Γεώργιος Χαρ. Σανιδάς: Υπόθεση NOVARTIS και τα δέκα πολιτικά πρόσωπα – Ένα νομικά και λογικά, διάτρητο βούλευμα

Να είναι άραγε τούτο, απότοκο εσφαλμένης κρίσεως, ανεπάρκειας, παρεμβάσεων από διαφόρους παράγοντες ακόμα και από πολιτικούς χώρους ή σύμπτωμα σήψεως και αποσυνθέσεως;

NEWSROOM
Γεώργιος Χαρ. Σανιδάς: Υπόθεση NOVARTIS και τα δέκα πολιτικά πρόσωπα – Ένα νομικά και λογικά, διάτρητο βούλευμα

Α.      ΕΙΣΑΓΩΓΗ

«Κύπτομεν μετά σεβασμού επί του δεδικασμένου, αλλά δεν λησμονούμε ότι αντί αληθείας παραλαμβάνεται και ίσως να μην είναι η αλήθεια» είναι η ρήση του μεγάλου Ν. Δημητρακοπούλου σε σχέση προς το δεδικασμένο. Η ρήση αυτή έχει απόλυτη εφαρμογή στην περίπτωση του υπ’ αριθμόν 25/2022 αμετακλήτου βουλεύματος του, εξ ανωτάτων δικαστών συγκειμένου, Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 παρ. 4 του Συντάγματος, το οποίο έκρινε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των τριών Εισαγγελικών Λειτουργών της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς, για το έγκλημα της καταχρήσεως εξουσίας σε βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων, τα οποία, κακώς, κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων και του καθήκοντος αμεροληψίας και αντικειμενικότητας, οι τρεις Εισαγγελείς ενέπλεξαν για εγκλήματα διαφθοράς, στην υπόθεση Novartis, και επί πέντε περίπου έτη διεπομπεύεντο, αφού, όπως προέκυψε από τη θέση των δικογραφιών στο αρχείο, δεν υπήρχαν στοιχεία, έστω και υπό μορφή ενδείξεων για εμπλοκή τους.

Τα τελευταία σημαίνουν ότι δεν μπορεί να είναι η αλήθεια οι σκέψεις και το συμπέρασμα του ως άνω βουλεύματος, σύμφωνα με το οποίο οι τρεις Εισαγγελικοί Λειτουργοί είχαν ενεργήσει «απολύτως νόμιμα» κατά τις έρευνες για την υπόθεση Νovartis και τη διαβίβαση της δικογραφίας που είχε σχηματισθεί σε βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων, στη Βουλή και συνεπώς, δεν έχουν τελέσει το έγκλημα της καταχρήσεως εξουσίας σε βαθμό κακουργήματος και πλημμελήματος.

Β.        ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

            Ι. Το Σεπτέμβριο 2016, στην ιστοσελίδα www.iefimerida.gr αναρτήθηκαν δύο δημοσιεύματα με τίτλους: α) «Σκάνδαλο διαφθοράς στην Ελλάδα ερευνά η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ» και β) «Δύο μάρτυρες “καίνε” στις ΗΠΑ, πολυεθνική φαρμακευτική εταιρία (Νovartis) για ξέπλυμα και δωροδοκίες αξιωματούχων και χιλιάδων γιατρών στην Ελλάδα»

Με αφορμή τα δημοσιεύματα αυτά, η τότε Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, επόμενη σχετικού εγγράφου του Υπουργού Δικαιοσύνης, στο οποίο υπήρχαν συνημμένα τα δημοσιεύματα, με το υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου 9706/15.12.2016 έγγραφό της, παρήγγειλε στην τότε Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, Ελένη Ράϊκου, την ενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, για τη διακρίβωση της αληθείας ή μη των δημοσιευμάτων, η οποία και άρχισε αμέσως την έρευνα.

Κατά τα διαλαμβανόμενα στις σελίδες 254 και 255 του ρηθέντος βουλεύματος, η Ελένη Ράϊκου «προέβη στις απαιτούμενες ενέργειες – αίτημα δικαστικής συνδρομής στις αρμόδιες Αρχές των ΗΠΑ, κατασχέσεις στοιχείων στην έδρα της εταιρίας στην Ελλάδα», και γενικά σε ο,τιδήποτε κρίθηκε απαραίτητο και χρήσιμο, εντός των δικονομικών πλαισίων, για τη διερεύνηση και διαλεύκανση της συγκεκριμένης υποθέσεως, εστιάζοντας την έρευνα στην ενδεχόμενη διάπραξη των αδικημάτων της απιστίας, δωροληψίας και δωροδοκίας από πρόσωπα που εμπλέκονταν στη διαδικασία έγκρισης, τιμολόγησης, αποζημίωσης και συνταγογράφησης φαρμακευτικών σκευασμάτων της φαρμακευτικής εταιρίας Νovartis.

Ενώ οι έρευνες της Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς βρίσκονταν σε εξέλιξη, προς συλλογή στοιχείων, περί το μήνα Μάρτιο 2017, ο κατηγορούμενος Δ. Παπαγγελόπουλος κάλεσε την Εισαγγελέα Ελένη Ράϊκου στο τηλέφωνο και, όπως εκείνη κατέθεσε, με επιτακτικό και θυμωμένο ύφος της ζήτησε το λόγο, επειδή δεν είχε στείλει ακόμα τη δικογραφία στη Βουλή. Στην παρατήρησή της ότι δεν έχει στοιχεία ικανά για άσκηση ποινικής διώξεως, ο κατηγορούμενος της απάντησε «Έχεις και παραέχεις. Στείλε την, και για τα παρακάτω θα φροντίσουν άλλοι». Η Ράϊκου του αντέλεξε ότι δεν είναι αυτής της «σχολής» για να εισπράξει, από τον Παπαγγελόπουλο, την απάντηση «Κάτσε τότε και θα δεις αν θα σου βγει σε καλό η σχολή σου».

Από την ανωτέρω συνομιλία, η Εισαγγελέας, όπως κατέθεσε, αισθάνθηκε φόβο, κίνδυνο και ότι εκβιάζεται να ενεργήσει αντιδεοντολογικά και εκτός των πλαισίων της δικαστικής της συνείδησης και κρίσης. Η πίεση και η ανασφάλεια που αισθάνθηκε (την οποία κατέστησαν ανυπόφορη και κατευθυνόμενα δημοσιεύματα), είχε ως συνέπεια να υποβάλει στις 23.3.2017 την παραίτησή της από τη θέση της Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς και να ζητήσει την αντικατάστασή της.

Τα μέχρι τώρα εκτεθέντα αποτελούν παραδοχές του υπ’ αριθμόν 25/2022 βουλεύματος του Πενταμελούς Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος, συγχρόνως, όμως, μαζί με άλλες όμοιες περιπτώσεις ανεπιτρέπτων παρεμβάσεων σε Εισαγγελείς, από τον Δ. Παπαγγελόπουλο (Π. Αθανασίου, Γ. Τσατάνη), αποτελούν το περιεχόμενο κατηγορίας για το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος, για το οποίο, ο τότε αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης Δ. Παπαγγελόπουλος παραπέμπεται να δικασθεί, με το ρηθέν βούλευμα, ενώπιον του Δικαστηρίου του άρθρου 86 παρ. 4 του Συντάγματος.

ΙΙ.         Μετά την παραίτηση της Ελένης Ράϊκου το ενδεκαμελές Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, Πρόεδρος του οποίου ήταν η τότε Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου, με την υπ αριθμόν 42/2017, μη ομόφωνη απόφασή του (μειοψήφησε ο εξαίρετος Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Αθανάσιος Κατσιρώδης, για τους λόγους που περιγράφει με ενάργεια στη μειοψηφία του), τοποθέτησε στη θέση του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, την Ελένη Τουλουπάκη, η οποία, πριν από ελάχιστες ημέρες, είχε προαχθεί σε Αντεισαγγελέα Εφετών και δεν είχε εμφανισθεί ακόμα στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, με παράκαμψη πενήντα και πλέον Αντεισαγγελέων Εφετών, που υπηρετούσαν τότε στην Εισαγγελία αυτή, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν εξαίρετοι Εισαγγελικοί Λειτουργοί. Υποθέτουμε ότι για την τοποθέτηση της συγκεκριμένης Εισαγγελικής Λειτουργού στη ρηθείσα θέση, θα έπαιξε ρόλο ο υπηρεσιακός της φάκελλος, ο οποίος θα πρέπει να ήταν τόσο λαμπρός και εκτυφλωτικός, ώστε να μην επέτρεπε στον εισηγητή και τα πλειοψηφήσαντα μέλη του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, την ανάγνωσή του!

Εξάλλου, δεν θέλουμε να πιστεύουμε ότι η τοποθέτηση της Ελένης Τουλουπάκη στη ρηθείσα θέση, μπορεί να έχει αφετηρία και στόχο την ικανοποίηση επιθυμιών τρίτων. Δεν μπορούμε όμως να μην επισημάνουμε δύο συμπτώσεις και δη:

α.         Το γεγονός ότι κατά την τριετία που προΐστατο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών ο Δ. Παπαγγελόπουλος, η Ελένη Τουλουπάκη είχε τοποθετηθεί απ’ αυτόν σε εσωτερική υπηρεσία της Εισαγγελίας και ήταν ως εκ τούτου, στενή και άμεση συνεργάτις του προϊσταμένου. Με την αποχώρηση του Δ. Παπαγγελόπουλου, έπαψε να υπηρετεί σε εσωτερική υπηρεσία.

β.         Το γεγονός ότι κατά την προεκλογική περίοδο των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015, από τις οποίες προέκυψε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, στην οποία είχε συμμετάσχει ο Δ. Παπαγγελόπουλος, ως αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, η Ελένη Τουλουπάκη, εν αγνοία της τότε Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Ευτέρπης Κουτζαμάνη και του διευθύνοντος την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, εν γνώσει όμως του Υπουργού Δικαιοσύνης, που είχε μεριμνήσει και για τη μετακίνησή της, συνοδευόμενη και από μία δημοσιογράφο, είχε μεταβεί στη Γαλλία και είχε λάβει κατάθεση του Φαλτσιανί, από την οποία, δήθεν, προέκυπταν στοιχεία για διαφθορά πολιτικών προσώπων, μελών της τότε αντιπολίτευσης και η οποία, αφού διέρρευσε στον Τύπο (πώς άραγε;) χρησιμοποιήθηκε καταλλήλως από την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για τις εκλογές, στοιχεία βεβαίως, τα οποία, εν τέλει, απεδείχθησαν ψευδή.

Το ερευνητικό ενδιαφέρον της Ελένης Τουλουπάκη και των επίκουρων Εισαγγελέων Διαφθοράς, μετά την ανάληψη των καθηκόντων, εστιάσθηκε στην αναζήτηση στοιχείων σε βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων, χωρίς σχεδόν να ερευνήσουν τίποτε άλλο, επί μήνες, όπως, μεταξύ των άλλων, τις επιλήψιμες δραστηριότητες της εταιρίας Νovartis, σχετικά με τις δωροδοκίες γιατρών, αυξημένες καταβολές σε εταιρίες Μέσων Ενημέρωσης, που χρησιμοποιούνταν ως μέσο ξεπλύματος χρήματος, με σκοπό δωροδοκίας και επηρεασμού γιατρών, ως προς τη συνταγογράφηση φαρμάκων της Νovartis, που περιγράφονται σε έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης των ΗΠΑ προς την Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς.

Κατά τη διάρκεια των ερευνών «εντόπισαν» τρεις μάρτυρες, στους οποίους έδωσαν τις κωδικές ονομασίες «Μάξιμος Σαράφης», «Αικατερίνη Κελέση» και «Ιωάννης Αναστασίου» και οι οποίοι, αφού τους έθεσαν στο προνομιακό καθεστώς του προστατευόμενου μάρτυρα και του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, έδιδαν περιοδικά, επί τρεις μήνες, ψευδείς, αόριστες και ανυπόστατες δικονομικά καταθέσεις, με τις οποίες απέδιδαν στα δέκα πολιτικά πρόσωπα έκνομες ενέργειες, πολλές φορές μάλιστα μετά από ερωτήσεις, προς αυτούς, ευθέως για τα πολιτικά πρόσωπα.

«Θεωρούσα» η Εισαγγελέας Διαφθοράς ότι από τις ληφθείσες καταθέσεις των υπό προστασία μαρτύρων, είχαν προκύψει στοιχεία σε βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων (δύο πρώην Πρωθυπουργών και οκτώ Υπουργών), για τέλεση των κακουργημάτων απιστίας, δωροληψίας και δωροδοκίας σε βάρος του Δημοσίου, διαβίβασε, όχι φυσικά νομίμως, με το υπ’ αριθμόν 268/5.2.2018 έγγραφό της, τη δικογραφία στη Βουλή, προκειμένου να ενεργοποιηθεί ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών. Η τότε πλειοψηφία της Βουλής, ως προς μεν το έγκλημα της απιστίας έθεσε τη δικογραφία στο αρχείο, επειδή θεώρησε ότι αυτό είχε παραγραφεί, ενώ σε σχέση προς τα άλλα δύο εγκλήματα, επέστρεψε!! τη δικογραφία στην Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, επειδή θεώρησε ότι γι’ αυτά είναι αρμόδια η τακτική δικαιοσύνη, θέση που ήταν αντίθετη προς τη μέχρι τότε κρατούσα νομολογία στο Δικαστήριο του άρθρου 86 του Συντάγματος.

Εν τω μεταξύ, τα τρία από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, όταν έλαβαν γνώση των διαβιβασθέντων στοιχείων στη Βουλή, κατέθεσαν εγκλήσεις, στρεφόμενες αμέσως ή εμμέσως κατά των τριών υπό προστασία μαρτύρων, κατά των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς και κατά του τότε αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης, για τέλεση, μεταξύ των άλλων, των εγκλημάτων ψευδορκίας μαρτύρων, καταχρήσεως εξουσίας, παραβάσεως καθήκοντος και ηθικής, στα τελευταία, αυτουργίας.

Οι εγκλήσεις αυτές χρεώθηκαν από την τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Αγγελή, ο οποίος, χωρίς να παραγγείλει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή να ενεργήσει ο ίδιος, τις έθεσε στο αρχείο. Στη συνέχεια, κατέθεσαν όμοιες εγκλήσεις άλλα τρία από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, που τέθηκαν επίσης στο αρχείο, κατά τον ίδιο τρόπο.

Τον Ιούνιο του 2019, οι εγκλήσεις που είχαν αρχειοθετηθεί από τον ως άνω Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ανασύρθηκαν από το αρχείο από τον ίδιο, και στη συνέχεια από την τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και, αφ’ ενός, οι κατά του Δ. Παπαγγελόπουλου, εγκλήσεις, διαβιβάσθηκαν στη Βουλή, αφ’ ετέρου οι εγκλήσεις κατά των υπό προστασία μαρτύρων διαβιβάσθηκαν στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών και τέθηκαν, εν όψει της προστασίας τους, οριστικά στο αρχείο και εκ τρίτου, με βάση τις εγκλήσεις κατά των τότε Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, δόθηκε παραγγελία στον τότε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Δ. Δασούλα, να ενεργήσει προκαταρκτική εξέταση για τη διακρίβωση της τελέσεως ή μη των καταγγελλομένων εγκλημάτων, μεταξύ των οποίων και εκείνο της καταχρήσεως εξουσίας σε βαθμό κακουργήματος και πλημμελήματος σε βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων.

Εκτελώντας, ως αρχαιότερος, χρέη Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, ο Δ. Δασούλας ανέθεσε την ενέργεια της ως άνω προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς σε δύο άλλους Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, ο ένας από τους οποίους, μετά την ολοκλήρωση, παρήγγειλε την άσκηση ποινικής διώξεως σε βάρος των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, ενώ ο έτερος έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος ασκήσεως ποινικής διώξεως.

Παράλληλα, η συσταθείσα από τη Βουλή, Επιτροπή για την ενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος του πρώην αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης Δ. Παπαγγελόπουλου, περάτωσε το έργο της και με το, κατά πλειοψηφία, πόρισμά της, ζήτησε να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του Δ. Παπαγγελόπουλου, μεταξύ των άλλων, και για το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας, σε κατάχρηση εξουσίας σε βαθμό κακουργήματος και πλημμελήματος, η οποία θα έπρεπε να επεκταθεί και κατά των συμμετόχων στα εγκλήματα του Δ. Παπαγγελόπουλου.

Στις 22.5.2020, η Ολομέλεια της Βουλής, με απόφαση κατά πλειοψηφία, συμφώνησε με τη θέση της πλειοψηφίας της Επιτροπής, άσκησε ποινική δίωξη κατά του Δ. Παπαγγελόπουλου, η οποία αποφάσισε να επεκταθεί και κατά των συμμετόχων.

Έτσι, και η δικογραφία που σχηματίστηκε από τους δύο Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου διαβιβάσθηκε στα κληρωθέντα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 παρ. 4 του Συντάγματος και την ορισθείσα από αυτό, ανακρίτρια, που ενήργησε την κυρία ανάκριση, μετά το πέρας της οποίας, με αντίθετη πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Ελένης Μετσοβίτου – Φλουρή, εκδόθηκε το υπ’ αριθμόν 25/2022 απαλλακτικό βούλευμα για τους κατηγορούμενους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς και τον αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης Δ. Παπαγγελόπουλο, για τα εγκλήματα που φέρονταν να έχουν τελέσει, μεταξύ των άλλων, και σε βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων, με το σχολιασμό και την κριτική του οποίου, θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.

Γ.        Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ

            Η μέθοδος της κριτικής και του σχολιασμού των αιτιολογιών και σκέψεων του υπ’ αριθμόν 25/2022 βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρο 86 παρ. 4 του Συντάγματος, που θα ακολουθήσουμε, σε σχέση προς τις κακουργηματικές και πλημμεληματικές κατηγορίες σε βάρος των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, θα είναι η εξής: Θα παρατίθενται αποσπάσματα του βουλεύματος και κάτω από το καθένα από αυτά, θα ακολουθούν η κριτική και τα σχόλια, με αντιπαραβολή, πολλές φορές και προς το περιεχόμενο των απαγγελθεισών κατηγοριών, όπου είναι αναγκαίο, προκειμένου να αναδεικνύονται οι αυθαίρετες, παράλογες και αντιφατικές σκέψεις του βουλεύματος και η ανυπαρξία αμεροληψίας και αντικειμενικότητας.

Διαφοροποίηση θα υπάρχει σε μία (στην πρώτη) μόνον περίπτωση, σε σχέση προς την κακουργηματική κατάχρηση εξουσίας και σε όλες τις πλημμεληματικής κατάχρησης εξουσίας, στις οποίες θα διαληφθούν και τα αντίστοιχα σχετικά αποσπάσματα, από της απαγγελθείσες, υπό της ανακρίτριας, κατηγορίες, προκειμένου, με την αντιπαραβολή, να αναδεικνύεται ότι τα διαλαμβανόμενα στο βούλευμα, ως προς το σημείο αυτό, δεν αντικρούουν τις κατηγορίες, ευρίσκονται μακράν από την αλήθεια και ποδοπατούν την αμεροληψία και αντικειμενικότητα.

Ίσως, βεβαίως, θα ήταν καλύτερο να διαλαμβανόταν ολόκληρο το κείμενο των απαγγελθεισών κατηγοριών από την ανακρίτρια και στη συνέχεια ολόκληρο το σκεπτικό του βουλεύματος, προκειμένου ο αναγνώστης να έχει συνολική και άμεση εικόνα και των δύο κειμένων και έτσι και από μόνος του να μπορεί να εξάγει τα συμπεράσματά του. Όμως αυτό θα καθιστούσε το κείμενο πολύ μεγάλο και θα το εξέτρεπε από το στόχο του, που είναι η κριτική για τις σκέψεις του βουλεύματος.

Πριν όμως εισέλθουμε στην κριτική, θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο να διατυπώσουμε κάποιες γενικές σκέψεις, παρατηρήσεις και κρίσεις, αφ’ ενός σε σχέση προς την αποστολή και τα καθήκοντα των Δικαστικών Λειτουργών και αφ’ ετέρου σε σχέση προς τα δύο κείμενα (απαγγελθείσες από την ανακρίτρια κατηγορίες – σκέψεις που έχουν διαληφθεί στο απαλλακτικό βούλευμα).

Έτσι:

α.         Στη φύση του λειτουργήματος του Δικαστικού Λειτουργού, ως αναπόσπαστο συστατικό μέρος αυτού αλλά και διαγραφόμενο από τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, ενυπάρχει το θεμελιώδες και σύμφυτο προς τη δικαστική ιδιότητα, καθήκον της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας.

Ο Δικαστής κατ’ αρχάς δεν ελέγχεται για την κρίση του, έστω και αν είναι εσφαλμένη. Ελέγχεται όμως πειθαρχικά, ενδεχομένως δε και ποινικά, όταν αυτή δεν είναι απότοκος δικής του επεξεργασίας αλλά απότοκος άλλων παραγόντων, κατά παράβαση του καθήκοντος αμεροληψίας και αντικειμενικότητας.

β.         Είναι πασίδηλο ότι τα κατηγορητήρια συντάσσονται από τους ανακριτές, με βάση τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία σε μία δικογραφία και τα, από αυτά, προκύπτοντα. Τούτο αποτελεί θεμελιώδες καθήκον ενός ανακριτή. Εάν δεν υπάρχουν τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία, για τη θεμελίωση μιας κατηγορίας ή κατηγοριών σε βάρος ενός κατηγορουμένου, ο ανακριτής οφείλει να περατώσει την ανάκριση με τυπικές κλήσεις, δηλαδή χωρίς να απαγγείλει κατηγορίες.

γ.         Από την αντιπαραβολή των δύο κειμένων προκύπτει, κατά την κρίση μας, εναργώς, ότι τα κατηγορητήρια της ανακρίτριας, στα οποία μνημονεύονται σε αρκετές περιπτώσεις και συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία, έχουν συνταχθεί με βάση τα υπάρχοντα στη δικογραφία, αποδεικτικά στοιχεία, έχουν μεγάλη σαφήνεια και πληρότητα ενώ αυτά δεν ισχύουν, ως προς το περιεχόμενο του σκεπτικού του βουλεύματος, από το οποίο αναδύεται προσπάθεια ωραιοποιήσεως των ενεργειών των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, κατά την ενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση για την υπόθεση Νovartis και τη διαβίβαση στη Βουλή της σχηματισθείσης δικογραφίας σε βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων και εντάξεώς τους εντός των ορίων της «απόλυτης νομιμότητας», πράγμα το οποίο, εάν ίσχυε και ήταν αληθές, θα έπρεπε να είχε οδηγήσει την ανακρίτρια, κατά καθήκον, στην περάτωση της ανακρίσεως με τυπικές κλήσεις, αλλά και την επεξεργασθείσα τη δικογραφία, Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, να την εισάγει στο Συμβούλιο με απαλλακτική για τους κατηγορούμενους πρόταση.

Εν όψει τούτων, ευλόγως θα μπορούσε να διερωτηθεί κάποιος, εάν το Δικαστικό Συμβούλιο του άρθρου 86 του Συντάγματος ενήργησε, στην ανωτέρω περίπτωση, κατά την έκδοση του βουλεύματος, ως αντικειμενικός και αμερόληπτος κριτής των κατηγορουμένων Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, όπως όφειλε, ή ως συνήγορος υπερασπίσεώς τους, για λόγους που το ίδιο γνωρίζει. Πολύ περισσότερο διότι καταλήγει στην κρίση ότι οι κατηγορούμενοι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς ενήργησαν «απολύτως νόμιμα», χωρίς όμως να αντικρούει το κατηγορητήριο σε όλα του τα σημεία, ενώ και εκεί που επιχειρεί να το αντικρούσει, τα επιχειρήματα και τα στοιχεία που επικαλείται είναι σαθρά, αόριστα, αντιφατικά και σε κάποιες περιπτώσεις αναληθή ή με παραμορφωμένο περιεχόμενο.

δ.         Από το περιεχόμενο και την πληρότητα των απαγγελθεισών από την ανακρίτρια κατηγοριών, προκύπτει ανάγλυφα η σοβαρότητα της υποθέσεως αυτής, εν όψει των στόχων της, που ήταν αφ’ ενός η ηθική και πολιτική εξόντωση των δέκα πολιτικών προσώπων και η διάλυση των κομμάτων τους και αφ’ ετέρου, μακροπροθέσμως, η αλλοίωση των θεσμών και των θεμελίων του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Και όμως, τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος, ανώτατοι μάλιστα Δικαστές, είναι πρόδηλο ότι δεν αντελήφθησαν ή δεν θέλησαν να αντιληφθούν τη σοβαρότητα και το ειδικό βάρος της υποθέσεως αυτής και έτσι, με σκεπτικό στο οποίο περιλαμβάνεται κατ’ επίφαση αιτιολογία, έκριναν!! ότι οι απαγγελθείσες κατηγορίες κατά των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς ήταν ουσιαστικά αβάσιμες, καθ’ όσον είχαν ενεργήσει «απολύτως νόμιμα»!! Και συνιστά κατ’ επίφαση αιτιολογία, καθ’ όσον αγνοεί ή παραμορφώνει το περιεχόμενο αποδεικτικών στοιχείων της υποθέσεως, κάποια από τα οποία μνημονεύονται και στις απαγγελθείσες από την ανακρίτρια κατηγορίες, τις οποίες επιβεβαιώνουν ή εξάγει αυθαίρετα, αντιφατικά ή μη συνάδοντα με τη λογική συμπεράσματα, στηρίζει δε την κρίση του στις καταθέσεις των δύο εκ των τριών υπό προστασία μαρτύρων, οι οποίοι στη συγκεκριμένη υπόθεση θα έπρεπε να είχαν την ιδιότητα των κατηγορουμένων, ως συνεργοί στην κατάχρηση εξουσίας των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς και στις απολογίες των κατηγορουμένων Εισαγγελέων, τις οποίες θεωρεί a priori αληθείς.

Για τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 παρ. 4 του Συντάγματος είναι ανύπαρκτες οι καταθέσεις των πολιτικών προσώπων, του Γενικού Διευθυντού της Νovartis Κ. Φρουζή, του τρίτου υπό προστασία μάρτυρα με την κωδική ονομασία «Ιωάννης Αναστασίου» του οποίου ήρθη η προστασία, του Νικολάου Μανία και του Εμμανουήλ Βουλκίδη.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

         ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΣΕ ΒΑΘΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ

 

Α.        Ι.          ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΛΗΦΘΕΝΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΠΑΓΓΕΛΘΕΙΣΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ (ΣΕΛ. 281, 282, 283 ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ)

Οι τρεις Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς κατηγορούνται ότι «αφού εντόπισαν τους τρεις προαναφερόμενους μάρτυρες (με τις κωδικές ονομασίες «Μάξιμος Σαράφης», «Αικατερίνη Κελέση» και «Ιωάννης Αναστασίου»), τους υπήγαγαν από κοινού αρχικά στο προνομιακό καθεστώς του άρθρου 9 του ν. 2928/2001 και ήδη 218 Κ.Π.Δ. ως ουσιώδεις μάρτυρες, με τις με αριθμούς 1/2018, 12/2017 και 13/2017 Διατάξεις της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς, αντίστοιχα, χωρίς να συντρέχουν εν γνώσει τους οι νόμιμες προϋποθέσεις, καθ’ όσον α) δεν επρόκειτο για ουσιώδεις μάρτυρες, αφού δεν είχαν να εισφέρουν αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία να τεκμηριώνονται κατηγορίες κατά των πολιτικών προσώπων, χωρίς τα οποία θα ήταν αδύνατη η αποκάλυψη των παράνομων ενεργειών, ούτε άλλωστε προκλήθηκε από τους κατηγορουμένους έρευνα εάν τα στοιχεία που είχαν να καταθέσουν οι μάρτυρες, θα συνέβαλαν ουσιωδώς στην αποκάλυψη των διερευνωμένων πράξεων, β) δεν υπήρχε πιθανολογούμενος κίνδυνος εκφοβισμού ή αντεκδίκησης στηριζόμενος σε ενδείξεις έναρξης μιας διαδικασίας εκφοβισμού με συγκεκριμένες πράξεις, ούτε άλλωστε ερεύνησαν προηγουμένως την ύπαρξη πιθανολόγησης τέτοιου κινδύνου και κατ’ ακολουθία την αναγκαιότητα λήψης των συγκεκριμένων μέτρων προστασίας. Ακολούθως, από κοινού και κατόπιν συνεννοήσεως, οι ως άνω κατηγορούμενοι προέβησαν στο χαρακτηρισμό των μαρτύρων αυτών ως δημοσίου συμφέροντος κατά το άρθρο 45Β του ισχύοντος τότε Κ.Π.Δ. και ήδη άρθρο 47 Κ.Π.Δ. με την υπ’ αριθμόν 3/8.2.2018 πράξη της πρώτης κατηγορουμένης Ε. Τουλουπάκη, αποσπώντας και την έγκριση του τότε εποπτεύοντος Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την υπ’ αριθμόν 140/2018 Πράξη του, χωρίς να συντρέχουν εν γνώσει τους οι νόμιμες προϋποθέσεις, προκειμένου να τους παρέχουν ποινική ασυλία που δεν δικαιούνταν, καθ’ όσον 1) δεν συνέβαλαν ουσιωδώς με τις πληροφορίες που έδωσαν κατά την εξέτασή τους ενώπιόν τους, στην αποκάλυψη των ερευνώμενων αδικημάτων κακουργηματικής απιστίας σε βάρος του Δημοσίου κατ’ εξακολούθηση, δωροδοκίας και δωροληψίας υπαλλήλου κλπ, αφού δεν διαλαμβάνονταν σ’ αυτές γεγονότα, αλλά κρίσεις, εικασίες και υποθέσεις, χωρίς να συνδέονται αναπόσπαστα με γεγονότα, με τελική έκβαση της υπόθεσης, ως προς τα μεν επτά πολιτικά πρόσωπα να τεθεί στο αρχείο, ως προς τα δυο πρόσωπα, ήτοι τον Άδωνι Γεωργιάδη και τον Δημήτριο Αβραμόπουλο να συνεχιστεί η προκαταρκτική εξέταση (ήδη έχουν τεθεί και ως προς αυτούς στο αρχείο) και ως προς τον ένα, ήτοι τον Ανδρέα Λοβέρδο, να ασκηθεί ποινική δίωξη (και ήδη να έχει εκδοθεί απαλλακτικό βούλευμα), 2) απέβλεπαν σε ίδιο όφελος διότι έχουν καταθέσει επανειλημμένα ως μάρτυρες στις αρμόδιες Αρχές των ΗΠΑ (FBI) κατά τη διεξαγόμενη εκεί έρευνα για παράνομες πρακτικές της NOVARTIS, το αντικείμενο της οποίας ήταν γνωστό στους κατηγορουμένους από σχετικές συναντήσεις με Αμερικανικές αρχές, αιτήματα δικαστικής συνδρομής και πληροφοριακά έγγραφα του FBI και προσδοκούν οικονομικό αντάλλαγμα, κυμαινόμενο από 10-30% του επιβληθέντος προστίμου σε βάρος της εταιρείας αυτής, με τις αόριστες δε καταθέσεις τους είχαν ως σκοπό να πλήξουν την ηθική και πολιτική υπόσταση των πολιτικών προσώπων, 3) ήταν εμπλεκόμενοι στα διερευνώμενα από τους κατηγορούμενους εγκλήματα και μάλιστα ο μάρτυρας με την κωδική ονομασία «Ιωάννης Αναστασίου», που όπως προέκυψε ήταν ο καθηγητής Νικόλαος Μανιαδάκης του οποίου ήραν το καθεστώς, ως προστατευόμενου μάρτυρα με την υπ’ αριθμόν 6/31.12.2018 Διάταξη της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς και την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος με την υπ’ αριθμό Ε.Π. 1/4.1.2019 Πράξη της κατηγορουμένης Ελένης Τουλουπάκη, ήταν εμπλεκόμενος διότι: α) είχε ήδη καταγγελθεί με την από 8.11.2017 κατάθεση του μάρτυρα με την κωδική ονομασία «Αικατερίνη Κελέση» για δωροδοκία από την εταιρία NOVARTIS, β) ο μάρτυρας με την κωδική ονομασία «Μάξιμος Σαράφης» ήδη από τις πρώτες καταθέσεις του ενώπιον τους μέχρι 2.2.2018 τον κατέδειξε ως πρόσωπο που παρανομούσε υπέρ της NOVARTIS, πλην όμως οι κατηγορούμενοι δεν το κατέγραψαν, γ) εκκρεμούσε σε βάρος του η ΑΒΜ ΕΔ 2015/2019 ποινική δικογραφία που είχε σχηματισθεί κατόπιν ανώνυμης καταγγελίας στην Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς, ότι ελάμβανε χρήματα από φαρμακευτικές εταιρίες μέσω εταιριών συμφερόντων του, αλλά και τρίτων προσώπων όπως της συζύγου του, η οποία στις 6.6.2017 συσχετίστηκε από τους κατηγορουμένους με την ΕΔ 2016/373 δικογραφία της NOVARTIS.

Εξ άλλου, ο μάρτυρας με την κωδική ονομασία «Μάξιμος Σαράφης» είχε καταγγελθεί από την προστατευόμενη μάρτυρα με την κωδική ονομασία «Αικατερίνη Κελέση» ως εμπλεκόμενος στην υπόθεση Νovartis …». Παρά ταύτα, χαρακτηρίστηκε από τους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς ως προστατευόμενος μάρτυρας και μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος (βλ. σελ. 263 του βουλεύματος).

            ΙΙ.         ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΩΝ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ, ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΥΠΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ Ι, ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου επιχειρεί να αντικρούσει τα διαλαμβανόμενα στις απαγγελθείσες, ως προς τα αναφερθέντα ζητήματα, κατηγορίες, με τις ακόλουθες σκέψεις:

α.         Ότι οι τρεις προκύψαντες από τις έρευνες, μάρτυρες, ήταν ουσιώδεις «…… διότι κρίθηκε ότι γνώριζαν και από δική τους αντίληψη, ουσιώδη πράγματα για τις διερευνώμενες πράξεις και πρόσωπα, ως εκ της θέσης που κατείχαν (σημαντικά στελέχη της NOVARTIS HELLAS οι δύο και στέλεχος του Υπουργείου ο τρίτος, κατά τον κρίσιμο χρόνο) … Συνεπώς δεν επρόκειτο για αυθαίρετη επιλογή μαρτύρων από τους Εισαγγελείς Διαφθοράς, αλλά για κλήτευση ουσιωδών μαρτύρων (!!) σύμφωνα με τον ΚΠΔ, λόγω της θέσης τους στην εταιρία οι δύο εξ αυτών και στο Υπουργείο ο τρίτος και για νόμιμη υπαγωγή τους στο καθεστώς προστασίας του Ν.2928/2001…» (βλ. σελ. 256 αρχή και 257 αρχή του βουλεύματος).

β.         Ότι «… οι μάρτυρες δεν εξέφρασαν απλή γνώμη, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, όπως αβασίμως αποδίδεται στους κατηγορουμένους Εισαγγελείς, εφ’ όσον κατά τη διάρκεια της ενιαίας κατάθεσης προσκόμισαν και αποδεικτικά στοιχεία, έγγραφα και ηλεκτρονικά αρχεία…» (βλ. σελ. 260 του βουλεύματος, προς το τέλος).

γ.         Η κατηγορία ότι «οι Εισαγγελείς παρανόμως χαρακτήρισαν τους τρεις προστατευόμενους μάρτυρες και ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, εν όψει του ότι προσδοκούν ίδιο όφελος κατά το νομικό καθεστώς των ΗΠΑ, είναι απορριπτέα. Τούτο διότι η ύπαρξη τυχόν ιδίου οικονομικού οφέλους, κατά το νομικό καθεστώς των ΗΠΑ δεν απαγορεύει τον χαρακτηρισμό τους από την Εισαγγελία Διαφθοράς στην Ελλάδα, εφ’ όσον το όφελος αυτών – χρηματικό ποσό που έλαβαν ή πρόκειται να λάβουν από τις αρχές των ΗΠΑ, δεν έχει ως προϋπόθεση την κατάθεσή τους στη Ελλάδα, δηλαδή οι καταθέσεις στις Η.Π.Α. και στην Ελλάδα δεν συνδέονται αιτιωδώς και συνακόλουθα η κατάθεσή τους στις Η.Π.Α. δεν τους καθιστά ανεπιτήδειους μάρτυρες στη Ελλάδα…» (βλ. σελ. 262 του βουλεύματος).

δ.         Τέλος, ως προς τα διαλαμβανόμενα στις απαγγελθείσες κατηγορίες, ότι οι υπό προστασία τεθέντες και ως δημοσίου συμφέροντος χαρακτηρισθέντες, τρεις μάρτυρες ήταν εμπλεκόμενοι στα διερευνώμενα από τους κατηγορουμένους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς, εγκλήματα, το Συμβούλιο επιχειρεί να αντικρούσει την κατηγορία με τις ακόλουθες σκέψεις:

αα. «… Επειδή κατά την πορεία της έρευνας προέκυψαν για τον προστατευόμενο μάρτυρα με την κωδική ονομασία «Αναστασίου Ιωάννης», βάσει των από 27.11.2018, 28.11.2018 και 12.12.2018 καταθέσεων του τρίτου μάρτυρα (Μάξιμου Σαράφη), στοιχεία ενοχοποιητικά για την πράξη της παθητικής δωροδοκίας κατ’ εξακολούθηση με ζημία του Δημοσίου άνω των 150.000 ευρώ … για την οποία ασκήθηκε και ποινική δίωξη, με την υπ’ αριθ. 8/31.12.2018 Διάταξη του επίκουρου Εισαγγελέα Διαφθοράς Χρ. Ντζούρα, διατάχθηκε η άρση της υπ’ αριθμόν 13/20.12.2017 Διάταξής του και έπαυσε η λήψη μέτρων προστασίας τούτου (ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Ιωάννη), … ενώ παράλληλα, με την υπ’ αριθμόν 7/31.12.2018 Διάταξη του αυτού Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς απαγορεύτηκε στο μάρτυρα, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, η έξοδός του από τη χώρα…» (βλ. σελ. 257 του βουλεύματος).

ββ. «… Επίσης ο χαρακτηρισμός του προστατευόμενου μάρτυρα με την κωδική ονομασία «Μάξιμος Σαράφης» και ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, αν και η επίσης προστατευόμενη μάρτυρας με την κωδική ονομασία «Αικατερίνη Κελέση» τον είχε καταγγείλει αρχικά ως εμπλεκόμενο στην υπόθεση NOVARTIS, δεν αναιρεί τη νομιμότητα του χαρακτηρισμού, επειδή στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο της έρευνας η εν λόγω κατάθεση δεν κρίθηκε αξιόπιστη ως προς το σημείο αυτό, εφόσον οι Εισαγγελείς Διαφθοράς μπορούσαν να αξιολογήσουν κατά τούτο και μόνο την κατάθεση αυτή (βλ. σελ. 262 και 263 του βουλεύματος).

ΙΙΙ.        ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙ ΤΩΝ ΩΣ ΑΝΩ, ΥΠΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΙΙ ΣΚΕΨΕΩΝ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ

Ως προς την περίπτωση υπό στοιχείο ΙΙα

α.         Ουδείς μέμφεται τους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς ότι προέβησαν σε «αυθαίρετη» επιλογή μαρτύρων, όπως τουλάχιστον πεπλανημένως υπολαμβάνει το Συμβούλιο του άρθρου 86 του Συντάγματος.

β.         Το εάν οι ανευρεθέντες μάρτυρες, αφ’ ενός ήταν ουσιώδεις, αφ’ ετέρου μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, δεν εξηρτάτο από τις θέσεις που κατείχαν στη Νovartis ή στο Δημόσιο, αλλά εκ του εάν με τις καταθέσεις τους συνέβαλαν ουσιωδώς στην ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΚΑΙ ΔΙΩΞΗ των εγκλημάτων που ερευνούσαν οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς και εφέροντο τελεσθέντα από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα.

Η αποκάλυψη των εγκληματικών πράξεων και η άσκηση ποινικής διώξεως εναντίον των δέκα πολιτικών προσώπων που κατήγγειλαν με τις καταθέσεις τους οι τρεις υπό προστασία μάρτυρες, αποτελούσε θεμελιώδη προϋπόθεση για να χαρακτηρισθούν οι μάρτυρες αυτοί ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος. Η προϋπόθεση αυτή, όχι μόνο ουδέποτε εκπληρώθηκε, αλλ’ αντιθέτως οι δικογραφίες ως προς επτά πολιτικά πρόσωπα τέθηκαν στο αρχείο, ελλείψει στοιχείων από τους ίδιους τους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς, ως προς τους δύο τέθηκαν στο αρχείο από τους αντικαταστάτες τους, για τον ίδιο λόγο, και ως προς τον ένα (Ανδρέα Λοβέρδο) εκδόθηκε το υπ’ αριθμόν 2815/2022 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο κονιορτοποιεί με την επιχειρηματολογία της εισαγγελικής πρότασης, που έγινε αποδεκτή στο σύνολό της από το Δικαστικό Συμβούλιο, αλλά και με πρόσθετη επιχειρηματολογία του ίδιου του Συμβουλίου, τις καταθέσεις των υπό προστασία μαρτύρων με τις κωδικές ονομασίες «Μάξιμος Σαράφης» και «Αικατερίνη Κελέση», τις οποίες χαρακτηρίζει προεχόντως ως αόριστες, καθ’ όσον δεν διαλαμβάνονται σ’ αυτές συγκεκριμένα περιστατικά δωροληψίας, αλλά κρίσεις, εικασίες και υποθέσεις, μη συνδεόμενες με γεγονότα, των οποίων είχαν άμεση αντίληψη και μη ενισχυόμενες από κάποιο στοιχείο (βλ. το ως άνω βούλευμα).

Το τόσο σημαντικό αυτό στοιχείο της αρχειοθέτησης των δικογραφιών, το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου, ούτε το σχολιάζει ούτε το αξιολογεί σε σχέση με προς το εάν ορθώς χαρακτηρίσθηκαν οι υπό προστασία μάρτυρες και ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος. Απλώς το αναφέρει διηγηματικά σε μία γραμμή!!!, στη σελίδα 263, γράφοντας στη συνέχεια ότι: «το γεγονός αυτό ενισχύει την κρίση του παρόντος Δικαστικού Συμβουλίου ότι κατά την έρευνά τους πριν την αποστολή της δικογραφίας στη Βουλή, δεν τέλεσαν κατάχρηση εξουσίας (εννοεί τους Εισαγγελείς) με τις αποδιδόμενες στο κατηγορητήριο μορφές». Αυτό όμως συνιστά αυθαίρετη κρίση, που οδηγεί σε παραμόρφωση και διαστρέβλωση της αλήθειας και δεν αποτελεί κρίση αντικειμενική και αμερόληπτη, αφού όχι μόνο δεν επιβεβαιώνει αυτό που αναφέρει το βούλευμα, αλλ’ αντιθέτως επιβεβαιώνει ότι οι δικογραφίες, με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν, θα έπρεπε από την αρχή να τεθούν στο αρχείο και να μην έχουν διαβιβασθεί στη Βουλή.

Ως προς την περίπτωση υπό στοιχείο ΙΙβ

Απλή ανάγνωση των καταθέσεων των υπό προστασία μαρτύρων, επιβεβαιώνει ότι οι χαρακτηρισθέντες τρεις μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, σε σχέση προς την έρευνα  για τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, στις καταθέσεις τους διαλαμβάνουν εκτιμήσεις, εικασίες, υποθέσεις και κρίσεις και όχι γεγονότα που να επιβεβαιώνουν, σε βαθμό έστω ενδείξεων, την τέλεση των εγκλημάτων για τα οποία κατηγορούσαν τα δέκα πολιτικά πρόσωπα. Τούτο σημαίνει ότι οι μαρτυρικές αυτές καταθέσεις ήταν δικονομικά ανυπόστατες και ανίσχυρες. Το τελευταίο επιβεβαιώθηκε αφ’ ενός από την αρχειοθέτηση των δικογραφιών για τα εννέα πολιτικά πρόσωπα και αφ’ ετέρου από το αναφερθέν, ανωτέρω, υπ’ αριθμόν 2815/2022 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο έκρινε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για δωροληψία του Ανδρέα Λοβέρδου.

Εφ’ όσον το εκ πέντε Ανωτάτων Δικαστών, Δικαστικό Συμβούλιο, εκφράζει αντίθετη κρίση περί τούτου, θα έπρεπε να προσδιορίσει ποια είναι εκείνα τα συγκεκριμένα γεγονότα που διαλαμβάνονται στις καταθέσεις των τριών μαρτύρων και επιβεβαιώνουν την τέλεση, σε βαθμό έστω ενδείξεων, των εγκλημάτων από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα. Εξ άλλου, εφ’ όσον το κατηγορητήριο αναφέρει ότι οι μάρτυρες δεν εισέφεραν αποδεικτικά στοιχεία και το Συμβούλιο έχει αντίθετη άποψη, όφειλε να αναφέρει ποια είναι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν και τί ακριβώς διαλαμβάνουν.

Η αποστροφή στο βούλευμα, ότι «δεν εξέφρασαν οι μάρτυρες απλή γνώμη» και ότι «προσκόμισαν και αποδεικτικά στοιχεία, έγγραφα και ηλεκτρονικά αρχεία», τα οποία, όμως, δεν προσδιορίζει, καθιστά πρόδηλη την ανυπαρξία των στοιχείων αυτών. Η αδυναμία αυτή προσδιορισμού των στοιχείων αυτών, λόγω της ανυπαρξίας τους, οδήγησε τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου στη διατύπωση των αοριστολογιών και των αυθαιρέτων κρίσεων, με τελικό στόχο, κατά την άποψή μας, όχι την εκφορά αμερολήπτου και αντικειμενικής κρίσεως, αλλά την παροχή βοηθείας στους κατηγορουμένους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς και τον άλλοτε αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, για λόγους που εκείνοι γνωρίζουν.

Άλλωστε, το ότι δεν κατέθεσαν οι υπό προστασία μάρτυρες γεγονότα, ούτε προσεκόμισαν στοιχεία, επιβεβαιώνεται από την αρχειοθέτηση των δικογραφιών για τα εννέα πολιτικά πρόσωπα (αλλά και το ρηθέν βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ως προς τον Α. Λοβέρδο), την οποία (αρχειοθέτηση) το Συμβούλιο την αγνοεί και αποφεύγει να αξιολογήσει και σχολιάσει.

Ως προς την περίπτωση υπό στοιχείο ΙΙγ

Η ορθότητα και η βασιμότητα, ως προς το σημείο αυτό, των σκέψεων του βουλεύματος, τελούν υπό την προϋπόθεση ότι κατά την εξέταση των ρηθέντων μαρτύρων στην Ελλάδα, θα είχε λήξει η διαδικασία των ερευνών στις ΗΠΑ για τις αθέμιτες πρακτικές της Νovartis (ερευνών που αφορούσαν τη δραστηριότητα της Νovartis σε όλο τον κόσμο και όχι μόνο στις ΗΠΑ), θα είχε επιβληθεί το πρόστιμο (συμβιβαστικά ή όχι) και οι μάρτυρες θα είχαν λάβει ή τουλάχιστον θα προσδοκούσαν να λάβουν το, εκ του προστίμου, ποσοστό που εδικαιούντο. Όμως, όταν οι υπό προστασία μάρτυρες έδωσαν τις καταθέσεις στην Ελλάδα και χαρακτηρίσθηκαν εκ των υστέρων ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, με πράξη του εποπτεύοντος Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, οι Αμερικανικές αρχές δεν είχαν περατώσει τις έρευνες, ούτε, πολύ περισσότερο, είχαν επιβάλει πρόστιμο. Το τελευταίο, έγινε συμβιβαστικά τον Ιούλιο του 2020.

Είναι, ως εκ τούτου, πρόδηλο ότι με τις καταθέσεις τους στην Ελλάδα, ενώπιον των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, εν όψει της  αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής που υπήρχε για την υπόθεση αυτή, μεταξύ Ελλάδος και ΗΠΑ, επεδίωκαν, μεταξύ των άλλων να ενισχύσουν τις διεξαγόμενες έρευνες από τις Αρχές των ΗΠΑ και έτσι, αφ’ ενός να καταστεί ευχερέστερη η επιβολή του προστίμου και αφ’ ετέρου να είναι μεγαλύτερο, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του ποσού που θα εδικαιούντο να λάβουν.

Συνεπώς, είναι εσφαλμένη και παραπλανητική η ερμηνεία που έδωσαν τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος.

Ως προς την περίπτωση υπό στοιχείο ΙΙδ

Από την αντιπαραβολή των στοιχείων των απαγγελθεισών από την ανακρίτρια κατηγοριών, προς εκείνα τα οποία διαλαμβάνει το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου, προκύπτει, κατά την άποψή μας, ανάγλυφα η προσπάθεια του τελευταίου να δικαιολογήσει, το γεγονός ότι οι τρεις μάρτυρες τέθηκαν από τους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς, αρχικά υπό προστασία και στη συνέχεια χαρακτηρίσθηκαν ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος και εξετάστηκαν με τις ιδιότητες αυτές.

Έτσι, αντί να απαντήσει το βούλευμα ευθέως, αν κατά το χρόνο χαρακτηρισμού των τριών μαρτύρων, ως μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις (κατά τις απαγγελθείσες κατηγορίες δεν συνέτρεχαν, για τους εκεί εκτιθέμενους λόγους) επιχειρεί να νομιμοποιήσει τις παράνομες ενέργειες των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, με τις μεθόδους σιωπής και διαφυγής. Ειδικότερα:

Ως προς τον μάρτυρα με την κωδική ονομασία «Ιωάννης Αναστασίου» αναφέρει απλώς ότι διατάχθηκε με την υπ’ αριθμόν 6/31.12.2018 Διάταξη των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, η άρση της προστασίας του και του χαρακτηρισμού του ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, επειδή από τις από 27.11.2018, 28.11.2018 και 12.12.2018 καταθέσεις του μάρτυρα με την κωδική ονομασία «Μάξιμος Σαράφης» προέκυψαν ενοχοποιητικά στοιχεία για το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας κατ’ εξακολούθηση από τη Νovartis. Όμως, η εμπλοκή του στην υπόθεση Νovartis είχε ήδη προκύψει: α) από κατάθεση της υπό προστασία μάρτυρος με την κωδική ονομασία «Αικατερίνη Κελέση» που δόθηκε στις 8.11.2017 και β) από καταγγελίες του υπό προστασία μάρτυρα με την κωδική ονομασία «Μάξιμος Σαράφης», τις οποίες οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς δεν κατέγραφαν. Τις κατέγραψαν για πρώτη φορά, σε τρεις διαδοχικές καταθέσεις του, το Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2018 και γ) από δικογραφία που εκκρεμούσε σε βάρος του από το έτος 2016.

Είναι, ως εκ τούτου, προφανής η παρανομία των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, με το να χαρακτηρίσουν τον ως άνω μάρτυρα, ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, αφού ήταν εμπλεκόμενος στην υπόθεση Novartis. Όμως, για το Δικαστικό Συμβούλιο αυτά ήταν ανύπαρκτα. Όπως ανύπαρκτα ήταν και τα κατατεθέντα από τον ως άνω μάρτυρα με την κωδική ονομασία «Ιωάννης Αναστασίου», σύμφωνα με τα οποία οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς τον έθεσαν υπό προστασία και τον χαρακτήρισαν ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, προκειμένου να επιτύχουν να λάβουν κατάθεσή του, με την οποία να εμπλέκει με τη Νovartis, κάποια από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, πράγμα που δεν επέτυχαν. Και όμως, για τους ανωτάτους Δικαστές, μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου, οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς και στην περίπτωση αυτή είχαν ενεργήσει «απολύτως νόμιμα»!!!

Εξ άλλου, ως προς τον μάρτυρα με την κωδική ονομασία «Μάξιμος Σαράφης», τον οποίο από την αρχή κατήγγειλε ως διαπλεκόμενο με τη Νovartis, η προστατευόμενη επίσης μάρτυρας με την κωδική ονομασία «Αικατερίνη Κελέση», το Δικαστικό Συμβούλιο έκρινε!!! ότι «δεν αναιρούσε τη νομιμότητα του χαρακτηρισμού, επειδή σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα της έρευνας η εν λόγω κατάθεση δεν κρίθηκε αξιόπιστη!! ως προς το σημείο αυτό, εφ’ όσον οι Εισαγγελείς Διαφθοράς μπορούσαν να αξιολογήσουν κατά τούτο και μόνο την κατάσταση αυτή». Δεν γνωρίζουμε εάν η κρίση αυτή του Δικαστικού Συμβουλίου είναι απότοκος προβληθέντος από τους κατηγορούμενους Εισαγγελείς, ισχυρισμού, τον οποίο φυσικά θα έπρεπε να αιτιολογούν, ή είναι εφεύρημα του ιδίου του Δικαστικού Συμβουλίου.

Το βέβαιο είναι ότι το Δικαστικό Συμβούλιο του άρθρου 86 του Συντάγματος, ουδ’ επ’ ελάχιστο αιτιολογεί πού στηρίζει την κρίση του αυτή, με την οποία επιχειρεί να δικαιολογήσει την παράνομη απόφαση των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς να χαρακτηρίσουν τον μάρτυρα με την κωδική ονομασία «Μάξιμος Σαράφης» ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, μολονότι υπήρχε καταγγελία από τη ρηθείσα προστατευόμενη μάρτυρα, για εμπλοκή του στην υπόθεση Νovartis.

Και πώς άλλωστε θα μπορούσε να τη δικαιολογήσει, όταν μία τέτοια κρίση είναι αδύνατο να δικαιολογηθεί, αφού δεν έχει ως βάση στοιχεία που υποπίπτουν στην αντίληψή του ανθρώπου, άλλα στοιχεία που ανάγονται στη σφαίρα της ανθρώπινης ψυχής, τα οποία μόνον «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς» μπορεί να γνωρίζει. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνουν ότι οι καταθέσεις των δύο προστατευόμενων μαρτύρων ήταν στο σύνολό τους, όχι απλά αναξιόπιστες αλλά ψευδείς.

Τα τελευταία όμως, κατά την άποψή μας, αναδεικνύουν και άλλο, γενικότερο ζήτημα, με αφετηρία την όλη υπόθεση. Επιβεβαιώνουν ότι η υπόθεση Νovartis, σε σχέση προς τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, ήταν μια «σκευωρία», στην οποία συμμετείχαν δυστυχώς και δικαστικοί λειτουργοί (πρώην και νυν) με στόχο να πληγούν τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, άμεσα μεν για καθαρά πολιτικές επιδιώξεις, μακροπρόθεσμα δε, για αλλοίωση των θεσμών του δημοκρατικού πολιτεύματος, στοιχεία που αναδεικνύουν και τη σοβαρότητα της υποθέσεως αυτής, την οποία σοβαρότητα εκουσίως ή ακουσίως δεν αντελήφθησαν τα εξ ανωτάτων Δικαστών, μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος.

 

Β.        Ι.          ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΜΑ (ΣΕΛ. 257)

Με το βούλευμά του το, εξ ανωτάτων Δικαστών συγκείμενο, Συμβούλιο, κάνοντας κατά πάντα δεκτούς τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων Εισαγγελέων και των δύο εκ των τριών προστατευομένων μαρτύρων, πράγμα που δεν έκανε η ανακρίτρια αλλά και η προτείνασα Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, δέχεται και τα ακόλουθα: «… Κατά τη διαδικασία της λήψης των ενόρκων καταθέσεων των προστατευομένων μαρτύρων, οι καταθέσεις αυτών δόθηκαν δια ζώσης με την παρουσία των ιδίων καθ’ όλη τη διάρκεια των καταθέσεων, χωρίς αυτοί να έχουν δώσει προδιατυπωμένες καταθέσεις (όπως αντίθετα αναφέρεται σε μηνύσεις από πολιτικά πρόσωπα, μεταξύ άλλων και κατά των Εισαγγελέων, δηλ. περί διαβίβασης των καταθέσεων των προστατευομένων μαρτύρων μέσω usb ή μέσω email, αφού κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο δεν υφίσταται περί αυτού), όπως εξ άλλου τούτο επιβεβαιώνεται από την από 28.1.2021 ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Περικλή Μανωλίδη, Διευθυντή του Τμήματος Προστασίας Μαρτύρων, ενώπιον της ανακρίτρισς, όπου, μεταξύ άλλων, στην ερώτηση εάν γνωρίζει να δόθηκε κάποια από τις καταθέσεις προδιατυπωμένη και όχι δια ζώσης, ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν υπήρξε κάποια συνάντηση που να ήταν τόσο σύντομη, ώστε να έχει δοθεί προδιατυπωμένη κατάθεση. Σημειώνεται ότι οι προστατευόμενοι μάρτυρες με τις κώδικές ονομασίες «Μάξιμος Σαράφης» και «Αικατερίνη Κελέση» σε όλες τις καταθέσεις τους έχουν επιβεβαιώσει ότι πάντοτε κατέθεταν οι ίδιοι, με φυσική παρουσία τους και χωρίς οποιαδήποτε πίεση, προτροπή, υποβολή από τους Εισαγγελείς, ενώ ουδείς εκ των μαρτύρων έχει καταθέσει ότι έδινε προδιατυπωμένες καταθέσεις. Η διαφορετική γραμματοσειρά δεν είναι αρκετή να ενισχύσει τον ισχυρισμό των προδιατυπωμένων καταθέσεων και περί διαβίβασης των καταθέσεων των προστατευομένων μαρτύρων μέσω usb ή μέσω emall. Η διαφορετική μορφοποίηση οφείλεται, κατά την κρίση του Συμβουλίου, σε προφανή αβλεψία!! των Εισαγγελέων αυτών και στην ένταση που υπήρχε κατά τη λήψη των καταθέσεων, εφ όσον, όπως είναι φανερό, θα μπορούσαν αυτοί εύκολα να είχαν προβεί μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή σε ενιαία μορφοποίηση του κειμένου των καταθέσεων, ώστε να μην υπάρχει διαφορά, ενώ κρίνεται ότι αν οι καταθέσεις ήταν προδιατυπωμένες, … οι Εισαγγελείς θα φρόντιζαν να μην αποκαλυφθεί η προαναφερόμενη κατ’ αυτών αιτίαση, προβαίνοντας εύκολα σε ενιαία μορφοποίηση του κειμένου…» (σελ. 257, 258 του βουλεύματος)

ΙΙ.         ΣΧΟΛΙΑ, ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΑΥΤΩΝ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ

  1. Οι ανωτέρω σκέψεις του βουλεύματος είναι ασύμβατες με σκέψεις ανωτάτων Δικαστικών Λειτουργών, οι οποίοι αποτελούσαν τη σύνθεση του Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος. Τούτο διότι:

α.         Θα ήταν αλήθεια ποτέ δυνατόν, οι διεξάγοντες τις έρευνες Εισαγγελείς και οι υπό προστασία μάρτυρες, να διαλάβουν στις καταθέσεις τους ότι αυτές εδίδοντο, όχι με αυτοπρόσωπη παρουσία, αφού έτσι θα βεβαίωναν ότι παρανομούσαν;

β.         Γιατί ήταν αναγκαίο οι υπό προστασία μάρτυρες να «βεβαιώνουν σε όλες τις καταθέσεις», όπως αναφέρει το βούλευμα, ότι κατέθεταν με αυτοπρόσωπη παρουσία, αφού αυτό το επιβάλλει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας και είναι αυτονόητο; Αυτά, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι στις αρχικές καταθέσεις, τέτοια βεβαίωση δεν υπάρχει.

γ.         Ποία η αξία της καταθέσεως ενός μάρτυρα και εν προκειμένω του μάρτυρα Περικλή Μανωλίδη, την οποία με τόσο στόμφο επικαλείται το βούλευμα του Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος, για να θεμελιώσει την κρίση του ότι δεν εδίδοντο προδιατυπωμένες καταθέσεις, όταν ο μάρτυρας αυτός δεν παρευρίσκετο στο χώρο (δωμάτιο) που δίδονταν οι καταθέσεις (ούτε επιτρεπόταν να ευρίσκεται) και συνεπώς δεν μπορεί να έχει αντίληψη του εάν οι καταθέσεις ήταν προδιατυπωμένες ή όχι; Ή μήπως η γρήγορη ή όχι αποχώρηση του μάρτυρα, μπορεί να οδηγήσει σε τέτοιο συμπέρασμα; Ανεξαρτήτως όμως των ανωτέρω, μήπως η επίκληση του Μανωλίδη (αυτό γίνεται και σε άλλο σημείο) για ενίσχυση των θέσεων των κατηγορουμένων Εισαγγελέων, επιβεβαιώνει την κρίση περί οργανωμένου σχεδιασμού, στην υλοποίηση του οποίου συμμετείχαν και άτομα άσχετα προς τις έρευνες;

δ.         Πώς την τόσο σοβαρή!! κατάθεση του Μανωλίδη δεν την έλαβε υπόψη η ανακρίτρια και η προτείνασα Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου;

ε.         Τί υποδηλώνει το γεγονός ότι στην από 15.1.2018 κατάθεση του μάρτυρα με την κωδική ονομασία «Μάξιμος Σαράφης» έχει γίνει διόρθωση της ημέρας από «Παρασκευή», που ήταν λάθος, σε «Δευτέρα» χειρόγραφα; Εάν γραφόταν η κατάθεση αυτή, κατά την ώρα που δινόταν, η διόρθωση δεν θα γινόταν με τον υπολογιστή;

στ.       Οι εγκαλούντες και εξετασθέντες στη συνέχεια ως μάρτυρες αναφέρουν απλά ότι οι υπό προστασία μάρτυρες έδιδαν προδιατυπωμένες καταθέσεις, όπως αφήνει να εννοηθεί το βούλευμα ή αιτιολογούν με πληρότητα τη σκέψη αυτή, επικαλούμενοι ακαταμάχητα λογικά επιχειρήματα; και

ζ.         Πώς και με ποια στοιχεία κατέληξαν τα μέλη του Συμβουλίου στην κρίση ότι «η διαφορετική μορφοποίηση οφείλεται σε προφανή αβλεψία των Εισαγγελέων», επειδή δήθεν θα μπορούσαν να το είχαν αποφύγει με τον τρόπο που εκθέτουν και γιατί αυτό να μην αποτελεί μία πολύ σοβαρή ένδειξη, αν όχι απόδειξη, ότι εδίδοντο προδιατυπωμένες καταθέσεις και ήταν ως εκ τούτου νόμιμο και αναγκαίο να οδηγηθεί η υπόθεση σε ακροαματικό έλεγχο;

Και δεν είναι αυτό ένα σοβαρότατο στοιχείο, που επιβεβαιώνει αφ’ ενός την εγκληματική συμπεριφορά των κατηγορουμένων Εισαγγελέων, βεβαίως σε επίπεδο ενδείξεων (οι εγκληματίες από τα λάθη τους αποκαλύπτονται) και αφ’ ετέρου την έλλειψη αμεροληψίας και αντικειμενικότητας των μελών του Συμβουλίου, κατά το χειρισμό της συγκεκριμένης υποθέσεως, για λόγους βεβαίως, που μόνο τα ίδια γνωρίζουν;

 

Γ.         Ι.          ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΜΑ (ΣΕΛ. 258)

«…Όλοι οι προστατευόμενοι μάρτυρες στις πρώτες καταθέσεις τους, πριν αυτές διαβιβασθούν στην Βουλή των Ελλήνων, έδωσαν μία και μόνη ενιαία ένορκη κατάθεση έκαστος, που δόθηκε τμηματικά, εντός περίπου τριών μηνών, διότι πρακτικά ήταν αδύνατο να ολοκληρωθεί η κατάθεσή τους σε μία εξέταση, λόγω των ειδικών περιστάσεων και συνθηκών υπό τις οποίες ελήφθησαν, αλλά και λόγω της ιδιαιτερότητας των μαρτύρων ως προστατευόμενων, οι οποίοι δίνουν κατά νόμο κάθε είδους πληροφορίες στις διωκτικές αρχές και όχι απλώς μαρτυρικές καταθέσεις, και για τούτο απαιτήθηκαν περισσότερες εξετάσεις, που τελούσαν σε απόλυτη αλληλουχία και νοηματική ενότητα μεταξύ τους, κατά τρόπο που η μια αποτελούσε τη φυσική συνέχεια της άλλης και όλες μαζί συναποτελούσαν μία ενιαία κατάθεση. Το γεγονός ότι δόθηκε μία και μόνη ένορκη κατάθεση από κάθε προστατευόμενο μάρτυρα, πριν τη διαβίβαση της δικογραφίας στην Βουλή, προκύπτει από το ότι κάθε μάρτυρας στην πρώτη και σε κάθε επόμενη εξέταση – πλην της τελευταίας –  κατέληγε, βεβαίωνε και υπέγραφε ως εξής: “επιφυλάσσομαι να συνεχίσω την κατάθεσή μου”. Ο πραγματικός λόγος ήταν ότι οι καταθέσεις λαμβάνονταν σε μεταμεσημβρινές, ακόμη δε και βραδινές ώρες στο γραφείο της Εισαγγελίας Διαφθοράς ή στη ΓΑΔΑ, …, προκειμένου να διαφυλαχθεί το απόρρητο και η αποφυγή αναγνώρισης της πραγματικής ταυτότητας των μαρτύρων. Για τον ίδιο λόγο, αλλά και λόγω του προχωρημένου της ώρας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι μάρτυρες κατέθεταν πολλά γεγονότα για τα οποία ανέφεραν ότι κατείχαν σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία, οι επόμενες εξετάσεις τους κανονίζονταν μετά από αρκετές ημέρες, με αποτέλεσμα, όσα είχαν να καταθέσουν να μην είναι ευχερές να ολοκληρωθούν μέσο σε λίγες ημέρες…» (βλ. σελ. 258, 259 του βουλεύματος)

 

ΙΙ.         ΣΧΟΛΙΑ, ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΩ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ

Κατ’ αρχάς ως γενική παρατήρηση, θα σημειώσουμε ότι τα διαλαμβανόμενα στο ανωτέρω απόσπασμα, αποτελούν μία ωραία έκθεση ιδεών, πού απλώς περιέχει φληναφήματα, αφού ούτε από την καθημερινή ανακριτική  πρακτική επιβεβαιώνονται ούτε από το νόμο προβλέπονται.

Ειδικότερα, είναι απορίας άξιο:

α.         Αν αυτά αποτελούν θέσεις των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς ή είναι εφευρήματα του Συμβουλίου. Και αν ισχύει το πρώτο, πώς έγιναν δεκτά από ανωτάτους Δικαστές, μεταξύ των οποίων και Δικαστές της τακτικής δικαιοσύνης, που λογικά δεν είναι άσχετοι με Ποινική Δικονομία και Ποινικό Δίκαιο. Αν ισχύει βεβαίως το δεύτερο, είναι προφανές ότι επιβεβαιώνεται άνευ άλλου η παραβίαση της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας από τα μέλη του Συμβουλίου.

β.         Αφού όλες οι καταθέσεις που δόθηκαν μέχρι τη διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή, αποτελούσαν, κατά το βούλευμα, μία ενιαία ένορκη κατάθεση, γιατί οι προστατευόμενοι μάρτυρες  έχουν δώσει όρκο, όπως προβλέπεται και απαιτείται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για κάθε μία κατάθεση, ενώ δεν θα έπρεπε αυτό να γίνει, εάν όντως όλες οι καταθέσεις αποτελούσαν μία ενιαία ένορκη κατάθεση, οπότε θα αρκούσε ο όρκος στην πρώτη απ’ αυτές;

γ.         Αν ισχύουν όλα αυτά που δέχεται το Συμβούλιο, πώς δεν τα αντελήφθη η ανακρίτρια, που είχε πλήρη γνώση της δικογραφίας, αφού ενεργούσε ανάκριση επί δύο περίπου έτη, και πώς έχει διαλάβει στις απαγγελθείσες κατηγορίες τα ακριβώς αντίθετα, πώς δεν τα αντελήφθη επίσης η προτείνασα Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, και περαιτέρω, πώς μπόρεσε να τα αντιληφθεί η ορισθείσα ως εισηγήτρια από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, σε έντεκα ημέρες αφ’ ότου εισήχθη στο Συμβούλιο, η πρόταση της Εισαγγελέως και πώς τα μέλη του Συμβουλίου τα αντελήφθησαν σε μία και μόνο διάσκεψη, μετά την οποία δημοσιεύθηκε το βούλευμα (η πρόταση της Εισαγγελέως έχει ημερομηνία 13.6.2022, η διάσκεψη κατά το βούλευμα φέρεται να έγινε 26.6.2022 και το βούλευμα δημοσιεύθηκε στις 30.6.2022). Πώς τα τελευταία επιτεύχθηκαν σε τόσο μικρό χρόνο, μολονότι η δικογραφία, εκτός από τη μεγάλη σοβαρότητα και σπουδαιότητα, ήταν ογκώδης;

δ.         Είναι ανακριβές το επιχείρημα του βουλεύματος, προκειμένου να δικαιολογηθεί η διακοπή των καταθέσεων και η συνέχισή τους σε επόμενο χρόνο, ότι οι καταθέσεις λαμβάνονταν σε μεταμεσημβρινές ακόμη δε και σε βραδινές ώρες στο γραφείο της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς στη ΓΑΔΑ και διαρκούσαν πολλές ώρες. Τούτο διότι η λήψη των περισσοτέρων καταθέσεων άρχιζε, κατά κανόνα, πριν τη μεσημβρία και τελείωνε τις πρώτες απογευματινές ώρες, δύο δε, μόνον, καταθέσεις από την προστατευόμενη μάρτυρα με την κωδική ονομασία «Αικατερίνη Κελέση», έχουν δοθεί νυχτερινές ώρες, η λήψη δε των καταθέσεων, διαρκούσε, κατά κανόνα, από μία εώς τρεις ώρες, σπανίως δε υπερέβαινε και τις τρεις ώρες.

ε.         Πώς είναι δυνατόν να αγνοούν ανώτατοι Δικαστές, ότι άπαξ και αρχίσει η εξέταση ενός μάρτυρα θα πρέπει να περατωθεί, έστω και αν απαιτηθεί να συνεχισθεί η εξέταση νυχτερινές ώρες, Κυριακές και αργίες, εκτός εάν διακοπεί η εξέταση από τον ανακρίνοντα, λόγω κοπώσεως του ιδίου, του γραμματέα ή του μάρτυρα ή άλλου κωλύματος, λόγοι οι οποίοι σημειώνονται και βεβαιώνονται στην έκθεση εξέτασης του μάρτυρα. Διακοπή εξετάσεως του μάρτυρα χωρίς αιτιολογία δεν είναι δυνατή, ενώ εξ άλλου, διακοπή εξετάσεως του μάρτυρα, λόγω δηλώσεως του ότι επιφυλάσσεται να συνεχίσει αργότερα την κατάθεσή του, δεν είναι νόμιμη.

Και το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι γιατί οι καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων ελήφθησαν με τον τρόπο που αναφέρεται στο βούλευμα;

Είναι πρόδηλο ότι ο τρόπος αυτός λήψεως των καταθέσεων, αποτελούσε μεθόδευση των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς και των ηθικών αυτουργών. Μεθόδευση προκειμένου να εξαναγκάζονται οι μάρτυρες υπό προστασία, με την απειλή διώξεως τους και να καταθέτουν τα υποδεικνυόμενα από τους Εισαγγελείς Διαφθοράς, όπως διαλαμβάνεται και στις απαγγελθείσες από την ανακρίτρια, κατηγορίες και β) να αποφευχθεί, σε περίπτωση που οι καταθέσεις εθεωρούντο αυτοτελείς, η αδυναμία των προστατευομένων μαρτύρων να δικαιολογήσουν γιατί τα είπαν, όσα είπαν, σε διαδοχικές καταθέσεις σε διάστημα μάλιστα τριών μηνών και όχι στην αρχική κατάθεσή τους.

Άλλωστε, η τακτική εξαναγκασμού και των δύο υπό προστασία μαρτύρων, επιβεβαιώνεται και από τις καταθέσεις του τρίτου υπό προστασία μάρτυρα, με την κωδική ονομασία «Αναστασίου Ιωάννης», τον οποίο οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς διατηρούσαν υπό προστασία μέχρι το τέλος του 2018, μολονότι εγνώριζαν ότι είχε εμπλοκή στην υπόθεση που ερευνούσαν και τις καταθέσεις των μαρτύρων Νικολάου Μανία, Εμμανουήλ Βουλκίδη και Κωνσταντίνου Φρουζή, με τις οποίες θα ασχοληθούμε ειδικότερα κατωτέρω.

Τέλος, θα παραβιάζαμε ανοιχτές θύρες αν λέγαμε ότι είναι ευτελές και αντίθετο προς την κοινή λογική, το επιχείρημα του Δικαστικού Συμβουλίου ότι δεν ήταν δυνατό να περατωθεί η κατάθεση των προστατευομένων μαρτύρων την ίδια ημέρα ή έστω την επομένη, με μία διακοπή, λόγω κοπώσεως των Εισαγγελέων ή των μαρτύρων, επειδή, δήθεν, είχαν πολλά να καταθέσουν, εν όψει των υπό στοιχείο δ εκτεθέντων. Εκτός εάν, στόχος της διαδοχικής κλήτευσης και εξέτασης ήταν, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η προσπάθεια επηρεασμού τους από τους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς, να καταθέσουν αυτά που τους υποδείκνυαν, όπως διαλαμβάνεται και στις απαγγελθείσες κατηγορίες. Τούτο άλλωστε μπορεί να συναχθεί και από το γεγονός ότι πολλές φορές παρέμειναν κάποιες ώρες στο χώρο που έδιναν τις καταθέσεις, και εν τέλει έδιναν καταθέσεις μία έως τρεις σελίδες (βλ. καταθέσεις των 2 υπό προστασία μαρτύρων πριν τη διαβίβασή τους στη Βουλή).

Δ.        ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΜΑ (ΣΕΛ. 259-260, 262)

Ια.        Πρώτο απόσπασμα (σελ. 259, 260)

«…Όπως συνάγεται από την επισκόπηση των καταθέσεων των προστατευομένων μαρτύρων που υπάρχουν στη δικογραφία, αυτοί αρχικά καταθέτουν για τις αθέμιτες πρακτικές της εταιρείας Novartis, καθώς και για τους τρόπους δωροδοκίας δημοσίων προσώπων στα κέντρα λήψης αποφάσεων στο χώρο της υγείας και διακίνησης φαρμάκων (διοικητές νοσοκομείων – προέδρους Οργανισμών Υγείας), για δωροδοκίες ιατρών του Δημοσίου και ιδιώτες ιατρούς, ενώ αναφέρονται και σε πολιτικά πρόσωπα, έχοντας γνώση όσων καταθέτουν από όσα έχουν ακούσει από τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρίας Novartis Κ. Φρουζή. Οι δε ερωτήσεις από τους Εισαγγελείς, για πολιτικά πρόσωπα, δεν έγιναν για διερεύνηση τυχόν υπουργικών αδικημάτων, εφ’ όσον αυτό θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη έρευνα ποινικών ευθυνών υπουργών, αντίθετα προς τις προβλέψεις του άρθρου 86 του Συντάγματος και του ν. 3126/2003 περί ευθύνης Υπουργών, αλλά για την αναγκαία διερεύνηση από αυτούς, ύπαρξης, κατά την κρίση τους, απλών υπονοιών εμπλοκής των προσώπων αυτών σε ερευνώμενη αξιόποινη πράξη, που ήταν αναγκαία, προκειμένου, όπως προαναφέρθηκε, να μην διαβιβάζονται «αμελλητί» στη  Βουλή, απαράδεκτες και προφανώς αβάσιμες καταγγελίες σε βάρος πολιτικών προσώπων για υπουργικά αδικήματα. Αντίθετα, οι διευκρινιστικές ερωτήσεις αφορούσαν σε αδικήματα μη υπουργικά, όπως της ενεργητικής δωροδοκίας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Σε κάθε περίπτωση, η αξιοπιστία των προστατευομένων μαρτύρων αξιολογήθηκε, κατά την κρίση των Εισαγγελέων, ως υπαρκτή, εκ του αμφιβόλου γεγονότος ότι αυτοί, ως εκ της θέσης που κατείχαν έκαστος, ήταν στον πυρήνα των γεγονότων για τα οποία κατέθεταν, ήταν κοντά στα κέντρα λήψης των αποφάσεων και είχαν γνώση και δική τους αντίληψη των γεγονότων που κατέθεταν. Κατά την εξέτασή τους, άπαντες οι προστατευόμενοι μάρτυρες κατέθεσαν αυτοβούλως όσα γνώριζαν για την υπόθεση, κατονομάζοντας και την πηγή της πληροφόρησής τους και εγχειρίζοντας στοιχεία που κατείχαν, τα οποία αποτελούν μέρος της δικογραφίας Novartis, η οποία ήδη διερευνάται από τον Οικονομικό Εισαγγελέα, ενώ ουδόλως πιέστηκαν ή καθοδηγήθηκαν από τους Εισαγγελείς να καταθέσουν στοχευμένα εις βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων …».

Ιβ.        Δεύτερο απόσπασμα (σελ. 262)

«… Σημειώνεται, επίσης, ότι ενδεχόμενη εξέταση των προστατευομένων μαρτύρων και παράλληλα του Κ. Φρουζή (υπό οποιαδήποτε ιδιότητα), αναφορικά με την αξιοπιστία των καταθέσεων των (προστατευομένων) μαρτύρων για το ζήτημα του εάν πολιτικά πρόσωπα έχουν ζητήσει ή λάβει χρήματα ή ανταλλάγματα ως δώρα, θα συνιστούσε έμμεση διερεύνηση ευθύνης πολιτικών προσώπων, η οποία πριν τη διαβίβαση της υπόθεσης στην Βουλή θα ήταν παράνομη και αντισυνταγματική, δεδομένου ότι συνιστά στοχευμένη κατά Υπουργών, και ως εκ τούτου απαγορευμένη, προανακριτική ενέργεια. Συνεπώς, η προβαλλόμενη αιτίαση ότι δεν προηγήθηκε εξέταση του Κ. Φρουζή προς διερεύνηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, πριν τη διαβίβαση της δικογραφίας στην Βουλή, πέραν του ότι η εξέταση αυτού εναπόκειτο στην κυριαρχική κρίση των Εισαγγελέων Διαφθοράς, είναι αβάσιμη, γιατί η εξέταση αυτή δεν θα ήταν νόμιμη. Ενώ η χωρίς όρκο εξέταση του Κ. Φρουζή, ο οποίος φερόταν, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, ως ο βασικός ύποπτος τέλεσης των διερευνωμένων πράξεων, μετά τη διαβίβαση της δικογραφίας στην Βουλή, κρίθηκε από τους Εισαγγελείς Διαφθοράς ως πρόωρη, πριν δηλαδή συγκεντρωθούν οι απαιτούμενες, σε βάρος του, ενδείξεις κατά το τότε ισχύον άρθρο 31 παλαιού Κ.Π.Δ. και ήδη ιοχύον 244 Κ.Π.Δ….»

ΙΙ.         ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ, ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ, ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΩΣ ΑΝΩ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΩΝ

Γενική παρατήρηση

Από το περιεχόμενο των ως άνω αποσπασμάτων, τις αντιφάσεις, τις αυθαίρετες ερμηνείες και σκέψεις, τις ωραιοποιήσεις και στρογγυλοποιήσεις και την προσπάθεια να καταδειχθεί ότι οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς στην υπόθεση Νovartis και σε σχέση προς τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, αλλά και γενικότερα, ενήργησαν πάντα με νομιμότητα, αναδεικνύεται κατά τρόπο έκδηλο η παραβίαση των αρχών της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας κατά την αξιολόγηση των στοιχείων της ως άνω υποθέσεως.

Έτσι, ειδικότερα:

Ως προς το υπό στοιχεία Ια πρώτο απόσπασμα

  1. Από το άρθρο 86 του Συντάγματος και το νόμο περί ευθύνης Υπουργών, προκύπτει με σαφήνεια και κρατεί παγίως, ότι τα όργανα της τακτικής Δικαιοσύνης ούτε δικαιοδοσία και αρμοδιότητα, ούτε δικαίωμα έχουν να ενεργήσουν ανάκριση, προανάκριση ή προανακριτική εξέταση, για αδικήματα φερόμενα ως τελεσθέντα από Υπουργούς, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Αν όμως, στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης  ή προκαταρκτικής εξέτασης, προκύψουν στοιχεία τα οποία σχετίζονται με αδικήματα Υπουργών, τελεσθέντα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, οφείλουν να τα διαβιβάζουν αμελλητί στη Βουλή.

Όπως είναι αυτονόητο, τα στοιχεία αυτά θα έχουν προκύψει παρεμπιπτόντως και όχι με ανακριτικές ή προανακριτικές ενέργειες, που στοχεύουν πράξεις Υπουργών. Τέτοιες στοχευμένες και ως εκ τούτου απαγορευμένες ανακριτικές ή προανακριτικές ενέργειες, μπορεί να είναι για παράδειγμα, η εξέταση μαρτύρων από τους οποίους να ζητείται ευθέως να καταθέσουν στοιχεία σε βάρος Υπουργών ή να ζητούνται από ελληνικές ή ξένες Αρχές, στοιχεία που αφορούν σε Υπουργούς και για αδικήματα που φέρονται να έχουν τελέσει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους κλπ.

Είναι προφανές ότι με τέτοιες ενέργειες ο ανακριτής ή ο προανακριτής θα έχει παραβιάσει ευθέως το Σύνταγμα.

Στις έρευνες για την υπόθεση Νovartis, οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς:

αα.      ζήτησαν ευθέως από τους προστατευόμενους μάρτυρες να καταθέσουν στοιχεία σε βάρος πολιτικών προσώπων, όπως, από τον μάρτυρα με την κωδική ονομασία «Αικατερίνη Κελέση» για τον αναπληρωτή Υπουργό Υγείας Μάριο Σαλμά, στην από 5.1.2018 κατάθεσή του και τον τότε προστατευόμενο ακόμα μάρτυρα με την κωδική ονομασία «Ιωάννης Αναστασίου» (παρά το γεγονός ότι είχε προκύψει εμπλοκή του στην υπόθεση Νovartis), για πολιτικά πρόσωπα γενικά στις 3.1.2018, για τον πρώην Πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά στην από 29.1.2018 κατάθεσή του και τον Άδωνι Γεωργιάδη, στην από 1.2.2018 κατάθεσή του, και

ββ.      αναζήτησαν από ξένες αρχές (ΗΠΑ) πληροφορίες και στοιχεία που αφορούσαν σε Υπουργούς για αδικήματα που φέρονταν να έχουν τελέσει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, θέτοντας έτσι, ευθέως, θέμα ελέγχου πολιτικών προσώπων (οι ανωτέρω παρανομίες αα και ββ διαλαμβάνονται και στις απαγγελθείσες από την ανακρίτρια, κατηγορίες – σελ 284 του βουλεύματος).

Και όμως, όλες αυτές τις κραυγαλέες παρανομίες, τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος τις ωραιοποίησαν και τις εμφάνισαν ως νόμιμες, με τις ακόλουθες παράλογες και παντελώς αστήρικτες σκέψεις και δη: «… ότι αυτά δεν έγιναν για τη διερεύνηση τυχόν υπουργικών αδικημάτων, αλλά για την αναγκαία διερεύνηση απ’ αυτούς, ύπαρξης, κατά την κρίση τους, απλών υπονοιών εμπλοκής των προσώπων αυτών σε ερευνώμενη αξιόποινη πράξη, … για να μην διαβιβάζονται στη Βουλή, απαράδεκτες και προφανώς αβάσιμες καταγγελίες σε βάρος πολιτικών προσώπων …» (βλ. σελ. 259 του βουλεύματος)

Παρεμπίπτον σχόλιο: Αν κάποιος δεν εγνώριζε ότι οι σκέψεις αυτές έχουν διατυπωθεί από τα μέλη του ρηθέντος Δικαστικού Συμβουλίου, με πολύ μεγάλη πιθανότητα θα έλεγε ότι οι σκέψεις αυτές δεν μπορεί να προέρχονται από νομικούς και πολύ περισσότερο από ανωτάτους Δικαστές.

Όταν, αλήθεια, αξιότιμα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου ρωτούσαν οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς ευθέως για πολιτικά πρόσωπα, με στόχο την αναγκαία διερεύνηση από αυτούς, ύπαρξης απλών υπονοιών εμπλοκής των προσώπων αυτών σε ερευνώμενες αξιόποινες πράξεις, δεν αναζητούσαν την ύπαρξη στοιχείων τελέσεως υπουργικών αδικημάτων, έστω και σε επίπεδο υπονοιών;

Είναι αυτά επιχειρήματα συμβατά με τη δικαστική αλλά και την κοινή λογική ή είναι επιχειρήματα τα οποία επιβεβαιώνουν την κατάφωρη παραβίαση των αρχών της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας, που ενυπάρχουν στη φύση του δικαστικού λειτουργήματος;

  1. Ενώ στη σελίδα 259 το βούλευμα διαλαμβάνει ότι «οι προστατευόμενοι μάρτυρες αρχικά καταθέτουν για τις αθέμιτες πρακτικές της Νovartis, … ενώ αναφέρονται και σε πολιτικά πρόσωπα, έχοντας γνώση όσων καταθέτουν, από όσα έχουν ακούσει από το διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρίας Νovartis Κ. Φρουζή», στην επόμενη σελίδα 260, το ίδιο το βούλευμα, για να τονίσει ότι από τους Εισαγγελείς Διαφθοράς κρίθηκε ως υπαρκτή η αξιοπιστία των προστατευόμενων μαρτύρων, διαλαμβάνει ότι τούτο είναι απότοκο του γεγονότος ότι«αυτοί ως εκ της θέσης που κατείχαν έκαστος, ήταν στον πυρήνα των γεγονότων για τα οποία κατέθεταν, ήταν κοντά στα κέντρα λήψης των αποφάσεων και είχαν γνώση και δική τους αντίληψη των γεγονότων που κατέθεταν».

Κατ’ αρχάς είναι πρόδηλη η αντίφαση ως προς τον τρόπο γνώσεως, από τους προστατευόμενους μάρτυρες, των απ’ αυτούς κατατεθέντων και ευλόγως γεννάται το ερώτημα, ποιο από τα δύο ισχύει.

Πέραν όμως τούτων, γεννώνται τα ακόλουθα ερωτήματα:

αα.      Από πού τα μέλη του Συμβουλίου πληροφορήθηκαν ποιες θέσεις κατείχαν οι δύο από τους τρεις προστατευόμενοι μάρτυρες (η θέση του τρίτου αποκαλύφθηκε μετά την άρση της προστασίας του) για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ήταν στον πυρήνα των γεγονότων, λόγος για τον οποίο και από το Συμβούλιο κρίθηκαν αξιόπιστοι, αφού από τη δικογραφία αυτό δεν προκύπτει και

ββ.      Γιατί από τη διενεργούσα την ανάκριση, επί δύο σχεδόν έτη και έχουσα πλήρη γνώση της δικογραφίας, όχι μόνο δεν κρίθηκαν αξιόπιστοι, αλλ’ αντιθέτως κρίθηκε, τουλάχιστον ως προς τα πολιτικά πρόσωπα, ότι κατέθεσαν ψεύδη, τα οποία μάλιστα, με την απειλή διώξεώς τους, ως εμπλεκομένων στην υπόθεση, τους εξανάγκασαν να πουν, οι ενεργούσες τις έρευνες Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς, όπως αυτά ανάγλυφα διαλαμβάνονται στις απαγγελθείσες από την ανακρίτρια κατηγορίες; (βλ. σελ 283, 290, 291 του βουλεύματος).

Ως προς το υπό στοιχεία Ιβ δεύτερο απόσπασμα

Και από το απόσπασμα αυτό του σκεπτικού του βουλεύματος, όπως θα φανεί από αυτά που θα εκτεθούν στη συνέχεια, αναδεικνύεται κατά τρόπο έκδηλο η παραβίαση των αρχών της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας, που αποτελούν και πρέπει να αποτελούν το θεμέλιο της δικαστικής κρίσεως σε μία υπόθεση. Έτσι, ειδικότερα:

α.         Πώς αλήθεια μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενική και αμερόληπτη η κρίση των μελών του Συμβουλίου, όταν λίγο πριν, στη σελίδα 259, προκειμένου να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς, κατά παράβαση των προβλέψεων του Συντάγματος, είχαν ερωτήσει ευθέως και στοχευμένα τους προστατευόμενους μάρτυρες, περί του εάν είχαν δωροδοκηθεί συγκεκριμένοι Υπουργοί από τη Νovartis και με ποια ποσά, έκριναν ότι «…αυτό δεν έγινε για τη διερεύνηση τυχόν υπουργικών αδικημάτων …,  αλλά για την αναγκαία διερεύνηση από αυτούς, ύπαρξης, κατά την κρίση τους, απλών υπονοιών εμπλοκής των προσώπων αυτών σε ερευνώμενη αξιόποινη πράξη, που ήταν αναγκαία, προκειμένου να μη διαβιβάζονται «αμελλητί» στη Βουλή, απαράδεκτες και προφανώς αβάσιμες καταγγελίες σε βάρος πολιτικών προσώπων …» και στην περίπτωση της μη εξετάσεως του Φρουζή από τους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς, ο οποίος, μάλιστα, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, όπως δέχεται το ίδιο το βούλευμα, «ήταν ο βασικός ύποπτος τελέσεως των διερευνωμένων πράξεων», τα μέλη του Συμβουλίου δέχονται το αντίθετο και δη ότι καλώς δεν εξετάστηκε ο Φρουζής, καθ’ όσον η εξέτασή του δεν θα ήταν νόμιμη. Δεν ήταν άραγε η εξέταση του Φρουζή, αναγκαία για τη διερεύνηση απλών υπονοιών εμπλοκής των πολιτικών προσώπων στις ερευνώμενες αξιόποινες πράξεις, πολύ μάλιστα περισσότερο εν όψει του ότι κατά το ίδιο το βούλευμα ο Φρουζής ήταν το κεντρικό πρόσωπο της υπόθεσης Novartis;

β.         Η εξέταση του Φρουζή «δεν εναπέκειτο στην κυριαρχική κρίση των Εισαγγελέων Διαφθοράς» όπως περιέργως δέχονται τα μέλη του Συμβουλίου. Ήταν υποχρεωτική για τους Εισαγγελείς Διαφθοράς, αφού αποτελούσε, κατά τους προστατευόμενους μάρτυρες, τον πληροφοριοδότη τους, όπως τούτο συνάγεται σαφώς από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 1 και 2 του Κ.Π.Δ., έστω και αν δεν ορίζεται ρητώς, επειδή ακριβώς αυτό είναι αυτονόητο. Όταν η διάταξη του άρθρου 224 παρ. 1 και 2 ορίζει ότι «ο μάρτυρας πρέπει να αποκαλύπτει πώς έμαθε όσα καταθέτει και αν πρόκειται για γεγονότα που άκουσε, πρέπει σε κάθε περίπτωση, να κατονομάσει και εκείνους από τους οποίους τα άκουσε» και «αν ο μάρτυρας δεν κατονομάσει την πηγή των πληροφοριών του, η κατάθεση του απαγορεύεται να ληφθεί υπ όψη», το ορίζει για να μπορεί να ελέγχεται η αξιοπιστία του μάρτυρα, προκειμένου ο ανακριτής «να εξακριβώσει την αλήθεια» κατά τη διάταξη του άρθρου 239 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. Εάν, συνεπώς, παρ’ ότι ο μάρτυρας κατονόμασε τον πληροφοριοδότη του, ο ανακριτής δεν τον εξετάζει, η κατάθεση του μάρτυρα δεν έχει αποδεικτική αξία και δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όπως στην περίπτωση που ο μάρτυρας δεν έχει κατονομάσει τον πληροφοριοδότη.

Το τελευταίο επιβεβαιώνει ακόμη περισσότερο ότι η διαβίβαση των καταθέσεων των προστατευόμενων μαρτύρων στη Βουλή, δεν ήταν νόμιμη, αφού οι καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων, και για το λόγο αυτό, δεν είχαν αποδεικτική αξία και δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη.

Κι όμως, τα μέλη του Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος, έκριναν!! ότι οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς είχαν διαβιβάσει νομίμως!!! στη Βουλή τη σχηματισθείσα δικογραφία με τις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων, σε βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων.

γ.         Ο Κ. Φρουζής, όταν μετά την αποστολή της δικογραφίας στη Βουλή από τους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς, κοινολογήθηκαν οι καταθέσεις των προστατευομένων μαρτύρων, από τις οποίες προέκυπτε ότι σε κάποιες περιπτώσεις ήταν ο πληροφοριοδότης για περιπτώσεις χρηματισμού πολιτικών προσώπων, με επανειλημμένες δηλώσεις του στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο διέψευσε τους προστατευόμενους μάρτυρες. Είναι πρόδηλο ότι εφ’ όσον εκαλείτο για μαρτυρική κατάθεση θα τους διέψευδε και με την κατάθεσή του.

Άλλωστε, όταν στις 28.5.2018 εκλήθη ατύπως από τους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς στο γραφείο τους, που ήταν στο Εφετείο Αθηνών, και κατά την εκεί εμφάνισή του με τους δικηγόρους του, τού ασκήθηκαν πιέσεις από τους Εισαγγελείς να αποκαλύψει ονόματα πολιτικών προσώπων που φέρονταν ως εμπλεκόμενοι στην υπόθεση Νovartis, προκειμένου να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις περί των προστατευομένων μαρτύρων, αρνήθηκε την ύπαρξη εμπλοκής των προσώπων αυτών, με συνέπεια να μη λάβουν κατάθεσή του, παρότι, όπως εξετέθη, ήταν υπόχρεοι προς τούτο, από τις διατάξεις των άρθρων 224 παρ. 1 και 2 και 239 παρ. 1 και 2 του Κ.Π.Δ

Και ήταν υπόχρεοι, όχι μόνο σε σχέση προς τη διακρίβωση ευθύνης ή μη των δέκα πολιτικών προσώπων, αλλά και σε σχέση προς την επιβεβαίωση ευθύνης ή μη και άλλων κρατικών αξιωματούχων, ιατρών, νοσοκομείων κλπ, που φέρονταν εμπλεκόμενοι στις αθέμιτες πρακτικές της Νovartis, την οποία υποτίθεται ερευνούσαν οι Εισαγγελείς.

Όπως όμως προέκυψε, τις έρευνες κατ’ ουσίαν τις είχαν περιορίσει κατά βάση σε σχέση προς τα πολιτικά πρόσωπα, με συνέπεια να παραγραφούν εγκληματικές πράξεις των άλλων αξιωματούχων, ιατρών, νοσοκομείων κλπ (βλ. και απαγγελθείσες από την ανακρίτρια κατηγορίες, σελ. 284 του βουλεύματος).

Το γιατί δεν έλαβαν οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς κατάθεση (ένορκη ή ανωμοτί, σύμφωνα με το άρθρο 244 παρ. 2 του Κ.Π.Δ) του Κ. Φρουζή, είναι, κατά την κρίση μας, πρόδηλο. Θα δημιουργούσε πρόβλημα στα σχέδια και τις μεθοδεύσεις των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, με βάση τις οποίες επεδιώκετο η διαβίβαση στη Βουλή, μόνο των, έστω και ανίσχυρων δικονομικά, καταθέσεων των προστατευομένων μαρτύρων, προκειμένου να πληγούν τα δέκα πολιτικά πρόσωπα και εντεύθεν τα κόμματα τους, εν τέλει δε, να πληγούν οι θεσμοί και η λειτουργία της Δημοκρατίας.

Άλλωστε δεν θα πρέπει να διαφεύγει και η «διαταγή» του αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης προς την Αντεισαγγελέα Εφετών Ελένη Ράϊκου «Στείλ’ τα εσύ στη Βουλή ως έχουν και τα υπόλοιπα θα τα βρουν άλλοι».

Τέλος, σε σχέση προς την παραδοχή του βουλεύματος, στο ίδιο απόσπασμα (σελ. 262) ότι «η χωρίς όρκο εξέταση του Φρουζή, ο οποίος φερόταν με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας ως ο βασικός ύποπτος τέλεσης των διερευνώμενων πράξεων, μετά τη διαβίβαση της δικογραφίας στην Βουλή, κρίθηκε από τους Εισαγγελείς Διαφθοράς ως πρόωρη, πριν δηλαδή συγκεντρωθούν οι απαιτούμενες σε βάρος του ενδείξεις κατά το τότε ισχύον άρθρο 31 παλαιού Κ.Π.Δ. και ήδη ισχύον 244 Κ.Π.Δ.», θα παρατηρήσουμε ότι και με τη σκέψη αυτή (να είναι άραγε ισχυρισμοί των τότε κατηγορουμένων Εισαγγελέων ή να αποτελούν έμπνευση!! των δικαστών του Συμβουλίου;), καθίσταται και πάλιν έκδηλη η παραβίαση του καθήκοντος της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας, προκειμένου να ευνοηθούν οι τότε κατηγορούμενοι Εισαγγελείς, με αντίστοιχο στραγγαλισμό των δικαιωμάτων των δέκα πολιτικών προσώπων, για παροχή εννόμου προστασίας.

Είναι αληθώς απορίας άξιο, πώς οι ανώτατοι Δικαστές του Συμβουλίου δεν έλαβαν υπόψη το γεγονός ότι κατά του Φρουζή ασκήθηκε από τους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς κακουργηματική ποινική δίωξη, χωρίς πρότερο να λάβουν ανωμοτί κατάθεσή του ως υπόπτου, όπως ήταν υπόχρεοι σύμφωνα με το άρθρο 31 του ισχύοντος τότε Κ.Π.Δ. και άρα παρανόμως. Και όχι μόνο δεν το έλαβαν υπόψη, αλλά και το απέκρυψαν, προκειμένου να διατυπώσουν τη σκέψη ότι «η εξέταση του Φρουζή χωρίς όρκο, κρίθηκε από τους Εισαγγελείς Διαφθοράς ως πρόωρη, επειδή δεν είχαν συγκεντρωθεί οι απαιτούμενες σε βάρος του ενδείξεις», μολονότι «με βάση τις υπάρχουσες ενδείξεις, είχε ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για κακουργηματικές πράξεις».

Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι όλα αυτά μας προκαλούν άφατη θλίψη

 

Ε.        Ι.          ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΜΑ (σελ. 260)

«…Οι μάρτυρες δεν εξέφρασαν απλή γνώμη, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, όπως αβασίμως αποδίδεται στους κατηγορουμένους Εισαγγελείς, εφ’ όσον, κατά τη διάρκεια της ενιαίας -κατά τα προαναφερθέντα – κατάθεσής τους, προσκόμισαν και αποδεικτικά στοιχεία, έγγραφα και ηλεκτρονικά αρχεία. Στη συνέχεια, επειδή κατά τα ανωτέρω προέκυψαν έγγραφα και καταθέσεις των προστατευομένων μαρτύρων, όπου, μεταξύ άλλων, γίνονταν αναφορές και σε εμπλοκή πολιτικών προσώπων, διαβιβάσθηκαν στην Βουλή των Ελλήνων αντίγραφα της σχηματισθείσας δικογραφίας, απολύτως νόμιμα!!!, τόσο δικονομικά, όσο και αναφορικά με την ύπαρξη των απαιτούμενων κατά νόμο στοιχείων, που θα θεμελίωνε τη διαβίβαση αυτή. Πιο συγκεκριμένα, η διαβίβαση των δικογραφιών που έγινε αρμοδίως από την Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, έλαβε χώρα νόμιμα με το από 5.2.2018 έγγραφό της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 3126/2003 σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμόν 4/2003 εγκύκλιο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και σε συνδυασμό με τα άρθρα 83 και 153 του Κανονισμού της Βουλής, αφού πρώτα ελέγχθηκε η διαβίβαση αυτή από την τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου…».

ΙΙ.         ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΩΣ ΑΝΩ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ

  1. Στις απαγγελθείσες από την ανακρίτρια κατηγορίες, διαλαμβάνεται ότι οι καταθέσεις των προστατευομένων μαρτύρων δεν περιείχαν γεγονότα, θεμελιωτικά της ποινικής ευθύνης των δέκα πολιτικών προσώπων, όπως επιβάλλει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, αλλά κρίσεις, εικασίες και υποθέσεις, χωρίς αυτά να συνδέονται αναπόσπαστα με γεγονότα, όπως επίσης επιβάλλεται από τον Κ.Π.Δ (βλ. σελ. 282 του βουλεύματος), με συνέπεια να είναι δικονομικά ανυπόστατες και ότι δεν προσκομίσθηκαν απ’ αυτούς, αποδεικτικά στοιχεία, που να επιβεβαιώνουν την πιο πάνω ευθύνη τους, λόγοι για τους οποίους η διαβίβαση αυτών των καταθέσεων στη Βουλή μαζί με την υπόλοιπη δικογραφία από τους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς δεν ήταν νόμιμη ή ορθότερο ήταν παράνομη.

Το Συμβούλιο του άρθρου 86 του Συντάγματος αντιθέτως δέχθηκε ότι «διαβιβάσθηκαν αντίγραφα της δικογραφίας στη Βουλή, απολύτως νόμιμα!! τόσο δικονομικά όσο και με την ύπαρξη των απαιτούμενων στοιχείων, που (θα) θεμελίωναν τη διαβίβαση αυτή» καθ’ όσον «… οι μάρτυρες δεν εξέφρασαν απλή γνώμη, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία … εφ’ όσον κατά τη διάρκεια της «ενιαίας» καταθέσεώς τους προσκόμισαν και αποδεικτικά στοιχεία έγγραφα και ηλεκτρονικά αρχεία …»

Είναι πρόδηλη η προσπάθεια του Συμβουλίου, με αοριστολογίες, υπεκφυγές, παραμορφώσεις και διαστρεβλώσεις, να εμφανίσει ενέργειες των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς ως νόμιμες και μάλιστα «απολύτως νόμιμες» ενώ ήταν καταφανώς παράνομες.

Έτσι, ειδικότερα:

α.         Αποφεύγει να αναφέρει εάν οι καταθέσεις των προστατευομένων μαρτύρων περιείχαν γεγονότα ή απλώς μόνο εικασίες, κρίσεις και υποθέσεις, που δεν συνδέονταν αναπόσπαστα με γεγονότα, δεχόμενο αορίστως ότι «δεν εξέφρασαν απλή γνώμη μόνο»

β.         Δεν προσδιορίζει τα αποδεικτικά στοιχεία, τα έγγραφα και τα ηλεκτρονικά αρχεία που προσκόμισαν, και από τα οποία να προκύπτει η έκνομη συμπεριφορά των δέκα πολιτικών προσώπων και να επιβεβαιώνεται η νομιμότητα της διαβιβάσεως στη Βουλή, των στοιχείων της δικογραφίας, από τα οποία προέκυπτε η ποινική ευθύνη των δέκα πολιτικών προσώπων.

Η αόριστη επίκληση ότι προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία, προκειμένου να δικαιολογηθεί η αποστολή των στοιχείων στη Βουλή, αφ’ ενός δεν συνιστά νόμιμη αιτιολογία και αφ’ ετέρου επιβεβαιώνει την ανυπαρξία τέτοιων στοιχείων και εντεύθεν το παράνομο της διαβιβάσεως των στοιχείων αυτών στη Βουλή, παρά τις περί του αντιθέτου παραδοχές του Συμβουλίου.

Νομιμότητα εξ άλλου, δεν θεμελιώνει ο έλεγχος των στοιχείων από την τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όπως αφήνει να διαφανεί το βούλευμα (βλ. σελ. 261). Αντιθέτως μάλιστα, η διαβίβαση στοιχείων στη Βουλή που δεν είχαν και την ελάχιστη αποδεικτική αξία, μετά από έλεγχο και της τότε Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, είναι πρόδηλο ότι θα μπορούσε να γεννήσει ποινικές ευθύνες και της τελευταίας, αφού η με αλλαγή του Κανονισμού της Βουλής πρόβλεψη να διαβιβάζονται μέσω του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μετά από έλεγχο αυτού, δικογραφίες – υποθέσεις στις οποίες φέρονται εμπλεκόμενοι Υπουργοί, έγινε γι’ αυτό το λόγο, ήτοι να μη διαβιβάζονται στη Βουλή απαράδεκτες ή προφανώς αβάσιμες καταγγελίες σε βάρος πολιτικών προσώπων, για υπουργικά αδικήματα (βλ. σελ. 261 και 234 του βουλεύματος).

γ.         Το ότι δεν προέκυπταν στοιχεία σε βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων από τις καταθέσεις των προστατευομένων μαρτύρων, για τους εκτεθέντες λόγους, επιβεβαιώνεται πλήρως και από το γεγονός ότι οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς, μετά την επαναφορά των δικογραφιών σ’ αυτούς από τη Βουλή, αλλά και την περαιτέρω διερεύνηση απ’ αυτούς των υποθέσεων, όχι μόνο δεν άσκησαν ποινικές διώξεις σε βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων, αλλά ως προς τα επτά πολιτικά πρόσωπα έθεσαν τις υποθέσεις στο αρχείο, ως προς τα δύο πολιτικά πρόσωπα συνεχίστηκε η προκαταρκτική εξέταση και η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο από τους Οικονομικούς Εισαγγελείς που τους αντικατέστησαν, και ως προς το ένα, ασκήθηκε ποινική δίωξη, πλην, ήδη εκδόθηκε το υπ’ αριθμόν 2815/2022 αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, περί του οποίου έγινε λόγος και ανωτέρω.

Βεβαίως, για τα αξιότιμα μέλη του Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος, οι αρχειοθετήσεις των δικογραφιών ήταν κάτι το επουσιώδες, λόγος για τον οποίο το γεγονός αυτό μνημονεύεται στο βούλευμα σε μία γραμμή (βλ. σελίδα 263 του βουλεύματος). Και όχι μόνο αυτό. Στη συνέχεια, κατά παραβίαση των κανόνων της κοινής λογικής και εντεύθεν και των αρχών της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας, τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος έκριναν ότι το γεγονός αυτό ενισχύει!! τη θέση του Συμβουλίου!!, ότι οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς, κατά την έρευνά τους, πριν την αποστολή της δικογραφίας στη Βουλή, δεν τέλεσαν κατάχρηση εξουσίας με τις αποδιδόμενες στο κατηγορητήριο μορφές, διότι, όπως αναφέρουν σε άλλο σημείο, είχαν ενεργήσει «απολύτως νόμιμα»!!!

Αληθώς, μένει κανείς έκθαμβος αλλά και ενεός από μία τόσο βαθιά, νομική κριτική σκέψη!!

ΣΤ.      Ι.          ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΜΑ (σελίδα 261)

 «… Από το ίδιο το υποβλητικό έγγραφο της Ελένης Τουλουπάκη προς την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, συνάγεται, περαιτέρω, ότι οι δικογραφίες των (δέκα) πολιτικών προσώπων που διαβιβάσθηκαν στη Βουλή αφορούσαν στις πράξεις που θεωρήθηκαν ως υπουργικά αδικήματα δηλαδή: α) της απιστίας περί την υπηρεσία και β) της παθητικής δωροδοκίας, ενώ οι πράξεις της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα παρέμειναν εξ αρχής στην αρμοδιότητα της Εισαγγελίας Διαφθοράς, ως μη υπουργικά αδικήματα. Τα ως άνω υπουργικά αδικήματα της απιστίας και της παθητικής δωροδοκίας, κατά την άποψη των Εισαγγελέων, με βάση την κατά το χρόνο της διαβίβασης νομολογία, είχαν υποπέσει στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος, καθ’ όσον για τα εγκλήματα αυτά είχαν παρέλθει οι δύο πρώτες σύνοδοι της αμέσως επόμενης βουλευτικής περιόδου από τις τελευταίες εκλογές, δεδομένου ότι οι φερόμενοι στις δικογραφίες αυτές χρόνοι τέλεσης ήταν από το έτος 2006 έως το έτος 2015, οπότε η Βουλή, σύμφωνα με τα τότε νομολογιακά δεδομένα, θα διαπίστωνε και μόνο την εξάλειψη του αξιοποίνου των εγκλημάτων αυτών και δεν θα μπορούσε να αποφασίσει τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής …

Πλην όμως, η Βουλή εκείνης της περιόδου με το από 26.4.2018 πόρισμά της έκρινε εαυτήν ως αναρμόδια και διαβίβασε τις δικογραφίες στην Εισαγγελία Διαφθοράς ως αρμόδια πλέον για τη διερεύνηση των πράξεων της δωροληψίας πολιτικών αξιωματούχων, παθητικής δωροδοκίας και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες …».

ΙΙ.         ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΩΣ ΑΝΩ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ

Είναι όψιμος ο ισχυρισμός των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς και κυρίως της Ελένης Τουλουπάκη, τον οποίον προέβαλαν κατά την εξέτασή τους από τους Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, που ενεργούσαν προκαταρκτική εξέταση σε βάρος τους, μεταξύ των άλλων και για το έγκλημα της κατάχρησης εξουσίας, σύμφωνα με τον οποίο (ισχυρισμό) διαβίβασαν τις δικογραφίες στη Βουλή, όχι για να κινηθεί η ποινική διαδικασία σε βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων και να ασκηθεί ποινική δίωξη από τη Βουλή, αλλά για να διαπιστωθεί η παραγραφή από τη Βουλή και να μην συγκροτηθεί η Επιτροπή για την ενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης!!!

Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος προεβλήθη με στόχο την αδυναμία θεμελιώσεως του εγκλήματος της καταχρήσεως εξουσίας, και τον οποίο, δυστυχώς άκριτα, υιοθέτησε το Δικαστικό Συμβούλιο του άρθρου 86 του Συντάγματος, όχι μόνο δεν τους βοηθά, αλλ’ αντιθέτως τους εκθέτει ακόμα περισσότερο, ενώ εξ άλλου καθιστά πιο εμφανείς τους σκοπούς της προσπάθειας εμπλοκής στην υπόθεση Νovartis, των δέκα πολιτικών προσώπων. Έτσι, ειδικότερα:

α.         Είναι πάγια η θέση, ότι δεν μπορεί να διεξάγεται νόμιμη έρευνα, με τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης ή κύριας ανάκρισης για παραγεγραμμένα εγκλήματα. Αφού λοιπόν, κατά τις παραδοχές των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς και του βουλεύματος, οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς γνώριζαν ότι τα φερόμενα ως τελεσθέντα από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, εγκλήματα, της κακουργηματικής απιστίας και δωροληψίας, είχαν υποπέσει στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος και άρα είχαν παραγραφεί, γιατί ενεργούσαν προκαταρκτική εξέταση, σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, όπως ήδη έχουμε εκθέσει, ευθέως σε βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων, με σκοπό τη συλλογή στοιχείων περί τελέσεως από αυτούς, των ρηθέντων παραγεγραμμένων εγκλημάτων, για τα οποία μάλιστα, λόγω της ιδιότητας των υπόπτων, δεν είχαν δικαιοδοσία ερευνών; και

β.         Αφού οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς γνώριζαν, όπως ισχυρίζονται, ότι τα φερόμενα ως τελεσθέντα εγκλήματα από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, είχαν υποπέσει με βάση την, κατά το χρόνο διαβιβάσεως, νομολογία, στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 του Συντάγματος και διαβίβασαν τις δικογραφίες στη Βουλή για να διαπιστώσει την εξάλειψη του αξιοποίνου, γιατί δεν το έγραψαν αυτό, στο διαβιβαστικό προς τη Βουλή έγγραφο;

Αντιθέτως μάλιστα, από τη διατύπωση του διαβιβαστικού εγγράφου και των άρθρων του Συντάγματος στα οποία παραπέμπουν, προκύπτει ότι το έστειλαν για να συσταθεί προανακριτική επιτροπή.

Επιβεβαίωση του τελευταίου αποτελεί και το γεγονός ότι έξω από το Μέγαρο Μαξίμου, ο τότε αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης Δ. Παπαγγελόπουλος, είχε αναγγείλει ότι πρόκειται για «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από της συστάσεως του Ελληνικού Κράτους», χωρίς να μιλήσει και εκείνος για παραγραφή.

Οδηγούν άραγε, όλα τα πιο πάνω, στο συμπέρασμα που κατέληξαν τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου, ότι οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς, κατά τις ρηθείσες έρευνες και τη διαβίβαση των δικογραφιών στη Βουλή, είχαν ενεργήσει «απολύτως νόμιμα» ή μήπως επιβεβαιώνουν και τη δική τους αυθαίρετη και εκτός νομιμότητας κρίση;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

          ΑΛΛΕΣ ΜΗ ΝΟΜΙΜΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΓΓΕΛΘΕΙΣΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΚΡΙΤΡΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ, ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΜΑ, ΕΙΤΕ ΚΡΙΘΗΚΑΝ ΝΟΜΙΜΕΣ ΕΝΩ ΔΕΝ ΗΤΑΝ, ΕΙΤΕ ΑΠΟΣΙΩΠΗΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΗΘΗΚΑΝ, ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Ι.        Σύμφωνα με τις απαγγελθείσες από την ανακρίτρια κατηγορίες, οι τότε κατηγορούμενοι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς, πέραν των κατά τα ως άνω αναφερθεισών κατηγοριών, κατηγορήθηκαν και για τα ακόλουθα:

Ότι απέκρυψαν εν γνώσει τους υπάρχοντα στοιχεία, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής και την άσκηση ποινικής δίωξης τόσο για τα ρηθέντα εγκλήματα όσο και για το αδίκημα του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, και ειδικότερα:

α.        Από τη διαβιβασθείσα στη Βουλή δικογραφία, αναφορικά με το Δημήτρη Αβραμόπουλο, «απέκρυψαν την από 31.7.2014 Διάταξη των Επίκουρων Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, Αντωνίου Ελευθεριάνου και Ιωάννη Σέβη, με την οποία τέθηκε στο αρχείο μήνυση σχετική με την προμήθεια του εμβολίου κατά του ιού Η1Ν1, η οποία εγκρίθηκε από την τότε Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς στις 6.8.2014 και β) σχετικά με την υπόθεση της διενέργειας μοριακού ελέγχου, δεν συμπεριέλαβαν το πόρισμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο με την υπ αριθμόν 128/2018 πράξη που, ενέκρινε ως νόμιμες τις συναφθείσες συμβάσεις και επέτρεψε την υπογραφή τους».

          β.        «Δεν απέστειλαν, κατά τη διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή (για τα δέκα πολιτικά πρόσωπα) το σύνολο της αλληλογραφίας της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς με τις Αμερικάνικες Αρχές (FBI), που διεξήγαγαν έρευνες για παράνομες πρακτικές της εταιρίας Νovartis, ούτε το σύνολο των πληροφοριακών εγγράφων αυτού, αν και δεν υπήρχε διαβάθμιση απορρήτου σ’ αυτά και μάλιστα έγγραφα που περιλαμβάνουν στοιχεία υπέρ των πολιτικών προσώπων, όπως τα με ημερομηνία 1.8.2017 και 2.8.2017 πληροφοριακά δελτία, από τα οποία προκύπτει ότι το FBI δεν έχει κανένα στοιχείο σε βάρος πολιτικών προσώπων, ούτε στοιχεία για άσκηση επιρροής κατά την τιμολόγηση των φαρμάκων. Έτσι, όταν κλήθηκαν οι βουλευτές να αποφασίσουν τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής για τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, δεν είχαν ούτε γνώριζαν ότι υπήρχαν και άλλα έγγραφα του FBI, εκτός από τα με ημερομηνία 13.12.2017 και 23.1.2018, που ήταν τα μοναδικά που έστειλαν στη Βουλή.

          Η ρήτρα απαγόρευσης της χρήσης, που υπήρχε στο κείμενο των αποσταλλέντων στην Εισαγγελία Διαφθοράς, εγγράφων, σε οποιεσδήποτε ποινικές διαδικασίες που είχαν ως βάση τις πληροφορίες των εγγράφων αυτών, άνευ ρητής έγκρισης του FBI, δεν δέσμευε τους κατηγορουμένους (Εισαγγελείς), αφ’ ενός διότι η υπόψη ποινική διαδικασία δεν έχει ως βάση τις πληροφορίες των εγγράφων αυτών, αφ’ ετέρου διότι δεν ελήφθησαν στα πλαίσια νόμιμης δικαστικής συνδρομής, κατά τους όρους της Αμοιβαίας Δικαστικής Συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, μεταξύ της κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της κυβέρνησης των ΗΠΑ, που υπογράφηκε στην Ουάσιγκτον στις 26.5.1995, κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2804/2000, όπως συμπληρώθηκε με το πρωτόκολλο που υπογράφηκε μεταξύ της κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της κυβέρνησης των ΗΠΑ στην Ουάσιγκτον, στις 18.1.2006, που τέθηκε σε ισχύ με το ν. 3771/2009 …, ανεξάρτητα του ότι η ρήτρα αυτή, που αποτελεί έκφανση του εννόμου αγαθού της Διεθνούς Κρατικής Υπόστασης, υποχωρεί έναντι της αρχής της απονομής δικαιοσύνης και της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας. Επιπλέον, στα εν λόγω έγγραφα του FBI δεν έθεταν αριθμό πρωτοκόλλου, έστω και εμπιστευτικό, με σκοπό να τα χρησιμοποιούν κατά το δοκούν, προς συγκεκριμένη κατεύθυνση και στο βαθμό που η διερεύνηση των πληροφοριών θα βοηθούσε στην άσκηση ποινικής διώξεως κατά ορισμένων πολιτικών προσώπων».

γ.         «Δεν περιέλαβαν τις πράξεις χαρακτηρισμού των μαρτύρων ως προστατευομένων, στη δικογραφία που απέστειλαν στη Βουλή, στερώντας έτσι τη δυνατότητα των εμπλεκομένων πολιτικών προσώπων να ελέγξουν τη νομιμότητα των πράξεών τους και κατ’ ακολουθία την ύπαρξη στοιχείων σε βάρος τους. Περαιτέρω, δεν συνέχισαν νομίμως ήτοι σύμφωνα με τις άνω συνθήκες με τις ΗΠΑ και κατόπιν γραπτού αιτήματος, τη διαδικασία της δικαστικής συνδρομής που είχε ζητήσει νομότυπα η τότε Εισαγγελέας Διαφθοράς Ελένη Ράϊκου, με την από 19.12.2016 αίτηση δικαστικής συνδρομής, με την οποία ζητούσε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία για την υπόθεση Νovartis, αλλά συνέχισαν την επικοινωνία με τις Αμερικανικές Αρχές, παράτυπα, στα πλαίσια ατύπων συναντήσεων με Αμερικανούς αξιωματούχους και με πληροφοριακά σημειώματα, που δεν αποτελούσαν τελικά συμπεράσματα των Αμερικανικών Αρχών».

ΙΙ.       ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ

Επί των ανωτέρω απαγγελθεισών, από την ανακρίτρια, κατηγοριών το Δικαστικό Συμβούλιο, ως προς τις υπ’ αριθμούς α και γ, ουδέν διαλαμβάνει και ουδόλως απαντά, ενώ ως προς την υπ’ αριθμόν β, στη σελίδα 263 του βουλεύματος, διαλαμβάνει την ακόλουθη σκέψη: «Διαβιβάστηκαν στη Βουλή μόνο τα έγγραφα δικαστικής συνδρομής από τις ΗΠΑ, στα οποία δεν υπήρχε η ρήτρα απαγόρευσης από τις ελληνικές δικαστικές Αρχές, σύμφωνα με τις Αρχές των ΗΠΑ».

ΙΙΙ.      ΚΡΙΣΕΙΣ – ΣΧΟΛΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ

α.        Από το περιεχόμενο των ως άνω απαγγελθεισών κατηγοριών, ήταν πρόδηλος ο στόχος των σ’ αυτές περιγραφομένων ενεργειών των κατηγορουμένων Εισαγγελέων. Αυτός, ήταν η απόκρυψη οποιουδήποτε στοιχείου, θα ήταν δυνατό να παρεμποδίσει τον τελικό στόχο των κατηγορουμένων και όλων όσοι συμμετείχαν στο σχέδιο, που ήταν η εμπλοκή των δέκα πολιτικών προσώπων με την υπόθεση Novartis και εν τέλει η άσκηση ποινικής διώξεως εναντίον τους.

          β.        Είναι επίσης πρόδηλο ότι το Δικαστικό Συμβούλιο δεν απάντησε στις υπ’ αριθμούς α και γ κατηγορίες, τις οποίες είχε διατυπώσει η ανακρίτρια με βάση τα υπάρχοντα στη δικογραφία στοιχεία, επειδή προφανώς έκρινε!! ότι οι κατηγορίες ήταν ανάξιες απαντήσεως, αφού κατά την κρίση του, οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς κατά τις έρευνες για τη Novartis «είχαν ενεργήσει απολύτως νόμιμα»!!

γ.         Ως προς την υπ’ αριθμόν β κατηγορία, η οποία μάλιστα αφορά σε απόκρυψη εγγράφων του FBI, με τα οποία βεβαιωνόταν η μη εμπλοκή Ελλήνων πολιτικών στις  παράνομες πρακτικές της Νovartis και των οποίων δεν αποκλειόταν η χρήση, για τους λόγους που αναλύεται εκτενώς στην απαγγελθείσα κατηγορία, το Δικαστικό Συμβούλιο αντί, εφ’ όσον είχε στοιχεία και επιχειρήματα ότι δεν ήταν επιτρεπτή η χρήση των εγγράφων αυτών, να τα εκθέσει και να αντικρούσει την κατηγορία, προτίμησε να ακολουθήσει την αμυντική τακτική που είχαν χαράξει οι Εισαγγελείς και δη ότι έστειλαν στη Βουλή εκείνα μόνο στα οποία δεν υπήρχε ρήτρα απαγόρευσης, χωρίς κάποια άλλη περαιτέρω αιτιολογία. Αιτιολογία που ήταν επιβεβλημένη για την αντίκρουση των διαλαμβανομένων στην υπ’ αριθμόν β κατηγορία.

          Είναι πρόδηλο ότι τα διαληφθέντα στο βούλευμα, σε σχέση προς την υπ’ αριθμόν β κατηγορία, δεν συνιστούν απλώς έλλειψη αιτιολογίας.  Είναι αυθαίρετα και αναληθή και οδηγούν στην έμμεση αποδοχή ότι η ρήτρα απαγόρευσης ήταν ισχυρή, με σκοπό την υπεράσπιση των κατηγορουμένων Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, το οποίο καθιστά πρόδηλη την έλλειψη αμεροληψίας και αντικειμενικότητας του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

          ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΣΥΡΡΟΗ

          Οι κατηγορούμενοι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς μεταχειρίστηκαν εκβιαστικά μέσα σε βάρος των Κωνσταντίνου Φρουζή, Νικολάου Μανιαδάκη, προστατευόμενου μάρτυρα με την κωδική ονομασία «Ιωάννης Αναστασίου», Νικολάου Μανία και Εμμανουήλ Βουλκίδη, προκειμένου να καταθέσουν για εμπλοκή και χρηματισμό όλων ή κάποιων από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα στην υπόθεση Νovartis.

Και στην περίπτωση τις πλημμεληματικής κατηγορίας για κατάχρηση εξουσίας από τους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς, παρατηρείται διάσταση θέσεων, μεταξύ εκείνων που έχουν διαληφθεί στις απαγγελθείσες από την ανακρίτρια κατηγορίες, προς τις σκέψεις που έχουν διαληφθεί για τις κατηγορίες αυτές στο βούλευμα. Ένεκα τούτου  κρίνουμε αναγκαίο να διαλάβουμε στο κείμενο της παρούσης μελέτης μας, ολόκληρα τα κείμενα, αφ’ ενός των απαγγελθεισών από την ανακρίτρια κατηγοριών, και αφ’ ετέρου των θέσεων του Δικαστικού Συμβουλίου, προκειμένου και ο ίδιος ο αναγνώστης να συναγάγει τα συμπεράσματά του. Στο τέλος εκάστης περιπτώσεως, θα ακολουθεί η κριτική και ο σχολιασμός μας.

Α.               Ως προς τον Κ. Φρουζή

          Ι.          Απαγγελθείσα από την ανακρίτρια κατηγορία

Οι κατηγορούμενοι Εισαγγελείς «στις 29-5-2018 στο γραφείο της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς στο Εφετείο Αθηνών άσκησαν στον κατηγορούμενο για δωροδοκία κατ’ εξακολούθηση για την υπόθεση Novartis Κωνσταντίνο Φρουζή, που προσήλθε μετά από προηγούμενη άτυπη πρόσκληση τους, επανειλημμένα πιέσεις, παρουσία των δύο συνηγόρων του για να αποκαλύψει ονόματα μεταξύ των δέκα (10)  πολιτικών προσώπων, που φέρονταν ως εμπλεκόμενοι στην υπόθεση Novartis, προκειμένου να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου, λέγοντας του μάλιστα ότι έχουν συντριπτικά στοιχεία σε βάρος του, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να καταθέσει επιβαρυντικά στοιχεία για τα ανωτέρω πολιτικά πρόσωπα, που θα του υποδείκνυαν οι ίδιοι».

          ΙΙ.         Σκεπτικό του βουλεύματος

          «Από τα στοιχεία της δικογραφίας προέκυψε ότι τον Μάιο του 2018 ο Κ. Φρουζής εμφανίσθηκε (!!) με τους δύο συνηγόρους του (Μ. Φαράντο και Θ. Παναγόπουλο), ζητώντας να δει τους Εισαγγελείς Διαφθοράς σχετικά με το ζήτημα της δέσμευσης των τραπεζικών του λογαριασμών, η οποία είχε λάβει χώρα με σχετική Διάταξη του Επίκουρου Εισαγγελέα Χρήστου Ντζούρα. Η συνάντηση έγινε στο γραφείο της Ε. Τουλουπάκη, με παρισταμένους την ίδια, τους επίκουρους, τον Κ. Φρουζή και τους ανωτέρω συνηγόρους του. Ο Κ. Φρουζής δήλωσε ότι κακώς τον εμπλέκουν στην υπόθεση Novartis, ότι η σε βάρος του ασκηθείσα ποινική δίωξη ήταν άδικη, ότι δεν είχε κάνει τίποτε παράνομο και ότι ήταν στη διάθεση της Εισαγγελίας, προκειμένου να καταθέσει και να διευκολύνει την έρευνα. Στις ένορκες καταθέσεις τους για τη συνάντηση αυτή, οι παριστάμενοι συνήγοροι, ερωτηθέντες από την ανακρίτρια περί του εάν υπέπεσε στην αντίληψή τους η άσκηση πιέσεων από τους Εισαγγελείς Διαφθοράς για να καταθέσει ο εντολέας τους σε βάρος πολιτικών προσώπων, αμφότεροι απάντησαν αρνητικά. Σύμφωνα με τις ίδιες καταθέσεις, η Ε. Τουλουπάκη δεν αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα ονόματα πολιτικών προσώπων, ούτε η συμπεριφορά της ήταν εκβιαστική, ούτε έδωσε την εντύπωση ότι προσπαθούσε να εκβιάσει (σχετ. οι από 6.5.2021 και 7.5.2021 ένορκες καταθέσεις των Μ. Φαράντου και Θ. Παναγόπουλου και η από 30.1.2020 ένορκη κατάθεση του Κ. Φρουζή).

ΙΙΙ.        Κριτική – Σχόλια

  1. Είναι αναληθές το αναγραφόμενο στο σκεπτικό του βουλεύματος, ότι ο Κ. Φρουζής με τους δύο συνηγόρους, εμφανίστηκε αυτοβούλως στους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς. Το αληθές είναι αυτό που αναφέρεται στην απαγγελθείσα από την ανακρίτρια κατηγορία και στην πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, ήτοι ότι προσήλθε μετά από προηγούμενη άτυπη πρόσκληση των Εισαγγελέων.
  2. Είναι αναληθές το αναγραφόμενο στο σκεπτικό του βουλεύματος, ότι οι παριστάμενοι δύο συνήγοροι του Κ. Φρουζή, ερωτηθέντες από την ανακρίτρια περί του εάν υπέπεσε στην αντίληψή τους η άσκηση πιέσεων από τους Εισαγγελείς Διαφθοράς, για να καταθέσει ο εντολέας τους σε βάρος πολιτικών προσώπων, απάντησαν αμφότεροι αρνητικά.

Τούτο προκύπτει, αφ’ ενός από τα διαλαμβανόμενα στην απαγγελθείσα  από την ανακρίτρια, κατηγορία και αφ’ ετέρου από τα διαλαμβανόμενα στην πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, με τα οποία το βούλευμα δεν ασχολείται και εντεύθεν δεν τα αντικρούει. Τα διαλαμβανόμενα στην πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου έχουν επί λέξει ως ακολούθως: «Οι δύο δικηγόροι του Φρουζή, οι οποίοι τον συνόδευσαν και παρίσταντο στη συνάντηση, ζήτησαν από την Τουλουπάκη να κληθεί ο πελάτης τους νόμιμα, προκειμένου να εξετασθεί, αίτημα που δεν εισακούστηκε. Εκείνο όμως που εισέπραξαν και κατάλαβαν και οι τρεις τους, ήταν ότι ουσιαστικά τον κάλεσαν για να δώσει ονόματα των πολιτικών (μεταξύ των δέκα) και να τύχει των ευεργετικών διατάξεων του Νόμου, όπως του εξήγησαν αναλυτικά, παρουσία των δικηγόρων του. Τα πρόσωπα για τα οποία επιζητούσαν οι κατηγορούμενοι Εισαγγελείς, επιβαρυντικά στοιχεία ήταν οι 1) Αντώνης Σαμαράς, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10 (ήτοι τα δέκα πολιτικά πρόσωπα). Όπως δε, ο ίδιος ο Φρουζής κατηγορηματικά ανέφερε κατά την εξέτασή του (30.1.2020) ενώπιον του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ζαχαρή: «…Δηλαδή η Τουλουπάκη επιθυμούσε να καταθέσω γεγονότα, τα οποία θα μου υποδείκνυε η ίδια και θα ήταν επιβαρυντικά για τα ανωτέρω δέκα πρόσωπα και δεν την ενδιέφεραν καθόλου αυτά που εγώ επιθυμούσα να καταθέσω και τα οποία ήταν οι θέσεις μου…» Το γεγονός δε, ότι ήδη από το Φεβρουάριο του 2018 είχε ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του για σοβαρές αξιόποινες πράξεις από την Εισαγγελέα Διαφθοράς, τους παρείχε τη δυνατότητα και την ευχέρεια να του ασκούν πίεση και να τον εκβιάζουν με εναντίον του ενέργειες, ώστε τελικά να καμφθεί και να καταθέσει όσα εκείνοι που υποδείκνυαν σε βάρος των πολιτικών…»

Είναι εξάλλου πρόδηλο, ότι η ανακρίτρια και η προτείνασα Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου στηρίχθηκαν σε υπάρχοντα στη δικογραφία, στοιχεία, τα οποία το βούλευμα αγνόησε. Ένα δε από αυτά που αγνόησε (το οποίο μνημονεύσαμε ανωτέρω), είναι τα διαλαμβανόμενα στην από 30.1.2020 κατάθεση του Φρουζή ενώπιον του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ζαχαρή, στην οποία μάλιστα και, προδήλως αστόχως, το βούλευμα παραπέμπει, από τα οποία προκύπτουν εμμέσως πλην σαφώς υποδείξεις και πιέσεις της Τουλουπάκη, για το τί θα έπρεπε να καταθέσει.

Πέραν όμως τούτων, το ότι ασκήθηκαν στον Κ. Φρουζή πιέσεις να καταθέσει για εμπλοκή πολιτικών προσώπων στην υπόθεση Νovartis, συνάγεται εμμέσως πλην σαφώς από αυτά που αποδέχεται ότι έλαβαν χώρα το ίδιο το βούλευμα στη συνέχεια, και δη ότι οι παριστάμενοι με τον Κ. Φρουζή, δύο δικηγόροι (Ν. Φαράντος, Θ. Παναγόπουλος) ενώπιον των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς κατέθεσαν στην ανακρίτρια ότι «η Ε. Τουλουπάκη δεν αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα ονόματα πολιτικών προσώπων». Από αυτό συνάγεται αβιάστως, εξ αντιδιαστολής, ότι ερωτήθηκε ο Κ. Φρουζής από την Ε. Τουλουπάκη έστω και αορίστως, εάν εμπλέκονται πολιτικά πρόσωπα στην υπόθεση Νovartis και αυτός ήταν ο λόγος που τον κάλεσε στο γραφείο της. Το αναφερόμενο δε στο βούλευμα, το οποίο προφανώς υποστηρίζουν οι κατηγορούμενοι Εισαγγελείς, ότι ο Κ. Φρουζής εμφανίσθηκε ενώπιόν τους αυτοβούλως και το υιοθετεί το βούλευμα, χωρίς να αντικρούσει όλα τα ανωτέρω, είναι προδήλως αναληθές και προπετές.

Είναι λοιπόν άξιος θαυμασμού ο «απολύτως νόμιμος»!! τρόπος με τον οποίο, κατά το βούλευμα, διεξήγαγαν τις έρευνες για την υπόθεση Νovartis οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς.

  1. Εάν τα γεγονότα είχαν λάβει χώρα όπως εκτίθενται στο βούλευμα, είναι απορίας άξιο πως δεν τα αντελήφθη η ανακρίτρια, ώστε να μην απαγγείλει κατηγορία κατά των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, αλλά και η προτείνασα την παραπομπή, Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
  2. Όλα τα ανωτέρω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα γεγονότα έλαβαν χώρα όπως εκτίθενται στις απαγγελθείσες από την ανακρίτρια κατηγορίες και στην πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Συγχρόνως όμως επιβεβαιώνουν ότι τα μέλη του Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος, αφ’ ενός αγνοούν ή παραμορφώνουν τα αποδεικτικά στοιχεία και αφ’ ετέρου εξάγουν συμπεράσματα, με τα οποία παραβιάζονται κατάφωρα οι αρχές της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας, με τον προφανή σκοπό να ευνοηθούν οι κατηγορούμενοι Εισαγγελείς, για λόγους που αυτοί γνωρίζουν.

 

Β.      Ως προς τον Ν. Μανιαδάκη (με κωδική ονομασία «Ιωάννης Αναστασίου»)

          Ι.         Απαγγελθείσες από την ανακρίτρια κατηγορίες

α.        Οι κατηγορούμενοι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς «Προκειμένου να επιτύχουν παρανόμως ένορκη κατάθεση από τον προστατευόμενο μάρτυρα με την κωδική ονομασία «Ιωάννης Αναστασίου» και την πραγματική ταυτότητα Νικόλαος Μανιαδάκης, τον οποίο … είχαν παρανόμως υπαγάγει σε καθεστώς προστασίας, εκμεταλλευόμενοι τη δυσχερή θέση του, ότι ως εμπλεκόμενος μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταστεί κατηγορούμενος, άσκησαν πιέσεις σ’ αυτόν, για να καταθέσει ότι είχαν χρηματισθεί συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα και ότι έχουν προβεί γενικά σε παράνομες πράξεις, κυρίως οι Άδωνις Γεωργιάδης, Ιωάννης Στουρνάρας, Αντώνιος Σαμαράς και δευτερευόντως οι Ευάγγελος Βενιζέλος και Ανδρέας Λοβέρδος. Οι πιέσεις αυτές ασκήθηκαν με την απειλή διώξεως εναντίον του και ειδικότερα λέγοντάς του σε συναντήσεις τους, ότι για τα πρόσωπα αυτά είχαν ενοχοποιητικά στοιχεία, ότι αντιμετωπίζει την ποινή των ισοβίων, λόγω των επιβαρυντικών στοιχείων από την κατάθεση άλλου μάρτυρα εναντίον του, επίσης αναφέροντας ότι «τώρα πια σε ξέρει όλη η Ελλάδα, η μόνη σου προστασία είναι αυτοί να πάνε φυλακή. Μην ανησυχείς, θα πρέπει να συνεισφέρεις να μην επανεκλεγούν, να μην έρθουν στην Κυβέρνηση και να πάνε φυλακή», ότι «αν δεν συνδράμει στο να πάνε αυτοί οι πολιτικοί φυλακή και έρθουν στην Κυβέρνηση θα τους εκδικηθούν όλους» και ότι «δεν έχεις δηλώσει εισοδήματα και δεν θα ξαναδείς τα παιδιά σου…»

          β.        «Στις 11.11.2018 άσκησαν πιέσεις στον προαναφερόμενο προστατευόμενο μάρτυρα «Ιωάννη Αναστασίου», προκειμένου να καταθέσει για παράνομες πράξεις πολιτικών προσώπων, διοχετεύοντας στον Τύπο προαγγελία κατάθεσης μάρτυρα, ο οποίος θα ενέπλεκε τον άνω προστατευόμενο μάρτυρα στην υπόθεση Novartis, αν δεν κατέθετε σε βάρος πολιτικών προσώπων, συνεπεία της οποίας και θα ήρετο η προστασία του, όπως και συνέβη στις 27.11.2018 με την κατάθεση του προστατευόμενου μάρτυρα «Μάξιμου Σαράφη», στην οποία αναφέρθηκαν ενοχοποιητικά στοιχεία σε βάρος του, περί εμπλοκής του σε χρηματισμούς πολιτικών προσώπων εκ μέρους της Novartis, της οποίας κατάθεσης επακολούθησε η άρση της προστασίας του, με την υπ’ αριθμό 6/31.12.2018 Διάταξη της Εισαγγελίας των Εγκλημάτων Διαφθοράς και στη συνέχεια ή άσκηση ποινικών διώξεων κατ’ αυτού».

ΙΙ.         Σκεπτικό του βουλεύματος

          «…Αναφορικά με τον Ν. Μανιαδάκη, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτει ότι όλα όσα καταθέτει περί πιέσεών του, όταν είχε την ιδιότητα του προστατευόμενου μάρτυρα με την κωδική ονομασία «Ιωάννης Αναστασίου», να καταθέσει περιστατικά σε βάρος Υπουργών και μάλιστα συγκεκριμένων, με απειλές και εκβιασμούς σε βάρος του από τους Εισαγγελείς, είναι αναπόδεικτα.

          Ο Ν. Μανιαδάκης ανέφερε όλα τα ανωτέρω οψίμως και έχοντας την ιδιότητα του κατηγορουμένου στην υπόθεση της Novartis, για τις πράξεις της παθητικής δωροδοκίας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα επί της σχηματισθείσης σε βάρος του δικογραφίας με ΑΒΜ ΕΔ/2018/54, γνωρίζοντας ότι δε δεσμεύεται από καθήκον αληθείας, προφανώς για να αποσείσει τις κατηγορίες σε βάρος του. Σημειώνεται, ότι ο ίδιος στην πιο πρόσφατη από 11.5.2022 ένορκη κατάθεση του στην ανακρίτρια του Αρείου Πάγου, ερωτηθείς ποια η πορεία των εις βάρος του εκκρεμών υποθέσεων, κατέθεσε ότι το έτος 2009 του είχε ασκηθεί δίωξη για συμμετοχή σε δωροδοκία πολιτικού προσώπου, υπόθεση για την οποία έχει ήδη απολογηθεί και δεν του έχει επιβληθεί περιοριστικός όρος. Συνεπώς, εφ’ όσον αληθεύει η ως άνω κατάθεση, ο Μανιαδάκης εξακολουθεί να έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου. Εξάλλου, με τη με αριθμόν πρωτ. 3648/30.9.2019 υπηρεσιακή αναφορά των Εισαγγελέων προς τον Διευθύνοντα την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και τη με αριθμόν πρωτ. 3642/30.9.2019 αναφορά προς τους Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου περί τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο του 2018, ο Ν. Μανιαδάκης, κατά τη διάρκεια των καταθέσεών του ως προστατευόμενος μάρτυρας στην υπόθεση Novartis, εμφανίσθηκε στον 8ο όροφο του κτιρίου της ΓΑΔΑ, όπου βρισκόταν το Τμήμα Προστασίας Μαρτύρων και όπου λαμβάνονταν οι μαρτυρικές καταθέσεις, ενώπιον των Εισαγγελέων και τους γνωστοποίησε ότι τον κάλεσε στο γραφείο του, στην Τράπεζα της Ελλάδος, κάποιο μεσημέρι ο κ. Στουρνάρας για φαγητό και του είπε ότι γνωρίζει ότι αυτός (ο Μανιαδάκης) ήταν ένας από τους προστατευόμενους μάρτυρες και ότι όταν αλλάξει η Κυβέρνηση, ο ίδιος (Στουρνάρας) μαζί με δύο ακόμη πολιτικά πρόσωπα, από τα ερευνώμενα για την υπόθεση, είχαν αποφασίσει να «τσακίσουν» τόσο τους Εισαγγελείς όσο και τους μάρτυρες. Επίσης, τους είπε ότι ο κ. Στουρνάρας του έστελνε απειλητικά μηνύματα. Εκείνοι τον προέτρεψαν να κάνει σχετική καταγγελία, πλην όμως, στην περίπτωση αυτή, θα αποκαλυπτόταν η ταυτότητά του. Η υπόθεση αυτή περατώθηκε με την υπ’ αριθμόν 1170/2020 πράξη αρχειοθέτησης της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Πειραιά, με την οποία η Εισαγγελέας χαρακτήρισε την πράξη του εγκαλουμένου ως απειλή … σε βάρος των Εισαγγελέων (προσκομισθείσα εντός της δικογραφίας). Περαιτέρω, ο Μανιαδάκης είχε επιπλέον λόγους να κινηθεί εκδικητικά, δεδομένου ότι επί της, με ΑΒΜ ΕΔ/2018/54 ποινικής δίωξης σε βάρος του (για την οποία και απαλλάχθηκε με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών), προσέφυγε δύο φορές στο αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο, επικαλούμενος ακυρότητες της προδικασίας σε σχέση με τις δικονομικές ενέργειες επί της, με ΑΒΜ ΕΔ/2018/54 ποινικής δίωξης σε βάρος του, αλλά και σε σχέση με το αίτημά του περί άρσης της απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα, η οποία διατάχθηκε στα πλαίσια της ίδιας δικογραφίας. Άπαντες όμως οι ισχυρισμοί του απορρίφθηκαν. Ο Ν. Μανιαδάκης φαίνεται ότι ενήργησε εκδικητικά και για το λόγο ότι απώλεσε την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, η οποία, ως ελέχθη, ανακλήθηκε με πράξη της τότε Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς και με τη σύμφωνη γνώμη και έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Αγγελή, ο οποίος και είχε πλήρη γνώση της σχετικής δικογραφίας, καθ’ όσον, όπως προέκυψε από έγγραφα των αρμοδίων υπηρεσιών, ενημερώθηκε η Εισαγγελία Διαφθοράς περί της σύλληψης του εγκαλουμένου στο αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος, κατά την προσπάθειά του να μετοικήσει μόνιμα στην Μαδρίτη και ασκήθηκε σε βάρος του η προαναφερθείσα ποινική δίωξη με ΑΒΜ ΕΔ/2018/54».

          ΙΙΙ.        Κριτική – Σχόλια

  1. Αν αυτά που κατήγγειλε ο Ν. Μανιαδάκης είναι αναπόδεικτα, όπως αναγράφεται στο σκεπτικό του βουλεύματος, τότε για ποιο λόγο η ανακρίτρια τα θεώρησε βάσιμα και απήγγειλε κατά των Εισαγγελέων τις ρηθείσες κατηγορίες; Είναι πρόδηλο ότι για την ανακρίτρια, που είχε πλήρη γνώση της δικογραφίας, δεν ήταν αναπόδεικτα.
  2. Τα στοιχεία και τα επιχειρήματα τα οποία διαλαμβάνει το βούλευμα, προκειμένου να καταρρίψει τους ισχυρισμούς του Ν. Μανιαδάκη, περί πιέσεων και απειλών του, με στόχο να καταθέσει στοιχεία ενοχοποιητικά για πολιτικά πρόσωπα σχετικά με την υπόθεση Νovartis, δεν μπορεί να οδηγήσουν στο συμπέρασμα που άγεται το εξ Ανωτάτων Δικαστών, Συμβούλιο. Τούτο διότι, σε επίπεδο τουλάχιστον ενδείξεων, η εμπλοκή του Ν. Μανιαδάκη στην υπόθεση Νovartis εθεωρείτο δεδομένη. Άλλωστε το γεγονός αυτό αποτελεί αφ’ ενός τη βάση της κατηγορίας κατά των Εισαγγελέων, ότι τον χαρακτήρισαν παρανόμως ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος και αφ’ ετέρου στοιχείο επιβεβαιωτικό των πιέσεων από τους Εισαγγελείς να εμπλέξει πολιτικά πρόσωπα στην υπόθεση Νovartis, με αντάλλαγμα την προστασία του, δια του χαρακτηρισμού του ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος.

          Είναι πρόδηλο συνεπώς, ότι με τις καταγγελίες που έκανε σε βάρος των Εισαγγελέων (ότι τον πίεζαν και τον απειλούσαν με άρση της προστασίας του, εάν δεν εμπλέξει πολιτικά πρόσωπα), δεν απέκρουε τις δικές του ευθύνες για την εμπλοκή του στην υπόθεση Νovartis, όπως υπολαμβάνουν τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου.

Τα τελευταία σημαίνουν ότι θα τον συνέφερε να καταγγείλει ψευδώς ένα ή περισσότερα πολιτικά πρόσωπα για εμπλοκή τους στην υπόθεση Νovartis και να παραμείνει στο απυρόβλητο, υπό συνεχή προστασία, όπως οι άλλοι δύο υπό προστασία μάρτυρες.

Εξάλλου, είναι άξιο απορίας, ποια αξία έχει για τη διάψευση των καταγγελλομένων από τον Μανιαδάκη, περί πιέσεών του από τους Εισαγγελείς (Τουλουπάκη κλπ) η μνεία και το αποτέλεσμα υποθέσεως, που έχει ως αφετηρία έγκληση των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, σε βάρος του ενός από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα (Γιάννη Στουρνάρα), ο οποίος, κατά τους εγκαλέσαντες Εισαγγελείς, φέρεται να τους απείλησε με τη φράση «όταν αλλάξει η Κυβέρνηση, θα τσακίσουν τους Εισαγγελείς και τους μάρτυρες», φράση που φέρεται να μετέφερε στους Εισαγγελείς ο Μανιαδάκης, πολύ περισσότερο όταν, ο μεν Στουρνάρας αρνείται ότι είπε τη φράση αυτή και ο Ν. Μανιαδάκης ότι μετέφερε τέτοιο συμβάν στους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς.

Όπως επίσης είναι άξιο απορίας το γεγονός ότι οι τρεις Εισαγγελείς κατέθεσαν την έγκληση κατά του Ι. Στουρνάρα στις 30.9.2019, ήτοι ένα σχεδόν έτος μετά τη φερόμενη τέλεση του αδικήματος σε βάρος τους (Οκτώβριος – Νοέμβριος 2018) όλως δε συμπτωματικά, λίγες ημέρες μετά την κατάθεση που έδωσε ο Ι. Στουρνάρας στον ενεργούντα προκαταρκτική εξέταση για την υπόθεση Novartis, Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία, συγχρόνως, δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής και κατά των Εισαγγελέων, στοιχείο που δεν αξιολογήθηκε από το Δικαστικό Συμβούλιο. Και όχι μόνον αυτό. Ενώ η συγκεκριμένη υπόθεση αρχειοθετήθηκε με Πράξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, από την οποία προκύπτει ότι δεν αξιολογήθηκε η ουσιαστική βασιμότητα της καταγγελίας (αρχειοθετήθηκε για λόγους νομικούς) το Δικαστικό Συμβούλιο εμμέσως πλην σαφώς, όμως αυθαιρέτως, απεφάνθη ότι η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς δέχθηκε ότι «υπήρξε πράξη του εγκαλουμένου», η οποία απλώς χαρακτηρίσθηκε ως απειλή.

Αυτό όμως συνιστά παραμόρφωση του περιεχομένου της Πράξεως του Εισαγγελέα Πειραιώς, από το περιεχόμενο και τη διατύπωση της οποίας προκύπτει ότι δεν έγινε αξιολόγηση (βλ. τη φράση, που περιλαμβάνεται στην πράξη αρχειοθέτησης: «…“όταν αλλάξει η Κυβέρνηση, θα τσακίσουν τους Εισαγγελείς και τους μάρτυρες’’ και αν ακόμα ήθελε υποτεθεί ότι ειπώθηκε …»).

Τέλος, το επιχείρημα του Δικαστικού Συμβουλίου, σύμφωνα με το οποίον ο Ι. Μανιαδάκης κατήγγειλε ότι υπήρξαν πιέσεις και απειλές σε βάρος του από εκδικητικότητα για τους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς, επειδή απώλεσε την ιδιότητα του προστατευόμενου μάρτυρα, δεν μπορεί να θεωρηθεί σοβαρό, αφού σε τίποτε δεν θα τον ωφελούσε αν αποδεικνυόταν ψευδής η καταγγελία του.

Όμως, δυστυχώς, για τους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς δεν ήταν ψευδής. Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στις 11.11.2018 ασκήθηκαν πιέσεις σ’ αυτόν, προκειμένου να καταθέσει για εμπλοκή πολιτικών προσώπων στη Νovartis, οι οποίες (πιέσεις) ήταν τόσο εμφανείς που δεν μπορούν να διαψευσθούν. Ειδικότερα, διοχέτευσαν στον Τύπο προαγγελία για κατάθεση μάρτυρα, ο οποίος θα ενέπλεκε τον προστατευμένο μάρτυρα «Ιωάννη Αναστασίου» στην υπόθεση Νovartis, αν δεν κατέθετε σε βάρος πολιτικών προσώπων, συνεπεία της οποίας και θα ήρετο η προστασία του.

Τούτο και συνέβη με την κατάθεση του επίσης προστατευόμενου μάρτυρα με τον κωδικό «Μάξιμος Σαράφης», στην οποία αναφέρθηκαν ενοχοποιητικά στοιχεία σε βάρος του, περί εμπλοκής του σε χρηματισμούς πολιτικών προσώπων εκ μέρους της Νovartis, της οποίας κατάθεσης επακολούθησε η άρση της προστασίας του με την υπ’ αριθμόν 6/31.12.2010 Διάταξη της Εισαγγελίας Διαφθοράς και στη συνέχεια η άσκηση ποινικών διώξεων κατ’ αυτού.

Για το ζήτημα αυτό, που αποτελούσε μέρος τις κατηγορίας της καταχρήσεως εξουσίας σε βαθμό πλημμελήματος σε βάρος των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, το Δικαστικό Συμβούλιο απέφυγε, προφανώς σκοπίμως, να ασχοληθεί, αφού είναι πρόδηλο ότι το ανωτέρω δημοσίευμα της 11.11.2018, είχε αφετηρία το γραφείο των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς και ήταν ανέφικτο να αντικρουσθεί.

Είναι και αυτό ένα επιπλέον δείγμα της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας του Δικαστικού Συμβουλίου!!!

Γ.                  Ως προς τον Μ. Μανία

          Ι.          Απαγγελθείσα από την ανακρίτρια κατηγορία

          «… Στις 4.4.2019 άσκησαν έντονες και ιδιαίτερες πιέσεις προς τον ύποπτο Νικόλαο Μανία, με απανωτές και επανειλημμένες ερωτήσεις, ώστε να αναγκασθεί να καταθέσει αξιόποινες πράξεις σε βάρος πολιτικών προσώπων που δεν γνώριζε αφ’ ενός και αφ’ ετέρου του ζήτησαν να υπογράψει, παρά τη θέλησή του, την από 4.4.2019 αναγγελία αξιοποίνων πράξεων, την οποία έκανε δήθεν αυτός σε βάρος του Ανδρέα Λοβέρδου, ενώ το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού δεν αποτελεί δική του αξιολόγηση γεγονότων, αλλά προϊόν δικής τους καταγραφής προς το οποίο ήταν απόλυτα αντίθετος»

          ΙΙ.         Σκεπτικό του βουλεύματος

          «… Ομοίως, αναφορικά με τον μάρτυρα Ν. Μανία και σε σχέση με την κατάθεσή του περί πιέσεων που δέχθηκε για την από 4.4.2019 αναγγελία αξιοποίνων πράξεων, προκύπτει ότι, αφού ο ίδιος μετά τις επανειλημμένες καταθέσεις του στο Μικτό Κλιμάκιο Ελέγχου του ΣΟΕΕ, υπέβαλε αίτημα στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, για την υπαγωγή του στις ευεργετικές διατάξεις του (τότε ισχύοντος) άρθρου 263 Β του Π.Κ., όπου και πράγματι υπήχθη, αιφνιδίως στρέφεται εναντίον των εν λόγω Εισαγγελέων, υποστηρίζοντας ότι παρά τη θέλησή του έγιναν αυτά και αυτοί τον υποχρέωσαν να υπογράψει την ανωτέρω, από 4.4.2019 αναγγελία, χωρίς να διαβάσει τί υπογράφει, πράγματα που αντίκεινται στην κοινή λογική, αφού τον διαψεύδουν και οι μάρτυρες Περικλής Μανωλίδης, Διευθυντής του Τμήματος Προστασίας Μαρτύρων και Φωτούλα Ντινάκη, επικεφαλής του Μικτού Κλιμακίου Ελέγχου του ΣΟΕΕ (καταθέσεις συνημμένες στη δικογραφία). Σε βάρος του επίσης έχει σχηματισθεί ποινική δικογραφία από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά με ΑΒΜ Γ/2021/147 και έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, προκειμένου να δικαστεί για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης,  σε σχέση προς όσα ανέφερε για δήθεν πιέσεις σε βάρος του από τους Εισαγγελείς. Τέλος, ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι ο μάρτυρας, ερωτηθείς από την ανακρίτρια ως εξής «Ερ: Δεχθήκατε συγκεκριμένες πιέσεις για να καταθέσετε σχετικά με αξιόποινες πράξεις του κ. Λοβέρδου και του κ. Γεωργιάδη;» απέφυγε να απαντήσει και κατέθεσε: «Απ: Η πλειονότητα των αποσπασμάτων που αναγνώσθηκαν αφορούσαν τις περιόδους που διατέλεσαν Υπουργοί Υγείας ο κ. Λοβέρδος και ο κ. Γεωργιάδης. Δε θυμάμαι, αν άμεσα ρωτήθηκα, αν έχω να καταθέσω για αξιόποινες πράξεις των συγκεκριμένων προσώπων».

          ΙΙΙ.        Κριτική – Σχόλια

  1. Αν αυτά που υποστηρίζει ο Ν. Μανίας ότι έλαβαν χώρα (δηλαδή ότι τον υποχρέωσαν να υπογράψει την από 4.4.2019 αναγγελία κλπ) αντίκεινται στη λογική, κατά το σκεπτικό του Δικαστικού Συμβουλίου, είναι απορίας άξιο, πώς αυτό δεν ίσχυσε, ως προς τη λογική της ανακρίτριας, η οποία, με την απαγγελθείσα κατηγορία, αποδέχεται τα καταγγελλόμενα από τον Ν. Μανία.
  2. Είναι αληθώς τουλάχιστον περίεργο το γεγονός ότι στην περίπτωση του Ν. Μανία, το αίτημα για την υπαγωγή του στις ευεργετικές διατάξεις, υπεβλήθη στην τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία δεν είχε αρμοδιότητα για να κρίνει το αίτημα αυτό, και πώς έφτασε να εμπλακεί στο ζήτημα αυτό, που δεν ήταν της αρμοδιότητάς της. Μας είναι αδύνατο να πιστέψουμε ότι και εκείνη συμμετείχε στην προσπάθεια διασυρμού και εξοντώσεως, πολιτικά και ηθικά, των δέκα  πολιτικών προσώπων.
  3. Το Δικαστικό Συμβούλιο, για να ενισχύσει την κρίση του ότι η καταγγελία του Ν. Μανία, σύμφωνα με την οποία υποχρεώθηκε, παρά τη θέλησή, του να υπογράψει την από 4.4.2019 αναγγελία, είναι ψευδής, επικαλείται καταθέσεις των Περικλή Μανωλίδη, Διευθυντή του Τμήματος Προστασίας Μαρτύρων και Φωτούλας Ντινάκη, επικεφαλής του Μικτού Κλιμακίου Ελέγχου ΣΟΕΕ.

          Άξιον απορίας. Με ποια αρμοδιότητα και με ποιο δικαίωμα παρίσταντο οι ανωτέρω, αν βεβαίως παρίσταντο, στις διαβουλεύσεις που γίνονταν μεταξύ των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς και του Ν. Μανία, για την υπογραφή της από 4.4.2019 αναγγελίας;

Μήπως, αλήθεια, αυτά επιβεβαιώνουν ότι ο Μανίας πιέστηκε και υποχρεώθηκε να υπογράψει;

  1. Δεν εξηγεί με το σκεπτικό του το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος, τί αφορούσαν «οι επανειλημμένες καταθέσεις» που έδωσε ο Μανίας στο Μικτό Κλιμάκιο Ελέγχου του ΣΟΕ πως αυτό είχε εμπλακεί στις έρευνες της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς, πώς και γιατί κατά τη διάρκεια του ελέγχου από το ΣΟΕ, υπέβαλε αίτημα στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και όχι στην Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς, για την υπαγωγή του στις ευεργετικές διατάξεις, στις οποίες και πράγματι υπήχθη και πώς «αιφνιδίως» εστράφη εναντίον των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, υποστηρίζοντας ότι η υπογραφή της από 4.4.2019 αναγγελίας είναι προϊόν πιέσεων και έγινε παρά τη θέλησή του.
  2. Ποια αξία έχει για τη συγκεκριμένη υπόθεση, η μνεία ότι εκκρεμεί στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς, δικογραφία σε βάρος του Ν. Μανία, κατηγορουμένου για ψευδή καταμήνυση, με βάση έγκληση που κατέθεσαν οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς κατ’ αυτού, λόγω της καταγγελίας του ότι υποχρεώθηκε να υπογράψει την αναγγελία αξιοποίνων πράξεων.
  3. Πόσο συνάδει προς το δικαστικό λειτούργημα η τακτική των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, να καταθέτουν εγκλήσεις κατά ιδιωτών για ψευδείς καταμηνύσεις και απειλές κλπ εναντίον τους, αντί να προσπαθούν να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους εντός των ορίων της νομιμότητας και να μην δίνουν δικαίωμα στους πολίτες να τους καταγγέλλουν για παντός είδους πιέσεις ή να τους ζητούν να καταγγείλουν πολιτικούς, με το δέλεαρ της προστασίας; και
  4. Τέλος, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω αναφερθέντα ο Μανίας με την από 4.4.2019 αναγγελία αξιοποίνων πράξεων, την οποία στη συνέχεια ανακάλεσε, ως προϊόν βίας, κατήγγειλε ως διαπλεκόμενο με τη Νovartis τον Α. Λοβέρδο.

                   Για την καταγγελία αυτή και άλλες, από τους δύο υπό προστασία μάρτυρες, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ’ αριθμόν 2815/2022 βούλευμά του έκρινε αμετακλήτως ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του Α. Λοβέρδου, όπως αναφέρθηκε και σε άλλη θέση.

Δεν επιβεβαιούται με το βούλευμα αυτό, ότι δεν ήταν αληθές το περιεχόμενο της αναγγελίας και ότι προφανώς ο Μανιάς πιέσθηκε να υπογράψει την αναγγελία αυτή;

Έχουν άραγε να μας πουν κάτι γι’ αυτά οι κατηγορούμενοι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς, οι δύο ψεύδορκοι υπό προστασία μάρτυρες, αλλά και τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος;

 

Δ.               Ως προς τον Ε. Βουλκίδη

          Ι.          Απαγγελθείσα από την ανακρίτρια κατηγορία

          «… Κατά το χρονικό διάστημα από μήνα Οκτώβριο 2018 έως 20.5.2019, προκειμένου να πετύχουν ένορκη κατάθεση από τον Εμμανουήλ Βουλκίδη για να καταθέσει για αξιόποινες πράξεις πολιτικών προσώπων που δεν γνώριζε, άσκησαν έντονες πιέσεις σ’ αυτόν, υπό την απειλή άσκησης διώξεως κατ’ αυτού, να υπαχθεί σε καθεστώς προστατευόμενου μάρτυρα, όταν δ’ αυτός αρνήθηκε, τον κατέστησαν ύποπτο και κατηγορούμενο»

          ΙΙ.         Σκεπτικό του βουλεύματος

          «… Περαιτέρω και ο μάρτυρας Εμμ. Βουλκίδης, ερωτηθείς από την ανακρίτρια εάν πιέστηκε για να καταθέσει στοιχεία για τη Novartis, κατέθεσε ότι δεν τον πίεσε κανείς ούτε τον εκβίασε κάποιος να καταθέσει στοιχεία για κάποιο άλλο πρόσωπο, καθώς και ότι δεν συνδέει την άρνησή του να υπαχθεί σε καθεστώς προστασίας με την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του. Σημειώνεται ότι ο Εμμ. Βουλκίδης μαζί με τον Κων/νο Φρουζή έχουν παραπεμφθεί με το υπ’ αριθμόν 608/2022 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (βλ. εντός της δικογραφίας), προκειμένου να δικασθούν για τις πράξεις της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, με βασικό αδίκημα τη δωροδοκία, για την οποία δωροδοκία ο Εισαγγελέας, στην πρότασή του, διαπίστωσε ότι η δωροδοκία αφορούσε και πολιτικά πρόσωπα».

ΙΙΙ.        Κριτική – Σχόλια

  1. Είναι αναληθές το αναγραφόμενο στο σκεπτικό του βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος, ότι με το υπ’ αριθμόν 608/2022 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο Εμμ. Βουλκίδης μαζί με τον Κ. Φρουζή έχουν παραπεμφθεί να δικαστούν για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, με βασικό αδίκημα τη δωροδοκία, καθ’ όσον με το βούλευμα αυτό έχει παραπεμφθεί μόνον ο Κ. Φρουζής.

Δεν γνωρίζουμε για ποιο λόγο και με ποιο σκεπτικό τα εξ ανωτάτων Δικαστών, μέλη του Συμβουλίου του άρθρου 86 του Συντάγματος, ανέγραψαν ότι με το υπ’ αριθμόν 608/2022 βούλευμα παραπέμπεται εκτός από τον Κ. Φρουζή και ο Ε. Βουλκίδης..

  1. Ναι μεν, κατά τα αναγραφόμενα στο βούλευμα, ο Βουλκίδης κατέθεσε στην ανακρίτρια ότι «δεν τον πίεσε κανείς ούτε τον εκβίασε κάποιος να καταθέσει στοιχεία για κάποιο άλλο πρόσωπο, και ότι δεν συνδέει την άρνησή του να υπαχθεί σε καθεστώς προστασίας με την άσκηση ποινικής διώξεως σε βάρος του» όμως, η μεν ανακρίτρια απήγγειλε τη ρηθείσα κατηγορία εναντίον των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, η δε Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου πρότεινε να παραπεμφθούν στο δικαστήριο. Είναι πρόδηλο ότι στη δικογραφία, εφ’ όσον βεβαίως τα κατατεθέντα από το Βουλκίδη, έχουν όπως εκτίθενται ανώτερω, θα υπήρχαν άλλα στοιχεία τα οποία θα επιβεβαίωναν σε βαθμό ενδείξεων την απαγγελθείσα κατηγορία.

Πέραν όμως τούτων, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι από την απαγγελθείσα κατηγορία, σε συνδυασμό προς το ρηθέν απόσπασμα της καταθέσεως Βουλκίδη, προκύπτει αβιάστως ότι έγινε σ’ αυτόν πρόταση να υπαχθεί σε καθεστώς προστασίας, την οποία δεν αποδέχθηκε ο Βουλκίδης. Τούτων δοθέντων, κατά λογική αναγκαιότητα, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η πρόταση έγινε προδήλως για να καταθέσει σε βάρος προσώπων για την υπόθεση Νovartis, έστω κι αν ο Βουλκίδης φέρεται να το αρνείται.

Το ερώτημα όμως που τίθεται περαιτέρω, είναι το ακόλουθο: Εάν δεχόταν ο Βουλκίδης την πρόταση να τεθεί υπό προστασία και ως εκ τούτου να χαρακτηρισθεί μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος, δεν θα παρανομούσαν οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς, αφού εγνώριζαν ότι είναι εμπλεκόμενο πρόσωπο στην υπόθεση Νovartis, όπως τούτο προκύπτει αβιάστως από την ασκηθείσα σε βάρος του ποινική δίωξη, για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, και ως εκ τούτου απαγορευόταν εκ του νόμου να τεθεί υπό προστασία;

Φαίνεται όμως ότι, εμπρός στην επίτευξη του στόχου, αυτό ελάχιστα ενδιέφερε τους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς. Άλλωστε, κατά τον ίδιο τρόπο είχαν ενεργήσει με τους τεθέντες υπό προστασία τρεις μάρτυρες, ενέργεια για την οποία, μεταξύ των άλλων, είχαν κατηγορηθεί και απηλλάγησαν με το κρινόμενο βούλευμα.

* Γεώργιος Χαρ. Σανιδάς, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου ε.τ.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr