Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Γεώργιος Παπαγεωργίου: Σκέψεις για την ορθολογική χρήση νέων τεχνολογιών στην ακροαματική διαδικασία των ποινικών δικών 

Ο προσδιορισμός του τμήματος της ποινικής δίκης στο οποίο εφαρμόζεται η διαδικασία της ηχογραφήσεως, ούτε αντικαθιστά ούτε μεταβάλλει το περιεχόμενο των  στοιχείων που πρέπει να περιέχουν τα πρακτικά του Δικαστηρίου, τέλος δε,  δεν  αναιρεί τον τρόπο διεύθυνσης της διαδικασίας.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Γεώργιος Παπαγεωργίου: Σκέψεις για την ορθολογική χρήση νέων τεχνολογιών στην ακροαματική διαδικασία των ποινικών δικών 

Μετά την έκδοση της υπουργικής απόφασης για την εφαρμογή της ηχογράφησης – αποηχογράφησης των ποινικών δικών, προκειμένου να υπάρξει εξοικείωση με το σύστημα αυτό που για πρώτη φορά εισάγεται στην  ποινική διαδικασία, θα ήθελα να εκφράσω τις σκέψεις μου προκειμένου να διευκολυνθεί το όλο εγχείρημα.

Σύμφωνα με το άρθρο 141  ΚΠΔ τα πρακτικά της συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν με συντομία τις καταθέσεις των μαρτύρων και τις προσθήκες ή τις διαφορές των καταθέσεων που γίνονται στο ακροατήριο σε σχέση με εκείνες που έγιναν στην ανάκριση, επίσης τα συμπεράσματα των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών συμβούλων, τις απολογίες και τις δηλώσεις των κατηγορουμένων και των τεχνικών συμβούλων, τις προτάσεις και τις αιτήσεις του εισαγγελέα και των διαδίκων, τις αποφάσεις του δικαστηρίου και τις διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση και γενικά κάθε αξιόλογο γεγονός κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης.

Όποιος διευθύνει τη συζήτηση φροντίζει να καταχωρίζονται στα πρακτικά κατά λέξη εκείνα τα μέρη των μαρτυριών ή των δηλώσεων που κρίνει ουσιώδη για τους σκοπούς της απόδειξης. Επίσης έχει τη δυνατότητα και να τα υπαγορεύσει ή και να επιτρέψει σ’ εκείνον που εξετάζεται την υπαγόρευσή τους, το γεγονός δε αυτό αναφέρεται στα πρακτικά.

Τα έγγραφα αν και αποτελούν σύμφωνα με το άρθρο 178 ΚΠΔ αποδεικτικό μέσο δεν αναφέρονται στο άρθρο 141. Για τα έγγραφα  Ο ΚΠΔ αφιερώνει το άρθρο 362 στο οποίο υποδεικνύεται το καθήκον – υποχρέωση – δικαίωμα  να διαβάζονται και , υπο προϋποθέσεις ,  να διαβάζονται οι ένορκες καταθέσεις .

Η περιληπτική  αναφορά τις περισσότερες φορές  αρκεί για να ικανοποιηθεί το αίτημα της δημοσιοποίησης της ύπαρξης τους ώστε  να δυνηθούν τα διάδικα μέρη να κάνουν χρήση των εγγράφων αυτών και να τοποθετηθούν επί του περιεχομένου τους.

Περαιτέρω δύναται το δικαστήριο να απαγγείλει τα ουσιώδη τμήματα εκάστου εγγράφου .

Για την απόδειξη της ανάγνωσης των στο ακροατήριο αρκεί η μνεία αυτών στα πρακτικά που γίνεται , είτε με την ενσωμάτωση του καταλόγου  των αναγνωστέων εγγράφων   είτε με την δημιουργία καταλόγου από το γραμματέα του δικαστηρίου με εντολή του Προεδρεύοντος, ενώ  ποτέ δε δεν έχει  καταχωρηθεί στα πρακτικά απαγγελλόμενο τμήμα των εγγράφων,  διότι τα έγγραφα αυτούσια περιλαμβάνονται στη δικογραφία και ορθά ο νομοθέτης εξαίρεσε τα έγγραφα από το άρθρο 141 ΚΠΔ.

Σύμφωνη με τις ανωτέρω σκέψεις είναι και η υπ΄ αρ. 1027/2008 ΑΠ   σύμφωνα σμε την οποία : « Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ σε συνδυασμό με το άρ. 171 παρ. 1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρ. 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο.

Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, ούτε το πρόσωπο που τα προσκόμισε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του, και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει το από το άρ. 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαίωμά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα.

Εξάλλου, σύμφωνα με την υπ΄αρ. 560/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου ,η ανάγνωση εγγράφου δεν απαιτείται να προκύπτει μόνο από τη ρητή μνεία του στο οικείο μέρος των πρακτικών της δίκης, όπου αναφέρονται τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά αρκεί να προκύπτει αυτή από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης ή από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 496/2014). Περαιτέρω στα πρακτικά της αποφάσεως δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, είναι, όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώστηκε.

Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το συγκεκριμένο έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενα του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου, υπάρχει η ίδια ως άνω ακυρότητα.

Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επιφέρει και η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας εγγράφου, που δεν είχε αναγνωσθεί κατά την αποδεικτική διαδικασία, εφόσον αυτό γίνεται προς σχηματισμό της κρίσης του δικαστηρίου ως προς την ενοχή ή αθώωση του κατηγορουμένου ή για την επιβλητέα ποινή,  (ΑΠ 1190/2019, 220/2019, 568/2019, 591/2019, ΝΟΜΟΣ)  και όχι όταν λαμβάνεται υπόψη, για να κρίνει για την οριστική παύση της ποινικής διώξεως, χωρίς προηγουμένως να αναγνωσθεί (ΑΠ 1369/2018 Αρμ 2018, 1166).

Παρά δε τα όσα αναφέρονται στο ΚΠΔ για τον τρόπο τήρησης των πρακτικών, πρακτικά και απόφαση συνιστούν ενιαίο σύνολο (ΑΠ 1024/2019 ΝΟΜΟΣ )

Σύμφωνα με το άρθρο 1α  του άρθρου 143  ΚΠΔ η φωνοληπτική τήρηση των πρακτικών γίνεται από τον γραμματέα του δικαστηρίου και υπό τις οδηγίες του δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση με μαγνητοφώνηση και απομαγνητοφώνηση ή άλλες τεχνικές φωνοληψίας που διενεργούνται με την χρήση κατάλληλων μηχανικών μέσων.

Περαιτέρω με την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου  η μηχανική εγγραφή (φωνοληψία) κατά τη διαδικασία ενώπιον του ακροατηρίου, συνιστά, για τις ανάγκες του άρθρου 142 παρ. 1, το κείμενο των πρόχειρων πρακτικών. Σε δίκες μακράς διάρκειας το δικαστήριο, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον εισαγγελέα ή τους διαδίκους, επιτρέπει τη χορήγηση αντιγράφου των ως άνω πρόχειρων πρακτικών μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας.

Και στην φωνοληπτική τήρηση συνεχίζεται να εφαρμόζονται τα προαναφερόμενα άρθρα . Αρκεί επομένως η καταχώρηση στα πρακτικά  του καταλόγου των αναγνωστέων εγγράφων και δεν πρέπει να ηχογραφούνται – αποηχογραφούνται

α) τα έγγραφα αφού αυτά θα προστεθούν από τον Γραμματέα κατά τη σύνταξη των πρακτικών , και

β) τα απαγγελλόμενα χωρία των εγγράφων .

Η υπ΄ αρ΄. 45304 /19-1-2012 / Υ.Α (Ηχογράφηση Πρακτικών Δίκης, ΦΕΚ 136 Β) Υπουργική Απόφαση αναφέρει ότι «Το σύστημα τήρησης πρακτικών των συζητήσεων με φωνοληψία εφαρμόζεται στα ποινικά δικαστήρια με την ηχογράφηση και αποηχογράφηση της διαδικασίας από την έναρξη της δίκης μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας.» .

Ο προσδιορισμός του τμήματος της ποινικής δίκης στο οποίο εφαρμόζεται η διαδικασία της ηχογραφήσεως, ούτε αντικαθιστά ούτε μεταβάλλει το περιεχόμενο των  στοιχείων που πρέπει να περιέχουν τα πρακτικά του Δικαστηρίου, τέλος δε,  δεν  αναιρεί τον τρόπο διεύθυνσης της διαδικασίας. Τα σύγχρονα συστήματα πρέπει να τίθενται στην υπηρεσία της ποινικής δίκης και να μην συμβαίνει το αντίστροφο.

Επομένως, όταν ο προεδρεύων φτάσει στο σημείο της αποδεικτικής διαδικασίας που αναφέρεται στην ανάγνωση των εγγράφων θα δώσει την οδηγία στον Γραμματέα,  που τηρεί τα πρόχειρα πρακτικά με την ηχοληψία,  να διακόψει την ηχογράφηση και να την επανεκκινήσει μετά το πέρας της ανάγνωσης των εγγράφων .

Ο Γιώργος Παπαγεωργίου είναι Πρόεδρος Εφετών – Πρόεδρος της ΕΠΠΕ του έργου «ΨΗΦΙΑΚΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ – ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ  ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΝ  ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΜΕ ΣΔΙΤ»

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ