Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Γεσθημανή Π. Χατζηπαρασίδου: Το Αυτοδιοίκητο της Εισαγγελίας… σε «αυτοπεριορισμό»;

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Γεσθημανή Π. Χατζηπαρασίδου: Το Αυτοδιοίκητο της Εισαγγελίας… σε «αυτοπεριορισμό»;

Της Γεσθημανής Π. Χατζηπαρασίδου*

Με αφορμή και στα  πλαίσια του δημόσιου διαλόγου που ξεκίνησε αναφορικά με τον θεσμό του « αυτοδιοίκητου»  στον χώρο της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης  θα ήθελα να επιχειρήσω, με κατά το δυνατόν ευσύνοπτο τρόπο , να σας μεταφέρω τις σκέψεις και απόψεις μου για αυτό.

Μια επισκόπηση της ιστορικής διαδρομής και της σειράς των τροποποιήσεων που έχουν δεχτεί τα άρθρα 15 και 16 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων , Δικαστικών Λειτουργών ( εφεξής Κ.Ο.Δ.Δ Λ – Ν. 1756/1988) καταδεικνύει ότι  η εκάστοτε εκτελεστική εξουσία ανάλογα με την ιδεολογία και τις αντιλήψεις που τη διέκριναν αναφορικά με την ερμηνεία και την αποτελεσματικότερη πρακτική εφαρμογή της αρχής περί ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, νομοθετούσε σχετικά με την κατάργηση ή μη του αυτοδιοίκητου της ηγεσίας των πολιτικών – ποινικών Δικαστηρίων και Εισαγγελιών , κατά το μέτρο που οι Συνταγματικές επιταγές επέτρεπαν τη  ρύθμιση του από τον κοινό νομοθέτη.

Αξιολογώντας, εκ του αποτελέσματος, τις συνέπειες που επέφεραν στη λειτουργία των Δικαστηρίων και την απονομή της Δικαιοσύνης, οι κατά καιρούς αλλαγές στον τρόπο διεύθυνσης των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών,  μεγάλο μέρος των εκπροσώπων της νομικής επιστήμης έχει  ταχθεί υπέρ της μη επιλογής και του περαιτέρω ορισμού σε θέση ηγεσίας , λειτουργού επιλεχθέντος από τον επόμενο ή και τον ανώτερο βαθμό της ιεραρχίας της πολιτικής-ποινικής δικαιοσύνης ,σε σχέση με εκείνον στον οποίο καλείται να εκτελέσει  χρέη διευθύνοντος.

Οι λόγοι για τους οποίους κρίνεται ως ορθή, κατά τη γνώμη μου, η ανωτέρω θέση επικεντρώνονται σε δυο παραμέτρους, αναφορικά κυρίως με τη διεύθυνση των εισαγγελιών. Η πρώτη παράμετρος συνίσταται  στο ότι η επιλογή και ο διορισμός από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, με όσα κριτήρια αξιοκρατίας και αν έχει λάβει χώρα, ως διευθύνοντος την Εισαγγελία Πρωτοδικών ή την Εισαγγελία Εφετών, λειτουργού  από τον επόμενο ή τον  ανώτερο βαθμό της ιεραρχίας ήτοι εισαγγελέα ή αντεισαγγελέα Εφετών ή ( στη δεύτερη περίπτωση ) αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου,  θίγει κατάφωρα τη συνταγματική επιταγή ( αρθ. 87 του Συντ.) περί λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των «διοικούμενων» υπ’ αυτού εισαγγελικών λειτουργών. Γεγονός το οποίο γίνεται έτι περαιτέρω αντιληπτό δοθείσης της έλλειψης ανάλογης έκτασης , διάρθρωσης και εξειδίκευσης των αρμοδιοτήτων του θεσμού της Ολομέλειας των Εισαγγελιών σε σχέση με αυτή του οργάνου της Ολομέλειας των πολιτικών δικαστηρίων,  όπως  το τελευταίο προβλέπεται νομοθετικά και διατυπώνεται ρητά στο αρθ.  14 του  Κ.Ο.Δ.Δ Λ. Η διοίκηση δηλαδή των Εισαγγελιών ,ασκείται κατά κύριο λόγο  από τον διευθύνοντα αυτής , έχοντας αναθέσει ο κοινός νομοθέτης στην αρμοδιότητα της Ολομέλειας της Εισαγγελίας τις κάτωθι ρητές και περιορισμένες αρμοδιότητες, όπως χαρακτηριστικά ορίζονται στην παράγραφο 5 του αρθ. 14Α του Κ.Ο.Δ.Δ Λ.:  «Στην αρμοδιότητα της ολομέλειας υπάγονται: α) η κατάρτιση , συμπλήρωση, τροποποίηση αντικατάσταση ή κατάργηση διατάξεων του κανονισμού λειτουργίας της εισαγγελίας, β) η λήψη αποφάσεων για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος οργάνωσης και λειτουργίας της εισαγγελίας και απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και γ) η κατάρτιση των τμημάτων διακοπών».  Xωρίς ουσιαστικά να υφίστανται δικλείδες ασφαλείας που να προστατεύουν από τυχόν αστοχίες ή λάθος επιλογές του διευθύνοντος και να περιφρουρούν την προσωπική ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια των εισαγγελικών λειτουργών.

Η δεύτερη παράμετρος συνίσταται στο ότι η διεύθυνση της εισαγγελίας πρωτοδικών από εισαγγελικό λειτουργό , ανωτέρου βαθμού, του στερεί τη δυνατότητα να διαχειρίζεται  «ιδιοχείρως» την άσκηση της ποινικής δίωξης των εγκλημάτων ,καθώς αυτή εκ του νόμου, κατά κύριο ρόλο, έχει ανατεθεί στον εισαγγελέα πρωτοδικών ( βλ. αρθ. 27 του ΚΠΔ – Ν. 4620/2019) , δεδομένο που από τη μια  προβάλει ως αντιφατική επιλογή, ήτοι ο διευθύνων της εισαγγελίας που είναι καθ’ ύλιν αρμόδια για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων να μη δύναται ο ίδιος  να ασκήσει ποινική δίωξη στο όνομα και για λογαριασμό της Πολιτείας, από την άλλη αυτή η αδυναμία να ελλοχεύει κινδύνους επηρεασμού από μέρους του αναφορικά με την άσκηση ποινικής δίωξης από τους υπηρετούντες υπό τη διεύθυνσή του εισαγγελικούς  λειτουργούς.

Η έτερη θέση που έχει διαχρονικά εφαρμοστεί αναφορικά με τον τρόπο επιλογής του διευθύνοντος την Εισαγγελία, όπου αυτή προβλέπεται, είναι  της εκλογής του με μυστική ψηφοφορία από τις ολομέλειες των κατά περίπτωση εισαγγελιών ,με τους όρους και τη διαδικασία  που ορίζει το αρθ. 16 του  Κ.Ο.Δ.Δ Λ ( θεσμός του « αυτοδιοίκητου»). Επ’ αυτής αξίζει να επισημάνουμε τα εξής: Κατ’ αρχάς ο θεσμός του αυτοδιοίκητου  αποτελεί προϊόν συλλογικής απόφασης που εκπορεύεται μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες και ως εκ τούτου έχει εκ προοιμίου προβάδισμα. Ο κοινός νομοθέτης, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει μείζονα διαφάνεια και συμμορφούμενος στη ρητή εξουσιοδότηση της συνταγματικής επιταγής περί διάκρισης των εξουσιών και ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, ρύθμισε με τον παραπάνω τρόπο την επιλογή του διευθύνοντος την εισαγγελία (εκλογή με μυστική ψηφοφορία) θέλοντας να διευρύνει τη δημοκρατική νομιμοποίηση της εν γένει διαδικασίας επιλογής των ηγεσιών των πολιτικών–ποινικών δικαστηρίων και των εισαγγελιών.

Έτσι διατρέχοντας ιστορικά τον χρόνο εφαρμογής και κρίνοντας τα αποτελέσματα, αρχικά φαίνεται να επιτυγχάνεται ο σκοπός του νόμου με την καθιέρωση του θεσμού του αυτοδιοίκητου στην ηγεσία της πολιτικής δικαιοσύνης. Το θετικό αυτό αποτέλεσμα πιστώνεται ,κατά τη γνώμη μου , και στην θέσπιση ρητά θεσμοθετημένων οργάνων με συγκεκριμένες αρμοδιότητες που ασκούν έλεγχο και εποπτεία στο έργο του διευθύνοντος , τα μέλη των οποίων είναι επίσης εκλεγμένα ( βλ. τριμελές συμβούλιο διοίκησης ) , όπως επίσης στις αυξημένες αρμοδιότητες και εξουσίες της Ολομέλειας των πολιτικών δικαστηρίων αλλά και της ρητής πρόβλεψης περί προσφυγής των υπηρετούντων δικαστών κατά των πράξεων του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου .

Ωστόσο στον χώρο της Εισαγγελίας η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική.  Εν αντιθέσει με τη διάθρωση και εξειδίκευση των αρμοδιοτήτων της Ολομέλειας των δικαστών , το όργανο της Ολομέλειας των Εισαγγελιών, όπως προαναφέρθηκε και ανωτέρω ,στερείται ουσιαστικών και καίριων αρμοδιοτήτων που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης και  ανεξαρτησίας των υπηρετούντων εισαγγελέων και να συμβάλλει  έτι περαιτέρω στην επιτάχυνση της απόδοσης της Δικαιοσύνης εν γένει.

Εντοπίζοντας αυτές τις δυσχέρειες στην ομαλή και αποδοτική λειτουργία του θεσμού του «αυτοδιοίκητου», αναφορικά με τις εισαγγελίες , και επιδιώκοντας να καλύψουν τα νομοθετικά κενά, προσβλέποντας στη δίκαιη και αξιοκρατική διεύθυνση των εισαγγελιών , εγνωσμένου κύρους εισαγγελικοί λειτουργοί επιχείρησαν, κατά το παρελθόν, να αναβαθμίσουν την Ολομέλεια της Εισαγγελίας σε θεσμό « Διευθύνουσας Ολομέλειας» , προσδίνοντάς της μέσω της κατάρτισης του κανονισμού λειτουργίας, αρμοδιότητες που άπτονταν θεμάτων διεύθυνσης πέραν αυτών που de lege lata  με νομοθετική πρόβλεψη και ρητή διατύπωση της ανέθετε ο νόμος . Επιδίωξη τους ήταν προφανώς να ορίσουν εκ των προτέρων τις αρχές και συνθήκες ανεξαρτησίας και εργασίας των εισαγγελικών λειτουργών ,ασκώντας με αυτό τον τρόπο τον ελλείποντα νομοθετικά έλεγχο στην εξουσία του διευθύνοντος την Εισαγγελία. Η ανωτέρω θέση ωστόσο έτυχε σοβαρής και εμπεριστατωμένης κριτικής με επιχείρημα ότι  επιδιώκεται  contra legem ερμηνεία των αρμοδιοτήτων της Ολομέλειας και ότι οι τελευταίες είναι περιοριστικά αναφερόμενες στον νόμο, μη δυνάμενης της Ολομέλειας  των εισαγγελικών λειτουργών να υπερκεράσει τις εξουσίες του διευθύνοντος.( βλ. Σημείωμα Εισαγ. Πρωτ.Θεσ. 4716/1997, Υπεράσπιση 1998, σελ. 393).

Ωστόσο παρελθόντος του χρόνου ,με τη δικαστηριακή ύλη διαρκώς να αυξάνεται, με την πολυνομία να εκτείνεται δυσδιάκριτα, τις μεταβολές και τις   τροποποιήσεις της νομοθεσίας και νομολογίας να απαιτούν διαρκή επαγρύπνηση και γενικότερα τους ταχείς και άκρως αποδοτικούς ρυθμούς στους οποίους καλούμαστε να ανταποκριθούμε,  φρονώ ότι ο διευθύνων  των εν λόγω εισαγγελιών πολύ δύσκολα μπορεί να ανταποκριθεί στον θεσμικό του ρόλο ώστε να κατευθύνει ορθά σε νομικό επίπεδο το έργο των συναδέλφων, χωρίς να παρεμβαίνει εννοείται επί της ουσίας των υποθέσεων, να επιτηρεί και να προΐσταται των εργασιών των δικαστικών υπαλλήλων,  να επιλύει τα ανακύπτοντα προβλήματα, να συνεργάζεται αποτελεσματικά με «εξωεισαγγελικούς» παράγοντες (Δικαστές, Δικηγόρους, Δημοτικές Υπηρεσίες κλπ) , αξιοποιώντας ισοδύναμα και αξιοκρατικά τα μέλη της εισαγγελίας, χωρίς τη διακριτική μεν αλλά ουσιαστική επικουρία από αξιοκρατικά όργανα (π.χ. τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης, Ολομέλεια με αναβαθμισμένες αρμοδιότητες ) που θα θεσμοθετηθούν και θα λειτουργούν προς υποστήριξη του έργου του συνόλου των εισαγγελικών λειτουργών και θα ασκούν τον απαραίτητο έλεγχο στις ενέργειες του εκάστοτε διευθύνοντος.  Εξίσου δε σημαντική χαρακτηρίζεται η ύπαρξη διοικητικών ικανοτήτων στο πρόσωπο του διευθύνοντος, οι οποίες θα προκύπτουν από την αποκτηθείσα εμπειρία του σε ανάλογη θέση ,τη θεωρητική κατάρτιση αλλά και την άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση των ζητημάτων επί καθημερινής βάσεως.  Η παραμονή στην παρούσα κατάσταση προβάλλει σχεδόν ουτοπιστική  αν θέλουμε να αναβαθμίσουμε τον θεσμό του Εισαγγελέα και να μην οδηγηθούμε  σε κοντόφθαλμες και πελατειακού είδους τακτικές, εκχωρώντας αρμοδιότητες σε κάθε είδους « σχετικούς» και «έμπιστους». Μικρό δείγμα προς την κατεύθυνση  εμπέδωσης του αισθήματος της αξιοκρατίας θεωρώ τη μεταβολή που επήλθε, σε μια από τις πολλές τροποποιήσεις του άρθρου 16 του Κ.Ο.Δ.Δ Λ , με το άρθ. 6 του Ν. 2298/1995 όπου προβλέπονταν ότι : «….. στα τμήματα ή γραφεία των εισαγγελιών πρωτοδικών και εφετών που προβλέπονται από τους οικείους κανονισμούς, τοποθετούνται εισαγγελείς ή αντιεισαγγελείς πρωτοδικών και εφετών αντίστοιχα, ύστερα από έγγραφη αίτηση τους η οποία λαμβάνεται υπόψη υποχρεωτικά από τον διευθύνοντα , κατά τη σειρά αρχαιότητας των αιτούντων». Όπως επίσης ορθά έχει υποστηριχθεί ότι η θητεία των υπηρετούντων σε κάθε περίπτωση ως διευθυνόντων δεν πρέπει  να είναι μικρότερη της διετίας ούτε ανώτερη της τετραετίας.

Εν κατακλείδι οι ίδιοι οι εισαγγελικοί λειτουργοί, πρωτίστως, θα πρέπει να εγκύψουν με πλήρες αίσθημα της ανεξαρτησίας η οποία οφείλει να τους διακρίνει, με απόλυτη ελευθερία σκέψης και βούλησης και να εκφράσουν τις απόψεις και τις θέσεις τους  για τα υπηρεσιακά θέματα που τους αφορούν άμεσα και επηρεάζουν τις συνθήκες της επαγγελματικής και έμμεσα της προσωπικής τους ζωής. Οι οποιεσδήποτε απόπειρες χειραγώγησης τους θα πρέπει να παραμείνουν απρόσφορες. Στην προσπάθεια αυτή η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία καλούνται να σταθούν αρωγοί καθώς η περιφρούρηση της ανεξαρτησίας των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών συνεπάγεται αρτιότερο, ποιοτικά και ποσοτικά, επίπεδο απονομής Δικαιοσύνης για τους Πολίτες αυτού του Κράτους.

Εισαγγελέας Πρωτοδικών *

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ