Γεώργιος Πλαγάκος: Ποινικά τμήματα στα μεγάλα δικαστήρια – Μια επιλογή που αξίζει να επανεξετασθεί
Μέρος της κακοδαιμονίας σε σχέση με τις ποινικές δίκες είναι ότι πρόκειται για παράλληλο καθήκον σε σχέση με την απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης, η οποία θεωρείται και είναι πολύ πιο κοπιώδης και χρονοβόρα ως προς τη σύνταξη των δικαστικών αποφάσεων.
Έχουν γραφεί πολλά για τον βραδύ ρυθμό εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων και κατά καιρούς έχουν εφαρμοσθεί και έχουν προταθεί διάφορες επιλογές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, οι οποίες κυμαίνονται από τη θέσπιση της υφ’ όρον παραγραφής ορισμένων αδικημάτων με κριτήριο το ύψος της απειλούμενης ή της επιβληθείσας ποινής μέχρι την πρόταση επιμήκυνσης του ωραρίου συνεδρίασης των ποινικών δικαστηρίων. Η μάλλον συνηθέστερη προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος εκδηλώνεται με τις επανειλημμένες τροποποιήσεις του άρθρου 349 ΚΠΔ σε σχέση με την αναβολή και τη διακοπή της δίκης, χωρίς όμως το επιθυμητό αποτέλεσμα
Αποτελεί εμπειρική διαπίστωση ότι οι ποινικές δίκες είναι πολλές τον αριθμό, περισσότερες από όσες μπορεί να διαχειρισθεί η δικαιοσύνη. Η ευχέρεια ανοίγματος μίας ποινικής δίκης (δικομανία, εργαλειοποίηση της ποινικής δικαιοσύνης από τους διαδίκους ή άλλα πρόσωπα, νομοθετική ποινικοποίηση πολλών συμπεριφορών), η αδυναμία ή η απροθυμία έγκαιρης διακοπής της προόδου της διαδικασίας (εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας με άκαμπτο τρόπο, ώστε πάρα πολλές υποθέσεις να οδηγούνται στο ακροατήριο), ο τρόπος διεξαγωγής της ποινικής δίκης σε συνδυασμό με την κρατούσα αντίληψη για τα δικαιώματα των διαδίκων (εξέταση πληθώρας μαρτύρων και υποβολή ερωτήσεων επί μακρό χρόνο για ζητήματα, τα οποία συχνά δεν προσφέρουν τίποτε στη διερεύνηση της υπόθεσης παρά μόνον ικανοποιούν τους διαδίκους ότι έτσι ασκούν τα δικαιώματά τους) οδηγούν στη διεξαγωγή πληθώρας ποινικών δικών, οι οποίες εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να διεξαχθούν εγκαίρως. Γι’ αυτό αναβάλλονται πολλάκις ή διακόπτονται και μάλιστα συχνά για περισσότερες από μία συνεδριάσεις, χωρίς αυτό να είναι πραγματικά αναγκαίο, με ταλαιπωρία όλων των παραγόντων της δίκης, η οποία ενίοτε μετουσιώνεται σε ένταση στο ακροατήριο, που με τη σειρά της οδηγεί μερικές φορές σε νέα διακοπή της δίκης. Ακόμη και αν δεν υπήρχε, αν δηλαδή καταργούνταν, η δυνατότητα της αναβολής, ενίοτε θα απαιτούνταν μερικές ημέρες για την εκδίκαση όλων των υποθέσεων του πινακίου. Εάν για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος υπήρχε ρεαλιστική και ταχέως εφαρμόσιμη λύση, μάλλον θα είχε εντοπισθεί και θα είχε εφαρμοσθεί.
Μία επιλογή, η οποία αξίζει να τύχει της προσοχής της φυσικής και πολιτικής ηγεσίας της δικαιοσύνης είναι η δημιουργία ποινικών τμημάτων στα μεγάλα δικαστήρια της χώρας αμφοτέρων των βαθμών. Εκ προοιμίου οφείλω να διευκρινίσω ότι κατά την άποψή μου η επιλογή αυτή δεν θα αντιμετωπίσει ριζικά το πρόβλημα της βραδείας απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, αλλά θα συμβάλει στην πιο οργανωμένη και συστηματική διαχείρισή του και επομένως στη μείωση του μεγέθους του μεσοπρόθεσμα, δηλαδή σε βάθος τουλάχιστον άνω του ενός δικαστικού έτους. Επίσης, εάν η επιλογή αυτή μακροημερεύσει, ίσως θέσει τις βάσεις για την ικανοποιητική αντιμετώπισή του μακροπρόθεσμα.
Μέρος της κακοδαιμονίας σε σχέση με τις ποινικές δίκες είναι ότι πρόκειται για παράλληλο καθήκον σε σχέση με την απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης, η οποία θεωρείται και είναι πολύ πιο κοπιώδης και χρονοβόρα ως προς τη σύνταξη των δικαστικών αποφάσεων. Επιμέρους έκφραση αυτής της κατάστασης είναι και η αδυναμία εύρεσης κοινής ημερομηνίας για τη διακοπή των ποινικών δικών, αφού οι δικαστές και οι εισαγγελείς έχουν και άλλες υπηρεσίες. Οι δικαστές, ιδίως του πρώτου βαθμού, έχουν κυρίως υπηρεσίες σχετιζόμενες με την απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης (δικάσιμοι των τμημάτων, στα οποία είναι εντεταγμένοι, δικάσιμοι ασφαλιστικών μέτρων, πρόεδροι υπηρεσίας) και πολύ φόρτο εργασίας κατ’ οίκον με συνέπεια την αδυναμία ευχερούς εύρεσης νέας δικασίμου για τη διακοπή της ποινικής δίκης.
Μπορεί κανείς να διατυπώσει ορισμένες αντιρρήσεις στα παραπάνω αλλά παραμένει βάσιμος ο πυρήνας της σκέψης: Τα δυσχερή έργα προϋποθέτουν αφοσίωση, ήτοι αφιέρωση χρόνου και δυνάμεων και δεν επιτυγχάνονται, όταν το διαθέσιμο προσωπικό αναγκάζεται να κατακερματίζει τις δυνάμεις του σε διάφορες κατευθύνσεις. Η επίτευξη των υψηλών στόχων προϋποθέτει συστηματική, μακροχρόνια και όσο το δυνατόν απερίσπαστη εργασία από εξειδικευμένο και αφοσιωμένο προσωπικό. Αυτή η θεμελιώδης παραδοχή ήδη από τον δέκατο ένατο αιώνα άνοιξε τον δρόμο για τον καταμερισμό-εξειδίκευση της εργασίας σχεδόν σε κάθε τομέα και οδήγησε στην πρόοδο, αρχικά μεν τα δυτικά κράτη και αργότερα, όπου και όταν εφαρμόσθηκε σε ευρεία κλίμακα, όλα τα κράτη, τα οποία σήμερα θεωρούνται ανεπτυγμένα. Πρόκειται για την αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού σε συγκεκριμένα πεδία, στα οποία αναμένεται να αποδώσει λόγω της οριοθέτησης των επαγγελματικών καθηκόντων και της συνακόλουθης εξοικείωσης με αυτά. Το αντίθετο είναι ο κατακερματισμός των δυνάμεων, που οδηγεί μακροπρόθεσμα στην καταπόνηση χωρίς όμως να επιτυγχάνονται τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Η ταχεία εκδίκαση χιλιάδων ποινικών υποθέσεων ετησίως είναι ένα δυσχερές έργο, ιδίως υπό τις σημερινές συνθήκες (σώρευση πολλών εκκρεμοτήτων, εμφάνιση ολοένα και περισσότερων δυσχερών και πολυπρόσωπων υποθέσεων, αυξανόμενη πολυπλοκότητα-πολυνομία της ποινικής νομοθεσίας, διεξαγωγή των δικών με όρους που πληρούν τις προϋποθέσεις της δίκαιης δίκης, όπως αυτές νοούνται στην εποχή μας). Προϋποθέτει τη μακροχρόνια και συστηματική εργασία ικανού αριθμού δικαστών, οι οποίοι για την επίτευξη του στόχου πρέπει να είναι διαθέσιμοι, δηλαδή να δικάζουν, αρκετές ημέρες κάθε εβδομάδα και όχι ορισμένες ημέρες κάθε μήνα (Επιτρέψτε μου τη χρήση της πασίγνωστης ποιητικής φράσης για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή). Αυτό δεν είναι εφικτό, όταν οι δικαστές είναι ταυτόχρονα και πολιτικοί και ποινικοί δικαστές. Εκ των πραγμάτων τα καθήκοντα της πολιτικής δικαιοσύνης (αριθμός δικογραφιών, παραδεκτός τρόπος σύνταξης και απαιτούμενη έκταση των αποφάσεων, νομική πολυπλοκότητα πολλών υποθέσεων, διαρκώς μεταβαλλόμενη νομοθεσία) απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου και της ενέργειας των δικαστών. Αυτή η διάσπαση των δυνάμεων αποβαίνει διαχρονικά εις βάρος της ποινικής δικαιοσύνης. Πρόκειται για μια πραγματικότητα, την οποία δεν μπορούμε να παραβλέπουμε. Ίσως (και) επειδή την παραβλέπαμε διαρκώς, φθάσαμε στη σημερινή κατάσταση. Τουλάχιστον αυτό, πιστεύω, ότι υπαγορεύει η ειλικρινής θεώρηση των πραγμάτων.
Σταδιακά, η ποινική δικαιοσύνη κατέστη και αυτή πιο απαιτητική, αφού οι υποθέσεις είναι συνήθως νομικά πιο πολύπλοκες από ότι στο παρελθόν, σε μεγάλο βαθμό λόγω των συχνών τροποποιήσεων της νομοθεσίας. Έτσι, καθίσταται ευκρινέστερη η ανάγκη για ακόμη μεγαλύτερη αφοσίωση των δικαστών στα καθήκοντα της ποινικής δικαιοσύνης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τη δημιουργία αμιγώς ποινικών τμημάτων στα μεγάλα δικαστήρια της χώρας αμφοτέρων των βαθμών. Έτσι, θα υπάρχουν δικαστές, οι οποίοι για ορισμένα χρόνια θα εντάσσονται στα τμήματα αυτά και δεν θα ασχολούνται με την εκδίκαση των πολιτικών υποθέσεων, ασφαλιστικών μέτρων και αιτήσεων χορήγησης προσωρινών διαταγών παρά μόνο με την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων. Λόγω αυτού του καταμερισμού, η μελέτη και εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων θα καταστεί εκ των πραγμάτων ταχύτερη και η διακοπή των συνεδριάσεων ευχερέστερη, αφού οι δικαστές των ποινικών τμημάτων δεν θα είναι επιφορτισμένοι με άλλα, παράλληλα καθήκοντα αλλά ο χρόνος τους θα είναι διαθέσιμος μόνο για τα ποινικά ακροατήρια. Έτσι, θα δικάζονται πολύ περισσότερες ποινικές υποθέσεις από ότι σήμερα. Επίσης, οι δικαστές αυτοί θα μπορούν να εξοικειωθούν καλύτερα με τα νομικά ζητήματα του ποινικού δικαίου, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντοτε με την ένταξη των δικαστών σε κάποιο τμήμα. Το όφελος θα είναι όχι μόνο ποσοτικό αλλά και ποιοτικό, αφού οι εξειδικευμένοι δικαστές θα εκδίδουν καλύτερες ποιοτικά αποφάσεις. Τότε θα μπορεί να αντιμετωπισθεί υπό ευμενέστερους όρους η πληθώρα των ποινικών υποθέσεων και να υπάρξει προοπτική μείωσης της βραδύτητας στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.
Τα ποινικά τμήματα που προτείνεται να δημιουργηθούν στην καλύτερη περίπτωση θα πρέπει να περιλαμβάνουν όλους τους δικαστές της σύνθεσης -άλλωστε κάποιοι εξ αυτών θα δικάζουν ποινικές υποθέσεις και σε μονομελή δικαστήρια- και αν αυτό κριθεί αδύνατο λόγω του συνολικού αριθμού των δικαστών σε σχέση με τις ανάγκες των δικαστηρίων, εκ των πραγμάτων θα περιλαμβάνει μόνο τους προεδρεύοντες των πολυμελών συνθέσεων. Η ενδεχόμενη προβολή αντιρρήσεων από μέρος των ίδιων των δικαστών στη δημιουργία ποινικών τμημάτων για λόγους σχετιζόμενους με τις συνθήκες εργασίας δεν πρέπει να αποτελέσει εμπόδιο. Με άλλη διατύπωση, η δημιουργία και λειτουργία ποινικών τμημάτων δεν πρέπει να αποτελεί ευχέρεια αλλά νομοθετική υποχρέωση στα μεγάλα δικαστήρια της χώρας. Άλλωστε, στη διαδρομή των ετών σχεδόν όλοι, ή τουλάχιστον όσοι επιθυμούν, θα περάσουν από αυτά τα τμήματα, οπότε όλοι θα βιώσουν τις ευμενέστερες ή δυσμενέστερες συνθήκες εργασίας σε αυτά.
Ασφαλώς, η μεν διατύπωση προτάσεων είναι ευχερής η δε υλοποίησή τους δυσχερής, ιδίως όταν προϋποθέτει σημαντικές οργανωτικές μεταβολές και μάλιστα υπό συνθήκες περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων. Από την άλλη πλευρά, η μακροχρόνια αδυναμία αντιμετώπισης της βραδυπορίας στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης απαιτεί διαφορετικές λύσεις από αυτές που ήδη δοκιμάσθηκαν και απέτυχαν. Η αντίληψη ότι οι δικαστές είναι ‘’παντός καιρού’’, δηλαδή ότι με την επίταση των προσπαθειών τους κατορθώνουν να ανταπεξέρχονται ακόμη και στις πιο δυσχερείς περιστάσεις και να επιτυγχάνουν ακόμη και τους πιο απαιτητικούς στόχους, δεν είναι ορθολογική. Τούτο διότι καλούνται να ανταπεξέλθουν σε μεγάλο φόρτο εργασίας επί σοβαρών για τους διαδίκους ζητημάτων με διερευνητική διάθεση και επιστημονικό τρόπο, δηλαδή με αφιέρωση κόπου και χρόνου, και όχι με διεκπεραιωτική προσέγγιση. Η ανωτέρω αντίληψη, ότι δηλαδή οι δικαστές με επίταση των προσπαθειών τους μπορούν να επιτυγχάνουν ολοένα και περισσότερα, αξιοποιείται μεν για συμβολικούς λόγους (προτροπή για περαιτέρω εντατικοποίηση της εργασίας, τόνωση ηθικού) αλλά τελικά αποδείχθηκε μη ρεαλιστική. Αντ’ αυτής της αντίληψης ας προωθηθεί η ορθολογικότερη οργάνωση των δικαστικών υπηρεσιών με βάση την αρχή του καταμερισμού της εργασίας, η οποία απελευθερώνει από παράπλευρα καθήκοντα, επιτρέπει την αποδοτικότερη οργάνωση των διαθέσιμων δυνάμεων, οδηγεί σε ευχερέστερη επίτευξη των στόχων και γι’ αυτό διέπει σχεδόν όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες στις ανεπτυγμένες χώρες. Αυτό εκφράζεται εν προκειμένω με τη δημιουργία αμιγώς ποινικών τμημάτων στα μεγαλύτερα δικαστήρια της χώρας, αμφοτέρων των βαθμών. Έτσι, μπορεί να υπάρξει η προοπτική επίτευξης απτών αποτελεσμάτων σε βάθος ορισμένου χρόνου.
* Γεώργιος Πλαγάκος, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Πηγή: dikastis.blogspot.com
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Αργύρης Αργυριάδης: Μνημόνια – Η ιστορία θα επαναληφθεί Ανδρέας Αναγνωστάκης: 47 Χρόνια από τη Δίκη της Χούντας Γιώργος Κώτσηρας: Δομική προτεραιότητα η θωράκιση των θεσμών και του κράτους δικαίου Ευάγγελος Βενιζέλος: Υποκλοπή εθνικής σοβαρότητας;Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr