Γεώργιος Χαρ. Σανιδάς: Novartis – Οι προστατευόμενοι μάρτυρες έπρεπε να καταθέσουν ως κατηγορούμενοι και όχι ως μάρτυρες και χωρίς κουκούλες

Έχουν παρέλθει ήδη, ένα έτος και πέντε και πλέον μήνες από τις αρχές Αυγούστου του 2020, που η πιο πάνω δικογραφία ευρίσκεται στα χέρια του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος και της ορισθείσας, απ’ αυτό, ανακρίτριας.

NEWSROOM
Γεώργιος Χαρ. Σανιδάς: Novartis – Οι προστατευόμενοι μάρτυρες έπρεπε να καταθέσουν ως κατηγορούμενοι και όχι ως μάρτυρες και χωρίς κουκούλες

 Ι.  Συμπληρώθηκαν πέντε έτη από το τέλος του 2016, που με παραγγελία της τότε Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς, Ελένης Ράϊκου, άρχισε η έρευνα για την υπόθεση Novartis. Πέντε περίπου μήνες μετά την παραγγελία, η Ελένη Ράϊκου αντικαταστάθηκε από την μόλις έχουσα προαχθεί σε Αντεισαγγελέα Εφετών, Ελένη Τουλουπάκη, μολονότι υπηρετούσε στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών πλειάδα πεπειραμένων, ικανών και με σθένος, Αντεισαγγελέων Εφετών.

Και ποιο είναι το αποτέλεσμα για μια υπόθεση που ο, κατά τον Ιανουάριο του 2018, αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, Δ. Παπαγγελόπουλος, μετά από σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου, την είχε χαρακτηρίσει ως «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από της συστάσεως του Ελληνικού Κράτους», προφανώς, επειδή, με βάση το περιεχόμενο καταθέσεων δύο μαρτύρων που είχαν τεθεί υπό προστασία, ενεπλέκοντο στην υπόθεση αυτή δέκα πολιτικά πρόσωπα, εκ των οποίων ένας πρώην πρωθυπουργός και ένας επίτιμος Πρόεδρος του Σ.τ.Ε, που είχε διατελέσει υπηρεσιακός πρωθυπουργός, για τα εγκλήματα δωροληψίας και απιστίας.

Όμως, οι καταθέσεις των μαρτύρων αυτών, τις οποίες η τότε Εισαγγελέας Διαφθοράς, Ελένη Τουλουπάκη, μη συννόμως διαβίβασε στη Βουλή, ήταν αόριστες, δικονομικά ανυπόστατες και ψευδείς, λόγοι για τους οποίους η ίδια η Εισαγγελέας Διαφθοράς, μετά την επιστροφή σ’ αυτή, της δικογραφίας από τη Βουλή, έθεσε στο αρχείο για τα επτά από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, για ένα άσκησε ποινική δίωξη, ενέργεια της οποίας η νομιμότητα είναι αμφίβολη, και για δύο πολιτικά πρόσωπα η προκαταρκτική εξέταση συνεχιζόταν μέχρι τις 20.1.2022, ακόμα και μετά την αντικατάσταση της Ελένης Τουλουπάκη, παρά το γεγονός ότι θα έπρεπε να είχε περατωθεί εντός, κατ’ ανώτατο όριο, εννέα (6 + 3) μηνών. Τρία από τα εννέα πολιτικά πρόσωπα, όταν έλαβαν γνώση του περιεχομένου των διαβιβασθέντων στη Βουλή, στοιχείων, από την Εισαγγελέα Διαφθοράς, κατέθεσαν εγκλήσεις, στρεφόμενες αμέσως η εμμέσως κατά των υπό προστασία μαρτύρων, κατά των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς και κατά του τότε αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης, Δ. Παπαγγελόπουλου, για τέλεση των εγκλημάτων καταχρήσεως εξουσίας, παραβάσεως καθήκοντος, ηθικής, σ’ αυτά, αυτουργίας και ψευδορκίας. Στη συνέχεια κατέθεσαν παρόμοιες εγκλήσεις, άλλα τρία από τα εννέα πολιτικά πρόσωπα.

Οι εγκλήσεις αυτές που κατ’ αρχάς, μη συννόμως, είχαν αρχειοθετηθεί και ανεσύρθησαν στη συνέχεια, αφ’ ενός διαβιβάσθηκαν στη Βουλή, λόγω της αποκλειστικής αρμοδιότητας ως προς το πρόσωπο του αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης και αφ’ ετέρου αποτέλεσαν την αφορμή για την ενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, σε βάρος των μη πολιτικών προσώπων, για το έγκλημα, μεταξύ των άλλων, της κακουργηματικής καταχρήσεως εξουσίας.

Η Ολομέλεια της Βουλής, με βάση το πόρισμα της συσταθείσης Επιτροπής για την ενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, άσκησε ποινική δίωξη κατά του αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης για το έγκλημα, μεταξύ των άλλων, της ηθικής αυτουργίας σε κατάχρηση εξουσίας, ενώ αποφάσισε και την παραπομπή των συμμετόχων στο κληρωθέν Δικαστικό Συμβούλιο, στο οποίο, αρχές Αυγούστου 2020, διαβίβασε και τη σχηματισθείσα δικογραφία και μέλος του οποίου ορίσθηκε για την ενέργεια της κυρίας ανακρίσεως. Όπως ήταν φυσικό, η σχηματισθείσα δικογραφία από την ενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση, στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, διαβιβάσθηκε και αυτή στο κληρωθέν Δικαστικό Συμβούλιο.

ΙΙ.   Με άρθρο μας, που δημοσιεύθηκε στην Ποινική Δικαιοσύνη (τεύχος 2, σελ. 175 επ. του 2021) με τίτλο «Ανακριτική διαδικασία μετά την άσκηση ποινικής διώξεως από τη Βουλή» και υπότιτλο «Να είναι άραγε τυχαία τα κατ’ αυτήν παράδοξα, παράλογα και εν πολλοίς μη σύννομα», (τα οποία δυστυχώς συνεχίζονται, όπως θα φανεί από αυτά που θα εκτεθούν στη συνέχεια), ασκούσαμε δυσμενή κριτική, αφ’ ενός για το γεγονός ότι η ανάκριση, στην παραπεμφθείσα, ενώπιον του Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος, υπόθεση, για το έγκλημα, μεταξύ των άλλων, της κατάχρησης εξουσίας σε βάρος δέκα πολιτικών προσώπων, κατά τη διεξαγόμενη προκαταρκτική εξέταση, σχετικά με την υπόθεση Novartis, ενεργείτο, ως μη όφειλε, με μεγάλη βραδύτητα, μολονότι επρόκειτο περί πολύ σοβαρής υποθέσεως, εν όψει του διαφαινόμενου στόχου της, που ήταν η αλλοίωση των θεσμών του δημοκρατικού πολιτεύματος και αφ’ ετέρου για το γεγονός ότι το ρηθέν Συμβούλιο, με παντελώς αναιτιολόγητο βούλευμα και με συμπέρασμα και κρίση!! που αποτελεί εκδήλωση ανεπίτρεπτης και απαράδεκτης  αυθαιρεσίας, αφού παραμορφώνει και διαστρεβλώνει το περιεχόμενο του άρθρου 30 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., απέκλειε στο εξής, την αρμόδια Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου να εκπληρώνει το, εκ του άρθρου 30 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτον καθήκον, ήτοι τη δυνατότητα που είχε κατά την πιο πάνω διάταξη, όχι μόνο να παρίσταται στις ανακριτικές πράξεις, αλλά και να απευθύνει ερωτήσεις, έστω και μέσω της ανακρίτριας, σε μάρτυρες και κατηγορούμενους.

Έχουν παρέλθει ήδη, ένα έτος και πέντε και πλέον μήνες από τις αρχές Αυγούστου του 2020, που η πιο πάνω δικογραφία ευρίσκεται στα χέρια του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος και της ορισθείσας, απ’ αυτό, ανακρίτριας και δυστυχώς και περιέργως, η ανάκριση συνεχίζεται και ίσως να συνεχίζεται για πολύ ακόμα χρόνο, αν ληφθεί υπόψη ότι μέχρι τώρα, ο κατηγορούμενος Υπουργός, η τότε Εισαγγελέας Διαφθοράς και οι λοιποί κατηγορούμενοι ως συμμέτοχοι δεν έχουν κληθεί ακόμα να απολογηθούν.

Πέραν βεβαίως του γεγονότος ότι, όπως είναι πασίδηλο, για να εκπληρώνει το σκοπό λειτουργίας της η ποινική δικαιοσύνη, θα πρέπει να απονέμεται με ταχύτητα, ώστε ο χρόνος εκδίκασης μιας ποινικής υποθέσεως να μην απέχει πολύ από το χρόνο τελέσεως των εκδικαζομένων εγκλημάτων, την ταχεία περάτωση της ανακρίσεως και δη εντός, κατ’ ανώτατο όριο οκτώ μηνών από της ενάρξεώς της, επιβάλλει ρητώς και ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 248 παρ. 5), χρόνος ο οποίος, όπως είναι φυσικό, ισχύει για την ανακρίτρια του άρθρου 86 του Συντάγματος. Τούτο ισχύει πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για σοβαρά εγκλήματα, όπως αυτό της καταχρήσεως εξουσίας σε βάρος δέκα πολιτικών προσώπων, το οποίο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, διαφαίνεται να στόχευε μακροπροθέσμως την αλλοίωση των θεσμών του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Περιττό να υπενθυμίσουμε ότι όλο αυτό το χρονικό διάστημα η Αρεοπαγίτης ανακρίτρια ασχολείται αποκλειστικά με την ανάκριση της συγκεκριμένης και μόνο υποθέσεως, δηλαδή μίας και μόνον υποθέσεως.

ΙΙΙ.  Στο πλαίσιο της ενεργούμενης, κατά τα άνω, ανάκρισης από την ανακρίτρια του άρθρου 86 του Συντάγματος, εκλήθησαν να εξετασθούν οι μάρτυρες που είχαν τεθεί υπό προστασία από τους Εισαγγελείς Εγκλημάτων διαφθοράς. Πρόθεση της ανακρίτριας ήταν να εξετασθούν με την ιδιότητα των υπό προστασία μαρτύρων, ήτοι με τις κωδικές ονομασίες και όχι με τα αληθή στοιχεία ταυτότητας, επειδή, κατά την άποψή της, μεταξύ των άλλων, ανεξάρτητα από τη μη ύπαρξη συνάφειας κατά την έννοια του άρθρου 128 του Κ.Ποιν.Δ, υπάρχει «ουσιαστική συνάφεια» μεταξύ της ερευνώμενης από την ίδια, υποθέσεως, και της υποθέσεως Novartis που είχαν ερευνήσει και ερευνούν ακόμα, ως προς δύο πολιτικά πρόσωπα, οι Εισαγγελείς του νεοσυσταθέντος Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος. Ένεκα τούτου, προέκυψε διαφωνία μεταξύ της ανακρίτριας και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, η οποία είχε τη θέση ότι οι μάρτυρες αυτοί θα πρέπει να εξετασθούν με τα αληθή στοιχεία ταυτότητας και χωρίς καμία προστασία, καθ’ όσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις να εξετασθούν ως μάρτυρες υπό προστασία, που προβλέπονται από τα άρθρα 218, 47 και 128 του Κ.Ποιν.Δ., και ειδικότερα επειδή η ερευνώμενη από την ανακρίτρια υπόθεση, αφορά, μεταξύ των άλλων, στο έγκλημα της κακουργηματικής κατάχρησης εξουσίας και είναι άσχετη με την υπόθεση Novartis, που ερευνούσαν οι Εισαγγελείς Διαφθοράς και συνεχίζει, κατά ένα μέρος, η Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος. Εν όψει της διαφωνίας αυτής και της, με βάση αυτήν, τελικής κρίσεως του Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος, είναι επιβεβλημένο να ερευνηθεί η ορθότητα ή μη και των θέσεων της ανακρίτριας και της τελικής κρίσεως του Συμβουλίου, με βάση την οποία οι ρηθέντες μάρτυρες εξετάσθηκαν ως υπό προστασία.

Πριν, όμως, από την έρευνα του πιο πάνω ζητήματος, είναι επιβεβλημένη η έρευνα περί του εάν οι δύο υπό προστασία μάρτυρες δεν θα έπρεπε να εξετασθούν καν ως μάρτυρες, είτε με προστασία είτε χωρίς προστασία, αλλά θα έπρεπε να κληθούν από την ανακρίτρια ως κατηγορούμενοι, με τα αληθή στοιχεία ταυτότητας φυσικά, και δη ως συμμέτοχοι με τη μορφή της απλής συνέργειας στο, υπό της Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς, φερόμενο ως τελεσθέν έγκλημα της κατάχρησης εξουσίας σε βαθμό κακουργήματος, για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος της, από τον ενεργήσαντα προκαταρκτική εξέταση για το ζήτημα αυτό, Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εν όψει του ότι, στην περί παραπομπής για ανάκριση, απόφαση της Ολομελείας της Βουλής του αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης, περιλαμβάνονται και οι συμμέτοχοι, των οποίων περιγράφει απλώς τις πράξεις, χωρίς να τους κατονομάζει.

Β.   Ανεπίτρεπτη και μη σύννομη η κλήτευση και εξέταση ως μαρτύρων, των υπό προστασία μαρτύρων, στην ερευνώμενη υπόθεση από την ανακρίτρια του άρθρου 86 του Συντάγματος.

Θα έπρεπε να κληθούν από την ανακρίτρια και να εξετασθούν ως κατηγορούμενοι, με τα αληθή στοιχεία ταυτότητας.

Η ανακύψασα διαφωνία, με τη μορφή που ανέκυψε, μεταξύ της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Βασιλικής Θεοδώρου και της ανακρίτριας του άρθρου 86 του Συντάγματος, Κ. Αλεβιζοπούλου, σε σχέση προς τον τρόπο εξετάσεως των δύο υπό προστασία μαρτύρων, θα είχε αποφευχθεί εάν η ανακρίτρια ασκούσε το δικαίωμα και εξεπλήρωνε το καθήκον, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 250 του Κ.Ποιν.Δ, με το οποίο ορίζεται ότι «ο ανακριτής έχει το δικαίωμα και οφείλει να επεκτείνει τη δίωξη σε όλους όσοι συμμετείχαν στην ίδια πράξη».

Οι δύο υπό προστασία μάρτυρες, σε σχέση προς την υπόθεση Novartis, με τους κωδικούς «Μάξιμος Σαράφης» και «Αικατερίνη Κελέση», θα έπρεπε να κληθούν από την ανακρίτρια του άρθρου 86 του Συντάγματοςως κατηγορούμενοι, στην, υπό της πρώην Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς, φερόμενη ως τελεσθεισα πράξη της καταχρήσεως εξουσίας σε βαθμό κακουργήματος, για την οποία έχει ασκηθεί ρητώς σε βάρος της, ποινική δίωξη.

Η διαβιβασθείσα από την πρώην Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, Ελένη Τουλουπάκη, αναφορά, στην οποία διελάμβανε ότι προέκυπταν στοιχεία περί τελέσεως εγκλημάτων κακουργηματικής απιστίας και δωροληψίας σε βάρος του Δημοσίου, είχε έρεισμα το περιεχόμενο των διαδοχικών καταθέσεων των δύο αυτών, υπό προστασία μαρτύρων.

Η συμμετοχή των δύο υπό προστασία μαρτύρων, στο έγκλημα της κακουργηματικής κατάχρησης εξουσίας, για το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη ρητώς, σε βάρος της πρώην Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς, Ελένης Τουλουπάκη, προκύπτει:

  1. Από το περιεχόμενο των εγκλήσεων, τις οποίες κατέθεσαν τα έξι από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, σε κάποιες από τις οποίες μάλιστα, κατονομάζονται ρητώς, λόγος για τον οποίο κατά την ενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση από τους δύο Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, θα έπρεπε να είχαν εξετασθεί ως ύποπτοι ανωμοτί (άρθ. 244 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και με τα αληθινά στοιχεία ταυτότητας και όχι ως μάρτυρες υπό προστασία με τα ψευδώνυμα, και
  2. Περιγραφικά, έστω και αχνά, από το πόρισμα της συσταθείσας από τη Βουλή, Επιτροπής για την ενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, προς διακρίβωση τελέσεως, μεταξύ των άλλων, και του ως άνω εγκλήματος, από την Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, Ελένη Τουλουπάκη, με ηθικό αυτουργό τον άλλοτε αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, Δ. Παπαγγελόπουλο.

Τούτο σημαίνει ότι οι δύο υπό προστασία μάρτυρες, με τα κατατεθέντα και περιληφθέντα στις καταθέσεις τους ψεύδη (το τελευταίο επιβεβαιώνεται και από την αρχειοθέτηση τον σχηματισθεισών δικογραφιών σε βάρος των εννέα από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα), των οποίων έκανε χρήση η κατηγορουμένη ως αυτουργός πρώην Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς, είχαν και έχουν τελέσει (μέχρι στιγμής στο βαθμό των επαρκών ενδείξεων) τουλάχιστον το έγκλημα της απλής συνεργείας σε κατάχρηση εξουσίας.

Εκ τούτων παρέπεται ότι η ανακρίτρια του άρθρου 86 του Συντάγματος θα έπρεπε, κατά καθήκον, να καλέσει τους δύο υπό προστασία μάρτυρες και να τους εξετάσει ως κατηγορουμένους, σύμφωνα με το άρθρο 250 του Κ.Ποιν.Δ, και όχι ως μάρτυρες,

Και θα πρέπει να το πράξει για έναν ακόμη λόγο και δη διότι σε σκέψεις του υπ’ αριθμόν 5/2021 βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος, επιβεβαιώνονται τα ανωτέρω και είναι απορίας άξιο πώς ενώ συμβαίνει τούτο και θα έπρεπε το Συμβούλιο, κατά λογική αναγκαιότητα, να απόσχει από την επίλυση της διαφωνίας που ανέκυψε μεταξύ της Ανακρίτριας και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, επειδή δεν θα ήταν σύννομη η εξέταση των δύο υπό προστασία μαρτύρων, ως μαρτύρων, αφού θα έπρεπε να κληθούν ως κατηγορούμενοι, δεν έπραξε τούτο.

Οι σκέψεις του βουλεύματος, από τις οποίες προκύπτει ότι η έρευνα της ανακρίτριας Αρεοπαγίτου, σε σχέση προς την ενώπιόν της εκκρεμούσα ανακριτική διαδικασία, εκτείνεται και στη διακρίβωση της υπάρξεως ποινικής ευθύνης, υπό τη μορφή της απλής συνεργείας στην έκνομη συμπεριφορά της πρώην Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς, των δύο υπό προστασία μαρτύρων είναι επί λέξει οι ακόλουθες: «Κατά το στάδιο της ανάκρισης στην παρούσα υπόθεση, ερευνάται, εκτός των άλλων, αφ’ ενός η αποδιδόμενη στην Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, αξιόποινη πράξη της κατάχρησης εξουσίας σε βαθμό κακουργήματος και πλημμελήματος και παράβασης καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση κατά την προκαταρκτική εξέταση για τη διερεύνηση της υπόθεσης «NOVARTIS» και δη ότι αυτή έθεσε παράνομα σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων, αρχικά τρία πρόσωπα με την κωδική ονομασία «ΣΑΡΑΦΗΣ Μάξιμος», «ΚΕΛΕΣΗ Αικατερίνη» και «ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Ιωάννης», χαρακτηρίζοντας αυτά ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, εκθέτοντας εν γνώσει της σε δίωξη και τιμωρία με κατασκευασμένα και ψευδή στοιχεία (τα οποία συνέλεξε από τις καταθέσεις των ως άνω υπό προστασία μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος) δέκα πολιτικά πρόσωπα, αφ’ ετέρου η αποδιδόμενη στον πρώην αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας στις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στην Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς…».

Τί άλλο αλήθεια από το ως άνω απόσπασμα του υπ’ αριθμόν 5/2021 βουλεύματος του Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος και κυρίως από τη φράση «…εκθέτοντας εν γνώσει της σε δίωξη και τιμωρία με κατασκευασμένα και ψευδή στοιχεία (τα οποία συνέλεξε από τις καταθέσεις των ως άνω υπό προστασία μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος) δέκα πολιτικά πρόσωπα», μπορεί να συναχθεί, εκτός του ότι η έρευνα της διενεργουμένης από την ανακρίτρια του άρθρου 86 του Συντάγματος, ανακρίσεως, αφορά και στην ποινική ευθύνη, ως απλών τουλάχιστον συνεργών, των δύο υπό προστασία μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, αφού στο ψευδές περιεχόμενο των καταθέσεων των δύο αυτών μαρτύρων, στηρίχθηκε η πρώην Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς και διαβίβασε με αναφορά της, τη δικογραφία στη Βουλή, με στόχο να επιληφθεί, και εν τέλει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά των δέκα πολιτικών προσώπων.

Και αφού η ανακριτική έρευνα πρέπει να επεκταθεί και στους δύο υπό προστασία μάρτυρες και κατά λογική αναγκαιότητα θα πρέπει αυτοί να κληθούν ως κατηγορούμενοι, πώς είναι δυνατόν η ανακρίτρια να τους καλεί να εξετασθούν ως μάρτυρες;

Με βάση τα ανωτέρω είναι καιρός, πλέον, η διενεργούμενη ανάκριση από την ανακρίτρια του άρθρου 86 του Συντάγματος, η οποία έχει ως αφετηρία τις εγκλήσεις των έξι από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, όχι μόνο να περατωθεί ταχύτατα (η ανακρίτρια λογικά θα πρέπει να είχε χάσει τον ύπνο της, με την εκκρεμότητα αυτή) αλλά και εντός του πλαισίου της νομιμότητας που, μεταξύ των άλλων, είναι και η κλήτευση και εξέταση των δύο υπό προστασία μαρτύρων, ως κατηγορούμενων.

Όπως, όμως, αφήσαμε να εννοηθεί με διατυπωθείσα σκέψη μας, πιο πάνω, σοβαρό σφάλμα διέπραξε και το Πενταμελές Συμβούλιο του άρθρου 86 του Συντάγματος, το οποίο δέχθηκε και εξέφρασε την κρίση του, επί της διαφωνίας που ανέκυψε μεταξύ της ανακρίτριας και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Πολύ περισσότερο, εν όψει του γεγονότος ότι αποδέχεται με το σκεπτικό του, τη συμμετοχή των δύο υπό προστασία μαρτύρων, στο ερευνώμενο, σε βάρος της πρώην Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς, έγκλημα της καταχρήσεως εξουσίας σε βαθμό κακουργήματος. Τούτο προκύπτει ανάγλυφα από το απόσπασμα του σκεπτικού, το οποίο ήδη έχουμε αναφέρει ανωτέρω.

Τί θα έπρεπε λοιπόν να είχε κάνει το Πενταμελές Συμβούλιο του άρθρου 86 του Συντάγματος; Θα έπρεπε να είχε διαλάβει στο σκεπτικό, ότι απέχει να αποφανθεί επί της ανακυψάσης διαφωνίας μεταξύ της ανακρίτριας και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, καθ’ όσον δεν είναι επιτρεπτή η εξέταση των δύο υπό προστασία μαρτύρων, είτε ως υπό προστασία, είτε χωρίς προστασία, επειδή θα πρέπει να κληθούν και να εξετασθούν ως κατηγορούμενοι για το έγκλημα της απλής συνεργείας στο αποδιδόμενο, στην πρώην Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, έγκλημα της καταχρήσεως εξουσίας σε βαθμό κακουργήματος.

Γ.   Επικουρικά, σε σχέση προς τα εκτεθέντα ανωτέρω, υπό στοιχείο Β.

Παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων, από το Συμβούλιο του άρθρου 86 του Συντάγματος, με συνέπεια την εξαγωγή αυθαιρέτων, αβασίμων και εν πολλοίς αναιτιολόγητων συμπερασμάτων, κατά την επίλυση της διαφωνίας που ανέκυψε μεταξύ της Ανακρίτριας Αρεοπαγίτου και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, του άρθρου 86 του Συντάγματος

Το Πενταμελές Συμβούλιο του άρθρου 86 του Συντάγματος, χωρίς να απαντήσει καν στις σκέψεις και τα επιχειρήματα της εμπεριστατωμένης, εκ 40 σελίδων, προτάσεως της Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Βασιλικής Θεοδώρου, με τις οποίες αντικρούονταν κατά πάντα οι θέσεις της ανακρίτριας, τις οποίες, άλλωστε, και εκείνο, στο σύνολό τους σχεδόν, δεν υιοθέτησε, επέλυσε τη ρηθείσα διαφωνία υπέρ της ανακρίτριας, καταλήγοντας στην κρίση ότι οι τεθέντες υπό προστασία δύο μάρτυρες (του τρίτου είχε αρθεί η προστασία) θα πρέπει να εξετασθούν με την ιδιότητα αυτή και στην υπόθεση που ερευνά η ανακρίτρια του άρθρου 86 του Συντάγματος, με επιχειρήματα, ως αιτιολογία, αυθαίρετα και αβάσιμα, αντίθετα προς τη λογική και που συνιστούν παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων, αφού, εν τέλει, το Συμβούλιο μεταβάλλεται σε νομοθέτη. Τα ανωτέρω θα επιβεβαιωθούν από εκείνα που θα εκτεθούν στη συνέχεια και μετά την καταγραφή μίας εκάστης των σκέψεων του βουλεύματος, στις οποίες θεωρεί ότι θεμελιώνει την τελική κρίση του.

Έτσι, ειδικότερα:

Ι.    Πρώτη σκέψη, σελ. 45 επ. του βουλεύματος: «… Καθ’ όσον αφορά στο ακριβές πεδίο και στον τρόπο εφαρμογής του μέτρου της κατάθεσης του προστατευόμενου προσώπου με χρήση ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής ή οπτικής μετάδοσης του άρθρου 218 Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι το συγκεκριμένο μέτρο (όπως και εν γένει η τήρηση της ανωνυμίας του μάρτυρα) αφορά καταρχήν στην ποινική διαδικασία (προκαταρκτική εξέταση, κύρια ανάκριση και εκδίκαση) της υπόθεσης για την οποία εντάχθηκε το πρόσωπο, στο πρόγραμμα προστασίας. Μπορούν όμως τα μέτρα προστασίας μάρτυρα, εφόσον δεν έχουν αρθεί κατά τον προβλεπόμενο τρόπο από τον αρμόδιο Εισαγγελέα, να εφαρμοσθούν και στην ποινική διαδικασία άλλης ποινικής υπόθεσης, όταν κρίνεται αναγκαία η εφαρμογή των μέτρων αυτών και στην άλλη ποινική υπόθεση, που διερευνάται παράλληλα, αλλά σε διαφορετικό δικονομικό στάδιο με την αρχική υπόθεση για την οποία έχει ορισθεί η προστασία προσώπου με διάταξη του αρμόδιου Εισαγγελέα, όπως στην περίπτωση που η κατάθεση αυτού (δηλ. του προστατευόμενου μάρτυρα στην αρχική υπόθεση) στην άλλη ποινική διαδικασία, χωρίς τα μέτρα προστασίας του, θα είχε ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη της ταυτότητάς του, και εντεύθεν την έκθεσή του σε κίνδυνο εκδίκησης ή εκφοβισμού από άτομα που έχουν σχέση με την υπόθεση για την οποία εκδόθηκε η διάταξη ένταξής του. Το σημαντικότερο, η χωρίς προστασία κατάθεση του μάρτυρα στην άλλη ποινική υπόθεση με αποκάλυψη των πραγματικών στοιχείων της ταυτότητάς του, συνιστά σαφή παραβίαση των ως άνω διατάξεων του άρθρου 218, αφού με τον τρόπο αυτό αναιρείται ο σκοπός της προστασίας του μάρτυρα στην αρχική υπόθεση, πριν τα μέτρα προστασίας σε αυτή αρθούν (διακοπούν) κατά τον προβλεπόμενο τρόπο από τον αρμόδιο Εισαγγελέα που τα διέταξε κατ’ άρθρο 218 παρ. 4 εδ. τελ., και εν προκειμένω από τον Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς και ήδη Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος (μετά την συγχώνευση, βάσει του άρθρου 53 παρ. 4 του Ν. 4745/2020, της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς με την Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος).

Σε κάθε περίπτωση, διαφορετική κρίση περί άρσης της προστασίας στην άλλη κατά τα ως άνω υπόθεση, θα εξοβέλιζε τη νομότυπα ληφθείσα και ισχύουσα διάταξη του αρμόδιου Εισαγγελέα, γεγονός που είναι ολοφάνερο πως δεν προβλέπεται στο νόμο»

Στο ανωτέρω απόσπασμα, του σκεπτικού του βουλεύματος, περιέχονται σκέψεις, κρίσεις και συμπεράσματα αυθαίρετα, κατά προφανή παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων του Δικαίου και πολύ περισσότερο των ερμηνευτικών κανόνων σε σχέση προς το Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, το οποίο είναι τυπικό και στο οποίο οι κανόνες αυτοί δεν έχουν μεγάλο πεδίο εφαρμογής.

Έτσι, ειδικότερα:

  1. Από ποιά, αλήθεια, δικονομική διάταξη, αντλεί τη δικαιοδοσία «το δικαστήριο της άλλης ποινικής υπόθεσης» για να αποφανθεί ότι «κρίνεται αναγκαία η εφαρμογή των μέτρων αυτών και στην άλλη ποινική υπόθεση, που διερευνάται παράλληλα, αλλά σε διαφορετικό δικονομικό στάδιο, με την αρχική υπόθεση για την οποία έχει ορισθεί η προστασία προσώπου με διάταξη του αρμόδιου Εισαγγελέα, όπως στην περίπτωση που η κατάθεση αυτού … στην άλλη ποινική διαδικασία, χωρίς τα μέτρα προστασίας του, θα είχε ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη της ταυτότητάς του, και εντεύθεν την έκθεσή του σε κίνδυνο εκδίκησης ή εκφοβισμού από άτομα που έχουν σχέση με την υπόθεση για την οποία εκδόθηκε η διάταξη ένταξής του»

Βεβαίως, τέτοια διάταξη δεν υπάρχει και επειδή δεν υπάρχει προσπάθησε το Συμβούλιο να την εφεύρει με ερμηνευτικά «άλματα» και με σκέψεις και επιχειρήματα μη συμβατά προς τους ερμηνευτικούς κανόνες, με συνέπεια οι δικαστές του Συμβουλίου να μεταλλαχθούν σε νομοθέτη.

  1. Όμως, όχι μόνο δεν υπάρχει τέτοια διάταξη, αλλ’ αντιθέτως, υπάρχουν διατάξεις που ρητώς και με σαφήνεια ρυθμίζουν το ζήτημα και εντεύθεν αποκλείουν την πιο πάνω ερμηνεία, αυτές δε, είναι οι διατάξεις των άρθρων 218 και 47 Κ.Ποιν.Δ.

Με τις πιο πάνω διατάξεις ρυθμίζεται η έκταση και ο τρόπος προστασίας την οποία απολαμβάνουν οι μάρτυρες που τίθενται υπό προστασία, αυτά δε, εξειδικεύονται περαιτέρω με τις διατάξεις που εκδίδει ο αρμόδιος Εισαγγελέας και με τις οποίες τίθενται οι μάρτυρες υπό προστασία.

Με την παράγραφο 3 του άρθρου 218 Κ.Πολ.Δ. ορίζονται τα ακόλουθα: «Σε υποθέσεις σχετικά με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α και 235 έως 237Α ΠΚ, ακόμα κι αν δεν τελέσθηκαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, είναι δυνατόν να παρέχεται στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος κατ’ άρθρο 47, στους ιδιώτες κατ’ άρθρο 255 και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο συμβάλλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη των ως άνω αξιοποίνων πράξεων ή, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο, και στους οικείους των προαναφερθέντων προσώπων, η προβλεπόμενη στην παρ. 4 προστασία από πιθανολογούμενες πράξεις εκφοβισμού ή αντεκδίκησης»

Εξ άλλου, με το άρθρο 47 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ, ορίζονται τα ακόλουθα: «Σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237 και 237Α ΠΚ και τις συναφείς με αυτές πράξεις, είναι δυνατόν, μετά από έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των εισαγγελέων εγκλημάτων διαφθοράς, να χαρακτηρίζεται ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος με πράξη του κατά τόπον αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς, όποιος, χωρίς να εμπλέκεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στις εν λόγω πράξεις και χωρίς να αποβλέπει σε ίδιον όφελος, συμβάλλει ουσιωδώς, με τις πληροφορίες που παρέχει στις διωκτικές αρχές, στην αποκάλυψη και δίωξή τους. Η κατά το προηγούμενο εδάφιο πράξη του εισαγγελέα μπορεί να ανακαλείται με τον ίδιο τρόπο και σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής δίκης, αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι που τον οδήγησαν στην έκδοσή της».

Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 128 του Κ.Ποιν.Δ, που έχει τον τίτλο «Ποια εγκλήματα θεωρούνται συναφή», ορίζεται ότι «ΣΥΝΑΦΗ θεωρούνται ΜΟΝΟ τα εγκλήματα που τελούνται: α) από το ίδιο πρόσωπο είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, β) από τη δράση πολλών που δεν είναι συναίτιοι στον ίδιο τόπο και χρόνο, γ) από πολλούς εναντίον αλλήλων είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους και δ) με σκοπό να διευκολύνουν ή να κάνουν πιο εύστοχη την εκτέλεση ή να συγκαλύψουν ένα από αυτά».

Από το περιεχόμενο των ως άνω διατάξεων προκύπτουν, κατά την άποψή μας, αβιάστως τα ακόλουθα:

α. Η προστασία μπορεί να παρέχεται στους εξεταζόμενους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, σχετικά με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159 Α και 235 έως 237 Α και τις ΣΥΝΑΦΕΙΣ με αυτές πράξεις, ΜΟΝΟΝ εφ’ όσον εξετάζονται για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις και τις συναφείς με αυτές, κατά την έννοια του άρθρου 128 του Κ.Ποιν.Δ.

Τούτο ανενδοιάστως προκύπτει από τα οριζόμενα ρητώς και με σαφήνεια στο άρθρο 47 παρ. 1 και 218 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ. Εάν ο νομοθέτης ήθελε οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος που τίθενται υπό προστασία να εξετάζονται με την ίδια προστασία και όταν καταθέτουν για οποιεσδήποτε άλλες αξιόποινες πράξεις, που θα οδηγούσαν ενδεχομένως στην αποκάλυψη των στοιχείων ταυτότητας θα το όριζε ρητώς, όπως το όρισε ρητώς για τις συναφείς πράξεις

Το ποιες είναι οι συναφείς πράξεις, ορίζεται από το άρθρο 128 του Κ.Ποιν.Δ, κατά τρόπο περιοριστικό, εν όψει του ότι ο νομοθέτης χρησιμοποιεί τη λέξη «ΜΟΝΟ»

Η συνάφεια είναι έννοια δικονομική, προσδιορίζεται από το άρθρο 128 του Κ.Ποιν.Δ, και με αυτή την έννοια αναφέρεται στο άρθρο 47 σε συνδυασμό προς το άρθρο 218 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ όσο και στο άρθρο 218 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα.

Εκτός από την ως άνω έννοια της συνάφειας και τις προσδιοριζόμενες περιπτώσεις συνάφειας, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας δεν γνωρίζει άλλη μορφή συνάφειας, όπως εκείνη της «ουσιαστικής συνάφειας» ή «συνάφειας με την ουσιαστική έννοια» που εφεύρε  η ανακρίτρια και η οποία συνιστά αυθαίρετη κατασκευή, μη ευρίσκουσα και το ελάχιστο νομικό έρεισμα στο νόμο, και οδηγεί σε αυθαίρετα συμπεράσματα και κρίσεις.

β. Αντιλαμβανόμενο το Συμβούλιο ότι η θέση της ανακρίτριας ήταν αυθαίρετη, αφού δεν είχε και το ελάχιστο έρεισμα, προσπάθησε να θεμελιώσει τη διαλαμβανόμενη στο βούλευμα, θέση του, με την επίκληση του σκοπού των διατάξεων των άρθρων 218 και 47 του Κ.Ποιν.Δ, που κατ’ αυτό, είναι η προστασία των τεθέντων υπό προστασία μαρτύρων, όχι μόνο όταν εξετάζονται ως μάρτυρες σε υποθέσεις σχετικά με τα ρηθέντα εγκλήματα και τα συναφή μ’ αυτά, αλλά και όταν εξετάζονται σε οποιαδήποτε άλλη άσχετη υπόθεση, στην οποία, εφ’ όσον εξετάζονταν με το πραγματικό όνομά τους, θα αποκαλυπτόταν η ταυτότητά τους, και σε σχέση προς την υπόθεση NOVARTIS, θα έπαυε κατ’ ουσίαν η προστασία τους και θα υπήρχε κίνδυνος εκφοβισμού η αντεκδικήσεων.

Όμως αυτό αποτελεί ολίσθημα του Συμβουλίου. Τούτο διότι, ναι μεν ο σκοπός θεσπίσεως μιας διατάξεως αποτελεί ερμηνευτική μέθοδο προσεγγίσεως και κατανοήσεώς της, όμως, για την ορθή εφαρμογή της μεθόδου αυτής απαιτείται η αναζήτηση του σκοπού θεσπίσεως της διατάξεως αυτής στο σύνολό της και όχι του σκοπού θεσπίσεως όρων μέσω των οποίων θα οδηγηθούμε στην επίτευξη του σκοπού θεσπίσεως της διατάξεως.

Είναι δε πρόδηλο ότι ο σκοπός της θεσπίσεως των διατάξεων των άρθρων 218 και 47 του ΚΠοινΔ είναι «η αποκάλυψη των, από τα άρθρα 159, 159Α κι 235 – 235Α προβλεπομένων αξιοποίνων πράξεων»

Η παροχή προστασίας, με διάφορες μορφές που περιγράφονται στην παρ. 4 του άρθρου 219 ΚΠοινΔ, από πιθανολογούμενες πράξεις εκφοβισμού ή αντεκδίκησης στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος κλπ, αποτελεί ένα εκ των μέσων για την επίτευξη του πιο πάνω σκοπού και όχι το σκοπό της διατάξεως αυτής. Άλλωστε, η προβλεπομένη, κατά τα άνω, παροχή προστασίας σε μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος κλπ, αφ’ ενός είναι δυνητική (άρθρο 218 παρ. 3 «…είναι δυνατόν να παρέχεται στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος …») και αφ’ ετέρου τελεί υπό την ουσιαστική προϋπόθεση ότι οι μάρτυρες αυτοί, με τις καταθέσεις τους, θα συμβάλλουν ουσιωδώς στην αποκάλυψη των ρηθεισών αξιοποίνων πράξεων. Εάν το τελευταίο δεν έχει συμβεί, ήτοι εάν οι τεθέντες υπό προστασία μάρτυρες δεν έχουν συμβάλλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη των ρηθεισών αξιοποίνων πράξεων, η θέση αυτών υπό προστασία από τον αρμόδιο Εισαγγελέα και η διατήρηση της προστασίας αυτής είναι παράνομη.

Εκτός όμως από την πιο πάνω γενική επισήμανση, που οδηγεί στη θέση ότι η ρηθείσα κρίση του Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος είναι αβάσιμη και αυθαίρετη, αφού δεν είναι συμβατή με τα οριζόμενα με σαφήνεια στις διατάξεις των άρθρων 218 και 47 του Κ.Ποιν.Δ και με τους ερμηνευτικούς κανόνες, αυτό επιβεβαιώνεται και από τα ακόλουθα επιχειρήματα και σκέψεις:

αα. Το Συμβούλιο αγνόησε ότι η ελευθερία του Δικαστού, ως προς τη μέθοδο ερμηνείας των νόμων δεν δύναται να φθάσει και μέχρι την ανατροπή αυτών και ότι ουδεμία ερμηνευτική μέθοδος δύναται να δικαιολογήσει ερμηνεία που αντιτίθεται σε σαφή διάταξη νόμου, διότι τότε ο δικαστής μεταβάλλεται σε νομοθέτη. Στην υπό κρίση υπόθεση είναι περισσότερο από προφανές ότι οι διατάξεις των άρθρων 218 και 47 του Κ.Ποιν.Δ είναι σαφείς και προσδιορίζουν ρητώς και επακριβώς τις υποθέσεις στις οποίες οι τεθέντες υπό προστασία μάρτυρες, θα εξετάζονται με την ιδιότητα αυτή. Ζήτημα λοιπόν προσθήκης πέραν των προβλεπομένων ρητώς από τα άρθρα 218 και 47 του Κ.Ποιν.Δ και άλλων υποθέσεων, στις οποίες οι υπό προστασία μάρτυρες θα εξετάζονται με την ιδιότητα αυτή, μέσω μάλιστα, όπως εκθέσαμε, όχι του αληθούς σκοπού των πιο πάνω διατάξεων, αλλά του σκοπού ενός εκ των μέσων, που είναι η δυνατότητα παροχής προστασίας στους μάρτυρες, για την επίτευξη του τελικού σκοπού.

Ο σκοπός εξ άλλου του νόμου λαμβάνεται υπόψη προεχόντως, όταν με αυτόν (νόμο), ρυθμίζεται ένα ζήτημα και αναζητείται σε τί ακριβώς συνίσταται η ρύθμιση αυτή. Όταν ο νομοθέτης έχει αφήσει αρρύθμιστο ένα ζήτημα, τότε, δεν είναι δυνατόν ο εφαρμοστής του δικαίου, με την επίκληση του σκοπού, να ρυθμίσει το ζήτημα αυτό, γιατί στην περίπτωση αυτή μεταβάλλεται σε νομοθέτη.

Τα ανωτέρω ισχύουν πολύ περισσότερο εν όψει του ότι η ερμηνεία αφορά σε δικονομικές διατάξεις, που, ως τυπικές, ερμηνεύονται στενά.

ββ. Η θέση των μαρτύρων υπό προστασία, που καλούνται και εξετάζονται σε ορισμένες υποθέσεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες που είναι σχετικές με τα προβλεπόμενα, από τα άρθρα 159, 159 Α και 235 έως 237 A του ΠΚ, εγκλήματα, δεν είναι αυτοσκοπός, ώστε να αντιμετωπίζονται ως «ιερά πρόσωπα», αόρατα και ανέγγιχτα από οποιονδήποτε και να προκρίνεται η προστασία τους, σε οποιαδήποτε περίπτωση θα υπήρχε κίνδυνος αποκάλυψης της ταυτότητάς τους. Είναι μέσον προς πραγμάτωση σκοπού και δη «της αποτελεσματικής προστασίας της Πολιτείας και της εννόμου τάξεως από των εγκληματικών προσβολών», σκοπός, όμως, ο οποίος έπεται της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, που επιδιώκει η έννομη τάξη.

Τούτο επιβεβαιώνεται και από απόσπασμα της αιτιολογικής έκθεσης του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο, το Συμβούλιο του άρθρου 86 του Συντάγματος επικαλείται, για να θεμελιώσει, προφανώς, την τελική κρίση του και το οποίο δεν αντελήφθη ότι τη αληθεία την αποδυναμώνει, αν δεν την εκμηδενίζει πλήρως.

Ειδικότερα, το Συμβούλιο επικαλείται μεταξύ των άλλων το ακόλουθο απόσπασμα «… Όσα αναφέρονταν στην εισηγητική έκθεση του ισχύοντος Κώδικα του 1950 … σχετικά με τις στοχεύσεις και τις προτεραιότητες του τότε σχεδίου, μπορεί να λεχθεί ότι ισχύουν και για το παρόν Σχέδιο. Συνεχίζει να προέχει το κατά πόσον ο Κ.Π.Δ. «διασφαλίζει … τας βασικάς αρχάς της φιλελευθέρας και δημοκρατικής διεξαγωγής της ποινικής ανακρίσεως και της ποινικής δίκης και κατά πόσον συνθέτει τας δύο μεγάλας ηθικάς και κοινωνικάς ανάγκας, της πλήρους κατοχυρώσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτου αφ’ ενός, και της αποτελεσματικής προστασίας της Πολιτείας και της εννόμου τάξεως από των εγκληματικών προσβολών αφ’ ετέρου». Πάντως το κατ αρχήν προβάδισμα σε αυτό το ζητούμενο ανήκει στην προστασία του ατόμου, καθ’ όσον ο κίνδυνος καταδίκης ενός αθώου βαρύνει περισσότερο «στα μάτια» του κοινωνικού συνόλου, που προτιμά ανεπιφύλακτα, για λόγους κοινωνικής συνοχής και πολιτισμού, την μη τιμώρηση ενός ενόχου από την καταδίκη ενός αθώου … Δοθέντος ότι ο νομοθέτης οφείλει πάντοτε να επιδιώκει σε γενικό επίπεδο την εναρμόνιση των συγκρουομένων αξιών (αρχή πρακτικής αρμονίας) χωρίς να ακυρώνει καμία από αυτές, είναι φανερό ότι το προβάδισμα του ατομικού συμφέροντος δεν συρρικνώνει την ποινική λειτουργία της Πολιτείας, αλλά λειτουργεί απλώς ως κανόνας προτεραιότητας κατά την αντιμετώπιση του ποινικού φαινομένου …» (βλ. σελ 43 – 44 του υπ’ αριθμόν 5/2021 βουλεύματος)

γγ. Το Συμβούλιο αγνόησε το γεγονός ότι η έκταση και ο τρόπος προστασίας των μαρτύρων που τίθενται υπό προστασία, προσδιορίζεται εν τέλει από τις διατάξεις των Εισαγγελέων με τις οποίες τίθενται οι μάρτυρες υπό προστασία και ότι οι διατάξεις 12/2017 και 1/2018 και η 3/2018 πράξη των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, με τις οποίες τέθηκαν υπό προστασία οι μάρτυρες με τις κώδικες ονομασίες «Αικατερίνη Κελέση» και «Μάξιμος Σαράφης» και χαρακτηρίσθηκαν ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, προβλέπουν προστασία των ανωτέρω μαρτύρων ΜΟΝΟ κατά την εξέτασή τους για την υπόθεση Novartis (εγκλήματα κακουργηματικής απιστίας, δωροδοκίας και δωροληψίας, φερόμενα ως τελεσθέντα από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα και άλλους), την οποία ερευνούσαν οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς. Ουδέν αναφέρουν για προστασία των μαρτύρων αυτών, όταν εξετάζονται και σε άλλες, άσχετες υποθέσεις, προς την υπόθεση Novartis, που αφορά στα ρηθέντα εγκλήματα, έστω και αν η εξέτασή τους θα έχει ως συνέπεια την αποκάλυψη της ταυτότητάς τους. Όλα αυτά διαλαμβάνονται εν πολλοίς και στην πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου προς το Δικαστικό Συμβούλιο του άρθρου 86 του Συντάγματος, το οποίο θεώρησε ότι δεν είχε καθήκον να την 67ούσει.

δδ. Όπου ο νομοθέτης έκρινε ότι οι υπό προστασία μάρτυρες είχαν ανάγκη περαιτέρω ή μείζονος προστασίας, το όρισε ρητώς, όπως συμβαίνει με την πρόβλεψη του άρθρου 47 παρ. 2 και 3 του Κ.Ποιν.Δ. σύμφωνα με την οποία οι εγκλήσεις ή μηνύσεις για τα εγκλήματα της ψευδούς κατάθεσης, ψευδούς καταμήνυσης κλπ, για υποθέσεις που ερευνώνται και είναι σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159 Α και 235 έως 237 Α του Π.Κ., τίθενται στο αρχείο με τη διαδικασία που προβλέπουν οι ρηθείσες διατάξεις, χωρίς να προηγηθεί κάποια δικαστική ενέργεια. Δεν επιβεβαιώνει τούτο ότι εάν ο νομοθέτης ήθελε, θα είχε προβλέψει την προστασία των τεθέντων υπό προστασία μαρτύρων, κατά την εξέτασή τους σε οποιαδήποτε υπόθεση, εφ’ όσον θα υπήρχε κίνδυνος να αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους και να αποδυναμωθεί η προστασία τους;

εε. Το Συμβούλιο παρείδε ότι το περιεχόμενο των διατάξεων των άρθρων 218 και 47 του Κ.Ποιν.Δ. έχει επαναληφθεί σε τρεις διαδοχικούς νόμους, που απέχουν χρονικά μεταξύ τους πολλά έτη (άρθρο 9, παρ. 1, 2 και 7 του Ν. 2928/2001, για τα εγκλήματα τρομοκρατίας, άρθρο 45 Β του καταργηθέντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που είχε προστεθεί με το Ν. 4254/2004 και άρθρα 218 και 47 του ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας). Η εμμονή του νομοθέτη για την προστασία των μαρτύρων, όταν αυτοί εξετάζονται σε υποθέσεις που αφορούν συγκεκριμένα εγκλήματα (τα εγκλήματα που προβλέπονται από τα άρθρα 159, 159 Α,  235 έως 235 Α του Π.Κ. και τα συναφή προς αυτά ή τα εγκλήματα τρομοκρατίας και τα συναφή προς αυτά), δεν επιβεβαιώνει άραγε το άστοχο, τουλάχιστο, και γιατί όχι αυθαίρετο, των ρηθεισών σκέψεων του βουλεύματος του Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος; Εάν ο νομοθέτης ήθελε αυτό στο οποίο κατέληξε το Συμβούλιο, ήτοι η προστασία των μαρτύρων να επεκτείνεται και σε οποιαδήποτε άλλη υπόθεση, στην οποία η εξέταση τους με τα αληθή στοιχεία θα είχε ως συνέπεια την αποκάλυψη της ταυτότητας, ασφαλώς και θα το όριζε, σε έναν έστω από τους τρεις νόμους.

Όμως, όχι μόνο δεν όρισε αυτό, αλλ’ αντιθέτως όρισε ότι προστατεύονται όταν εξετάζονται σε σχέση προς συγκεκριμένα εγκλήματα και τα συναφή προς αυτά.

στστ. Η εξέταση ενός μάρτυρα με τα αληθή στοιχεία ταυτότητάς του και η υποχρέωσή του να τα δηλώσει πριν αρχίσει η εξέτασή του, προβλέπεται και επιβάλλεται από το άρθρο 217 του Κ.Ποιν.Δ. και συνεπώς τούτο αποτελεί το βασικό κανόνα. Η εξέταση μαρτύρων με πλασματικά στοιχεία ταυτότητας, στις περιπτώσεις των άρθρων 218 και 47 του Κ.Ποιν.Δ. αποτελεί την εξαίρεση. Τούτο σημαίνει ότι η έκταση της εξαίρεσης πρέπει να περιορίζεται αυστηρά στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος, και να μην επεκτείνεται η εφαρμογή της πέραν των περιπτώσεων αυτών με «ερμηνευτικά άλματα»

ΙΙ.   Δεύτερη σκέψη, σελ. 54 του βουλεύματος: «Εν όψει των εκτεθέντων, …, κατά την κρίση του Συμβουλίου, είναι φανερό πως κατά νόμο επιβάλλεται και στην παρούσα ποινική υπόθεση κατά το στάδιο της ανάκρισης, να εξετασθούν οι υπό προστασία μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος της υπόθεσης «NOVARTIS», με το ίδιο πρόγραμμα προστασίας ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος. Και τούτο διότι κατά το στάδιο της ανάκρισης στην παρούσα υπόθεση, ερευνάται, εκτός των άλλων, αφ’ ενός η αποδιδόμενη στην Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, αξιόποινη πράξη της κατάχρησης εξουσίας σε βαθμό κακουργήματος και πλημμελήματος και παράβασης καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση κατά την προκαταρκτική εξέταση για τη διερεύνηση της υπόθεσης «NOVARTIS» και δη ότι αυτή έθεσε παράνομα σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων, αρχικά τρία πρόσωπα με την κωδική ονομασία «ΣΑΡΑΦΗΣ Μάξιμος», «ΚΕΛΕΣΗ Αικατερίνη» και «ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Ιωάννης», χαρακτηρίζοντας αυτά ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, εκθέτοντας εν γνώσει της σε δίωξη και τιμωρία με κατασκευασμένα και ψευδή στοιχεία (τα οποία συνέλεξε από τις καταθέσεις των ως άνω υπό προστασία μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος) δέκα πολιτικά πρόσωπα, αφ’ ετέρου η αποδιδόμενη στον πρώην αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας στις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στην Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς…»

Είναι απορίας άξιο πώς το Συμβούλιο επικαλείται τις, στο ανωτέρω απόσπασμα, διαλαμβανόμενες σκέψεις για να στηρίξει την κρίση του, ότι οι υπό προστασία μάρτυρες θα πρέπει να εξετασθούν από την ανακρίτρια ως μάρτυρες υπό προστασία στην υπόθεση που ερευνά, αφού δεν υπάρχει οποιασδήποτε μορφής αλληλεξάρτηση των ανωτέρω σκέψεων με την εξαχθείσα κρίση του. Το μόνο το οποίο συνάγεται αβιάστως από τις σκέψεις του ως άνω αποσπάσματος, είναι εκείνο το οποίο εκθέσαμε σε άλλη θέση και δη ότι οι ρηθέντες, υπό προστασία μάρτυρες, θα πρέπει να κληθούν από την ανακρίτρια του άρθρου 86 του Συντάγματος και να εξετασθούν ως κατηγορούμενοι.

Πέραν τούτων, με βάση εκείνα που εκθέσαμε ανωτέρω, υπό στοιχείο Ι 2, η χρησιμοποίηση, στη δεύτερη σκέψη, της φράσης «Κατά την κρίση του Συμβουλίου, είναι φανερό πως κατά νόμο επιβάλλεται και στην παρούσα ποινική υπόθεση κατά το στάδιο της ανάκρισης, να εξετασθούν οι υπό προστασία μάρτυρες … της υπόθεσης «NOVARTIS», με το ίδιο πρόγραμμα προστασίας» είναι άστοχη και παραπλανητική.

Τούτο διότι:

1) Όπως εκθέσαμε, δεν υπάρχει διάταξη νόμου που να ορίζει τούτο, και

2) Όφειλε το Συμβούλιο να αναγράψει ότι αυτό πρέπει να γίνει με βάση τη δοθείσα από το ίδιο (αυθαίρετη, κατά την άποψή μας) ερμηνεία στις διατάξεις των άρθρων 218 και 47 Κ.Ποιν.Δ, και να μη χρησιμοποιήσει «ότι αυτό επιβάλλεται κατά νόμο»

ΙΙΙ. Τρίτη σκέψη, σελ. 54 – 55 του βουλεύματος«… Η κατάθεση των υπό προστασία δύο μαρτύρων, με την κωδική ονομασία «ΣΑΡΑΦΗΣ Μάξιμος» και «ΚΕΛΕΣΗ Αικατερίνη» … στην παρούσα ανακριτική διαδικασία χωρίς το πρόγραμμα προστασίας, και πριν αυτό αρθεί κατά τον προβλεπόμενο τρόπο, είναι βέβαιο ότι θα έχει ως αποτέλεσμα, την αποκάλυψη της ταυτότητάς τους και στην υπόθεση «NOVARTIS», υπονομεύοντας με τον τρόπο αυτό τον θεσμό των προστατευόμενων μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος. Ειδικότερα τα προαναφερθέντα ισχύουν καθόσον η εξέταση των παραπάνω προσώπων στην παρούσα ανακριτική διαδικασία έχει ως αντικείμενο έρευνας τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτοί κατέθεσαν σε βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων στην υπόθεση «NOVARTIS» και τις συνθήκες υπό τις οποίες τέθηκαν υπό καθεστώς προστασίας μαρτύρων. Τυχόν δε άρση της ως άνω ιδιότητάς τους και των μέτρων προστασίας τους βάσιμα θα μπορούσε να εκληφθεί ως εκφορά κρίσης περί της τέλεσης των ως άνω αξιοποίνων πράξεων που αποδίδονται στην Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς και στον πρώην Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης. … Περαιτέρω η αναγκαιότητα της κατάθεσης των παραπάνω προσώπων, και στην παρούσα υπόθεση, με το πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων της υπόθεσης «NOVARTIS», συνίσταται στο ότι η αποκάλυψη των πραγματικών ονομάτων τους από την κατάθεσή τους χωρίς προστασία κατά την παρούσα ανάκριση, οδηγεί στην αποκάλυψη των ονομάτων τους και στην υπόθεση «NOVARTIS», χωρίς να έχει προηγηθεί η άρση της προστασίας μάρτυρα από τους αρμόδιους Εισαγγελείς κατά τον προβλεπόμενο τρόπο».

Και τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω σκέψη δεν μπορεί να θεμελιώσουν, έστω και κατ’ ελάχιστο, την τελική κρίση του Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος στο υπ’ αριθμόν 5/2021 βούλευμά του. Έτσι, ειδικότερα:

Θεωρεί το Συμβούλιο ότι είναι ανεπίτρεπτο να εξετασθούν οι δύο υπό προστασία μάρτυρες στην υπόθεση που ερευνά η ανακρίτρια, με τα αληθή στοιχεία ταυτότητας, διότι αυτό θα οδηγήσει στην αποκάλυψη των αληθών ονοματεπωνύμων και σε σχέση προς την υπόθεση NOVARTIS, χωρίς να έχει προηγηθεί η άρση της προστασίας μάρτυρα από τον αρμόδιο Εισαγγελέα και διότι, με τον τρόπο αυτό υπονομεύεται ο «θεσμός» των προστατευομένων μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος. Όμως, με τη σκέψη αυτή το Συμβούλιο λαμβάνει το ζητούμενο ως δεδομένο. Και το ζητούμενο είναι εάν σε σχέση προς την υπόθεση που ερευνά η ανακρίτρια, απαιτείται να προηγηθεί άρση της προστασίας από τον αρμόδιο Εισαγγελέα, προκειμένου να εξετασθούν χωρίς προστασία ή αν σε σχέση προς την υπόθεση που ερευνά η ανακρίτρια και αφορά, μεταξύ των άλλων, στα εγκλήματα κακουργηματικής καταχρήσεως εξουσίας και παραβάσεως καθήκοντος σε βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων, δεν υπάρχει διάταξη που να προβλέπει την εξέτασή τους με προστασία.

Όπως εκθέσαμε και ανωτέρω, τέτοια διάταξη δεν υπάρχει ούτε όμως μπορεί οι σαφείς διατάξεις των άρθρων 218 και 47 του ΚΠοινΔ, που εφαρμόζονται όταν ανακρίνονται ή  εκδικάζονται υποθέσεις, που, όπως ρητά ορίζεται στις διατάξεις αυτές, αφορούν στα υπό των άρθρων 159, 159 Α και 235 – 237 Α του ΠΚ προβλεπόμενα εγκλήματα διαφθοράς, να εφαρμοσθούν και στην περίπτωση της υποθέσεως που ερευνά η ανακρίτρια και αφορά, μεταξύ των άλλων, στα εγκλήματα της κακουργηματικής καταχρήσεως εξουσίας και παραβάσεως καθήκοντος, για τους λόγους που έχουμε εκθέσει ανωτέρω. Η εξέτασή τους έπρεπε να γίνει στην υπόθεση που ερευνά η ανακρίτρια, χωρίς καμία προστασία και χωρίς να είναι ανάγκη να προηγηθεί άρση της προστασίας από τον αρμόδιο Εισαγγελέα, γιατί αυτή είναι η βούληση του νομοθέτη, που προκύπτει από τις σαφείς διατάξεις των άρθρων 218 και 47 του ΚΠοινΔ.

Περαιτέρω, θεωρούμε αναγκαίο να επισημάνουμε ότι ο «θεσμός» της προστασίας των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος δεν υπονομεύεται με το να εξετάζονται οι μάρτυρες αυτοί χωρίς προστασία, στην υπόθεση που ερευνά η ανακρίτρια, που είναι άσχετη προς τα εγκλήματα των άρθρων 159, 159 Α και 235 – 237 Α του ΠΚ και τα συναφή προς αυτά, σε σχέση προς τα οποία και ΜΟΝΟΝ προβλέπει ο Κ.Ποιν.Δ (άρθρα 218 και 47) ότι είναι επιτρεπτή η εξέταση μαρτύρων υπό προστασία. Ο «θεσμός» υπονομεύεται όταν επιχειρείται η στήριξή του με σκέψεις και επιχειρήματα ελάχιστα πειστικά και μη σύμφωνα προς τους ερμηνευτικούς κανόνες και όταν η δυνατότητα εξέτασης μαρτύρων υπό προστασία, επεκτείνεται πέραν των περιπτώσεων που ορίζει με σαφήνεια ο νόμος (άρθρα 218 και 47 του ΚΠοινΔ), η οποία έχει ως συνέπεια να μην είναι δυνατό να αποκαλυφθεί η ενδεχόμενη έκνομη συμπεριφορά των μαρτύρων αυτών, αλλά και των λοιπών προσώπων (Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς κλπ), που φέρονται να μετείχαν σε κατάρτιση και εκτέλεση σχεδίου για την πολιτική και ηθική εξόντωση των δέκα πολιτικών προσώπων.

Εξάλλου, η ειδικότερη σκέψη σύμφωνα με την οποία είναι αναγκαία η εξέταση των υπό προστασία μαρτύρων με το πρόγραμμα προστασίας, για να μην αποκαλυφθούν τα αληθινά ονόματά τους, δεν καθιστά νόμιμη την εξέτασή τους με το πρόγραμμα προστασίας. Τούτο διότι το νόμιμο της εξετάσεώς τους με το πρόγραμμα προστασίας, συναρτάται με το αν αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 218 και 47 του ΚΠοινΔ, και όχι από το εάν είναι ή όχι αναγκαία. Όπως δε, έχουμε ήδη εκθέσει, δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη στις διατάξεις αυτές. Αντιθέτως μάλιστα, από το περιεχόμενό τους και τη ρητή και σαφή διατύπωσή τους, προκύπτει το ακριβώς αντίθετο.

Επίσης, η ειδικότερη σκέψη που διαλαμβάνεται στο ως άνω απόσπασμα του βουλεύματος, σύμφωνα με την οποία «τυχόν άρση της ιδιότητας των δύο μαρτύρων, ως μαρτύρων υπό προστασία, βάσιμα θα μπορούσε να εκληφθεί ως εκφορά κρίσης περί τελέσεως των αξιοποίνων πράξεων που αποδίδονται στην Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς και στον αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης» αποτελεί αυθαίρετο και παραπλανητικό συμπέρασμα, διότι:

αα. Ψευδώς κάνει λόγο για «άρση» της ιδιότητας των δύο υπό προστασία μαρτύρων, καθ’ όσον η ιδιότητά τους αυτή όχι μόνο δεν αίρεται αλλά εξακολουθεί υπάρχουσα τόσο στο σύνολό της όσο και ως προς τη μη δυνατότητα διώξεώς τους, για τα εγκλήματα που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 47 του ΚΠοινΔ.

ββ. Δεν αιτιολογείται πού στηρίζεται και πώς εξάγεται το συμπέρασμα αυτό, το οποίο είναι προφανές ότι γράφεται για να ενισχυθεί η τελική κρίση του Συμβουλίου, και

γγ. Οδηγεί σε αδυναμία προσεγγίσεως και αποκαλύψεως της ουσιαστικής αλήθειας, που αποτελεί το σκοπό της ποινικής δίκης.

Τέλος, από την ειδικότερη σκέψη του βουλεύματος, στην αρχή του αποσπάσματος, σύμφωνα με την οποία «η εξέταση των δύο υπό προστασία μαρτύρων, στην παρούσα ανακριτική διαδικασία, έχει ως αντικείμενο έρευνας …  και τις συνθήκες υπό τις οποίες τέθηκαν υπό προστασία», επιβεβαιώνεται ότι οι δύο υπό προστασία μάρτυρες θα έπρεπε να είχαν κληθεί και θα πρέπει να κληθούν τάχιστα και να εξετασθούν ως κατηγορούμενοι και δη ως απλοί συνεργοί στο αποδιδόμενο στην κατηγορούμενη πρώην Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, έγκλημα της καταχρήσεως εξουσίας.

IV.Τέταρτη σκέψη, σελ. 55-56 του βουλεύματος:«Επισημαίνεται ότι όσοι θεωρούν ότι βλάπτονται από τις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος δεν παραμένουν απροστάτευτοι, όχι μόνο διότι τα μέτρα προστασίας του μάρτυρα μπορούν να αρθούν με την αναφερθείσα διαδικασία, αλλά και διότι αφ’ ενός μεν ουδείς μπορεί να καταδικασθεί με μόνη την κατάθεση μάρτυρα, του οποίου δεν έχουν αποκαλυφθεί τα στοιχεία ταυτότητας (παρ. του άρθρου 218 Κ.Π.Δ.), αφ’ ετέρου διότι κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αποκάλυψη του ονόματος προστατευόμενου μάρτυρα, αν τούτο ζητηθεί από τον Εισαγγελέα, από έναν διάδικο ή και αυτεπαγγέλτως …».

Είναι προφανές ότι τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω σκέψη του βουλεύματος, δεν μπορεί να έχουν εφαρμογή στην ερευνώμενη, από την ανακρίτρια του άρθρου 86 του Συντάγματος, υπόθεση, και είναι απορίας άξιο πώς το βούλευμα τα επικαλείται, προκειμένου να θεμελιώσει τη ρηθείσα «ερμηνευτική» θέση του. Τούτο διότι η ρηθείσα σκέψη του βουλεύματος προσήκει σε διενέργεια ανακρίσεως και διεξαγωγή δίκης για τα εγκλήματα των άρθρων 157, 157 Α και 235 έως 237 Α του Π.Κ., με κατηγορούμενους ή υπόπτους εκείνους τους οποίους οι υπό προστασία μάρτυρες έχουν καταγγείλει ή για τους οποίους έχουν καταθέσει σε βάρος τους, όπως συνέβη με τις έρευνες της Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς, σε βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων, ως υπόπτων τελέσεως των εγκλημάτων απιστίας, δωροδοκίας και δωροληψίας, τελεσθέντων σε βάρος του Δημοσίου και σε βαθμό κακουργήματος, έρευνες από τις οποίες ουδέν προέκυψε, αφού οι καταθέσεις των υπό προστασία μαρτύρων είναι ψευδείς αλλά και δικονομικά ανυπόστατες, λόγος για τον οποίο οι δικογραφίες, για τα εννέα από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα έχουν ήδη αρχειοθετηθεί.

Στην υπό κρίση όμως υπόθεση, που ερευνά η ανακρίτρια του άρθρου 86 του Συντάγματος, κατηγορουμένη, μεταξύ των άλλων, είναι η πρώην Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς, και ηθικός αυτουργός ο πρώην αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, για το έγκλημα της κατάχρησης εξουσίας, το οποίο η Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς φέρεται να τέλεσε κατά τη διενέργεια των ρηθεισών ερευνών σε βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων, ενώ τα τελευταία είναι παθόντες, με τα έξι από αυτά να είναι συγχρόνως και εγκαλούντες. Είναι συνεπώς οι δύο υποθέσεις ανόμοιες αλλά και άσχετες μεταξύ τους.

Τα τελευταία σημαίνουν αφ’ ενός ότι η τελική κρίση του βουλεύματος δεν μπορεί να θεμελιωθεί στη ρηθείσα σκέψη του και αφ’ ετέρου ότι λόγω αυτής ακριβώς της ανομοιότητας, δεν μπορεί να θεμελιωθεί αρμοδιότητα του Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος, με οποιαδήποτε ερμηνευτική προσέγγιση (ανάλογος εφαρμογή, διασταλτική ερμηνεία κλπ), η οποία (αρμοδιότητα) να του δίδει τη δυνατότητα να αποφανθεί περί του εάν θα πρέπει οι υπό προστασία μάρτυρες να εξετασθούν και στην ερευνωμένη από την ανακρίτρια, υπόθεση, ως μάρτυρες υπό προστασία.

Παρά ταύτα, το Συμβούλιο του άρθρου 86 του Συντάγματος, ενεργώντας καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του και άρα μη συννόμως, δέχθηκε ότι έχει δικαιοδοσία και για το ζήτημα αυτό και απεφάνθη ότι οι υπό προστασία μάρτυρες στην υπόθεση που ερευνούσε η Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς σε βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων, θα πρέπει να εξετασθούν ως μάρτυρες υπό προστασία, και στην παρούσα υπόθεση.

Τέλος, σε σχέση προς την ως άνω τελευταία σκέψη του υπ’ αριθμόν 5/2021 βουλεύματος του Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος, θεωρούμε χρήσιμο να προσθέσουμε τις ακόλουθες ακόμη σκέψεις, οι οποίες επιβεβαιώνουν το εσφαλμένο και γιατί όχι αυθαίρετο της κρίσεως του βουλεύματος.

Θεωρούμε βέβαιο ότι διαβάζοντας την τελευταία αυτή σκέψη του βουλεύματος, τα δέκα πολιτικά πρόσωπα κατ’ ελάχιστο θα πρέπει να εξοργίσθηκαν, ενώ πιθανόν να διερωτήθηκαν πώς θα αισθάνονταν τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου που εξέδωσε το ρηθέν βούλευμα εάν κάποιοι κακοήθεις μάρτυρες, τους οποίους ο αρμόδιος Εισαγγελέας τους έθεσε υπό προστασία, κατήγγειλαν ψευδώς, με καταθέσεις τους ενώπιον του Εισαγγελέα, ότι το πιο πάνω βούλευμα είναι «προϊόν» χρηματισμού των μελών του Συμβουλίου και επηρεασμού τους από άλλους παράγοντες, μεταξύ των οποίων και δικαστικοί Λειτουργοί, με βάση αυτές ακολουθούσαν σε βάρος τους όλα όσα έχουν γίνει σε βάρος των πολιτικών προσώπων και στο τέλος το Συμβούλιο τους απαντούσε ότι «οι βλαπτόμενοι από τις καταθέσεις των ψευδομαρτύρων δεν θα μείνουν απροστάτευτοι, αφού κάποτε θα αποκαλυφθούν τα στοιχεία ταυτότητας των υπό προστασία μαρτύρων και θα μπορέσουν να δικαιωθούν».

Εάν συνέβαιναν όλα αυτά, είμεθα βέβαιοι ότι οι Δικαστές του Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος θα εξοργίζοντο και εκείνοι, εάν το «άλλο» Δικαστικό Συμβούλιο διατύπωνε μια τέτοια σκέψη. Και ευλόγως θα εξοργίζονταν, αφού η σκέψη αυτή συνιστά κατ’ ουσίαν, άρνηση παροχής εννόμου προστασίας, όχι μόνο στους ίδιους αλλά και σε κάθε πρόσωπο που ευρίσκεται σε όμοια κατάσταση.

Η επιβεβαίωση των ανωτέρω προκύπτει από τα ακόλουθα επιχειρήματα:

Πόση αξία μπορεί να έχει για τον βλαπτόμενο απλό πολίτη και πολύ περισσότερο για ένα πολιτικό πρόσωπο, η άρση της προστασίας των υπό προστασία μαρτύρων και η αποκάλυψη της ταυτότητάς τους μετά πάροδο πολλών ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων θα έχει διασυρθεί και θα έχει «δολοφονηθεί» ηθικά και ψυχικά;

Ποια αξία θα έχει η μη καταδίκη ενός απλού πολίτη και πολύ περισσότερο ενός πολιτικού προσώπου αλλά και δημόσιου προσώπου γενικά, που οφείλεται στο γεγονός ότι δεν αποκαλύφθηκε, κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, η ταυτότητα των υπό προστασία μαρτύρων και κατηγόρων των, στην αρχή, προσώπων, όταν ο πολίτης αυτός και πολύ περισσότερο το δημόσιο πρόσωπο, όπως ο πολιτικός, έχει ήδη διασυρθεί και έχει «δολοφονηθεί» ηθικά, μέχρι να φθάσει η υπόθεση στο ακροατήριο, αλλά αυτά θα συνεχίζονται επί έτη και μετά την, με τον ανωτέρω τρόπο, αθώωσή του, αφού ο προστατευόμενος μάρτυρας, επειδή δεν αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του, θα έχει επαναλάβει ακινδύνως γι’ αυτόν τα ψεύδη σε βάρος των ανωτέρω προσώπων και στο ακροατήριο;

Και τέλος, ποια αξία έχει το αναφερόμενο στην ίδια σκέψη: «ότι κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία μπορεί το Δικαστήριο να διατάξει την αποκάλυψη του ονόματος του προστατευόμενου μάρτυρα, αν αυτό ζητηθεί από τον Εισαγγελέα, ένα διάδικο ή και αυτεπαγγέλτως», όταν αυτό μπορεί να συμβεί ΜΟΝΟΝ στο ακροατήριο του Δικαστηρίου που θα εκδικάζει τις αποδιδόμενες κατηγορίες σ’ εκείνους σε βάρος των οποίων έχουν καταθέσει (και θα καταθέσουν και στο ακροατήριο) οι προστατευόμενοι μάρτυρες και εφ’ όσον βεβαίως, εκείνοι σε βάρος των οποίων κατέθεσαν οι προστατευόμενοι μάρτυρες, κατέστησαν κατηγορούμενοι και έχουν παραπεμφθεί στο ακροατήριο, πράγμα που δεν συμβαίνει σε σχέση προς την υπόθεση NOVARTIS, στην οποία, κατά τους προστατευόμενους μάρτυρες είχαν εμπλακεί τα δέκα πολιτικά πρόσωπα με τέλεση εγκλημάτων διαφθοράς (κακουργηματικές απιστίες και δωροληψίες), καταγγελίες όμως οι οποίες ήταν αβάσιμες, ψευδείς και συκοφαντικές, λόγος για τον οποίο τα εννέα από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα δεν κατέστησαν καν κατηγορούμενοι. Το ότι το αναφερόμενο στην ως άνω σκέψη μπορεί να συμβεί ΜΟΝΟΝ στο ανωτέρω δικαστήριο, επιβεβαιούται και από την αιτιολογική έκθεση του νόμου 2928/2001 και δη το άρθρο 9 αυτού, με τον οποίο, το πρώτο θεσπίσθηκαν οι προστατευόμενοι μάρτυρες, στην οποία διαλαμβάνονται επί λέξει τα ακόλουθα: «… Η προβλεπόμενη αποκάλυψη του πραγματικού ονόματος του μάρτυρα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, αν το ζητήσει διάδικος ή ο Εισαγγελέας ή και αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, είναι επαρκής εγγύηση για την προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου…»

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι αυτά δεν μπορεί να ισχύουν στην υπό κρίση υπόθεση, για την οποία διεξάγεται ανάκριση από την ανακρίτρια του άρθρου 86 του Συντάγματος, για τα εγκλήματα, μεταξύ των άλλων, της κακουργηματικής καταχρήσεως εξουσίας, παραβάσεως καθήκοντος κλπ με κατηγορουμένους την πρώην Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, τον πρώην αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης και άλλους συμμετόχους, αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 47 και 218 του ΚΠοινΔ. Ποια λοιπόν αξία έχει η αναφορά της σκέψεως, με βάση την οποία οι βλαπτόμενοι από τις καταθέσεις των υπό προστασία μαρτύρων, μπορούν να ζητήσουν την αποκάλυψη της ταυτότητας των υπό προστασία μαρτύρων στο ακροατήριο του δικαστηρίου, ως κατηγορούμενοι, όταν είναι βέβαιο ότι δεν θα είναι κατηγορούμενοι, εν όψει του γεγονότος ότι οι σε βάρος τους υποθέσεις, τουλάχιστον ως προς τους εννέα, έχουν τεθεί στο αρχείο, χωρίς καν να ασκηθεί ποινική δίωξη  και ως προς τον ένα μόνο ασκήθηκε ποινική δίωξη.

Δ.   Επίμετρο

Ι.    Όπως ήδη έχουμε εκθέσει, σε ανακριτικές έρευνες για υποθέσεις σχετικά με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159 Α και 235 έως 235 Α του Ποινικού Κώδικα, για να τεθούν υπό προστασία μάρτυρες αλλά και για να διατηρείται αυτή η προστασία, θα πρέπει να έχουν συμβάλλει ουσιωδώς με τις, διά των καταθέσεων, πληροφορίες, που παρέχουν στις διωκτικές αρχές στην αποκάλυψη και δίωξή τους.

Με βάση τα στοιχεία που έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας και δεν έχουν διαψευσθεί, είναι πρόδηλο ή ακριβέστερα είναι πασίδηλο, ότι οι τεθέντες υπό προστασία, από τους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς, δύο μάρτυρες με τους κωδικούς «Αικατερίνη Κελέση» και «Μάξιμος Σαράφης» στην υπόθεση Νovartis, κατά τη διάρκεια των ερευνών για τα εγκλήματα της κακουργηματικής απιστίας και δωροληψίας σε βάρος του Δημοσίου, τα οποία εφέροντο τελεσθέντα από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, με τις καταθέσεις τους ουδέ κατ’ ελάχιστον συνέβαλαν σε αποκάλυψη και δίωξη των πράξεων αυτών. Και μόνο το γεγονός ότι η δικογραφία της υπόθεσης Νovartis ως προς τα εννέα από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα αρχειοθετήθηκε (μάλιστα, ως προς τα δύο απ’ αυτά, δυστυχώς εκκρεμούσε, μέχρι τις 20.1.2022, παρανόμως φυσικά, μολονότι είχαν περάσει τέσσερα έτη από τότε που ανακοινώθηκε ότι «επρόκειτο για το μεγαλύτερο σκάνδαλο από της συστάσεως του Ελληνικού Κράτους», στο οποίο εφέροντο εμπλεκόμενα και τα δέκα πολιτικά πρόσωπα), και ως προς το ένα ασκήθηκε ποινική δίωξη, επιβεβαιώνει το ανωτέρω συμπέρασμα.

Παρά ταύτα, η τότε Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς (η Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς, Ελένη Τουλουπάκη) έθεσε, παρανόμως φυσικά, τους δύο ως άνω μάρτυρες υπό προστασία και διατήρησε την προστασία αυτή μέχρι την αποχώρησή της από την Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς, ενώ η πολυμελούς συνθέσεως διάδοχη υπηρεσία της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς, όχι μόνον εξακολούθησε τη διατήρηση της προστασίας, αλλά προσφάτως ανανέωσε την προστασία τους για μία διετία. Έτσι, τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, μετά και το υπ’ αριθμόν 5/2021 βούλευμα του Πενταμελούς Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος, παραμένουν δεσμώτες των ψευδών, όπως αυτό επιβεβαιούται από την αρχειοθέτηση της δικογραφίας για τα εννέα από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, των ρηθέντων δύο μαρτύρων και της εξυφανθείσης σε βάρος τους «σκευωρίας», εν όψει και της μεγάλης βραδύτητας με την οποία διεξάγεται η ανάκριση, από την ανακρίτρια του άρθρου 86 του Συντάγματος, σε βάρος της άλλοτε Εισαγγελέως Διαφθοράς, Ελένης Τουλουπάκη και του αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης, Δ. Παπαγγελόπουλου, για τα εγκλήματα, μεταξύ των άλλων, κακουργηματικής κατάχρησης εξουσίας και παράβασης καθήκοντος.

Θα αντιληφθούν κάποτε οι αρμόδιοι και υπεύθυνοι Εισαγγελείς και Δικαστές που χειρίζονται αυτή την πολύ σοβαρή υπόθεση Νovartis, εν όψει του στόχου της, που ήταν η αλλοίωση της λειτουργίας των θεσμών του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά και εκείνοι που χειρίζονται την υπόθεση σε βάρος, μεταξύ των άλλων, της άλλοτε Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς και του άλλοτε αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης, ότι έχουν καθήκον να εκκαθαρίσουν τάχιστα τις υποθέσεις αυτές, προκειμένου να επέλθει η κάθαρση;

Θα αντιληφθούν, η ηγεσία της συσταθείσας νέας υπηρεσίας Οικονομικού Εγκλήματος και υψηλόβαθμοι λοιποί Εισαγγελείς της υπηρεσίας αυτής, ότι τέτοιες υποθέσεις θα πρέπει να τις χειρίζονται οι ίδιοι και να μην τις αναθέτουν σε νεοπροαγόμενους Εισαγγελείς Πρωτοδικών;

Και θα αντιληφθούν ότι θα πρέπει να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους, να ενεργούν με σθένος, που είναι το βασικό προτέρημα ενός Δικαστικού Λειτουργού, και να μην αποστρέφουν το πρόσωπό τους από πασίδηλα γεγονότα, τα οποία αντιλαμβάνονται και οι απλοί πολίτες, όπως το γεγονός ότι οι υπό προστασία τεθέντες δύο μάρτυρες, όχι μόνον ουσιωδώς αλλ’ ουδε κατ’ ελάχιστο συνέβαλαν στην αποκάλυψη των φερομένων ως τελεσθεισών αξιοποίνων πράξεων από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, αλλ’ αντιθέτως, με το περιεχόμενο των ψευδών καταθέσεών τους, που δεν έχει ακόμη διακριβωθεί πώς και υπό ποιες συνθήκες δόθηκαν, λόγω και της μη αποκαλύψεως της ταυτότητάς του, αφ’ ενός προκάλεσαν επί μεγάλο χρονικό διάστημα, ένταση και αναστάτωση στην πολιτική ζωή της χώρας και αφ’ ετέρου συνετέλεσαν στον, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, διασυρμό και ηθική εξόντωση των δέκα πολιτικών προσώπων.

Και κάτι ακόμη. Σε μία «υπηρεσία» δεκαπέντε περίπου ατόμων, ο Διευθύνων την υπηρεσία αυτή δεν στέλνει ένα απλό έγγραφο, το οποίο μάλιστα στη συνέχεια το δίδει στη δημοσιότητα, στον χειριζόμενο μία υπόθεση, Εισαγγελικό Λειτουργό, εάν θεωρεί ότι αδρανεί. Κάνει το απλό, που γνωρίζουν οι πάντες και στη συνέχεια κατά καθήκον ενεργεί τα νόμιμα. Εκτός αν το πρώτο, το κάνει για να απεκδυθεί των ευθυνών.

ΙΙ.   Ανεγράφη στον Τύπο ότι η μέχρι την 30.6.2021, Πρόεδρος του Πενταμελούς Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος (την πιο πάνω ημερομηνία αποχώρησε από το Δικαστικό Σώμα, λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας) και μία άλλη Αρεοπαγίτης, μέλος του αυτού Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο συμμετείχε σ’ αυτό, κατά την έκδοση του υπ’ αριθμόν 5/2021 βουλεύματος, είχαν επιδείξει ενδιαφέρον να κατατεθεί η πρόταση από την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θεοδώρου, επί της ανακυψάσης διαφωνίας μεταξύ αυτής και της ανακρίτριας, ως προς το εάν οι υπό προστασία μάρτυρες θα εξετάζονταν υπό της ανακρίτριας, ως μάρτυρες τελούντες υπό προστασία ή χωρίς προστασία, μέχρι την 30.6.2021. Μάλιστα, η προεδρεύουσα του Συμβουλίου Αρεοπαγίτης, την 30η Ιουνίου 2021 απέστειλε έγγραφο προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με το οποίο διεμαρτύρετο γιατί δεν απεστάλη η πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, έστω και την 30η Ιουνίου, το οποίο τέθηκε στο αρχείο από την ως άνω Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, «ως μη σύννομο και απότοκο αυθαίρετης ενέργειας της προεδρεύουσας του Συμβουλίου», κίνηση κατά πάντα ορθή καθ’ όσον το έγγραφο αυτό ήταν απαράδεκτο και προπετές, εν όψει του ότι η αποστολή του δεν είχε νόμιμο έρεισμα και συνιστούσε παρέμβαση στο έργο της Εισαγγελικής Αρχής, που έχει διακριτό ρόλο στη Δικαιοσύνη.

Ανεξαρτήτως όμως τούτων και εν όψει του γεγονότος ότι όλα τα διαλαμβανόμενα στο δημοσίευμα, καθ όσον γνωρίζουμε, δεν έχουν διαψευσθεί, ευλόγως ερωτάται:

α. Για ποιο λόγο η προεδρεύουσα, επιθυμούσε να φθάσει η πρόταση της Εισαγγελέως στα χέρια της, έστω και την τελευταία ημέρα της Δικαστικής Υπηρεσίας;

β. Γιατί επεδείκνυε η ίδια και το άλλο μέλος του Συμβουλίου, αυτό το ενδιαφέρον, όταν γνώριζαν και γνωρίζουν ότι η Δικαιοσύνη και τα όργανά της συνεχίζουν τη λειτουργία τους και μετά την αποχώρηση κάποιου ή κάποιων εκ των μελών των δικαστικών σχηματισμών, λόγω ορίου ηλικίας ή οποιουδήποτε άλλου λόγου, αφού τη θέση των αποχωρούντων καταλαμβάνουν τα αναπληρωματικά μέλη;

ΙΙΙ.  Κατά της άλλοτε Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς ασκήθηκε ποινική δίωξη και διεξάγεται κύρια ανάκριση από ανακρίτρια του άρθρου 86 του Συντάγματος, μεταξύ των άλλων και για το κακούργημα της κατάχρησης εξουσίας, ήτοι για έγκλημα που αφορά στον πυρήνα των καθηκόντων ενός Εισαγγελικού Λειτουργού. Το ελάχιστο που θα ανέμενε οποιοσδήποτε, θα ήταν η πρώην Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς να έχει ήδη τεθεί σε προσωρινή αργία, μέχρι να εκκαθαρισθεί η σε βάρος της ποινική υπόθεση. Είναι τουλάχιστον παράλογο αλλά και περίεργο να κατηγορείται Εισαγγελικός Λειτουργός, για το έγκλημα της κατάχρησης εξουσίας και να συνεχίζει να δρα ως Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς ή στη συνέχεια να μετέχει σε συνθέσεις ποινικών Δικαστηρίων. Και όμως, αυτό συμβαίνει σήμερα στα δικαστήρια του Εφετείου Αθηνών. Ουδείς, όμως, «συγκινείται» ή έστω προβληματίζεται, με πρώτο τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος, αμέσως μετά την άσκηση της, σε βάρος της, ποινικής διώξεως, θα έπρεπε να είχε αποστείλει σχετικό ερώτημα προς το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, προκειμένου τούτο να λάβει σχετική απόφαση.

Έχουν σκεφθεί, άραγε, οι αρμόδιοι τί μηνύματα στέλνουν προς το σώμα των Δικαστικών Λειτουργών, με την τακτική αυτή που ακολουθούν;

Και έχουν, εκτός των άλλων, σκεφθεί τη δύσκολη θέση στην οποία θα ευρίσκετο ένα Δικαστήριο, στο οποίο θα συμμετείχε η πιο πάνω Εισαγγελέας, εάν κάποιος διάδικος ζητούσε την εξαίρεσή της, λόγω δυσπιστίας προς το πρόσωπό της, επειδή σε βάρος της έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για το βαρύτατο, για Εισαγγελικό Λειτουργό, κακούργημα της κατάχρησης εξουσίας;

Φυσικά, με βάση τα μέχρι σήμερα γενόμενα, δεν είμεθα βέβαιοι ότι έστω και τώρα θα ενεργηθούν τα κατά νόμον.

* Γεώργιος Σανιδάς Εισαγγελέας Αρείου Πάγου ε.τ.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ