Γιάννης Γλύκας – Χριστίνα Βαθειά : ‘Καλή συμπεριφορά μετά την πράξη”
Είναι μεγάλος ο προβληματισμός του νομικού κόσμου και όχι μόνο , για τα επίδικα θέματα των ελαφρυντικών περιστάσεων, που διαμορφώνουν και την τελική επιμέτρηση της ποινής του κατηγορουμένου και οφείλουν να τύχουν περαιτέρω προσεχτικής ερμηνευτικής εμβάθυνσης.
Οι ελαφρυντικές περιπτώσεις του άρθρου 84 § 2 ΠΚ και ειδικότερα του εδαφίου α’ περί σύννομου βίου αλλά και του ε’ περί καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη, στο πλαίσιο της σχετικής τροποποίησης του ΠΚ, αποτέλεσαν αντικείμενο ερμηνείας αλλά και προβληματισμού από την πλευρά των συνηγόρων ένεκα των αποφάσεων που εκδόθηκαν από τα δικαστήρια ουσίας από την τροποποίηση και εντεύθεν, και αφετέρου των ίδιων των δικαστών, με δεδομένο ότι αναιρέθηκαν αποφάσεις είτε λόγω έλλειψης αιτιολογίας είτε εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, αναφορικά με την απόρριψη των εν λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων.
Σε πρόσφατο άρθρο μας καταγράψαμε, διαδικτυακά πάντα, τις νομικές μας σκέψεις σχετικά με την ελαφρυντική περίσταση του σύννομου βίου και την ερμηνευτική μας προσέγγιση, με εδραία πεποίθηση ότι κατευθυνόμαστε στον πυρήνα της βούλησης του νομοθέτη.
Με ικανοποίηση διαπιστώσαμε τον μεγάλο προβληματισμό του νομικού και όχι μόνο κόσμου, με καταγραφή πολλών σχολίων και συλλογισμών και προσβλέπουμε ότι τα επίδικα θέματα των ελαφρυντικών περιστάσεων, που διαμορφώνουν και την τελική επιμέτρηση της ποινής του κατηγορουμένου, οφείλουν να τύχουν περαιτέρω προσεχτικής ερμηνευτικής εμβάθυνσης.
Εν προκειμένω παρατηρήσαμε και μας προβλημάτισε πολύ το γεγονός ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα πλην εξαιρέσεων, τα πρωτοβάθμια δικαστήρια δεν χορηγούν, αν όχι συλλήβδην τουλάχιστον η πλειονότητα αυτών, το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη και ειδικά στους κρατούμενους, με αιτιολογικό που κατά την εκτίμηση μας αντιβαίνει στο πνεύμα του νόμου.
Συγκεκριμένα η επίδικη διάταξη του εδαφίου ε’ του άρθρου 84 § 2 ΠΚ σαφώς διαφοροποιείται ιδιαίτερα ως προς τον κρατούμενο δράστη και είναι προφανώς επιεικέστερη της προϊσχύσασας. Όπως δε χαρακτηριστικά αναγράφεται στην αιτιολογική έκθεση (σελ. 6 και 22) του ισχύοντος ΠΚ “Η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του κρίνεται κατά και μετά την κράτησή του, ως δείγμα της αντικειμενικά αξιολογούμενης υποχρέωσής του να συμπεριφέρεται “καλά”, δηλαδή νόμιμα
Η καλή συμπεριφορά του καταδικασθέντος για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του αξιολογείται ελαφρυντικά “ακόμα και κατά την κράτησή του”. Τούτο, κατ` αρχάς, επιβάλλεται από τον ειδικό προληπτικό σκοπό της ποινής κατά της ελευθερίας, αφού η καλή διαγωγή του κρατουμένου αποτελεί θετική ένδικη για την κοινωνική επανένταξή του και η επιεικέστερη μεταχείρισή του προωθεί τον σκοπό αυτό. Η σκέψη ότι ο κρατούμενος δεν είχε αντικειμενικά τις ευκαιρίες ή τα κίνητρα που παρέχει η ελεύθερη διαβίωση να συμπεριφερθεί διαφορετικά, παραβλέπει το γεγονός ότι οι συνθήκες διαβίωσης μέσα στη φυλακή είναι πολύ πιο δύσκολες από ό,τι έξω από αυτήν”.
Δυνάμει των ανωτέρω εκτιμούμε ότι τίθεται θέμα ως προς τον προσδιορισμό την έννοιας «του σχετικά μεγάλου διαστήματος μετά την πράξη» .
Αξίζει να μνημονεύσουμε στο σημείο αυτό της νομικής διερεύνησης μας την υπ’ 18/2020 απόφαση του Μ.Ο.Δ. Αθηνών που χορήγησε την επίδικη ελαφρυντική περίσταση σε προσωρινά κρατούμενο, και σε πρωτόδικη δικανική κρίση με το κάτωθι σκεπτικό, που βάσιμα, απολύτως εύστοχα και με πληρότητα ανταποκρίνεται στο πνεύμα της τροποποίησης υπέρ του κρατούμενου κατηγορουμένου και συγκεκριμένα αναφέρει : «Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ήτοι για διάστημα των 16 μήνες και 14 ημέρες κατά το οποίο κρατείται και ουδόλως μετήλθε άλλη επίψογη δράση και παρόλο που η διαβίωση στη φυλακή ενέχει «πειρασμούς» εμπλοκής σε εγκληματικότητα που αναπτύσσεται εντός του σωφρονιστικού καταστήματος, αυτός (κατηγορούμενος) όχι μόνο δεν υπέκυψε στους «πειρασμούς» αυτούς, αλλά και συμμορφώθηκε απολύτως με τους κανόνες της φυλακής επιδεικνύοντας εν γένει καλή διαγωγή.
Ως εκ τούτου το Δικαστήριο κρίνει ομόφωνα ότι ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου πρέπει να γίνει δεκτός και να αναγνωρισθούν στο πρόσωπο του οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2ε` του Ποινικού Κώδικα, χωρίς να επηρεάζει την κρίση του Δικαστηρίου η συμπεριφορά του κατηγορουμένου πριν από την τέλεση των ως άνω αξιοποίνων πράξεων.»
Όπως προαναφέραμε αναιρέθηκαν αρκετές αποφάσεις, λόγω εσφαλμένης απόρριψης του συγκεκριμένου ελαφρυντικού, και ακόμα δυσμενέστερα στο 2ο βαθμό εκδίκασης, ωστόσο δέον όπως υπογραμμίσουμε το σκεπτικό του ΑΠ σε αυτές τις αποφάσεις, το οποίο και θα πρέπει να ακολουθούν τα δικαστήρια ουσίας από τον πρώτο βαθμό.
Χαρακτηριστική απόφαση είναι η υπ’ αριθμ. 527/2020 ΑΠ, σύμφωνα με την οποία, εσφαλμένα απορρίφθηκε η επίδικη ελαφρυντική περίπτωση και το σκεπτικό της αναφέρει σχετικά : «Σύμφωνα όμως με το άρθρο 84 παρ. 2 ε` του ισχύοντος από 1- 7 -2019 Π.Κ, ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται πλέον ότι ο υπαίτιος “συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του ακόμα και κατά την κράτησή του”.
Η εν λόγω διάταξη σαφώς διαφοροποιείται ιδιαίτερα ως προς τον κρατούμενο δράστη και είναι προφανώς επιεικέστερη της προϊσχύσασας (ΑΠ 1818/2019). Όπως δε χαρακτηριστικά αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ισχύοντος Π.Κ “Η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του κρίνεται κατά και μετά την κράτησή του, ως δείγμα της αντικειμενικά αξιολογούμενης υποχρέωσης του να συμπεριφέρεται “καλά”, δηλαδή νόμιμα…
Η καλή συμπεριφορά του καταδικασθέντος για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του αξιολογείται ελαφρυντικά “ακόμα και κατά την κράτησή του”.
Τούτο, κατ` αρχάς, επιβάλλεται από τον ειδικό προληπτικό σκοπό της ποινής κατά της ελευθερίας, αφού η καλή διαγωγή του κρατουμένου αποτελεί θετική ένδειξη για την κοινωνική επανένταξή του και η επιεικέστερη μεταχείρισή του προωθεί το σκοπό αυτό.
Η σκέψη ότι ο κρατούμενος δεν είχε αντικειμενικά τις ευκαιρίες ή τα κίνητρα που παρέχει η ελεύθερη διαβίωση να συμπεριφερθεί διαφορετικά, παραβλέπει το γεγονός ότι οι συνθήκες διαβίωσης μέσα στη φυλακή είναι πολύ πιο δύσκολες από ό,τι έξω από αυτήν”.» Πλέον των ανωτέρω στο ίδιο έρεισμα πάνω στο θέμα που διερευνούμε εδράζονται και οι υπ’ αριθμ. 333/2020 ΑΠ, 1466/2019 ΑΠ, 1818/5-11-2019 ΑΠ, 2031/2020 του Γ΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, 565/2020 Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, τις οποίες και ενδεικτικά αναφέρουμε.
Είναι απορίας άξιο και μνημονεύουμε ειδικά το γεγονός ότι πριν την τροποποίηση του ΠΚ και την ευμενέστερη για τους κρατούμενους διάσταση της εκδόθηκαν πολλές ευθύβολες προς το πνεύμα του νόμου, ως φωτεινά παραδείγματα αποφάσεις ουσίας που χορηγούσαν την ελαφρυντική περίσταση σε προσωρινά κρατούμενους, που προσκόμιζαν και επικαλούνταν εκτός της βεβαιώσεως για άριστη διαγωγή στη φυλακή, πιστοποιητικό φοίτησης σε σχολείο εντός του σωφρονιστικού καταστήματος, εργασίας αντιστοίχως, πιστοποιητικό συμμετοχής σε διάφορα προγράμματα του Υπουργείου Παιδείας, βεβαίωση εισαγωγής σε ΤΕΙ ή ΑΕΙ, βεβαίωση παρακολούθησης προγράμματος απεξάρτησης και ενθαρρυντικές για την προσωπική εξέλιξη του κρατούμενου Εκθέσεις των Κοινωνικών Λειτουργών.
Στην νομολογιακή διαδρομή μόλις το 2011, με την έκδοση της ΑΠ 1073/2011, το Ακυρωτικό δέχεται για πρώτη φορά την δυνατότητα αναγνώρισης ελαφρυντικού εντός της φυλακής , τονίζοντας την σημασία της ενθάρρυνσης των κρατουμένων για συνεχή βελτίωση του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς τους. Εν συνεχεία , ακολούθησαν οι ΑΠ 1177/2011, ΑΠ 608/2013 , ΑΠ 193/2015, ΑΠ 290/2016, ΑΠ 252/2017, ΑΠ 1233/2017, ΑΠ 1951/2017, ΑΠ 1253/2017, ΑΠ 47/2018, ΑΠ 622/2019, ΑΠ 661/2019, ΑΠ 1176/2019, ΑΠ 1226/2019, ΑΠ 1177/2019 οι οποίες κινήθηκαν στην ίδια γραμμή και έκριναν ότι η καλή συμπεριφορά του κρατουμένου πρέπει να αποδεικνύεται με θετικές πράξεις και να είναι προδήλως διακριτή από την συνήθη.
Θετικό είναι , άλλωστε, ότι μετά την έκδοση των ανωτέρω αποφάσεων απαιτείται για την αιτιολογημένη απόρριψή του , εμπεριστατωμένη τεκμηρίωση της τυχόν αντίθετης κρίσης του Δικαστηρίου της ουσίας. Πλέον των ανωτέρω έχει ιδιαίτερο νομικό ενδιαφέρον να αναφέρουμε τις κάτωθι πιο σύγχρονες αποφάσεις πρωτοβάθμιων δικαστηρίων που αντιστρατεύτηκαν την κατά κανόνα απόρριψη της ελαφρυντικής περίστασης στον Α΄ βαθμό και συγκεκριμένα : υπ’ αριθ. 4146/2018 του Α΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, 1208/2018 του Γ΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, 2333/2018 του Α΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, 4865/2018 του ΣΤ΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, 3386/2018 του Α΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, 4513/2017 του Β΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, 275/2018 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, 4513/2017 του Β΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, 4255/2018 του Ε΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, 2037/2017 του Β΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, 768/2018 Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης.
Δυνάμει των ανωτέρω αποφάσεων και του σκεπτικού τους πριν την ευμενέστερη τροποποίηση, μας προβληματίζει και μας ανησυχεί συνεπώς η δικανική «οπισθοδρόμηση» των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων ως προς την άρνηση χορήγησης του επίδικου ελαφρυντικού, ως δείγμα ανάσχεσης της ανθρωπιστικής κατεύθυνσης που θέλησε να θέσει ο νομοθέτης, τροποποιώντας και διευρύνοντας το πλαίσιο εφαρμογής της αφενός και στους έγκλειστους κατηγορούμενους και προσθέτοντάς την λέξη «σχετικά» αναφορικά με τον χρόνο που απαιτείται να επιδείξει ο εκάστοτε αιτών το ελαφρυντικό.
Αδιαμφισβήτητα συμπεραίνουμε ότι η συστολή των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων ως προς την χορήγηση του εν λόγω ελαφρυντικού ερείδεται στον αναπόδραστο περιορισμό μείωσης της ποινής όταν η βαρύτητα της πράξης θεωρείται μεγάλη. Ωστόσο σύμφωνα με την ratio της ισχύουσας διάταξης, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, εφόσον ο κατηγορούμενος έχει εξασφαλίσει τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν, δύναται να του αναγνωριστεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε’ και στον πρώτο βαθμό, όπως αβίαστα προκύπτει από το ορθολογιστικό σκεπτικό των αποφάσεων που μνημονεύσαμε.
Η αναγνώριση όσων περισσοτέρων ελαφρυντικών αποτελεί έναν βασικό πυλώνα της ποινικής μεταχείρισης του κατηγορουμένου, ισάξιο με την ενοχή ή απαλλαγή του και εκτιμούμε ότι η συγκεκριμένη ελαφρυντική περίσταση μπορεί να χορηγείται και στον πρώτο βαθμό εκδίκασης, διότι ο νομοθέτης προσθέτοντας τον όρο «σχετικά» μεγάλο χρονικό διάστημα, είχε επακριβώς στόχο να μειώσει το απαιτητικό, ανεδαφικό και αδικαιολόγητα αυστηρό κώδικα προϋποθέσεων του προϊσχύοντος νομικού πλαισίου και να ενισχύσει τον ρεαλιστικά σωφρονιστικό και ανθρωπιστικό ρόλο της ποινής.
Ο Γιάννης Γλύκας και η Χριστίνα Βαθειά είναι δικηγόροι
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ανοιχτή κόντρα – Η απάντηση της κυβέρνησης στην Εκκλησία για το «αντάρτικο»: Δεν μπορεί να αγνοεί το νόμο όποιος διαφωνεί Να μην κατασκευαστεί το κέντρο υποδοχής προσφύγων στην Λέρο ζητεί από το ΣτΕ ο Δήμος του νησιού Στις 11 Ιανουαρίου πήραν το πράσινο φως να ανοίξουν μόνο τα νηπιαγωγεία και τα δημοτικά -Με αυστηρά μέτραΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr