Γιάννης Α. Γλύκας – Χριστίνα Ι. Βαθειά : “Σύλληψη με έκδοση εντάλματος  μετά από έγκληση για κακουργηματική πράξη”

Αποτελεί μεγάλη «νομική πρόκληση» για τις εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές, να εκδώσουν  ένταλμα σύλληψης, σε βάρος του φερόμενου κατηγορούμενου , όταν έχουμε απομακρυνθεί τόσο πολύ από την συλλογή αποδεικτικών στοιχείων που είναι απαραίτητα αφενός για την άσκηση ποινικής δίωξης και αφετέρου για την έκδοση εντάλματος σύλληψης, άνευ προκαταρκτικής έρευνας. 

NEWSROOM
Γιάννης Α. Γλύκας – Χριστίνα Ι. Βαθειά : “Σύλληψη με έκδοση εντάλματος  μετά από έγκληση για κακουργηματική πράξη”

Η επιβολή ιδιαιτέρως επαχθούς  μέτρου σε βάρος της ελευθερίας των πολιτών που βρέθηκαν στο μικροσκόπιο του νόμου απαιτεί από μέρους των δικαστικών λειτουργών «βασανιστική» διερεύνηση για την βασιμότητα  της με έρεισμα τις συνταγματικές και εν γένει δικονομικές αρχές, ειδικότερα στις περιπτώσεις που η κακουργηματική πράξη δεν είναι αυτόφωρη αλλά τελέστηκε  πολλά χρόνια πριν την σύλληψη.

Κατά την εκτίμηση μας, αποτελεί μεγάλη «νομική πρόκληση» για τις εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές αν μας επιτρέπεται να την χαρακτηρίσουμε έτσι, αυτή η απόφαση, ήτοι να εκδώσουν  ένταλμα σύλληψης, σε βάρος του φερόμενου κατηγορούμενου όταν έχουμε απομακρυνθεί τόσο πολύ από την συλλογή αποδεικτικών στοιχείων που είναι απαραίτητα αφενός για την άσκηση ποινικής δίωξης και αφετέρου για την έκδοση εντάλματος σύλληψης, άνευ προκαταρκτικής έρευνας.

Κρίνεται καταρχάς απαραίτητη η ευσύνοπτη αναφορά στην ιστορική αναδρομή της προστασίας του ατόμου και των δικαιωμάτων κατά την δικαστική κρίση περί εκδόσεως ή μη εντάλματος σύλληψης σε μη αυτόφωρες κακουργηματικής φύσεως πράξεις. Σε διεθνές επίπεδο προστασία από αυθαίρετη σύλληψη και κράτηση παρείχε ήδη το άρθρο 39 της MAGNA LIBERTATUM (1215),  όπως επίσης η Petition of Rights (1628) και άλλα.

Το 1791 η προσωπική ασφάλεια αποτέλεσε αντικείμενο προστασίας και του αμερικανικού Συντάγματος με την 4η και 5η Τροπολογία αυτού, ενώ απαγόρευση της αυθαίρετης συλλήψεως και κρατήσεως περιείχαν και τα άρθρα 7 και 9 της Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γαλλικής Επαναστάσεως.

Σύγχρονα την προσωπική ασφάλεια κατοχυρώνει στο άρθρο 5 η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων των Ανθρώπων ΕΣΔΑ, η οποία αποτελεί ήδη αναπόσπαστο μέρος του Ελληνικού Εθνικού Δικαίου (κατ’ άρθρο 28 Σ). Το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ εγγυάται την ελευθερία στην κλασσική της εκδοχή δηλαδή την φυσική ελευθερία του ατόμου. Προστατεύει το άτομο κατά των στερητικών της ελευθερίας του μέτρων, επιβάλλοντας όπως οι στερήσεις αυτές προβλέπονται και εκτελούνται κατά τα προβλεπόμενα στις εθνικές νομοθεσίες, οι οποίες ωστόσο θα πρέπει να συμμορφώνονται προς τις περιοριστικώς αναφερόμενες περιπτώσεις κατά τις οποίες και μόνο είναι η δυνατή η στέρηση της φυσικής ανθρώπινης ελευθερίας.

Ειδικότερα το τελευταίο διάστημα, έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα υποθέσεις που αφορούν εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας κατόπιν εγκλήσεως για πράξεις που ο χρόνος τέλεσης ανάγεται και πριν από 10 έτη, εκτός ασφαλώς πλαισίου παραγραφής, που δεν ακολουθείται η αυτόφωρη διαδικασία του άρθρου 275 ΚΠοινΔικ, : «Άρθρο 275. ”

1. Προκειμένου για αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα οι ανακριτικοί υπάλληλοι των Άρθρων 33 και 34, καθώς και κάθε αστυνομικό όργανο, έχουν υποχρέωση, ενώ οποιοσδήποτε πολίτης το δικαίωμα, να συλλάβουν το δράστη, τηρώντας τις διατάξεις του Συντάγματος και του Άρθρου 279 του Κώδικα για την Άμεση προσαγωγή του στον εισαγγελέα.”.

2. Στα εγκλήματα που διώκονται με έγκληση δεν επιτρέπεται η σύλληψη εκτός αν προηγουμένως υποβληθεί η έγκληση, έστω και προφορικά, σ` εκείνον που έχει δικαίωμα να συλλάβει το δράστη (άρθρ. 42 και 46).

3. Στα αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει το δικαίωμα να εκδίδει εναντίον του δράστη που διώκεται ένταλμα σύλληψής του σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 276 και 277, το ένταλμα αυτό μπορεί ο εισαγγελέας να το ανακαλεί ή να το καταργεί.».

Οι σχετικές παραδοχές, που διατυπώθηκαν, κυρίως , υπό το καθεστώς ισχύος του προγενέστερου κώδικα ποινικής δικονομίας υιοθετήθηκαν και υπό το καθεστώς ισχύος του νόμου 4620/2019 , δυνάμει του οποίου προστέθηκε τρίτο εδάφιο στην δεύτερη παράγραφο της οικίας διατάξεως, το οποίο ακριβώς εξειδικεύει την ανάγκη αναγωγής στις προϋποθέσεις επιβολής προσωρινής κρατήσεως, ανάγοντας σε ιδιαίτερα κρίσιμα μεγέθη και στην έκδοση του Εντάλματος Συλλήψεως την σοβαρότητα των ενδείξεων και την ανάγκη για αιτιολογία που θα βασίζεται σε συγκεκριμένα και ρητώς αναγραφόμενα περιστατικά από τα οποία θα προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει σχεδιάσει την φυγή του ή την τέλεση άλλων σοβαρών εγκλημάτων, ώστε να αποφεύγονται σύμφωνα και την οικία αιτιολογική έκθεση (πρόωρες κρίσεις) και να εναρμονιστούν οι προϋποθέσεις επιβολής όλων των στερητικών της ελευθερίας περιοριστικών μέτρων.

Η εν λόγω αναγωγή στις προϋποθέσεις έκδοσης εντάλματος προσωρινής κράτησης επιβάλλει την ακόλουθη παρατήρηση : ο σκοπός ύπαρξης και δικονομικής λειτουργίας του εντάλματος σύλληψης προσομοιάζει μεν, δεν ταυτίζεται όμως με εκείνο του εντάλματος προσωρινής κράτησης στο μέτρο που το πρώτο συνιστά τον ακραίο, βίαιο τρόπο (διάθεσης) του κατηγορουμένου στη δικαστική αρχή, τότε εκπληρώνεται ο προορισμός του και αναλώνεται η δικονομική του ισχύς. (βλ. Παπαδαμάκη Ποινική Δικονομία 2008). Αντίθετα το ένταλμα προσωρινής κράτησης βρίσκεται βεβαίως στον ίδιο προσανατολισμό με το ένταλμα σύλληψης πλην όμως σε μια πιο προωθημένη δικονομική λειτουργία που συνιστά στη διασφάλιση των σκοπών της ποινικής διαδικασίας που πρόκειται να ακολουθήσει, δεδομένης της διάρκειας που ενέχει η εκτέλεση του.

Ως εκ τούτου η δικονομική λειτουργία του εντάλματος σύλληψης ολοκληρώνεται με την σύλληψη του κατηγορουμένου. (Λ.Μαργαρίτης, «Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν. 4620/2019, Τόμος Ι, 2020.

Στις εγκλήσεις που σχετίζονται με κακουργηματικού χαρακτήρα πράξεις ακολουθείται είτε η δικονομική διαδικασία της διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης, προκειμένου να συγκεντρωθεί επαρκές προανακριτικό υλικό και να δοθούν οι απαραίτητες εξηγήσεις από την πλευρά του κατηγορουμένου είτε εκδίδεται ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο ένταλμα του ανακριτή ή βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, που πρέπει να κοινοποιούνται κατά τη στιγμή της σύλληψης (Άρθρο 276 ΚΠοινΔικ) : .

1. “Εκτός από την περίπτωση του άρθρου 275, κανείς δεν συλλαμβάνεται χωρίς ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο ένταλμα του ανακριτή ή βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, που πρέπει να κοινοποιούνται κατά τη στιγμή της σύλληψης”. Κοινοποίηση θεωρείται και η επίδειξη σ` αυτόν που συλλαμβάνεται του σχετικού μέρους Δελτίου Εγκληματολογικών Αναζητήσεων ή της ειδικής εγκυκλίου για την αναζήτηση, όταν αυτά μνημονεύουν τα στοιχεία της ταυτότητας του προσώπου που διώκεται, τον αριθμό και τη χρονολογία του βουλεύματος ή του εντάλματος σύλληψης, τον ανακριτή που το εξέδωσε και την αξιόποινη πράξη την οποία αφορούν, και επίσης έχουν τυπωμένη στο τέλος την υπογραφή του διευθυντή του Κεντρικού Γραφείου Εγκληματολογικών Υπηρεσιών και τη σφραγίδα του. ***Το πρώτο εντός ” ” εδάφιο της παρ. 1 αντικαθίσταται ως άνω δια του άρθρου 10 παρ. 3 του Ν. 1941/1991, ΦΕΚ Α 41.

2. Ο ανακριτής εκδίδει το ένταλμα σύλληψης αφού προηγουμένως διατυπώσει γνώμη ο εισαγγελέας, και μόνο στις περιπτώσεις όπου επιτρέπεται προσωρινή κράτηση κατά το άρθρο 282. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να διαταχθεί η σύλληψη και η προσωρινή κράτηση και από το δικαστικό συμβούλιο.

3. Το ένταλμα σύλληψης περιέχει το όνομα, το επώνυμο, την κατοικία και την ακριβέστερη δυνατή περιγραφή του προσώπου που συλλαμβάνεται, σημείωση για το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται και μνεία του άρθρου που το προβλέπει. Έχει επίσης την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του ανακριτή και του γραμματέα.

Ωστόσο μας  προβλημάτισε  σε νομικό επίπεδο στις πρόσφατες περιπτώσεις που άπτονται στο θέμα που αναλύουμε, η σπουδή στην έκδοση μιας τέτοιας επαχθούς δικονομικού χαρακτήρα ενέργειας (εντάλματος σύλληψης) εφόσον γεννώνται ερωτηματικά εάν διαγνώστηκαν επαρκώς και ενδελεχώς όλες οι προϋποθέσεις,  που απαιτεί ο νόμος προς τούτο. Στις περιπτώσεις των ποινικά κολάσιμων πράξεων που, αν και διώκονται αυτεπαγγέλτως, γνωστοποιήθηκαν στις αστυνομικές και ανακριτικές αρχές μέσω εγκλήσεως, η πάγια τακτική υποδεικνύει την διενέργεια προκαταρτικής εξέτασης, πλην των εξαιρέσεων που θα αναφερθούμε κατωτέρω.

Η προκαταρκτική εξέταση αποσκοπεί στη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων για το αν πρέπει να κινηθεί ή όχι η ποινική δίωξη και ειδικότερα αποσκοπεί : α) στη συγκέντρωση των απαραίτητων στοιχείων, ώστε να εξακριβωθεί αν τελέσθηκε ή όχι η αξιόποινη πράξη που αναφέρεται σε μήνυση, έγκληση, αναφορά, αίτηση, έκθεση αρχής, ΕΔΕ και σε οιαδήποτε άλλη πληροφορία για την τέλεσή της, και να κρίνει η Εισαγγελική Αρχή αν θα κινήσει την ποινική δίωξη ή όχι,

β) στην εξακρίβωση αν το πρόσωπο που αναφέρεται στη μήνυση, έγκληση κλπ., είναι πράγματι ο δράστης του εγκλήματος και γ) στην ανακάλυψη του προσώπου που φέρεται ότι τέλεσε την καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη. Η προκαταρκτική εξέταση, όταν διεξάγεται από τους ανακριτικούς υπαλλήλους, τελεί υπό τη διεύθυνση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο οποίος επιλύει οποιοδήποτε θέμα ανακύψει κατ’ αυτήν, δίνει οδηγίες προς αυτούς, θέτει συγκεκριμένα ερωτήματα ως προς τα σημαντικά και υπό διερεύνηση σημεία της καταγγελίας. Η αρμοδιότητα των ανακριτικών υπαλλήλων περιορίζεται στη συγκέντρωση αποδεικτικού υλικού και δεν επεκτείνεται στη ουσιαστική του αξιολόγηση.

Μπορούν και οφείλουν βέβαια αυτοί να ενεργούν οποιαδήποτε δικονομική πράξη, απαραίτητη για τη διαλεύκανση του εγκλήματος και την αποκάλυψη των υπαιτίων. Η εμπειρία από την εφαρμογή του θεσμού της προκαταρκτικής εξέτασης τα τελευταία έτη, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή έχει συμβάλλει θετικά στην ορθολογική διαχείριση των ποινικών υποθέσεων, αφού με αυτή αποτρέπεται η αβασάνιστη άσκηση ποινικών διώξεων και περιορίζεται αισθητά η αναγκαιότητα διενέργειας προανάκρισης.

Την σπουδαιότητα της προκαταρκτικής εξέτασης κατέδειξε και ο Άρειος Πάγος στην υπ’ αριθμ. 1575/2012 απόφαση του δυνάμει της οποίας : «Η προκαταρκτική εξέταση, μετά αλλεπάλληλες νομοθετικές τροποποιήσεις και όπως διαμορφώθηκε με τον νέο ν. 4055/12 αναβαθμίστηκε, ενεργείται πριν ασκηθεί ποινική δίωξη, όπως και η ανάκριση, συνιστά βασικό στάδιο της προδικασίας και πλέον έχει δικαιοδοτικό και όχι απλώς διοικητικό χαρακτήρα. Απαρίθμηση ανακριτικών πράξεων και αποδεικτικών μέσων στα οποία δύναται να προσφύγει ο ενεργών αυτήν. Κατάργηση της μυστικότητας της προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία πλέον πρέπει να είναι συνοπτική.

Επί προκαταρκτικής εξέτασης ο νομοθέτης δε θέλησε τη χορήγηση και στον πολιτικώς ενάγοντα των ιδίων δικαιωμάτων που δίδει σε αυτόν μετά την άσκηση ποινικής δίωξης (αρ.108 ΚΠΔ) διότι στοχεύει στη σε σύντομο χρόνο εκκαθάριση της ποινικής διαφοράς και στο να προστατεύεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η προσωπικότητα του κάθε μηνυόμενου πολίτη.

Επομένως και ο δηλώσας σχετική παράσταση πολιτικώς ενάγων, όταν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση και έχει διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη, δεν είναι διάδικος και δεν έχει δικαίωμα διορισμού τεχνικών συμβούλων, όπως έχει τούτο, κατ` αρ. 204§ 1, 2 του ΚΠΔ, όταν γίνεται ανάκριση διότι τότε υπάρχει κατηγορούμενος. Δεν αντίκειται στο Συντ. και την ΕΣΔΑ η εν λόγω ρύθμιση. Απορρίπτει την αναίρεση του Εισαγγελέα του Α.Π. ως αβάσιμη.».

Αυξημένης προσοχής τυγχάνει το υπ’ αριθ.85/2016 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, που υπογραμμίζει τις αρχές που οφείλουν να διέπουν την επιβολή του έσχατου  περιοριστικού μέτρου, της προφυλάκισης οι οποίες κατ’ αναλογία πρέπει να εφαρμόζονται  και στην εκπόνηση κρίσης του αρμοδίου Δικαστικού Λειτουργού περί  της έκδοσης ή μη εντάλματος σε κακουργηματικές πράξεις για τις οποίες δεν ισχύει η αυτόφωρη σύλληψη και κάνει  ειδική επισήμανση στην αρχή της αναλογικότητας, και συγκεκριμένα : « Έτσι η παρέμβαση αυτή, κρίθηκε επιβεβλημένη, όπως είχαν επισημάνει έγκαιρα οι συγγραφείς (:Δαλακούρας Θ., Περιοριστικοί όροι: Σκέψεις για τη λειτουργία, το σκοπό και την ενδεικτική ή μη απαρίθμησή τους. Υπερ. 1997,1168-1169), ενόψει της υποκαταστατικής φύσεως των περιοριστικών όρων έναντι της προσωρινής κράτησης, γεγονός που σηματοδοτούσε την πλήρη ταύτιση του σκοπού των δύο αυτών μέτρων δικονομικού καταναγκασμού( Αδάμπας Β. σε ερμηνεία ΚΠΔ Μαργαρίτη Λ. υπό το άρθ.295 ΚΠΔ).

Κατά συνέπεια, είναι πλέον φανερό ότι εφεξής η επιβολή των περιοριστικών όρων διέπεται από τις θεμελιώδεις αρχές της «μη υπέρβασης του υπέρμετρου», της «αναλογίας» και της «αναγκαιότητας» (Θ. Δαλακούρας, Μελέτες Ποινικού Δικονομικού Δικαίου: Αρχή της Αναλογικότητας και Μέτρα Δικονομικού Καταναγκασμού, σελ. 323).

Τέλος, κριτήριο συνερευνώμενο για την πρόκριση και την επιλογή περιοριστικών όρων, αποτελεί ο βαθμός προσαρμογής του κατηγορουμένου στις εκδηλώσεις της έννομης τάξης, όπως αυτό μπορεί να διαγνωσθεί κατά περίπτωση, από την ύπαρξη σταθερής εργασίας του, οικογένειας, κατοικίας γνωστής και με κάποιο βαθμό σταθερότητας (ΕγκΕισΑΠ 4/2010 ΠοινΔικ 2011, 176), δεσμών με το κοινωνικό περιβάλλον κ.λπ..»

Ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις εγκλήσεων για κακουργηματικές πράξεις που τελέστηκαν παρελθόντα χρόνο, {και κατ ‘ εξαίρεση σε κάποια πλημμελήματα}  ενεργοποιείται η έκδοση εντάλματος σύλληψης κατ’ παράκαμψη της ανωτέρω διαδικασίας προκαταρκτικής. Υπογραμμίζουμε ότι  σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1  του Συντάγματος «κανένας δεν φυλακίζεται χωρίς αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα, που πρέπει να επιδοθεί την στιγμή που γίνεται η σύλληψη ή η προφυλάκιση, εξαιρούνται τα αυτόφωρα εγκλήματα.»

Η ρύθμιση, ήτοι η έκδοση εντάλματος σε περιπτώσεις μη αυτόφωρων αδικημάτων συνιστά απόκλιση από τον κανόνα και πρόκειται για μέτρο δικονομικού καταναγκασμού του συλλαμβανόμενου και συνεπώς η χρήση του πρέπει να βρίσκεται σε αρμονία με την αρχή της αναλογικότητας, κατ’ άρθρον 25 παρ΄. 1 του Σ.

Ειδικότερα πρέπει να κρίνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ως πρόσφορο, αναγκαίο και αναλογικό. Εδώ μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα η προσφορότατα της σύλληψης ως μέσου για την επίτευξη ενός ορισμένου δικονομικού σκοπού, δηλαδή την δραστική, ταχεία και αποτελεσματική απονομή ποινικής δικαιοσύνης.

Σε αυτή τη βάση, θα πρέπει να εξετάζεται αν η σύλληψη συνιστά in concreto, δυσανάλογο μέτρο με βάση : α) την βαρύτητα του εγκλήματος, καθώς και

β) το βαθμό των συντρεχουσών υπονοιών ενοχής. Συνεπώς απαιτείται μια προσεκτική στάθμιση από τις ανακριτικές αρχές ως προς την δυνατότητα σύλληψης.

Η απόκλιση αυτή, δηλαδή της σύλληψης με έκδοση εντάλματος σε μη αυτόφωρα αδικήματα, συνεπάγεται σοβαρό περιορισμό στα δικαιώματα του ατόμου και ως εκ τούτου, δικαιολογείται από την υπέρτερη ανάγκη διαλεύκανσης του εγκλήματος, και όχι ικανοποίησης της εύλογης ενδεχομένως  αγανάκτησης της κοινής γνώμης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το ζήτημα έχει απασχολήσει την επιστήμη του ποινικού δικονομικού δικαίου όπου γίνεται δεκτό ότι εδώ απαιτείται τα στοιχεία να είναι αποδεικτικά τόσο ξεκάθαρα ώστε να παράγεται αυξημένη αποδεικτική βεβαιότητα για την ενοχή εκείνου ο οποίος έχει συλληφθεί ή δύναται να συλληφθεί.

Με άλλα λόγια χρειάζεται και εδώ η πιθανολόγηση της φερόμενης ως τελεσθείσας αξιόποινης πράξης και της ενοχής του φερόμενου ως δράστη να προσεγγίζει την βεβαιότητα. Η παραδοχή αυτή δεν φαίνεται να υιοθετείται τόσο συχνά από τις ανακριτικές αρχές και τα δικαστικά συμβούλια σε όλες αυτές τις υποθέσεις που ο χρόνος τέλεσης της φερόμενης πράξης είναι πολύ μακρινός σε σχέση με την σύλληψη….. και απαιτεί ισχυρότερα δικονομικά εχέγγυα.

Στο σημείο αυτό σας παραθέτουμε και σχετική αταλάντευτη νομολογία που επιρρώνει όλα τα ανωτέρω. Ειδικότερα το υπ’ αριθμ. 1455/2012 Βούλευμα  του Πλημ/κείου Αθηνών (ΠΟΙΝΧΡ 2013/528) αναφέρει σχετικά με τις προϋποθέσεις και τα εχέγγυα για το επαχθές μέτρο της προφυλάκισης και κατ’ απόλυτη αναλογία ισχύουν και στην δικονομική περίπτωση που διερευνούμε ενδελεχώς, ήτοι της έκδοσης ή μη εντάλματος σύλληψης σε μη αυτόφωρα κακουργήματα: «Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι μετά την απολογία του κατηγορουμένου τόσον ο Ανακριτής, όσον και ο Εισαγγελέας, οφείλουν να εξετάσουν πρώτα τη δυνατότητα να αφήσουν ελεύθερο τον κατηγορούμενο χωρίς οποιονδήποτε περιοριστικό όρο, στη συνέχεια να εξετάσουν την αναγκαιότητα επιβολής περιοριστικών όρων και τέλος την περίπτωση επιβολής προσωρινής κρατήσεως (ΠλημΑθ 5967/2003 ΠοινΧρ 2004, 936, ΠλημΠειρ 415/1994 ΠοινΧρ 1994, 1304, Διάταξη Ανακριτή Τριπόλεως 12/1991 με παρατηρήσεις Αγγ. Κωνσταντινίδη, ΠοινΧρ 1991, 932, Σ. Παπαγεωργίου-Γονατά, Προσωρινή κράτηση: Αναγκαία όσο ποτέ, ΠοινΧρ 1991, 633).

Κατά τη διαμόρφωση της κρίσεως ο Ανακριτής και ο Εισαγγελέας οφείλουν να λάβουν -μεταξύ των άλλων- υπόψη τους και α) εάν και κατά πόσον προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής κατά του κατηγορουμένου και όχι απλώς επαρκείς. Πρόκειται για την αρχή του προσήκοντος βαθμού υπονοιών ή ισχύος των ενδείξεων, η οποία απορρέει από το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου (ΣυμβΕφθεσ 393/1992 Υπέρ. 1993, 117, Ν. Avδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της Ποινικής Δίκης, τεύχος Α`, σελ. 26 επ.) και β) τον σκοπό των περιοριστικών όρων, ο οποίος πρέπει να είναι ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί.

Περαιτέρω, π επιβολή των περιοριστικών όρων πρέπει να διέπεται και να ελέγχεται από τις θεμελιώδεις αρχές της «μη υπέρβασης του υπέρμετρου», της «αναλογίας» και της «αναγκαιότητας». Οι αρχές αυτές πρέπει να εφαρμόζονται κατά το στάδιο της ανάκρισης και ειδικότερα κατά τη λήψη μέτρων δικονομικού καταναγκασμού (Θ. Δαλακούρας, Μελέτες Ποινικού Δικονομικού Δικαίου: Αρχή της Αναλογικότητας και Μέτρα Δικονομικού Καταναγκασμού, σελ. 323).

Επίσης, πρακτικό και λειτουργικό κριτήριο για την επιβολή περιοριστικών όρων πρέπει να αποτελεί η προσαρμογή της προσωπικότητας του κατηγορουμένου στο σύστημα αγαθών της έννομης τάξης. Πρέπει δηλ. να ερευνάται σε κάθε περίπτωση εάν ο κατηγορούμενος έχει σταθερή εργασία, οικογένεια, σταθερή κατοικία, ακίνητη περιουσία και γενικότερα σταθερούς δεσμούς με το κοινωνικό περιβάλλον. Εξ ετέρου και το υπ’ αριθμ. 59/2010 Βούλευμα του Πλημμελειοδικείου Πειραιά ακολουθεί την ίδια αυστηρότητα ως προς την σταχυολόγηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την προφυλάκιση και αντίστοιχα για την διαδικασία έκδοσης εντάλματος σύλληψης όπως και το αναλυτικό σκεπτικό του παρατιθέμενου ως άνω βουλεύματος.

Η προσωπική ελευθερία και ασφάλεια σε αντιδιαστολή με την αυθαίρετη σύλληψη τριτενεργεί.

Ναι μεν ιστορικά δημιουργήθηκε και στράφηκε αποκλειστικά κατά του Κράτους, στη σύγχρονη όμως εποχή μέσα από την γενικότερη μεταβολή του περιεχομένου των θεμελιωδών δικαιωμάτων η προσωπική ελευθερία απολυτοποιήθηκε και ως αμυντικό δικαίωμα στρέφεται ενάντια σε κάθε εξουσία, σε κάθε επιθετική ενέργεια, οποιοδήποτε κι αν είναι το υποκείμενο της, όταν συρρικνώνεται άνευ ειδικής αιτιολογίας και λυσιτέλειας.

Οφείλουν οι αρμόδιες εν προκειμένω ανακριτικές αρχές να υποχρεώνονται σε αποχή από ενέργειες που ενδεχομένως θίγουν το περιεχόμενο των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και μόνο με την αυστηρή  τήρηση αυτών των επιταγών, τυχόν ενδεχόμενοι περιορισμοί της ατομικής ελευθερίας (σύλληψη με ένταλμα μετά από έγκληση για μη αυτόφωρο αδίκημα) δύναται να κριθούν νόμιμοι.

Δυνάμει των ανωτέρω εκτιμούμε ότι κρίνεται  επιβεβλημένη η εν μέρει  τροποποίηση ή ενίσχυση του βασικού άρθρου 276 ΚΠοινΔικ, ακόμα με Γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του ΑΠ,  ώστε να μην χωρούν αμφισβητήσεις και θέματα ουσιαστικής ερμηνείας του, κατά την έκδοση εντάλματος μετά από έγκληση κακουργηματικών πράξεων, και να καταλήγουν διάτρητα τα ανωτέρω εντάλματα.

Σε κάθε περίπτωση, και ενόψει των σωρευτικών πρόσφατων περιστατικών θεωρούμε ότι πρέπει να ανοίξει εκ νέου νομικός διάλογος για το επίδικο θέμα, που σχετίζεται και μάλιστα άμεσα με το  τεκμήριο αθωότητας, που  έχει ομολογουμένως καταστρατηγηθεί κατ’ επανάληψη στην Ελλάδα ….

Ο Γιάννης Α. Γλύκας και η Χριστίνα Ι. Βαθειά είναι Δικηγόροι

.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr