Γεώργιος Πλαγάκος: Για την αντιμετώπιση της μη καταβολής αποδοχών των εργαζομένων μετά το ΠΔ 80/2022
Ορισμένες πτυχές (ποινική κύρωση και υφ’ όρον παύση της ποινικής δίωξης) του ποινικού αδικήματος της μη καταβολής των οφειλόμενων αποδοχών από τον εργοδότη στους εργαζομένους
Στο κείμενο αυτό θα ασχοληθούμε εν συντομία με ορισμένες πτυχές (ποινική κύρωση και υφ’ όρον παύση της ποινικής δίωξης) του ποινικού αδικήματος της μη καταβολής των οφειλόμενων αποδοχών από τον εργοδότη στους εργαζομένους, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα δεδομένα που δημιούργησε η θέση σε ισχύ του π.δ. 80/3.12.2022 (ΦΕΚ 222Α/4.12.2022) με ημερομηνία έναρξης ισχύος την 4.12.2022 (άρθρα 149 και 357 του π.δ.).
Κατ’ άρθρο μόνο παρ.1 Α.Ν. 690/1945, όπως ίσχυε μετά από την τροποποίησή του με το άρθρο 8 παρ.1 ν.2336/1995 και πριν από την κωδικοποίησή του με το άρθρο 149 π.δ. 80/2022, ο εργοδότης και γενικά τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, εάν δεν κατέβαλλαν εμπρόθεσμα στους εργαζομένους τις πάσης φύσεως οφειλόμενες αποδοχές που απέρρεαν από τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας και καθοριζόταν από την ατομική, συλλογική σύμβαση εργασίας, τις αποφάσεις διαιτησίας, τον νόμο ή το έθιμο ή σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσης των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρούνταν με ποινή φυλάκισης μέχρι έξι μηνών και χρηματική ποινή, το ποσόν της οποίας οριζόταν από το δικαστήριο και κυμαινόταν μεταξύ του 25% και του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού.
Αργότερα, με το άρθρο 28 παρ.1 ν.3996/2011 θεσπίσθηκε ότι, όταν τα ανωτέρω πρόσωπα, παραβαίνουν τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές, μεταξύ άλλων και με την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή με αμφότερες τις ποινές. Στην παρ.2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν.
Από τη σύγκριση των δύο διατάξεων καθίσταται σαφές ότι με το άρθρο 28 παρ.1 ν.3996/2011 το αδίκημα της μη καταβολής των αποδοχών, όπως αυτές ορίζονται, δηλαδή περιλαμβανομένης και της αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, απειλούνταν πλέον με ποινή φυλάκισης αυστηρότερη από ότι με το άρθρο μόνο παρ.1 Α.Ν. 690/1945, όπως ίσχυε μετά από την τροποποίησή του με το άρθρο 8 παρ.1 ν.2336/1995, αφού κατά την παλαιότερη διάταξη η απειλούμενη ποινή φυλάκισης ήταν μέχρι έξι μηνών ενώ κατά τη νεότερη διάταξη (άρθρο 28 παρ.1 ν.3996/2011) η απειλούμενη ποινή φυλάκισης κατέστη τουλάχιστον έξι μηνών, ήτοι μπορούσε να εκταθεί και έως τα πέντε έτη. Από την επισκόπηση της νομολογίας προκύπτει ότι γίνεται παγίως δεκτό ότι το άρθρο 28 ν.3996/2011 δεν κατήργησε το άρθρο μόνο Α.Ν.690/1945 αλλά αμφότερα τα άρθρα εφαρμοζόταν συνδυαστικά.
Εδώ και λίγους μήνες τέθηκε σε ισχύ το π.δ. 80/3.12.2022. Σύμφωνα με το άρθρο 357 του π.δ. η ισχύς του άρχεται από τη δημοσίευσή του στο ΦΕΚ. Δεδομένου ότι το π.δ. δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 222Α/4.12.2022, ημερομηνία έναρξης της ισχύος του είναι η 4.12.2022. Κατ’ άρθρο 149 του π.δ. 80/2022, ο εργοδότης και κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο αυτό, όταν δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους εργαζομένους τις πάσης φύσεως αποδοχές, που απορρέουν από τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας και καθορίζονται από την ατομική, συλλογική σύμβαση εργασίας, τις αποφάσεις διαιτησίας, τον νόμο, ή το έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 336 του ιδίου π.δ., συνεπεία της θέσης των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών και χρηματική ποινή, το ποσόν της οποίας ορίζεται από το δικαστήριο και κυμαίνεται μεταξύ του 25% και του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού.
Από τη σύγκριση των απειλούμενων ποινών φυλάκισης προκύπτει ότι η ποινή φυλάκισης που απειλείται με το άρθρο 149 π.δ. 80/2022, είναι η ίδια με αυτή του άρθρου μόνου Α.Ν. 690/1945, όπως ίσχυε, δηλαδή μέχρι έξι μηνών. Πρόκειται για στερητική της ελευθερίας ποινή ευμενέστερη από αυτή του άρθρου 28 παρ.1 ν.3996/2011, η οποία είναι τουλάχιστον έξι μηνών (έξι μήνες έως πέντε έτη). Δηλαδή, η μεταγενέστερη νομοθετική διάταξη (του έτους 2022) περιέχει ευμενέστερη ποινική κύρωση από ότι η προγενέστερη (του έτους 2011). Επί των δεδομένων αυτών τίθενται τα ακόλουθα ζητήματα.
Το πρώτο ζήτημα είναι εάν παύει υφ’ όρον η ποινική δίωξη κατ’ άρθρο 63 ν. 4689/2020, όταν το αδίκημα αυτό τελέσθηκε μέχρι 30.4.2020, δεδομένου ότι σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου αυτού, παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των πλημμελημάτων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και 30.4.2020, κατά των οποίων ο νόμος, ως κύρια ποινή, απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας ή σωρευτικά κάποιες από τις παραπάνω ποινές. Το ζήτημα αυτό δεν είναι θεωρητικό, διότι υπάρχουν ακόμη τέτοιες υποθέσεις που εκκρεμούν προς εκδίκαση σε αμφοτέρους τους βαθμούς της ποινικής δικαιοσύνης, δηλαδή ενώπιον τόσο του Μονομελούς όσο και του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Εφ’ όσον, λοιπόν, η καθυστερημένη καταβολή αποδοχών στους εργαζομένους από 4.12.2022 τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών και χρηματική ποινή, η δε διάταξη αυτή είναι ευμενέστερη της προϊσχύσασας, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι όταν το ποινικό αδίκημα τελέσθηκε μέχρι 30.4.2020, παραγράφεται ο αξιόποινος χαρακτήρας του και παύει η δίωξή του, κατά τα οριζόμενα στον ανωτέρω νόμο.
Η άποψη αυτή ελέγχεται ως προς την ορθότητά της, διότι το π.δ. 80/2022 αποτελεί κωδικοποίηση της ισχύουσας εργατικής νομοθεσίας. Αυτό προκύπτει από το ίδιο το κείμενο του π.δ., στο προοίμιο του οποίου γίνεται μνεία στην ανάγκη κωδικοποίησης της νομοθεσίας του ατομικού εργατικού δικαίου, προκειμένου να διαμορφωθεί ένας κώδικας που θα αποτελέσει σημείο αναφοράς τόσο για την ερμηνεία και εφαρμογή του εν λόγω δικαίου όσο και για την τροποποίηση της νομοθεσίας στο μέλλον. Στον πίνακα που συνοδεύει το π.δ., στον οποίο περιέχονται οι κωδικοποιούμενες και οι κωδικοποιητικές διατάξεις, ως κωδικοποιούμενη διάταξη αναγράφεται το άρθρο μόνο Α.Ν. 690/1945 και ως κωδικοποιητική διάταξη το άρθρο 149 του π.δ. Επομένως, όχι μόνο από ουσιαστική αλλά και από νομοτεχνική άποψη, με το π.δ. 80/2022 δεν θεσπίσθηκε νέο ποινικό αδίκημα και δεν εισήχθη νέα κύρωση αλλά κωδικοποιήθηκαν τα ήδη ισχύοντα. Αυτό το ποινικό αδίκημα του άρθρου μόνου Α.Ν. 690/1945 εξαιρούνταν ρητά από την παραγραφή του αξιόποινου χαρακτήρα του και την παύση της δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο 63 παρ.5δ ν. 4689/2020. Η κωδικοποίησή του με το άρθρο 149 του προαναφερθέντος π.δ. δεν συνιστά λόγο παραμερισμού της μόλις προαναφερθείσας εξαίρεσης αλλά αντίθετα αποτελεί επιχείρημα επιβεβαίωσης της ισχύος της. Με άλλη διατύπωση, η καθυστέρηση της καταβολής των αποδοχών των εργαζομένων εξαιρούνταν και συνεχίζεται να εξαιρείται από την κατ’ άρθρο 63 παρ.1 ν.4689/2020 παραγραφή του αξιοποίνου και της παύσης της ποινικής δίωξης, ανεξαρτήτως της μεταβολής λόγω κωδικοποίησης του νομοθετήματος και του άρθρου που την τυποποιεί ως ποινικό αδίκημα. Η αντίθετη άποψη αγνοεί ότι με το άρθρο 149 π.δ. 80/2022 δεν θεσπίσθηκε το πρώτον ένα νέο αδίκημα στην έννομη τάξη αλλά κωδικοποιήθηκε το προϋπάρχον ποινικό αδίκημα και γι’ αυτό προσκρούει στη νομοθετική βούληση, η οποία εκφράσθηκε ρητά με το άρθρο 63 παρ.5δ ν.4689/2020 επί του ήδη υπάρχοντος ποινικού αδικήματος.
Ως πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της θέσης αυτής θα μπορούσε να αναφερθεί ότι εδώ και αρκετά χρόνια ψηφίζονται επανειλημμένως νόμοι για την υφ’ όρον παραγραφή ορισμένων ποινικών αδικημάτων αλλά πάντοτε ο νομοθέτης εξαιρούσε όσα αδικήματα, αν και ενέπιπταν στον κανόνα της εκάστοτε θεσπιζόμενης παραγραφής λόγω του απειλούμενου πλαισίου της ποινής, θεωρούσε ότι έπρεπε να συνεχίζουν να τιμωρούνται λόγω της μεγαλύτερης κοινωνικής απαξίας τους. Ένα από αυτά τα ποινικά αδικήματα ήταν πάντοτε η καθυστερημένη καταβολή των αποδοχών των εργαζομένων. Χαρακτηριστικά, το αδίκημα αυτό εξαιρούνταν πάντοτε από την κάθε λίγα χρόνια νομοθετούμενη υφ’ όρον παραγραφή των πλημμελημάτων. Η εξαίρεση του άρθρου αυτού από την υφ’ όρον παραγραφή ορίζεται στα άρθρα 31 παρ.5β ν.3346/2005, 4 παρ.4β ν.4043/2012, 8 παρ.3δ ν.4198/2013, όγδοο παρ.5ζ ν.4411/2016 και 63 παρ.5δ ν.4689/2020. Δηλαδή, η βούληση του νομοθέτη, το συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα να εξαιρείται πάντοτε από την υφ’ όρον παραγραφή των πλημμελημάτων, που κατά καιρούς επανέρχεται στην ποινική νομοθεσία, εκδηλώθηκε επανειλημμένως με τον ίδιο τρόπο, ώστε να είναι διαρκής, σαφής και αναμφισβήτητη. Φρονούμε ότι δεν υπάρχει κανένα ερμηνευτικό επιχείρημα υπέρ του αντιθέτου, δηλαδή της κάμψης αυτής της νομοθετικής βούλησης με την επιχειρηθείσα κωδικοποίηση του ατομικού εργατικού δικαίου, στην οποία δεν περιέχεται διάταξη, η οποία καταργεί την κατ’ άρθρο 63 παρ.5δ ν.4689/2020 θεσπιζόμενη εξαίρεση από την υφ’ όρον παραγραφή. Η εξαίρεση αυτή καταλαμβάνει κάθε νομοθετική διάταξη, η οποία μπορεί να ισχύει κατά καιρούς και απειλεί με ποινή, η οποία είναι τόσο χαμηλή, ώστε κατά κανόνα θα οδηγούσε στην υφ’ όρον παραγραφή του αξιόποινου χαρακτήρα (άρθρο μόνο Α.Ν. 690/1945, άρθρο 149 π.δ.80/2022 ή όποια άλλη ισχύει στο μέλλον).
Μετά ταύτα, ο αξιόποινος χαρακτήρας του ποινικού αδικήματος της καθυστερημένης καταβολής αποδοχών δεν παραγράφεται υφ’ όρον και δεν παύει η ποινική δίωξη του κατηγορουμένου, ακόμη και όταν τελέσθηκε μέχρι 30.4.2020. Σημειωτέον ότι αυτό το ποινικό αδίκημα δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 64 παρ.1 ν. 4689/2020, σύμφωνα με το οποίο κύριες ποινές α) φυλάκισης διάρκειας μέχρι έξι μηνών ή β) χρηματικές ποινές ή γ) ποινές παροχής κοινωφελούς εργασίας, που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, εκδοθείσες μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού, αν δεν κατέστησαν αμετάκλητες και οι ποινές δεν εκτίθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του νόμου, παραγράφονται και δεν εκτελούνται υπό τον οριζόμενο στο άρθρο αυτό όρο. Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί ότι τέτοια εξαίρεση δεν νοείται, αφού κατ’ άρθρο 28 παρ.1 ν.3996/2011 η απειλούμενη ποινή φυλάκισης είναι τουλάχιστον έξι μηνών και επομένως εκ των πραγμάτων δεν εμπίπτει στο πεδίο ρύθμισης του άρθρου 64 παρ.1 ν.4689/2020. Παρά ταύτα, μπορεί να έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης μικρότερη των έξι μηνών μετά από την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης. Στην περίπτωση αυτή, μη θεσπιζομένης εξαίρεσης, θα εφαρμοσθεί το άρθρο 64 παρ.1 ν.4689/2020, δηλαδή η μικρότερη των έξι μηνών φυλάκισης ποινή, που τυχόν επιβλήθηκε για το ποινικό αδίκημα της καθυστερημένης καταβολής των αποδοχών, αν δεν έχει εκτιθεί ακόμη, θα παραγραφεί και δεν θα εκτελεστεί.
Το δεύτερο ζήτημα είναι, αν για τα ποινικά αδικήματα που τελέσθηκαν μετά την 30.4.2020 πρέπει να επιβληθεί ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών (άρθρο 28 παρ.1 ν.3996/2011) ή ποινή φυλάκισης μέχρι έξι μηνών (άρθρο 149 π.δ.80/2022). Η ανωτέρω θέση, ότι δηλαδή η καθυστερημένη καταβολή αποδοχών δεν παραγράφεται υφ’ όρον και δεν παύει η ποινική δίωξη, έστω και αν τελέσθηκε μέχρι 30.4.2020, στηρίζεται στο ότι το άρθρο 149 π.δ. 80/2022 αποτελεί κωδικοποίηση του άρθρου μόνου Α.Ν. 690/1945, το οποίο ρητά εξαιρείται κατ’ άρθρο 63 παρ. 5δ ν.4689/2020 από την υφ’ όρον παραγραφή του αξιόποινου χαρακτήρα του ποινικού αδικήματος και τη συνακόλουθη παύση της ποινικής δίωξης. Επομένως, μπορεί να εκληφθεί ότι, έστω και αν δεν εκφράζεται ρητά, η άποψη αυτή στηρίζεται στην παραδοχή ότι το άρθρο 149 π.δ. 80/2022 ισχύει ως νέο κωδικοποιημένο δίκαιο, δηλαδή υπερισχύει ως διάταξη νεότερου νόμου του άρθρο 28 παρ.1 ν.3996/2011 πλην όμως λόγω της υπάρχουσας εξαίρεσης του άρθρου 5δ ν.4689/2020 δεν οδηγεί σε υφ’ όρον παραγραφή του αξιοποίνου και παύση της ποινικής δίωξης. Η συνεπής προέκταση της σκέψης αυτής είναι ότι όταν το ποινικό αδίκημα τελέσθηκε μετά την 30.4.2020 θα πρέπει να ισχύει ο νεότερος ευμενέστερος νόμος, δηλαδή το άρθρο 149 π.δ. 80/2022, αφού αυτό περιέχει την ηπιότερη κύρωση, δηλαδή να επιβάλλεται ποινή φυλάκισης μέχρι έξι μηνών. Η θεώρηση, όμως, αυτή δεν είναι ορθή λόγω του χαρακτήρα της κωδικοποίησης που έλαβε χώρα με το π.δ. 80/2022.
Ειδικότερα: Όταν διάσπαρτες διατάξεις κωδικοποιούνται σε ενιαίο νομοθετικό κείμενο, είναι αυτονόητο ότι ο νομοθέτης δεν υποχρεούται απλώς και μόνο να καταγράψει όλες τις υπάρχουσες διατάξεις και να τις συγκεντρώσει στο νέο νομοθέτημα αλλά δύναται να καταργήσει ορισμένες ή και να τις αντικαταστήσει με νέες, διαφορετικού περιεχομένου. Δηλαδή, στην κωδικοποίηση γίνεται εκκαθάριση των υπαρχουσών διατάξεων που ανήκουν σε πολλά διαφορετικά νομοθετήματα και καταρτίζεται ένα νέο νομοθέτημα, το οποίο περιέχει μόνο ισχύουσες διατάξεις είτε αποδίδουν το προ της κωδικοποίησης δίκαιο είτε εισάγουν νέο δίκαιο, σε ένα δε από τα τελευταία άρθρα του πρέπει να ορίζεται ποια από τα παλαιότερα νομοθετήματα ή διατάξεις αυτών καταργούνται. Υπ’ αυτή την έννοια εμφανίζεται προβληματικό το ότι στην κωδικοποίηση του ατομικού εργατικού δικαίου με το π.δ. 80/2022 περιέχεται μία ποινική κύρωση (ποινή φυλάκισης μέχρι έξι μηνών κατ’ άρθρο μόνο Α.Ν. 690/1945), η οποία δεν ίσχυε κατά τον χρόνο της κωδικοποίησης, αφού είχε καταργηθεί ήδη προ έντεκα ετών και ειδικότερα είχε αντικατασταθεί από νεότερη αυστηρότερη ποινική κύρωση (ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών κατ’ άρθρο 28 παρ.1 ν.3996/2011). Παρά ταύτα είναι γεγονός ότι στο κείμενο του κωδικοποιημένου ατομικού εργατικού δικαίου, δηλαδή στο π.δ.80/2022 περιλαμβάνεται η ως άνω καταργηθείσα ποινική κύρωση ενώ δεν περιλαμβάνεται μνεία στο ποινικό αδίκημα του άρθρου 28 παρ.1 ν.3996/2011 ούτε στην ποινική κύρωσή του, η οποία ήταν η ισχύουσα κατά τον χρόνο της κωδικοποίησης. Δηλαδή, ο κωδικοποιητικός νομοθέτης αγνόησε την ισχύουσα κατά τον χρόνο της κωδικοποίησης ποινική κύρωση και κατέγραψε-κωδικοποίησε την παλαιότερη και ήδη προ πολλού καταργηθείσα.
Από αυτή τη διαπίστωση προκύπτει το ερώτημα εάν βούληση του νομοθέτη ήταν να επαναφέρει δια της κωδικοποίησης την ηπιότερη ποινή φυλάκισης μέχρι έξι μηνών, η οποία ίσχυε μέχρι 4.8.2011 (η ισχύς του ν.3996/2011 άρχισε την 5.8.2011, σύμφωνα με άρθρο 91 αυτού) ή μήπως πρόκειται για νομοθετική αβλεψία, οπότε με διορθωτική ερμηνεία ο εφαρμοστής του δικαίου οφείλει να συνεχίσει να επιβάλλει την αυστηρότερη ποινή φυλάκισης του άρθρου 28 παρ.1 ν.3996/2011. Την απάντηση δίνει η παρ.2 του προοιμίου του π.δ. 80/2022, σύμφωνα με την οποία ορίζονται ως στόχοι της κωδικοποίησης αφ’ ενός η διευκόλυνση της εφαρμογής του εργατικού δικαίου και αφ’ ετέρου η διευκόλυνση της τροποποίησής του στο μέλλον. Από το περιεχόμενο του προοιμίου προκύπτει ρητά ότι ο κωδικοποιητικός νομοθέτης δεν είχε την πρόθεση να επιφέρει δια της κωδικοποίησης τροποποιήσεις στο ατομικό εργατικό δίκαιο -αν και γενικά οι τροποποιήσεις δεν είναι ασύμβατες με τη διαδικασία της κωδικοποίησης- αλλά απλώς να καταγράψει τις ισχύουσες διατάξεις και το περιεχόμενό τους. Δηλαδή, ο διακηρυγμένος νομοθετικός σκοπός ήταν η διευκόλυνση εφαρμογής του υφισταμένου δικαίου και όχι η τροποποίησή του, η οποία ρητά αφέθηκε για το μέλλον. Επομένως, παρά το ότι μάλλον αποτελεί σφάλμα η παράλειψη του άρθρου 28 ν.3996/2011 από την κωδικοποίηση, από το ίδιο το κείμενο του π.δ.80/2022 προκύπτει ότι ο νομοθέτης δεν αποσκοπούσε στην τροποποίηση της ποινικής κύρωσης του ποινικού αδικήματος της καθυστέρησης καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών, δηλαδή στην κατάργηση της αυστηρότερης ποινής φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών, που ορίζεται στο άρθρο 28 παρ.1 ν.3996/2011. Συνεπώς, δεν πρόκειται ούτε για επαναφορά της ηπιότερης ποινικής κύρωσης του άρθρου μόνου Α.Ν. 690/1945 ούτε για νομοθετική αβλεψία αλλά για συνειδητή νομοθετική επιλογή. Με την επιλογή αυτή παραμένει εκτός κωδικοποίησης και δεν επηρεάζεται η ποινική κύρωση που ορίζεται στο άρθρο 28 παρ.1 ν.3996/2011. Μπορεί να χωρεί συζήτηση για το εάν η παράλειψη του άρθρου 28 ν.3996/2011 από την κωδικοποίηση του ατομικού εργατικού δικαίου ήταν επιλογή ή αβλεψία του νομοθέτη, πάντως δεν χωρεί αμφιβολία ότι η βούληση του νομοθέτη δεν περιλάμβανε την τροποποίηση του ισχύοντος δικαίου, κωδικοποιηθέντος και μη.
Πέραν των ανωτέρω, ακόμη δηλαδή, και αν δεν προέκυπτε με σαφήνεια από το κείμενο του π.δ. 80/2022 η πρόθεση του νομοθέτη να μην τροποποιήσει την εργατική νομοθεσία, θα ετίθετο το ζήτημα της σχέσης των δύο διατάξεων (άρθρα 28 παρ.1 ν.3996/2011 και 149 π.δ. 80/2022) με βάση την τυπική ιεράρχηση των κανόνων δικαίου. Ειδικότερα, ο τυπικός νόμος, δηλαδή ο ψηφιζόμενος από τη Βουλή, είναι ανώτερης τυπικής ισχύος από το π.δ. και γι’ αυτό οι διατάξεις του ν. 3996/2011 υπερισχύουν των διατάξεων του μεταγενέστερου αλλά χαμηλότερης τυπικής ισχύος π.δ. 80/2022. Υπό τη θεώρηση αυτή, το άρθρο 28 παρ.1 ν.3996/2011 ούτε καταργήθηκε ρητά με τη θέση σε ισχύ αυτού του π.δ. ούτε θα μπορούσε να θεωρηθεί σιωπηρά καταργηθέν, ακριβώς λόγω της ανώτερης τυπικής ισχύος του σε σχέση με το άρθρο 149 του π.δ. 80/2022. Δηλαδή, ακόμη και αν δεν είχε εκφρασθεί με σαφήνεια ο νομοθέτης στο προοίμιο του π.δ., το άρθρο 28 παρ.1 ν.3996/2011 θα παρέμενε ανεπηρέαστο από την κωδικοποίηση που συντελέσθηκε με το π.δ. 80/2022, δηλαδή θα συνέχιζε να ισχύει λόγω της ανώτερης τυπικής ισχύος του.
Υπό τις ανωτέρω σκέψεις καταλήγουμε στο ότι, ανεξαρτήτως του περιεχομένου του άρθρου 149 π.δ. 80/2022 ως προς την ποινική κύρωση της καθυστερημένης καταβολής αποδοχών στους εργαζομένους, η ποινική κύρωση που ορίζεται κατ’ άρθρο 28 παρ.1 ν.3996/2011 παραμένει ανεπηρέαστη από την κωδικοποίηση και συνεχίζει να ισχύει παράλληλα και μάλιστα να υπερισχύει της νεότερης διάταξης του άρθρου 149 π.δ. 80/2022. Συνεπώς, τόσο για τα ποινικά αδικήματα που τελέσθηκαν προ της 30.4.2020 όσο και γι’ αυτά που τελέσθηκαν αργότερα, ακόμη και μετά την 4.12.2022, απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών, κατ’ άρθρο 28 παρ.1 ν.3996/2011 και όχι ποινή φυλάκισης μέχρι έξι μηνών, κατ’ άρθρο 149 π.δ.80/2022.
Με βάση τα παραπάνω μάλλον είναι προφανές ότι η παραβίαση των διατάξεων της νομοθεσίας σχετικά με την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, συνεχίζει να αποτελεί ποινικό αδίκημα, τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές παρά το ότι αυτή η συμπεριφορά δεν συμπεριλαμβάνεται ως αξιόποινη στο άρθρο 149 π.δ.149/2022, το οποίο και στο σημείο αυτό αποδίδει το περιεχόμενο του άρθρου μόνου Α.Ν. 690/1945, δηλαδή και ως προς τούτο το άρθρο 28 παρ.1 ν.3996/2011 παρέμεινε ανεπηρέαστο από την κωδικοποίηση του ατομικού εργατικού δικαίου, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω.
Ως κατακλείδα, ας σημειωθεί, ίσως εκ του περισσού, ότι όλες οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν μεταβάλλονται εκ του ότι στα κατηγορητήρια και συγκεκριμένα στις νομοθετικές διατάξεις, δυνάμει των οποίων παραπέμπεται ο κατηγορούμενος, αναφέρεται το άρθρο 28 παρ.1 ν.3996/2011, αφού, όπως προαναφέρθηκε, στο ποινικό αδίκημα της καθυστερημένης καταβολής των αποδοχών εφαρμόζονται συνδυαστικά το άρθρο μόνο Α.Ν. 690/1945 και το άρθρο 28 παρ.1 ν.3996/2011. Στο εξής ο συνδυασμός των νομοθετικών διατάξεων θα πρέπει να περιλαμβάνει για την πληρότητα του κατηγορητηρίου, πέραν του άρθρου μόνου Α.Ν. 690/1945 ή μάλλον ορθότερα στη θέση αυτού, και το άρθρο 149 π.δ. 80/2022.
*Γεώργιος Πλαγάκος, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Πηγή: dikastis.blogspot.com
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Δημήτρης Παξινός: Τίρανα – Τουρκία, αγκαλιά στις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων Παντελής Μποροδήμος: Η παγίδα της δικαστικής αυτοενοχοποίησης Ανδρέας Καλλιγάς: 10 νέες ηλεκτρονικές υπηρεσίες στην ΑΑΔΕ Νικόλαος Βασιλειάδης: Ορισμένες σκέψεις με αφορμή την απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Σαββαΐδου Μαγδαληνή Ρούμπου: Μάιος, 1 μήνας για την ορατότητα και τη συμπερίληψη, 4 συμβολικές ημέρες και μετά τι;Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr