Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

Γιάννης Α. Γλύκας-Χριστίνα Ι. Βαθειά: Απόφαση 2/2022 Ολομέλειας ΑΠ, αδικαιολόγητη νομική οπισθοχώρηση στην ερμηνεία του Σύννομου Βίου

"Η αναγνώριση του ελαφρυντικού του σύννομου βίου είναι κρίσιμη και καταλυτική για το ύψος της κάθε ποινής"

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Γιάννης Α. Γλύκας-Χριστίνα Ι. Βαθειά: Απόφαση 2/2022 Ολομέλειας ΑΠ, αδικαιολόγητη νομική οπισθοχώρηση στην ερμηνεία του Σύννομου Βίου dikastiko.gr

Τον Δεκέμβριο του 2020 δημοσιεύσαμε άρθρο μας σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 84 παρ. 1 εδ. α, ήτοι την ελαφρυντική περίσταση λόγω σύννομου βίου, με επίκληση σχετικής νομολογίας και καταγραφή συμπερασμάτων εκπορευόμενων από το γράμμα του νόμου και την Αιτιολογική Έκθεση. 

Προσφάτως με απόφασή του το ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου (ΑΠ 99/2021) έκανε δεκτή με οριακή πλειοψηφία 3-2 την αναίρεση που είχε ασκήσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κατά της απόφασης του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, με την οποία αναγνωρίσθηκε στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του «προτέρου σύννομου βίου». Λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης και της οριακής πλειοψηφίας, παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο αναιρετικός λόγος περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, αναφορικά με το μέρος της που αναγνώρισε στον κηρυχθέντα ένοχο για ανθρωποκτονία με πρόθεση κατηγορούμενο την από το άρθρο 84 παρ.2α του ισχύοντα ΠΚ ελαφρυντική περίσταση του ότι έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα . Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, η αιτιολογία της απόφασης επί της ενοχής του κατηγορουμένου πρέπει να συνέχεται με την αιτιολογία της απόφασης επί του αυτοτελούς ισχυρισμού του προτέρου σύννομου βίου. Το δε δικαστήριο υποχρεούται σε συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων. 

Χρήζει ειδικής μνείας ωστόσο η αντίθετη άποψη, που εκφράστηκε από δύο μέλη του ανώτατου δικαστηρίου. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η ελαφρυντική περίσταση του πρότερου σύννομου βίου δεν μετέχει στη δομή του εγκλήματος και δεν το προσδιορίζει, αλλά αποτελεί στοιχείο που βρίσκεται στο χώρο της ποινής. Η βαρύτητα της πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, δεν δύναται να ασκήσει επιρροή στην κρίση του δικαστηρίου αναφορικά με τη συνδρομή ή όχι του ελαφρυντικού αυτού. Ιδίως η γραμματική διατύπωση της σχετικής διάταξης επιβάλλει την αποσύνδεση της κρίσης για τη συνδρομή της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης από οιοδήποτε περιστατικό σχετιζόμενο με το τελεσθέν έγκλημα και την εδραίωσή της αποκλειστικά σε περιστάσεις προγενέστερες της πράξης. Η κρίση, δηλαδή, για τη συνδρομή των προϋποθέσεων που δύνανται να αποκλείσουν την αναγνώριση του ανωτέρω ελαφρυντικού, παρά την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου του κατηγορούμενου, μπορεί να θεμελιωθεί μόνο σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ενδεικτικά του μη σεβασμού από τον τελευταίο των εννόμων αγαθών και της μη συμμόρφωσής του με τις επιταγές του νόμου, τα οποία όμως ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο του χρόνου τέλεσης του εγκλήματος και στα οποία δεν εμπίπτουν ούτε η φύση ή το είδος, ούτε η βαρύτητα και ο τρόπος τέλεσης αυτού.

Εν προκειμένω, σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, η εξυβριστική και προκλητική συμπεριφορά του κατηγορούμενου προς την ομάδα των νεαρών ατόμων εντάσσεται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, στο ίδιο επεισόδιο που κατέληξε στο θανάσιμο τραυματισμό του θύματος, και όχι στην προηγούμενη από το συμβάν ζωή του κατηγορουμένου. Συνεπώς, δεν μπορεί να αξιολογηθεί αρνητικά στη διερεύνηση της κατάφασης ή μη της επίμαχης ελαφρυντικής περίστασης.

Συνεπεία των ανωτέρω και μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 2/2022 απόφασης της Ολομέλειας του ΑΠ για το επίδικο θέμα, κρίνεται αναγκαίο για εμάς σήμερα, μετά τις τελευταίες εξελίξεις στο πεδίο ερμηνείας του ανωτέρω νομικού όρου, να παρέμβουμε και με την δική μας θέση, διότι η αναγνώριση του ελαφρυντικού του σύννομου βίου είναι κρίσιμη και καταλυτική για το ύψος της κάθε ποινής, στο πλαίσιο των δικαστηρίων ουσίας, και για τα πλημμελήματα, αλλά και προεχόντως για τα κακουργηματικής φύσης αδικήματα. Ειδικότερα εκφράζουμε απερίσπαστα την επιστημονική αντίθεση μας στην ανωτέρω απόφαση, διαβλέποντας τον άμεσο κίνδυνο της επαναφοράς, επί της ουσίας του «έντιμου βίου», και ότι νομικά δεδομένα αποφέρει! Και αυτή είναι μια ήπια εκδοχή, διότι με την πιλοτική αυτή απόφαση σε έδαφος εντελώς εσφαλμένης και contra legume με το γράμμα του νόμου ερμηνείας, ελλοχεύει ο κίνδυνος τα δικαστήρια ουσίας να καταργήσουν τον Σύννομο βίο ως ελαφρυντική περίσταση, υπό την έννοια της υποκειμενικής αξιολόγησης των στοιχείων της ζωής του κατηγορούμενου.  Σε περίπτωση που επικρατήσει το σκεπτικό της επίδικης απόφασης θα εγκλωβιστούμε στον λαβύρινθο του μαχητού τεκμηρίου και θα εξαλειφθεί το σταθερό σημείο αναφοράς όπως είχε αναπτυχθεί στην Αιτιολογική Έκθεση και όπως αποτυπώνεται στην βούληση του νομοθέτη. 

Θεωρούμε δέον όπως τονιστεί ότι η έννοια του «σύννομου βίου» είναι σαφώς στενότερη του «έντιμου βίου» και συνεπώς η ισχύουσα διάταξη είναι ευμενέστερη (να παραμείνει ωστόσο και στην νομολογία, προσδοκούμε…)της αντίστοιχης του προϊσχύσαντος δικαίου, διότι ο αφενός «σύννομος βίος» αναφέρεται αμιγώς στην αξιολόγηση της σχέσης του κατηγορουμένου με την έννομη τάξη, ενώ ο έντιμος βίος περιλαμβάνει ως έννοια και αξιολογικά στοιχεία ηθικού τύπου σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής, με την νομολογία να απαιτούσε θετική επωφελή δράση για την κοινωνία, χωρίς να της αρκούσε η μέχρι τότε συνηθισμένη ανθρώπινη συμπεριφορά, επί παραδείγματι με την δημιουργία οικογένειας και άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό. Ως εκ τούτου για την διάγνωση του σύννομου βίου απαιτούνται αποκλειστικά εμπειρικά και  αντικειμενικά μετρήσιμα στοιχεία για την σχέση του κατηγορούμενου με τον νόμο, ενώ στην αξιολόγηση του έντιμου βίου μπορούν να εμφιλοχωρήσουν αόριστες και αξιολογικές έννοιες που ερμηνεύονται με υποκειμενικά κριτήρια και οδηγούν σε διαφοροποιημένες κρίσεις που ενδέχεται να διέπονται από αντιλήψεις και στερεότυπα ανάλογα με το κριτήριο κάθε κρίνοντος. Άλλωστε όπως εύστοχα αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση ΠΚ, «είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β΄) απαραβίαστη προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή», όντας αδιάφορο για την διάγνωση του σύννομου βίου αν ο κατηγορούμενος είναι άθεος, άνεργος, συχνάζει σε «κακόφημα μέρη» ή είναι θαμώνας του καζίνο, καθώς τα στοιχεία αυτά που ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε, δεν σηματοδοτούν παραβίαση επιτακτικού κανόνα δικαίου από μέρους του κατηγορουμένου. Συνεπώς αρκεί ο συνήθης βίος, εφόσον ο κατηγορούμενος επικαλείται τη συμμόρφωση του στις επιταγές της έννομης τάξης που προκύπτει από την απουσία έκνομης και συγκεκριμένα αξιόποινης συμπεριφοράς. Πιλοτική η  υπ’ αριθμ. 621/2020 απόφαση του ΑΠ. Αυτονόητα και δυνάμει των ανωτέρω η βαρύτητα ή οι συνθήκες τέλεσης της πράξης για την οποία δικάζεται ο κατηγορούμενος δεν αποτελούν στοιχεία που μπορούν να αξιολογηθούν από το Δικαστήριο για την κρίση του επί της ελαφρυντικής περίστασης του σύννομου βίου. (μπορείτε να δείτε αναλυτικά και σχετικά ανατρέχοντας στα Ποινικά Χρονικά, σελ. 155 επ, Σάμιο Θ., αλλά και στις κάτωθι αποφάσεις : ΑΠ 404/2000, ΑΠ 48/1999). Και αυτή η αδιαμφισβήτητη κρίση ενέχει ανεπίτρεπτα στοιχεία διπλής αξιολόγησης, ενώ περαιτέρω έρχεται σε σύγκρουση με την Αρχή της Ισότητας: ο Ποινικός Κώδικας στις διατάξεις των άρθρων 83 και 84 δεν εξαιρεί την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων από κανένα έγκλημα και ως εκ τούτου την αντίστοιχη μείωση της ποινής. 

Είχαμε μνημονεύσει ειδικά στο προηγούμενο σχετικό άρθρο μας την απόφαση φάρο για το θέμα, υπ’ αριθμ 1466/2019 του ΑΠ, αλλά και άλλες  συναφείς αποφάσεις  του Ακυρωτικού μας όπως οι υπ’ αριθμ. 1555/2019 ΑΠ.639/2020 ΑΠ, 527 ΑΠ, 319/2020 ΑΠ, 263/2020 ΑΠ, 905/2020 ΑΠ, 23/2020  ΑΠ, 21/2020 ΑΠ, 620/2020 ΑΠ, 1663/2020 ΑΠ. 

Σε καθεστώς περισυλλογής, προβληματισμού αλλά και έντονης ανησυχίας  ωστόσο παρακολουθούμε επιτακτικά την πρόσφατη επιστημονική και νομολογιακή κινήση, με την προσδοκία να αντιδράσει καταλυτικά η Επιστημονική Κοινότητα για την άμεση ανατροπή αυτής της οπισθοδρομικής απόφασης που θα αποτελέσει κηλίδα στο πεδίο των ελαφρυντικών περιστάσεων και θα καλλιεργήσει τριγμούς στην ασφάλεια απονομής του ποινικού δικαίου.  Είναι υποχρέωση όλων μας να μην επιτρέψουμε την επάνοδο σε υποκειμενικές κρίσεις, που στηλιτεύτηκαν από τον Νομοθέτη και μετεξέλιξε  τον έντιμο βίο σε σύννομο, ακριβώς για να αποφύγουμε τις σκοπέλους που αναλύθηκαν ανωτέρω. Η επανάκαμψη  στην παλαιότερη και αναχρονιστική ερμηνεία, δεν συνάδει με τον νομικό πολιτισμό μας!

Στο σημείο αυτό και κατ’ επίρρωση των ανωτέρω αναδημοσιεύσουμε την προηγούμενη αρθρογραφία μας με αναλυτικές αναφορές σε αποφάσεις του ΑΠ που αποτύπωσαν με ακρίβεια και ορθό προσανατολισμό την ερμηνεία του σύννομου βίου.  

«Υποδεχτήκαμε με ικανοποίηση τον Ιούλιο του 2019 την τροποποίηση μεταξύ πολλών άλλων άρθρων και του 84 παρ. 2 ΠΚ και ειδικότερα όσον αφορά την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης περί σύννομου βίου ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται να αποδοθεί από μόνη την προηγούμενη καταδίκη για ελαφρύ πλημμέλημα. Στην πρώτη ανάγνωση της ανωτέρω τροποποίησης βάλαμε θετικό πρόσημο και ερμηνεύσαμε στην βούληση του νομοθέτη την πρόθεση να παγιώσει ένα σταθερό παράγοντα, εν προκειμένω το λευκό ποινικό μητρώο, επιτρεπόμενης της μικρής κηλίδας, ως προϋπόθεση για την αναγνώριση αυτής της ελαφρυντικής περίστασης. Η πρόσφατη ωστόσο νομολογία των Δικαστηρίων ουσίας, σε μεγάλο ποσοστό διαπιστώνουμε,  διέψευσε την ερμηνεία μας, και εκτιμούμε και της πλειοψηφίας του δικηγορικού σώματος, που ασχολείται με το ποινικό δίκαιο και παρά το αδιαμφισβήτητο γεγονός της ακηλίδωτης ποινικής κατάστασης του κατηγορούμενου, δεν αναγνώριζε το ελαφρυντικό του σύννομου βίου, όπως κωδικοποιημένα το αναφέρουμε οι Συνήγοροι. Αντιδράσαμε άμεσα στην παρερμηνεία του νόμου και με τα νομικά όπλα της φαρέτρας μας επιδιώξαμε να κριθούν οι προϋποθέσεις χορήγησης της ελαφρυντικής περίσταση του 84 παρ. 2 εδ.α ΄ από τον Άρειο Πάγο. Αναιρέθηκαν πολλές εσφαλμένες σχετικές  αποφάσεις και ενδεικτικά αναφέρουμε τις κάτωθι : 1466/2019, 20 και 23/2020, 80/2020, 263/2020, 621/2020 και προσδοκούμε ότι θα αναιρεθούν όλες οι δικανικές κρίσεις Η επισκόπηση και ανάλυση αυτών των αρεοπαγιτικών αποφάσεων προσδιορίζουν την «σύννομη ζωή» στο πλαίσιο της μη παραβίασης των επιτακτικών και ή απαγορευτικών κανόνων δικαίου. Η αλλαγή της λέξεις από έντιμο σε σύννομο βίο κρίθηκε προφανώς απαραίτητη, γιατί η έντιμη ζωή είναι απροσδιόριστο κριτήριο και οι πολίτες σε ένα κράτος δικαίου είναι ελεύθεροι να διάγουν, όπως οι ίδιοι κρίνουν, αρκεί να μην παραβιάζουν τους κανόνες δικαίου, έναντι του κριτηρίου της σύννομης ζωής που είναι δεκτικό βεβαίωσης. Η σύννομη προηγούμενη ζωή ορίζεται στην τροποποιημένη διάταξη ρητά, ότι δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του υπαιτίου για ελαφρύ πλημμέλημα. Όταν ο κηρυχθείς ένοχος δεν έχει διαπράξει προηγουμένως κάποιο έγκλημα ή έχει καταδικαστεί για ελαφρύ πλημμέλημα είναι κατά την αιτιολογική έκθεση του ισχύοντος νέου ΠΚ ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β΄) «απαραβίαστη» προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή, το δε Δικαστήριο δικαιούται να ελέγξει μόνο τις περιστάσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης. Ήτοι ο νομοθέτης επιδιώκει να δίδετε ευκολότερα το ελαφρυντικό το σύννομου βίου σχεδόν πάντοτε εφόσον υπάρχει λευκό ποινικό μητρώο, ακόμα και όταν έχει καταδικαστεί για ελαφρύ πλημμέλημα.  Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η βαρύτητα της πράξης δεν μπορεί να αναιρέσει και να ακυρώσει την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, εφόσον η βαρύτητα της πράξης λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής στην σχετική διάταξη του άρθρ. 79 Π.Κ., ενώ ήδη η γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρ. 84 παρ. 2 εδ. α’ Π.Κ. επιβάλλει η κρίση για την πλήρωση ή μη των προϋποθέσεων του ανωτέρω ελαφρυντικού να εδράζεται αποκλειστικά και μόνο σε περιστάσεις και συμπεριφορές προγενέστερες της τέλεσης του εγκλήματος, τέτοια δε στοιχεία δεν μπορεί να είναι ούτε η φύση ή το είδος, ούτε η βαρύτητα, ούτε ο τρόπος τέλεσης του εγκλήματος. Το προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη ελαφρυντικό μπορεί να μην αναγνωριστεί, ΜΟΝΟΝ εάν υπάρχουν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο του χρόνου τέλεσης της πράξης από τα οποία να αποδεικνύεται ότι δεν διήγαγε σύννομο βίο. Προσέτι, η ύπαρξη ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων θεωρείται επαρκής αιτιολογία απορριπτικής κρίσης του δικαστηρίου επί σχετικού αιτήματος του κατηγορουμένου, στο μέτρο που οι καταδίκες του αφορούν πράξεις που έχουν αντικοινωνική συμπεριφορά (ΑΠ 1099/2004 ΠΛογ 2004, 1365).  Στην επιστήμη είχε υποστηριχθεί και στο παρελθόν η άποψη ότι καταδίκες για ελαφρά εγκλήματα δεν θα πρέπει να αποκλείουν a priori την δυνατότητα χορήγησης του ανωτέρω ελαφρυντικού (βλ. σχετικά Σταμάτη, ΣυστΕρμΠοινΚ, άρθρ. 84, αριθ. 15).  Συνεπώς η σύννομη/έντιμη ζωή του εκάστοτε κατά περίπτωση κατηγορουμένου ΔΕΝ μπορεί να αναιρείται από τυχόν καταδίκες για εγκλήματα ήσσονος σημασίας (ΑΠ 1358/2008 ΠοινΔικ 2009, 187).  Χρήσιμο είναι να τονισθεί ότι το ζητούμενο είναι εν προκειμένω η σχέση του κατηγορούμενου με την έννομη τάξη και τα έννομα αγαθό (ο Νομοθέτης απαιτεί με τον ισχύοντα 4619/2019 Π.Κ ΤΗΝ ΣΥΝΝΟΜΗ – έντιμη ζωή), ενώ η αναγωγή σε γενικά κοινωνικά ή ηθικά πρότυπα και η αξιολόγηση με βάση κρατούσες αξίες, χωρίς να συνεκτιμάται η δυνατότητα σε ίσες ευκαιρίες, είναι δυνατόν να χαλκιδεύσει την αρχή της ισότητας.» 

των Δικηγόρων Γιάννη Α. Γλύκα και Χριστίνας Ι. Βαθειά 

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr