οι ως άνω δικονοµικές δυνατότητες δεν θα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσµα τη µείωση της πρακτικής αποτελεσµατικότητας του δικαίου της Ένωσης λόγω της µη αναγνώρισης στο αρµόδιο για την εφαρµογή του δικαίου αυτού ΤΔΔ της εξουσίας να πράττει, κατά το χρονικό ακριβώς σηµείο της εφαρµογής αυτής, ο,τιδήποτε είναι αναγκαίο ώστε να αποκλείεται η εφαρµογή των εθνικών νοµοθετικών διατάξεων που εµποδίζουν ενδεχοµένως την πλήρη αποτελεσµατικότητα των κανόνων της Ένωσης. Πολύτιμες κατευθύνσεις παρέχει συναφώς η απόφαση του Δικαστηρίου Aziz Melki [42], που αποτελεί πρότυπο «δικαστικής διπλωματίας» και έκρινε τη συμβατότητα προς την προδικαστική παραπομπή του γαλλικού μηχανισμού ελέγχου συνταγματικότητας δια της υποβολής σχετικού προκριματικού ερωτήματος στην κρίση τουConseilconstitutionnel. Αφού υπενθύµισε την πάγια νοµολογία του για τη σηµασία και τη λειτουργία της προδικαστικής παραποµπής, ερεύνησε τη δυνατότητα σύµφωνης προς το ευρωπαϊκό δίκαιο ερµηνείας του γαλλικού συστήματος ελέγχου της συνταγµατικότητας και κατέληξε στην –υπό συγκεκριµένες προϋποθέσεις– συµβατότητά του προς το δίκαιο αυτό: «[…]δεν αντιβαίνει στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ η … νοµοθετική ρύθµιση [κράτους µέλους που καθιερώνει µια παρεµπίπτουσα διαδικασία ελέγχου της συνταγµατικότητας των εθνικών νόµων], εφόσον τα λοιπά εθνικά δικαστήρια [πλην αυτού που είναι αρµόδιο για τον έλεγχο της συνταγµατικότητας] εξακολουθούν να είναι ελεύθερα:

– να υποβάλουν στο Δικαστήριο σε όποιο στάδιο της διαδικασίας κρίνουν ενδεδειγµένο, και µάλιστα ακόµη και µετά το πέρας της παρεµπίπτουσας διαδικασίας ελέγχου της συνταγµατικότητας, οποιοδήποτε αναγκαίο κατά την κρίση τους προδικαστικό ερώτηµα,

– να διατάξουν κάθε αναγκαίο µέτρο για τη διασφάλιση της προσωρινής δικαστικής προστασίας των δικαιωµάτων που απονέµει η έννοµη τάξη της Ένωσης και

– να µην εφαρµόσουν, µετά την περάτωση της παρεµπίπτουσας αυτής διαδικασίας, την εν λόγω εθνική διάταξη, αν την θεωρούν αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης.»  Μολονότι το ζήτηµα αφορά µια ιδιαιτερότητα του γαλλικού δικαίου, η συλλογιστική του Δικαστηρίου θα µπορούσε να εφαρµοστεί και στην ελληνική έννοµη τάξη σε σχέση µε τη διαδικασία της πιλοτικής δίκης και του προδικαστικού ερωτήµατος που θεσπίζει ο Ν. 3900/2010. Επομένως, για να είναι δυνατή η σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του άρθρου 1 του Ν. 3900/2010, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο των μηχανισμών της πιλοτικής δίκης και του προδικαστικού ερωτήματος, παρά τον κατ’ αρχήν δεσμευτικό χαρακτήρα των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας έναντι του ΤΔΔ που επιλήφθηκε αρχικώς της διαφοράς ή έθεσε το σχετικό προδικαστικό ερώτημα, το δικαστήριο αυτό μπορεί, εάν η υπόθεση του αναπεμφθεί, να προβεί σε έλεγχο συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης, υποβάλλοντας στο ΔΕΕ σχετικό προδικαστικό ερώτημα. Κατόπιν τούτου, το παραπάνω τακτικό διοικητικό δικαστήριο μπορεί ακόμη και να παραμερίσει εθνική διάταξη την οποία, ενόψει διαδικασίας του άρθρου 1 του Ν. 3900/2010, το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε κρίνει ως συνταγματική, χωρίς να ελέγξει τη συμβατότητά της με το δίκαιο της Ένωσης ή ως συνταγματική και συμβατή με το τελευταίο, χωρίς να υποβάλει προηγουμένως σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ [43].

Δ. Οι δυνατότητες συμβολής των ΤΔΔ  στην εξέλιξη και εμβάθυνση της νομολογίας

  1. 23. Πέρα από τις παραπάνω περιπτώσεις χειραφέτησης των ΤΔΔ που ανάγονται στην υποχρέωσή τους να διασφαλίζουν την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου, τα ΤΔΔ έχουν και άλλες δυνατότητες ενίσχυσης της θέσης τους στον χώρο της διοικητικής δικαιοσύνης και της προστασίας των εννόμων συμφερόντων και δικαιωμάτων των πολιτών έναντι της διοικητικής δράσης. Ως σημαντική ευκαιρία θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων του παραδεκτού των ενδίκων μέσων της αναίρεσης, ως προς τις διαφορές ουσίας, και της έφεσης ως προς τις ακυρωτικές διαφορές[44]. Το «δυσπρόσιτο»[45] των ως άνω ενδίκων βοηθημάτων αυξάνει την ευθύνη και αναβαθμίζει τον ρόλο των ΤΔΔ, που αναδεικνύονται έτσι σε ultimum refugium του θιγόμενου από τη διοικητική δράση πολίτη, προσιτό μεν αλλά και αξιόπιστο, χάρι στην ποιότητα των αποφάσεών του [46]. Επιπλέον, εάν εκτιμούν ότι είναι πλέον αναγκαία η μεταβολή της πάγιας νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, μπορούν να την προκαλέσουν, είτε υιοθετώντας, στην υπόθεση που εκδικάζουν, «συνειδητά και με εμπεριστατωμένο σκεπτικό» [47], διαφορετική προσέγγιση, ώστε να στοιχειοθετηθεί η προϋπόθεση του παραδεκτού της αναίρεσης ή της ακυρωτικής έφεσης που έγκειται στην αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης προς τη νομολογία του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, είτε υποβάλλοντας προδικαστικό ερώτημα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 3900/2010 [48].
  2. Περαιτέρω, η ίδια η «αθρόα» ουσιαστικοποίηση πρώην ακυρωτικών διαφορών και, γενικότερα, η διεύρυνση της καθ’ ύλην αρμοδιότητάς τους, επιτρέπει στα ΤΔΔ, ως δικαστές ουσίας, διευκρινίσεις ή ακόμη και «σημειακές αποκλίσεις»[49] από τους γενικότερους νομολογιακούς κανόνες που διατυπώνει το Συμβούλιο της Επικρατείας, λόγω της ιδιαιτερότητας και περιπλοκότητας των πραγματικών καταστάσεων τις οποίες ελέγχουν με μεγαλύτερη ένταση και πυκνότητα [50]. Αυτό επιτρέπει την επαναδιαπραγμάτευση των νομολογιακών λύσεων, την προσαρμοστικότητά τους στις ιδιομορφίες, την εκλέπτυνση και τον εμπλουτισμό τους προς κάλυψη κι άλλων πτυχών ή νέων συνθηκών. Η νομολογία των ΤΔΔ κρύβει πολλά «διαμάντια». Μια «δικαιοπολιτικά ευφυής» απόφαση, με σκέψεις που οδηγούν στα θεμέλια της μεθοδολογίας του δικαίου, είναι η ΔΠρΚαλ 355/2018, σχετικά με κύρωση για κακοποίηση ζώου. Με μια τολμηρή σκέψη, που ενέχει, ίσως, κάποια δογματική ακροβασία ή έστω δικαστικό βολονταρισμό με θετικό, όμως, πρόσημο, ο μονομελής σχηματισμός του Διοικητικού Πρωτοδικείου Καλαμάτας έκρινε ότι, «στις περιπτώσεις που η εφαρμοστέα διάταξη δεν διαθέτει, σε έναν ελάχιστο έστω βαθμό, στοιχεία αναλογικότητας (βλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 7ης.6.2012, Segame SA v. France, § 59 εδ. α΄) και δεν προβαίνει σε στοιχειώδη έστω κλιμάκωση της επιβαλλόμενης κύρωσης [51], ανάλογα με τη βαρύτητα της εκάστοτε παραβατικής συμπεριφοράς …, το διοικητικό δικαστήριο ως δικαστήριο πλήρους δικαιοδοσίας [52], οφείλει, λαμβάνοντας υπόψη τη σκοποθεσία της ρύθμισης, να προβεί το ίδιο σε περιορισμό του επιβαλλόμενου προστίμου στο εύλογο και προσήκον μέτρο (πρβλ ΑΠ Ολ 6/2011). Ο περιορισμός εξάλλου αυτός οφείλει, κατ’ επιταγή της αρχής της αναλογικότητας, να εκτείνεται μέχρι του σημείου που οι δυσμενείς συνέπειες από την επιβολή του μέτρου δεν τελούν σε προφανή δυσαναλογία με τον επιδιωκόμενο σκοπό της διάταξης και δεν υπερακοντίζουν αυτόν». Αντί να κηρύξει τη διάταξη περί προστίμου για την κακοποίηση ζώων αντισυνταγματική, ως αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας, ο δικαστής προτιμά να ερμηνεύσει σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και να τροποποιήσει τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, επιβάλλοντας ο ίδιος την προσήκουσα κύρωση. Η μετατροπή κανόνα δικαίου που χορηγεί δέσμια αρμοδιότητα σε κανόνα διακριτικής ευχέρειας προς επιμέτρηση προστίμου επεκτείνει, βεβαίως, την εξουσία του δικαστή της ουσίας και διευρύνει τα όρια της σύμφωνης ερμηνείας, αποδίδει, όμως, δικαιοσύνη [53]. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και μια σειρά αποφάσεων [54] σε σχέση με τις νομολογιακές παραδοχές της απόφασης ΣτΕ 2151/2017 όσον αφορά τα επιβαλλόμενα πρόστιμα για τη μη αναγραφή εργαζομένων στον πίνακα προσωπικού και την ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων δέσμιας αρμοδιότητας. Ιδιαίτερης μνείας, στο πλαίσιο αυτό, χρήζουν οι «λογοτεχνίζουσες» αποφάσεις ΔΕφΤρ 175 και 176/2021, με τις οποίες το Διοικητικό Εφετείο επιχειρεί να εμπλουτίσει την αρχή της αναλογικότητας παρακάμπτοντας την ερμηνεία που απορρέει από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και αναζητώντας τόσο φιλοσοφικά ερείσματα όσο και επιχειρήματα από τη θεωρία του δικαίου [55].

Συμπέρασμα

  1. Στους μη γνωρίζοντες τα interna corporis της δικαστικής εξουσίας[56], η ιεραρχική διάρθρωση του δικαστικού σώματος θα μπορούσε να δημιουργήσει ανησυχία για ενδεχόμενο επηρεασμό της δικαστικής ανεξαρτησίας. Πράγματι, το συνταγματικώς προβλεπόμενο και νομοθετικώς ρυθμιζόμενο δικαστικό σύστημα στηρίζεται στην ύπαρξη επαγγελματικού δικαστικού σώματος, το οποίο υπόκειται σε συγκεκριμένους κανόνες που καθορίζουν καθήκοντα, επιθεώρηση άσκησης καθηκόντων, αξιολόγηση απόδοσης, προαγωγική εξέλιξη και πειθαρχική ευθύνη. Είναι, μάλιστα, αξιοσημείωτο ότι, ενώ η επιθεώρηση και η πειθαρχική ευθύνη των δικαστικών λειτουργών έχουν τα ερείσματά τους στις αρχές της διαφάνειας, της λογοδοσίας και της αποτελεσματικότητας, αποτελούν, παράλληλα, εν δυνάμει απειλή για τη δικαστική ανεξαρτησία, λόγω των ιδιότυπων σχέσεων εξάρτησης που αναπτύσσονται μεταξύ των ανώτατων βαθμίδων της δικαστικής ιεραρχίας και των κατώτερων δικαστικών λειτουργών. Πέρα από τις προσωπικές εγγυήσεις που προστατεύουν από τις παρεμβάσεις των άλλων πολιτειακών εξουσιών, είναι αναγκαία η κατάστρωση ενός ισορροπημένου συστήματος υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών που να εγγυάται, αφενός, τον έλεγχο της τήρησης των αρχών της διαφάνειας, της λογοδοσίας και της αποτελεσματικότητας και, αφετέρου, τον δραστικό περιορισμό των περιθωρίων των ανώτατων δικαστών να λειτουργούν εκτός του πλαισίου του ρόλου και των αρμοδιοτήτων τους. Πάντως, η προσωπικότητα και οι αρχές του κάθε δικαστή και ο τρόπος με τον οποίον αντιλαμβάνεται το λειτούργημά του αποτρέπουν ουσιωδώς την εκ των έσω υπονόμευση της δικαστικής ανεξαρτησίας. Με άλλα λόγια, οι παρενέργειες της βαθμολογικής ιεραρχίας του δικαστικού σώματος, δηλαδή η δημιουργία δικαστών με υπαλληλική νοοτροπία που ενδιαφέρονται απλώς για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων με μηχανιστικό τρόπο, προκειμένου να εμφανίζουν τυπικά τον προβλεπόμενο από τον οικείο κανονισμό αριθμό αποφάσεων [57], εξουδετερώνονται μόνο χάρι στην προσωπική στάση και ευσυνειδησία κάθε δικαστικού λειτουργού σε ατομικό επίπεδο.
  2. Περαιτέρω, παρά τα προβλήματα που δημιουργούν η εμμονή στην ξεπερασμένη διάκριση των διοικητικών διαφορών σε ακυρωτικές και ουσίας και η ανορθολογική κατανομή τους μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των ΤΔΔ, τα τελευταία διαθέτουν σημαντικές δικονομικές δυνατότητες χειραφέτησης και αποδέσμευσης της δικαιοδοτικής κρίσης από τις νομολογιακές επιλογές του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου. Η διοικητική δικαιοσύνη στηρίζεται σε δύο πυλώνες, που πρέπει να λειτουργούν συμπληρωματικά ενόψει επίτευξης του συνταγματικού σκοπού της δικαστικής λειτουργίας, δηλαδή της διασφάλισης της διοικητικής νομιμότητας και της παροχής αποτελεσματικής έννομης προστασίας στους ιδιώτες.

* Η Ευγενία Β. Πρεβεδούρου είναι Kαθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Πηγές:

[*] Προδημοσίευση από το Λεύκωμα των Τακτικών Διοικητικών Πρωτοδικείων. Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στους συναδέλφους Μιχάλη Πικραμένο, Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας και Ιωάννη Συμεωνίδη, Επίτροπο της Γενικής Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, για τις παρατηρήσεις και συστάσεις τους. Παραλείψεις και αβλεψίες βαρύνουν αποκλειστικά τη συγγραφέα.

[1] Κ. Σακελλαροπούλου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως ένωση δικαίου, www.constitutionalism.gr (Το κείμενο αυτό αποτέλεσε εισήγηση στην εκδήλωση με αφορμή την έκδοση του συλλογικού τόμου «Η κρίση του Κράτους Δικαίου στην Ε.Ε.» (επιμέλεια Α. Μεταξά), στις 27.11.2019, στην Αίθουσα Λόγου της Στοάς του Βιβλίου στην Αθήνα)· Π. Παυλόπουλου, Κρίση του Κράτους Δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εις Α. Μεταξάς (επιμ.) Η κρίση του κράτους δικαίου στην ΕΕ, Ευρασία, 2018, σ. 21· Χρ. Ράμμου, Κρίση του κράτους δικαίου στην Ευρώπη. Μια ακόμη ευρωπαϊκή κρίση ή βαθύτερη και υπαρξιακή κρίση; εις Α. Μεταξάς (επιμ.) Η κρίση του κράτους δικαίου στην ΕΕ, Ευρασία, 2018, σ. 49.

[2] Βλ. και ΣτΕ Ολ 3670/1994: «το Σύνταγμα [άρθρα 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2] καθιερώνει ευθέως την αρχή της διακρίσεως των τριών λειτουργών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής), τις οποίες θεωρεί ισοδύναμες και ισότιμες, αφού μόνο δια της ισοδυναμίας και ισοτιμίας αυτών επιτυγχάνεται η πραγματική και αποτελεσματική διάκριση αυτών, η οποία αποτελεί το βάθρο της οργανώσεως και λειτουργίας της ενιαίας κρατικής εξουσίας και του Κράτους Δικαίου. Ειδικώς για τη δικαστική λειτουργία καθιερώνεται, δια των αυτών διατάξεων του Συντάγματος, ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της, η ανεξαρτησία της, η οποία αποτελεί ταυτοχρόνως και το κύριο στοιχείο που την καθιστά ισότιμη και ισοδύναμη προς τις άλλες δύο λειτουργίες. Προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας, το Σύνταγμα αναγνωρίζει λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές που συγκροτούν τα δικαστήρια και ταυτίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης (και δι’ αυτής την ισοτιμία της με τις άλλες δύο λειτουργίες, μέσω της οποίας πραγματοποιείται, αποτελεσματική διάκριση των λειτουργιών) προς την ανεξαρτησία των δικαστών».

[3] Ενδεικτικά, Ε. Πρεβεδούρου, Η σχέση των άρθρων 19 ΣΕΕ και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ υπό το πρίσμα της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας, ΔιΔικ 6/2019, σ. 956· της ίδιας, Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης μέσα από τις πρόσφατες αποφάσεις του ΔΕΕ, ΤοΣ 2/2019, σ. 301.

[4] Το ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ στα πολιτικά-ποινικά δικαστήρια υπήρχε ανέκαθεν η ιεραρχική διαστρωμάτωση, δεν ίσχυε αυτή στη διοικητική δικαιοσύνη, διότι το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα ΤΔΔ ήταν δύο διαφορετικοί κόσμοι που διασταυρώνονταν μόνο στην αναίρεση. Μετά τη συνταγματική αναθεώρηση, όμως, του 2001, οπότε και προβλέφθηκε η σταδιοδρομία διοικητικών δικαστών στο Συμβούλιο της Επικρατείας, και την προοδευτική διεύρυνση της δικαιοδοσίας των ΤΔΔ (ιδίως με νόμους μεταφοράς διαφορών από το ΣτΕ σε αυτά ως ουσιαστικών), το ιεραρχικό σχήμα έλαβε πιο σαφή χαρακτηριστικά, αν και παραμένει διαφορετικό από εκείνο των πολιτικών- ποινικών δικαστηρίων.

[5] Άρθρα 67 επ. του Ν. 1756/1988. Το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο έχει και η διάταξη του άρθρου 80 (Αρμοδιότητα – Συγκρότηση – Λειτουργία Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης) του σχεδίου νόμου για τον  Κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών, ως προς το οποίο η δημόσια διαβούλευση ολοκληρώθηκε στις 4 Μαΐου 2022.

[6] Διεξοδική ανάλυση και κριτική των εν λόγω συνταγματικών επιλογών όσον αφορά την οργάνωση της δικαιοσύνης, βλ. σε Μ. Πικραμένο, Η λογοδοσία των δικαστών στη Δημοκρατία. Δημόσια εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, Εκδόσεις Ευρασία, 2022, σ. 46 επ., με πλούσιες βιβλιογραφικές παραπομπές. Σημειώνεται ότι η Διοικητική Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας γνωμοδοτεί επί σχεδίων νόμων ή αποφασίζει να εκπονηθούν ρυθμίσεις για τη διοικητική δικαιοσύνη.

[7] Μ. Πικραμένου, Η λογοδοσία των δικαστών στη Δημοκρατία. Δημόσια εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, Εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα, 2022, σ. 87.

[8] Ι. Συμεωνίδη, Δώδεκα Δράσεις Θεσμικού Χαρακτήρα για τη Διοικητική Δικαιοσύνη, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2018, σ. 43 επ.

[9] Άρθρο 102 του σχεδίου νόμου.

[10] Άρθρο 104 του σχεδίου νόμου.

[11] Για την εμπέδωση της αξιοκρατίας στο εσωτερικό της διοικητικής δικαιοσύνης, βλ., αντί πολλών, Ι. Συμεωνίδη, Δώδεκα Δράσεις Θεσμικού Χαρακτήρα για τη Διοικητική Δικαιοσύνη, όπ.π., σ. 41 επ., με νομολογιακές και βιβλιογραφικές παραπομπές.

[12] Βλ. ΑΔΣΔΔ 10/2019: συνοψίζει την ιστορία των προαγωγών δικαστών των ΤΔΔ στο ΣτΕ.

[13] Μ. Πικραμένου, Χωροταξική οργάνωση και διαχείριση χρόνου των δικών στα διοικητικά δικαστήρια. Ευρωπαϊκές δημόσιες πολιτικές για την μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σ. 16-17.

[14] Δύο καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών της χώρας.

[15] Βλ. διεξοδικά σε Μ. Πικραμένο, Η λογοδοσία των δικαστών στη Δημοκρατία. Δημόσια εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, όπ. π., σ. 257 επ.

[16] Αυτόθι, σ. 266.

[17] Μ. Πικραμένου, Χωροταξική οργάνωση και διαχείριση χρόνου των δικών στα διοικητικά δικαστήρια. Ευρωπαϊκές δημόσιες πολιτικές για την μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, όπ.π.,  σ. 164 επ.

[18] Δεν επεμβαίνει σε θέματα ουσίας του δικαιοδοτικού έργου, αλλά επιλύει, πρωτίστως, οργανωτικά θέματα. Συντονίζει βέβαια, αν εντοπίσει προβλήματα, για παράδειγμα μπορεί να υποδείξει σε Πρόεδρο σχηματισμού την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Συμβούλιο της Επικρατείας αν διαπιστώσει αντιφατική νομολογία των τμημάτων του δικαστηρίου του.

[19] Ο επιθεωρητής προεχόντως ελέγχει την ορθότητα των κρίσεων και κάνει παρατηρήσεις ως προς την ουσία αλλά και ως προς τη δομή της απόφασης.

[20] «Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης…».

[21] Σκέψη 26 των αποφάσεων ΣτΕ Ολ 2287-2290/2015, όπου επαναλαμβάνονται σχεδόν αυτολεξεί, με τις αναγκαίες προσαρμογές λόγω διαφορετικού ιστορικού, οι σκέψεις 25 και 26 της απόφασης ΣτΕ Ολ 4741/2014 η οποία αφορούσε την αντισυνταγματικότητα των περικοπών των αποδοχών των μελών ΔΕΠ. Τα συνταγματικά και πρακτικά προβλήματα του ως άνω περιορισμού των συνεπειών της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας των εφαρμοστέων διατάξεων αναδεικνύει με εξαιρετική σαφήνεια και δογματική συνέπεια η μειοψηφία στις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 2287-2290/2015, η οποία επαναλαμβάνει όσα υποστήριξε η μειοψηφούσα γνώμη στην απόφαση ΣτΕ Ολ 4741/2014.

[22] Βλ. συναφώς παρατηρήσεις, Κ. Βατάλη, Ο συγκεκριμένος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων και της συμβατότητάς τους με την ΕΣΔΑ ως έλεγχος της εφαρμογής του νόμου. Σκέψεις με αφορμή την ΔΠρΘεσ 3037/2018, ΕφημΔΔ 3/2019, σ. 372· Δ. Πατσίκα. Η εμβέλεια της ΣτΕ Ολ 2287/2015 και η αποφυγή της ΜΔΠρΘεσσ 3037/2018, ΕφημΔΔ 3/2018, 403· Στ. Πετροπουλάκου, Η αντίθεση στην ΕΣΔΑ ως βάση αναδρομικής επιστροφής συνταξιοδοτικών παροχών που περικόπηκαν με τους ν. 4051/2012 και 4093/2012. Το αιτιολογικό της ΣτΕ Ολ. 2287/2015 και η δέσμευση των δικαστηρίων της ουσίας, ΕφημΔΔ 3/2018, σ. 403· Β. Φαϊτά, Με αφορμή την 3037/2018 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ΔιΔικ 6/2018, σ. 952.

[23] Πρόσφατα ΣτΕ Ολ 910/2021: “το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει την γενική αρμοδιότητα για την εκδίκαση των ακυρωτικών διαφορών που ανακύπτουν επί προσβολής των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών”.

[24] Ειδικότερα, διευκρίνισε τα εξής ως προς τη μετατροπή ακυρωτικών διαφορών σε διαφορές ουσίας:  «δεν επιτρέπεται να οργανώνεται η αρμοδιότητα των ΤΔΔ ως εκτεινόμενη σε άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας για την εκδίκαση των κατηγοριών υποθέσεων που, κατ΄ εκτίμηση της φύσεως και της σπουδαιότητάς τους, επιτρεπτώς μεταφέρονται σε αυτά, αφαιρούμενα από την ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον η άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας στις συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων συνεπάγεται την υπεισέλευση της δικαστικής λειτουργίας στην εκτελεστική επί θεμάτων για τα οποία είναι αυτή αποκλειστικώς αρμόδια: Α) Λόγω ρητής συνταγματικής προβλέψεως, όπως στην περίπτωση της προσβολής κανονιστικών διοικητικών πράξεων, δεδομένου ότι με αυτές αναγνωρίζονται δικαιώματα ή επιβάλλονται υποχρεώσεις ή ρυθμίζονται καταστάσεις απροσώπως και, συνεπώς, η μεταρρύθμισή τους από το δικαστή, συνεπαγόμενη τη διαμόρφωση των ρυθμιζόμενων δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή καταστάσεων από το δικαστή, η οποία μόνον απροσώπως θα ήταν δυνατή, θα συνιστούσε θέσπιση νέας κανονιστικής διοικητικής πράξεως, για την οποία όμως αρμόδια είναι μόνο τα προβλεπόμενα από το άρθρο 43 του Συντάγματος όργανα της εκτελεστικής εξουσίας…. Και Β) Όταν εν όψει του κατά το νόμο αντικειμένου της προσβαλλομένης ατομικής διοικητικής πράξεως, των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοσή της και του χαρακτήρα της έρευνας βάσει της οποίας μπορεί να διαπιστωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών και των συνεπειών, τις οποίες θα επέφερε η μεταρρύθμιση της πράξεως, η άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας, θα παραβίαζε τα όρια της ανατιθέμενης αποκλειστικώς στα όργανα της Διοικητικής κρατικής εξουσίας βάσει της αρχής της διακρίσεως των λειτουργιών».

[25] Ι. Συμεωνίδη, Η κατανομή των αρμοδιοτήτων στο εσωτερικό της διοικητικής δικαιοσύνης κατά τα άρθρα 94 και 95 του Συντάγματος, ΕφημΔΔ 2006, σ. 546.

[26] Βλ. αντί πολλών, Ι. Συμεωνίδη, «Νέες δομές στη διοικητική δικαιοσύνη και αναθεώρηση των άρθρων 94 και 95 του Συντάγματος», ΘΠΔΔ 8-9/2015, σελ. 702 επ. και του ιδίου, Δώδεκα δράσεις θεσμικού χαρακτήρα για τη Διοικητική Δικαιοσύνη, όπ.π., σ. 6 επ.

[27] Βλ. συναφώς την εξαιρετικά εύστοχη ανάλυση του Β. Τσιγαρίδα, Η αρχή jura novit curia στη διοικητική δίκη, Εκδ. Σάκκουλα, 2021, σ. 339-340.

[28] ΣτΕ 4186/1988 7μ, 2798/2011, 3524, 3573/2013, 1480/2014, 309, 316-318, 596, 1300/2015, 417/2016.

[29] ΔΕΕ της 5ης Οκτωβρίου 2010, C-173/09, EU:C:2010:581. Βλ. συναφώς την επισήμανση αυτή στη Σημείωση Ι. Δημητρακόπουλου, www.humanrightscaselaw.gr, για την απόφαση ΣτΕ 417/2016 7μ.

[30] Απόφαση της 16ης Ιανουαρίου, 166/73, Rheinmühlen-Düsseldorf, EU:C:1974:3.

[31] Στις προτάσεις του στην υπόθεση Elchinov, o γενικός εισαγγελέας πρότεινε στο Δικαστήριο να απαντήσει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται στην υποχρέωση που υπέχει, βάσει της εθνικής εννόμου τάξεως, κατώτερο δικαστήριο, το οποίο έχει ήδη εκδώσει την πρώτη απόφαση, να εφαρμόσει, σε περίπτωση αναπομπής της υπόθεσης, τις οδηγίες που περιέχονται στην εκδοθείσα από ανώτερο δικαστήριο αναιρετική απόφαση στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας. Πρόκειται για την προσέγγιση που ακολουθεί η πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. O γενικός εισαγγελέας ανέφερε ότι δεν είναι αναγκαίο το εθνικό δικαστήριο να παρεκκλίνει της εσωτερικής ιεραρχικής δομής του για να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ενώσεως, αφού, μεταξύ άλλων, ο δικαιούχος των παραχωρηθέντων από αυτό το δίκαιο δικαιωμάτων έχει σήμερα τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή λόγω παράβασης οφειλομένης σε δικαστική απόφαση (απόφαση C-129/00, Επιτροπή κατά Ιταλίας) καθώς και αγωγή αποζημίωσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (απόφαση Köbler). Επιπλέον, έχει στη διάθεσή του τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης αναθεώρησης της κυρωθείσας με παράνομη απόφαση πράξης, εφ’ όσον τούτο επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο (απόφαση Kühne & Heitz)

[32] EU:C:2013:8.

[33] Αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 1981, 126/80, Salonia, EU:C:1981:136, σκέψη 7, και της 8ης Μαρτίου 2012, C-251/11, Huet, EU:C:2012:133, σκέψη 23.

[34] Αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C-210/06, Cartesio, EU:C:2008:723, σκέψη 91, και της 9ης Νοεμβρίου 2010, C-137/08, VB Pénzügyi Lízing, EU:C:2010:659, σκέψη 29.

[35] Σημειώνεται, πάντως, ότι σε μεταγενέστερη νομολογία του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει τη σημασία του δεδικασμένου και δέχεται ότι «το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να μην εφαρμόζουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες που προσδίδουν ισχύ δεδικασμένου σε δικαστική απόφαση, έστω και αν τούτο θα καθιστούσε δυνατή την άρση εσωτερικής καταστάσεως μη συνάδουσας προς το δίκαιο της Ένωσης (αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2014, Impresa PizzarottiC‑213/13EU:C:2014:2067, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, της 6ης Οκτωβρίου 2015, TârşiaC‑69/14EU:C:2015:662, σκέψη 29, καθώς και της 24ης Οκτωβρίου 2018, XC, C-234/17, EU:C:2018:853, σκέψη 53).

[36]  Βλ. αναλυτικά Κ. Γιαννακόπουλο, Τo δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η χειραφέτηση των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ΤΤ ΤΔΔ (50 χρόνια), Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2015, σελ. 1147επ.

[37] ΔΕΚ της 5ης Φεβρουαρίου 1963, 26/62, EU:C:1963:1 (αίτηση του Tariefcommissie, ολλανδικού διοικητικού δικαστηρίου που δικάζει σε τελευταίο βαθμό προσφυγές επί φορολογικών θεμάτων).

[38] ΔΕΚ της 15ης Ιουλίου 1964, 6/64, EU:C:1964:66 (Giudice Conciliatore του Μιλάνου).

[39] C-184/16, EU:C:2017:684.

[40] Βλ. άλλες σημαντικές αποφάσεις του ΔΕΕ που εκδόθηκαν επί προδικαστικών παραπομπών των ΤΔΔ σε Β. Σκουρή, Η συνεργασία των διοικητικών δικαστηρίων με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα χρόνια της ευρωπαϊκής μας πορείας, ΕφημΔΔ 1/2022, σ. 82 (85 επ.), ο οποίος επισημαίνει, πάντως, και εξηγεί την προεξάρχουσα θέση του ΣτΕ στο σύνολο των παραπομπών.

[41] Α. Γέροντα, Η πρόσφατη µεταρρύθµιση της διοικητικής δικαιοσύνης (ν. 3900/2010), ΕφηµΔΔ 3/2011, σ. 370˙ Μ. Πικραµένου, Το Συµβούλιο της Επικρατείας µετά το Ν 3900/2010. Νέοι προσανατολισµοί του Δικαστηρίου και ερµηνευτικά ζητήµατα του νόµου, στο παρόν συλλογικό έργο˙ Ι. Συµεωνίδη, Οι πρόσφατες µεταρρυθµίσεις στη διοικητική δικαιοσύνη και ο διάλογος που έχει ανοίξει για µια νέα πορεία του κλάδου, ΕφηµΔΔ 3/2011, σ. 384˙ Ν. Ταµιωλάκη, Ο νόµος 3900/2010: Η διοικητική δικαιοσύνη in vitro, ΕφηµΔΔ 3/2011, σ. 394˙ Α. Τσιρωνά, Η δικονοµική µεταρρύθµιση του ν. 3900/2010 και ο νέος ρόλος του Συµβουλίου της Επικρατείας, ΕφηµΔΔ 3/2011, σ. 424.

[42] ΔΕΕ της 22ας Ιουνίου 2010, Aziz Melki (C-188/10) και Sélim Abdeli (C-189/10), EU:C:2010:363.

[43] Κ. Γιαννακόπουλος, To δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η χειραφέτηση των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων από το Συμβούλιο της Επικρατείας, σε: Ένωση Διοικητικών Δικαστών, Τιμητικός Τόμος για τα 50 χρόνια των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, 2015, σ. 1157

[44] Για την πρόσβαση στον αναιρετικό δικαστή μετά τον Ν. 3900/2020, βλ. διεξοδική ανάλυση σε Η. Κουβαρά, Το παραδεκτό στη Διοικητική Δίκη. Η πρόσβαση στο δικαστή υπό το φως των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, Νομική Βιβλιοθήκη, Μελέτες Διοικητικού Ουσιαστικού και Δικονομικού Δικαίου, 2021, σ. 237 επ.

[45] Ι. Μαθιουδάκη, Δυσπρόσιτα Ένδικα Μέσα ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας: Το παραδεκτό της έφεσης και της αναίρεσης μετά τον Ν 3900/2010 και ο ενοποιητικός ρόλος του δικαστηρίου, ΘΠΔΔ 2015, σελ. 734. Βλ. περαιτέρω κριτική, υπό το πρίσμα του κινδύνου «απολίθωσης» της νομολογίας, σε Γ. Δελλή, Η Διοικητική Δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταχύτητας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2013, σ.139-140· X. Χρυσανθάκη, Η μη ύπαρξη νομολογίας ή η ύπαρξη αντίθετης νομολογίας ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΘΠΔΔ 2015, σ. 505 (506)· Β. Ανδρουλάκη, Η επίκαιρη παροχή δικαστικής προστασίας στη διοικητική δικαιοσύνη: Μια συνεχής αναζήτηση, ΘΠΔΔ 2015, σ. 1 (17)· Ν. Ταμιωλάκη, Ο νόμος 3900/2010: Η διοικητική δικαιοσύνη in vitro, ΕφημΔΔ 2011, σ. 397.

[46] Kατά τον πρώην Πρόεδρο του γαλλικού Conseil d’Etat, τα κριτήρια της ποιότητας της δικαιοσύνης θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής: 1. η ευκολία πρόσβασης· 2. η ταχύτητα της δίκης και η προβλεψιμότητα και βελτιστοποίηση του δικαστικού χρόνου· 3. η σταθερότητα και η προβλεψιμότητα των αποφάσεων που δημιουργούν ασφάλεια δικαίου για τους διαδίκους· 4. η ποιότητα της σχέσης ανάμεσα στον δικαστή και τους διαδίκους· 5. η δυνατότητα κατανόησης των αποφάσεων· 6. η δυνατότητα (αναγκαστικής) εκτέλεσης των αποφάσεων· 7. τέλος, η κοινωνική αποδοχή της δικαιοσύνης, δηλαδή η νομιμοποίηση της δικαιοσύνης και η εμπιστοσύνη των διαδίκων (J. M. Sauvé, Les critères de laqualité de la Justice, Célébration des vingt ans du Tribunal de première instance des Communautés européennes, Luxembourg le 25 septembre 2009

[47] Η. Κουβαρά, Οι προοπτικές των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, ΔΔικ 5/2021, σ. 718 (720).

[48] ΣτΕ 1590/2020: «η θέσπιση του ως άνω απαραδέκτου δεν αποκλείει μελλοντική μεταβολή της νομολογίας είτε κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως αντίθετης προς τη νομολογία (πρβλ. ΣτΕ 533/2018368/2018 7μ., κ.ά.), είτε κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως υπέρ του νόμου είτε κατόπιν τηρήσεως της διαδικασίας του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 (ΣτΕ 1523/2019533368/2018 7μ., 1703/20172965/2016 κ.ά.)».

[49]  Η. Κουβαρά, Οι προοπτικές των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, όπ.π., σ. 720.

[50]  Όπως επισήμανε εύστοχα ο Α. Καϊδατζής, Η συμβολή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων στην εξέλιξη του δικαστικού ελέγχου των νόμων στην Ελλάδα, ΤΤ ΤΔΔ (50 χρόνια), Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2015, σ. 45 (65), προνομιακός φορέας του δικαστικού ελέγχου του νόμου είναι τα δικαστήρια της ουσίας, τα οποία έχουν πλήρη εικόνα  των πραγματικών περιστάσεων, δηλαδή της πραγματικότητας της εφαρμογής του νόμου στην κρινόμενη υπόθεση

[51] ΣτΕ Ολ 3474/2011.

[52] Πρβλ. ΣτΕ 3863/2015, 2774/2014, 2365/2013 και ΕΔΔΑ, απόφαση της 7ης-7-2014, Grande Stevens and Others v. Italy, § 139, απόφαση της 4ης-3-2004, Silvester’s Horeca Service v. Belgium, § 27, απόφαση της 13ης-2-2003, Chevrol v. France, § 77.

[53] Βλ. παρατηρήσεις Π. Λαζαράτου, Κύρωση για κακοποίηση ζώου – Ερμηνεία διατάξεως σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ΘΠΔΔ 6/2018, σ. 543.

[54]  ΔΠρΡοδ 12, 532/2019, ΔΠρΠειρ 5559/2019, ΔΕφΤριπ 176/2021.

[55]  «… ο καθορισμός του προστίμου στο 18πλάσιο του μηνιαίου μισθού εργαζομένου, κατ’αποκοπήν, προσβάλλει την αρχή της συγκεκριμένης αναλογικότητας, πού όχι μόνο κατοχυρώνεται στο άρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά συνιστά την βασική αρχή όλων των ρυθμίσεων του δικαίου, δηλαδή διαρρέει όλο το δίκαιο, και δη αυτό των πάσης φύσεως κυρώσεων, από τήν εποχή της αρχαιότητας, εκφράζεται δε από τον Ἀριστοτέλη ως η περιεκτικότερη και θεμελιωδέστερη γενική αρχή δικαίου που έχει υπάρξει στον ελληνορρωμαϊκό πολιτισμό, ως εξής: ότι «δίκαιο είναι το να αποδίδεται εις έκαστον το «ίδιον» (το ανήκον, το προσιδιάζον, εις αυτόν), δηλαδή αυτό τό οποίο αρμόζει στην συγκεκριμένη περίπτωσή του (είτε καλό, είτε κακό, γι’αυτόν) – και άρα μία γενική ρύθμιση που εφαρμόζεται αυτομάτως και απροσώπως, απλώς «εκτελούμενη» ακόμη και από την Δικαιοσύνη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά απόδοση δικαιοσύνης σε ένα Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου που εξ ορισμού στηρίζεται, από νομικής απόψεως, όχι μόνο στον Χριστιανισμό αλλά και στον Ελληνορρωμαϊκό νομικό πολιτισμό (βλ. Michel Villey, La Philosophie du Droit, Dalloz, t. I 1982, t. II 1979, πρβλ. δε YAEL ATTAL-GALY, Droits de l’homme et Catégories d’ Individus, L.G.D.J. Paris 2003, καθώς και Παν. Κανελλόπουλου Η Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος τ. 1ο έως και 4ο).

[56] Βλ. Κ. Σημίτη, Πολιτική, Κυβέρνηση, Δίκαιο, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1981, σ. 48-49: «Η ιεραρχική οργάνωση του δικαστικού σώματος έχει ως συνέπεια, η συμμόρφωση να είναι ο βασικός κανόνας συμπεριφοράς του δικαστή. Ο δικαστής που ενδιαφέρεται να προαχθεί, θέλει να υπηρετήσει σε άλλο τόπο, επιθυμεί να του ανατεθούν πιο ενδιαφέροντα καθήκοντα, θα επιδιώξει οι ιεραρχικά προϊστάμενοί του να αποκτήσουν ευνοϊκή για αυτόν εντύπωση… Η ανάγκη για ικανοποιητική επαγγελματική εξέλιξη τον κάνει επιδεκτικό σε επιρροές».

[57] Μ. Πικραμένου, Η λογοδοσία των δικαστών στη Δημοκρατία. Δημόσια εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, όπ.π., σ. 88.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ