Γιάννης Γλύκας: Τα «δικαστικά ρεπορτάζ» να μην δημιουργούν κλίμα εκδίκησης και υποταγής στα ανθρώπινα πάθη
Εισήγηση στο 23ο Συνέδριο της Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων.
Καλημέρα Σας,
Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή για εμένα και για τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων αλλά και της Διοίκησης του Ευγενίδειου Ιδρύματος η διοργάνωση σε αυτόν τον ιστορικό χώρο του 23 ου Συνεδρίου Μας.
Το διήμερο Συνέδριο πραγματεύεται ζητήματα που απασχολούν εντόνως την ελληνική τόσο από άποψη νομικής όσο και άποψη κοινωνικοπολιτικής φύσεως και χωρίζεται σε έξι ενότητες.
«Η Δίκαιη Δίκη, κατοχυρωμένη πολλαπλώς από το εθνικό, το ευρωπαϊκό και το διεθνές Δίκαιο, αποτελεί κορωνίδα του νομικού μας πολιτισμού»
Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη είναι ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα το οποίο αποτελεί συστατικό στοιχείο και προϋπόθεση κάθε δημοκρατικής κοινωνίας.
Μία αρχή συνυφασμένη με το πιο πάνω δικαίωμα η οποία αποτελεί εγγενές στοιχείο αυτού είναι η αρχή της ισότητας των όπλων, σύμφωνα με την οποία κάθε διάδικος θα πρέπει να έχει ίση ευκαιρία να παρουσιάσει τις θέσεις του στο Δικαστήριο και να ακουσθεί και για αυτό τον σκοπό θα πρέπει να παρέχονται όλες οι απαραίτητες διευκολύνσεις στα μέρη.
Η έννοια της πραγματικής ή ουσιαστικής δικαστικής προστασίας, όπως έχει κρίνει τόσο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) όσο και το ΔΕΕ, συνεπάγονται την θέσπιση εγγυήσεων περί ανεξαρτησίας και
αμεροληψίας και, συνακόλουθα, την θέσπιση κανόνων, ιδίως όσον αφορά την σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, την διάρκεια της θητείας τους και τους λόγους εξαίρεσης ή παύσης τους, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη στεγανότητα του εν λόγω οργάνου έναντι των εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων.
Η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει ενισχυθεί σε μεγάλο βαθμό τον περασμένο αιώνα, καθώς η αύξηση της κοινωνικής ευαισθητοποίησης σε συνδυασμό με ένα νομικό σύστημα που είναι καλύτερα τοποθετημένο για να ανταποκριθεί σε τέτοιες ανησυχίες, εκδηλώθηκε με πολλούς τρόπους με σημαντικότερο την ίδρυση υπερεθνικών νομικών οργάνων για την αντιμετώπιση των παραπόνων των πολιτών και των ανησυχιών των κρατών. Τα δικαστήρια διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού νομικού συστήματος. Ωστόσο, κανένα δεν έχει την ίδια δικαιοδοσία με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και κανένα δεν είναι τόσο συντονισμένο με την προστασία των δικαιωμάτων του ατόμου, όσο αυτό.
Αναφορικά με τη χώρα μας, το ΕΔΔΑ έχει επιβάλλει πολλές φορές ποινή στην Ελλάδα για την καθυστέρηση και την ύπαρξη πολλών αναβολών στο δικαιοδοτικό σύστημα, γεγονός, που αποδεικνύει την μεγάλη ανάγκη για απονομή δικαιοσύνης σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.. Καίριας σημασίας υπήρξε η διατύπωση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και η επ’ αυτού σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ. Σε γενικές γραμμές, η μη τήρηση της «εύλογης προθεσμίας» για την περαίωση των δικών οδήγησε σε πολλές νομοθετικές αλλαγές για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης χωρίς όμως συχνά σημαντικά αποτελέσματα.
Είναι αναγκαίο το ελληνικό κράτος να αναλάβει την υποχρέωσή για αποτελεσματικό σεβασμό του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και να αναζητήσει πλήρη επανορθωτική λύση για τα θύματα από την παραβίαση του δικαιώματος διεξαγωγής της δίκης εντός ευλόγου χρόνου, καθώς οι πραγματικές συνέπειες της παραβίασης δεν είναι μόνον επιζήμιες αλλά και πολλές φορές καταστροφικές για τον διάδικο.
Όλο και συχνότερα το αίτημα για δίκαιη δίκη λαμβάνει πλέον πανανθρώπινη διάσταση και αποτελεί θεμέλιο κάθε σύγχρονης ευνομούμενης πολιτείας. Η αρχή της δίκαιης δίκης περιλαμβάνει και το τεκμήριο της αθωότητας.. Αποτελεί εγγύηση της σωστής απονομής της δικαιοσύνης και γι’ αυτό το λόγο κατοχυρώνεται στην ΕΣΔΑ. Σήμερα, μόνο σε φιλελεύθερα δημοκρατικά πολιτεύματα τυγχάνει σωστής λειτουργίας. Αρκετά από τα ατομικά και κοινωνικά μας δικαιώματα, όπως είναι το δικαίωμα – τεκμήριο της αθωότητας των κατηγορουμένων, περιλαμβάνονται σήμερα στα Συντάγματα των κρατών, σε επιμέρους ειδικούς νόμους και σε διεθνείς συμβάσεις που υπογράφουν τα κράτη και από τις οποίες δεσμεύονται.
Στην ελληνική νομοθεσία το τεκμήριο αθωότητας είναι κατοχυρωμένο αφενός με το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αφετέρου με το άρθ. 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου του Ο.Η.Ε για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του εσωτερικού της δικαίου με υπερνομοθετική ισχύ (βάσει του άρθ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος). Η διατύπωση του αρθ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ έχει ως εξής: «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της
ενοχής του». Ο ν. 4596/2019 ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την οδηγία 2016/343 της Ε.Ε και στο άρθρο 6 αυτού προβλέφθηκε η προσθήκη στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του άρθ. 72Α με τίτλο τεκμήριο αθωότητας και περιεχόμενο.«Οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο». Ο νέος νόμος 4620/2019 προβλέπει το τεκμήριο αθωότητας στο άρθρο 71 του νέου ΚΠΔ. Επιπρόσθετα το τεκμήριο αθωότητας ενισχύεται με τη διάταξη του άρθ. 7 του ν. 4596/2019 σχετικά με τις δημόσιες αναφορές στην ενοχή του προσώπου. Το τεκμήριο αθωότητας προβλέπεται επίσης στην εσωτερική νομοθεσία που ρυθμίζει θέματα δημοσιογραφικής δεοντολογίας και συγκεκριμένα στο άρθ. 2 στοιχ. γ’ του Κώδικα Επαγγελματικής, Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων αναφέρεται ότι ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει να σέβεται το τεκμήριο αθωότητας και να μην προεξοφλεί τις δικαστικές αποφάσεις. Τέλος, στο άρθ. 11 παρ. 1 του Κώδικα δεοντολογίας ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών που καταρτίστηκε από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης προβλέπεται ότι «η αρχή ότι ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη του γίνεται σεβαστή και συνεπώς δεν προεξοφλείται το αποτέλεσμα της δίκης, ούτε οι κατηγορούμενοι αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα ως ένοχοι..
Η κοινωνία ως σύνολο πρέπει να διατηρήσει την ψυχραιμία και την αυτοκυριαρχία της, ώστε το δικαστήριο ν’ ασκήσει τα καθήκοντά του σε περιβάλλον, το οποίο θα σέβεται τη δικαστική λειτουργία και θα κατανοεί το βάρος και τη δυσκολία του έργου των δικαστικών λειτουργών, καθώς και όλων των παραγόντων της δίκης. Η αναγκαία ψυχραιμία και αυτοκυριαρχία, αντικατοπτρίζεται στην ποιότητα του δημόσιου λόγου και της δημόσιας εικόνας, που θα αποτελέσουν το περιβάλλον της δίκης.
Αποδεχόμενοι τη διττή φύση του τεκμηρίου αθωότητας, δεν αποτελεί απλώς ένα δικαίωμα αλλά και μια διαδικαστική εγγύηση που καλύπτει όλο το φάσμα της ποινικής διαδικασίας ενώ η ισχύς του δεσμεύει όχι μόνο τους δικαστές αλλά και κάθε κρατικό αξιωματούχο ή ιδιώτη βάσει της αρχής της τριτενέργειας. Οι ποινικές υποθέσεις ανέκαθεν προκαλούσαν το έντονο ενδιαφέρον του κοινού με αποτέλεσμα συχνά να κυκλοφορούν πολλά δημοσιεύματα που παραβιάζουν το τεκμήριο αθωότητας και υπονομεύουν την απονομή της δικαιοσύνης. Τα Μ.Μ.Ε έχουν αποκτήσει το χαρακτήρα μιας «παράλληλης δικαιοσύνης» μέσω «τηλεδικών» και δημοσιευμάτων που προεξοφλούν την ενοχή του κατηγορουμένου, με αποτέλεσμα την πρόωρη μεταχείριση του κατηγορουμένου ως ενόχου ενώ θα έπρεπε ως αθώου . Με αυτό τον τρόπο το τεκμήριο αθωότητας, αυτή η μεγάλη κατάκτηση του νομικού πολιτισμού, κινδυνεύει να μετατραπεί σε «τεκμήριο ενοχής». Τα «δικαστικά ρεπορτάζ» οφείλουν να παρουσιάζουν μια υπόθεση με αντικειμενικότητα, διακριτικότητα και πάνω απ’ όλα με σεβασμό στην αξία του ανθρώπου διαφορετικά όχι μόνο παραβιάζουν το τεκμήριο αθωότητας αλλά υπονομεύουν την ορθή απονομή δικαιοσύνης μέσα από τον σχηματισμό κοινής γνώμης για γεγονότα που δεν έχουν ακόμα κριθεί δικαστικά δημιουργώντας κλίμα εκδίκησης και υποταγής στα ανθρώπινα πάθη.
Εν κατακλείδι η ελεύθερη ενημέρωση που είναι επιθυμητή και ευκταία φυσικά, θα πρέπει να πραγματοποιείται με σωστό και αντικειμενικό τρόπο, να αφορά στην παράθεση των γεγονότων που είναι αναγκαία για την ενημέρωση των πολιτών με σεβασμό στο τεκμήριο αθωότητας και στην ανθρώπινη αξία, κάτι που προϋποθέτει βεβαίως την κατάλληλη παιδεία των παρεχόντων την πληροφορία.
Εγνωσμένης αξίας εισηγητές θα αναπτύξουν τα ανωτέρω ενώ ο συντονισμός των θεματικών θα γίνει από πολύ πεπειραμένους Προεδρεύοντες που θα παρέμβουν και θα δώσουν τον λόγο στους παρεμβαίνοντες όπως επίσης και στην ιδιαίτερη θεματική των υποκλοπών που τόσο ταλανίζουν την κοινωνική και
πολιτική ζωή του τόπου και πώς να μην την ταλανίζουν άλλωστε. Το απόρρητο της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 του Συντάγματος.
Προτάσσοντας το εν λόγω άρθρο την εμπιστευτική επικοινωνία που την αντιδιαστέλλει από την επικοινωνία που διεξάγεται σε καθεστώς δημοσιότητας , η ελευθερία της οποίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 14 του Συντάγματος .
Σύμφωνα με την παρ 1 του άρθρου 19 Σ. <<Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο .
Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων>>
Ανατίθεται , συγκεκριμένα στον κοινό νομοθέτη να ορίσει <<τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων >>. Αναφορικά με την έννοια του <<απορρήτου της ανταπόκρισης ‘η της επικοινωνίας , έχει υποστηριχθεί ότι αυτή καταφάσκεται σε εκείνες τις περιπτώσεις που αυτός που επικοινωνεί εκδηλώνει μια προσδοκία ότι το περιεχόμενο και τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας δε θα περιέλθουν σε γνώση τρίτου και αυτή η προσδοκία δύναται να θεωρηθεί εύλογη .
Το άρθρο 19 του Συντάγματος προκειμένου να προδιαγράψει τις εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών , κάνει χρήση του όρου <<εθνική ασφάλεια>> που αποτελεί αόριστη νομική έννοια , το περιεχόμενο της οποίας εξειδικεύεται με πράξεις του νομοθέτη , της διοίκησης ή του δικαστή .
Η συνταγματική θεωρία της Μεταπολίτευσης έχει επανειλημμένα επισημάνει τον κίνδυνο καταχρηστικής επίκλησης της έννοιας της <<εθνικής ασφάλειας>> , ως λόγος άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών , στο πλαίσιο μιας διασταλτικής ερμηνείας , ικανής να δικαιολογήσει πρακτικές αυθαίρετης περιστολής αυτού του συνταγματικού δικαιώματος.
Η πάγια πρακτική των μυστικών υπηρεσιών επιβεβαιώνει τις δυσοίωνες αυτές εκτιμήσεις καθώς και οι εισαγγελικές διατάξεις που αίρουν το απόρρητο δεν μπαίνουν καν στον κόπο να αναφέρουν τους λόγους <<εθνικής ασφάλειας>> που θεμελιώνουν το δυσμενές αυτό μέτρο καθιστώντας ανέφικτο κάθε έλεγχο (δικαστικό ή κοινοβουλευτικό )της τήρησης των συνταγματικών εγγυήσεων άρσης του απορρήτου και ιδίως της τήρησης της κατοχυρωμένης στο Σύνταγμα αρχής της αναλογικότητας κατά την λήψη του μέτρου ( εύλογη χρονική διάρκεια και αναγκαίος χαρακτήρας περιορισμών , γνώση της λήξης τους για άσκηση δικαιώματος δικαστικής προστασίας).
Η ραγδαία αύξηση των εισαγγελικών διατάξεων άρσης του απορρήτου τα τελευταία χρόνια δείχνει ότι η επίκληση λόγων <<εθνικής ασφάλειας>>, αντί να περιορίζεται λειτουργικά σε ζητήματα προστασίας του κράτους από <<εξωτερικούς εχθρούς >>και σε υποθέσεις κατασκοπείας ή διεθνούς τρομοκρατίας , παραμένει ουσιαστικά ανέλεγκτη και <<χρηστική >>, καθώς τα στελέχη της Ε.Υ.Π , γνωρίζουν ότι αρκεί να υπαινιχθούν τέτοιους λόγους για να παρέλκει κάθε περαιτέρω εξήγηση από μέρους τους.
Η έκθεση πεπραγμένων της ΑΔΑΕ του 2020 αναφέρει σχεδόν 14.000 σχετικές διατάξεις άσχετα αν κάποιες από αυτές διατάξεις αφορούν και συνέχιση και παύση άρσης του απορρήτου ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΙΤΙΟΛΟΓΗΤΟΣ .
Με το Ν2225/1994 ορίζονται οι προϋποθέσεις για την άρση του απορρήτου .
Στο άρθρο 3 του νόμου (άρση για λόγους εθνικής ασφάλειας )η αίτηση υποβάλλεται προς τον Εισαγγελέα Εφετών ή τον Εισαγγελέα που έχει αποσπασθεί στην αιτούσα αρχή (στην ΕΥΠ).
Η χορηγούσα την έγκριση διάταξη του Εισαγγελέα με βάση το άρθρο 5 παρ 1 του ίδιου Νόμου πρέπει να περιέχει τη δημόσια αρχή που ζητά την επιβολή της άρσης , τον σκοπό της επιβολής , τα μέσα επικοινωνίας επί των οποίων επιβάλλεται και την χρονική διάρκεια.
Στο άρθρο 4 του νόμου, αναφέρονται, κατά τρόπο λεπτομερή και
περιοριστικά, τα αδικήματα (μεταξύ των οποίων και όλα τα άρθρα του
Ποινικού Κώδικα, που αφορούν τη δημόσια ασφάλεια και δημόσια τάξη –
αρθ.134 έως 200-) για την διακρίβωση των οποίων είναι επιτρεπτή η άρση
του απορρήτου της επικοινωνίας, με διάταξη του αρμοδίου Δικαστικού
Συμβουλίου, μετά από αίτηση του Εισαγγελέα ή του Ανακριτή, που διενεργεί
την προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση ή κυρία ανάκριση αντίστοιχα ή σε
επείγουσες περιπτώσεις, από τους τελευταίους (ανακριτή ή εισαγγελέα), οι
οποίοι, όμως, υποχρεούνται, να εισάγουν το ζήτημα στο Δικαστικό
Συμβούλιο, εντός 3 ημερών.
Με βάσει το αρθ. 5 παρ. 2,του ιδίου ως άνω νόμου, η χορηγούσα την έγκριση
διάταξη του Εισαγγελέα, στη δεύτερη αυτή περίπτωση , πρέπει να
περιέχει, επί πλέον των στοιχείων της προηγούμενης παραγράφου, το
όνομα του προσώπου, εις βάρος του οποίου επιβάλλεται το μέτρο και
την αιτιολογία της επιβολής αυτού.
Προκύπτει, επομένως, ότι οι εγγυήσεις (νομικές και δικαστικές) για την
άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας είναι εμφανώς
πολύ περιορισμένες σε σχέση με εκείνες για την άρση του απορρήτου προς
διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι αφήνεται το
περιθώριο, για να γίνεται καταστρατήγηση του νόμου από κάποιους, οι
οποίοι κάνουν ερμηνεία, κατά τρόπο ευρύ, αυθαίρετο και καταχρηστικό του
όρου «δημόσια ασφάλεια». Και στην συνέχεια, ενδύοντας τις αυθαίρετες και
καταχρηστικές αυτές ενέργειες τους, με τον μανδύα της «νομιμοφάνειας»,
δηλαδή με την έγκριση από τον Εισαγγελέα της άρσης του απορρήτου,
εμφανίζουν ως «νόμιμη» την επιβολή του μέτρου.
Πρέπει να επισημανθεί ότι οι περιορισμένες αυτές εγγυήσεις, ως προς την
άρση του απορρήτου για λόγους δημόσιας
ασφάλειας, συρρικνώθηκαν ακόμη περισσότερο την
(31-3-2021), με τροπολογία, το αρθ.87
παρ.1 του Ν.4790/2021, με το οποίο καταργήθηκε η δυνατότητα
γνωστοποίησης της παρακολούθησης, μετά το πέρας αυτής, στον
ενδιαφερόμενο, στην περίπτωση της άρσης του απορρήτου για λόγους
δημόσιας ασφάλειας, όπως μέχρι τότε ίσχυε με βάση το αρθ. 5 παρ. 9 του Ν.
2225/1994 .
Και παρέμεινε η δυνατότητα αυτή μόνο για την περίπτωση της άρσης, για
διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων. Και μάλιστα, στη διάταξη αυτή δόθηκε
αναδρομική ισχύ και η απαγόρευση γνωστοποίησης καταλαμβάνει και
όλες τις παρακολουθήσεις που έγιναν στο παρελθόν. Δικαιολογημένα
σχολιάζεται η διάταξη αυτή ως άκρως ύποπτη, δεδομένου ότι είχε προηγηθεί
η καταγγελία του δημοσιογράφου Κουκάκη, για παρακολούθηση των
επικοινωνιών του και το αίτημα αυτού, προς την ΑΔΑΕ, για γνωστοποίηση της
παρακολούθησης. Οι πρόσφατες αλλαγές την 9η/8/2022 με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου αφού ανέκυψε το θέμα του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ , του κύριου Νίκου Ανδρουλάκη , κρίνονται ως θετικές αλλά μάλλον ανεπαρκείς.
Ένα τελευταίο ζήτημα είναι το νομικό καθεστώς πώλησης παρανόμων λογισμικών συστημάτων υποκλοπών στη χώρα μας , Τίθεται ειδικότερα το ζήτημα της επαναξιολόγησης του ισχύοντος νομικού καθεστώτος ώστε να αποκλειστεί οποιαδήποτε κακόβουλη πρακτική παρακολουθήσεων ειδικότερα όσον αφορά τους κρατικούς φορείς αλλά και τους ιδιώτες και κατά πόσο η μη αποδεδειγμένη παρακολούθηση νομιμοποιεί την απλή κατοχή.
Η ενδοοικογενειακή βία και η έμφυλη βία στα γενετήσια αδικήματα , η οπαδική βία και τα εγκλήματα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά αύριο θα προσελκύσουν το ενδιαφέρον των Συνέδρων και θα προσπαθήσω να τοποθετηθώ αν μου δοθεί ο λόγος από τους Προεδρεύοντες.
Αξιότιμοι Κύριοι Σύνεδροι , Αξιότιμοι Κύριοι προσκεκλημένοι , στις 26 Ιουλίου του 2022 , ο νομικός κόσμος της χώρας μας έγινε φτωχότερος . Έφυγε από κοντά μας ο καθηγητής Ποινικού Δικαίου , ο Καρδιτσιώτης , ο φοιτητής , ο μεταπτυχιακός φοιτητής της Θεσσαλονίκης , ο δικηγόρος Θεσσαλονίκης , ο αναπληρωτής Πρόεδρος της ομάδας εργασίας για θέματα Ποινικού Δικαίου στο Συμβούλιο Ευρωπαικής Ένωσης , το Μέλος Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για το Νέο Ποινικό Κώδικα αλλά και της Αναθεωρητικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής , τον ΣΤΕΦΑΝΟ ΠΑΥΛΟΥ .
Τιμούμε σήμερα τον καλό φίλο, και αξιοπρεπή νομικό. Ήθελα να το κάνουμε στο Πανεπιστήμιο Κομοτηνήτες ΔΕΝ μας άφησαν.
Αύριο θα τιμήσουμε την μνήμη του Στέλιου Γονατά , του καθηγητή Νομικής και πρώην Γενικού Γραμματέα της ΄Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων .
Ιδιαίτερες ευχαριστίες
– Στην ΕΑΝΔΑ
– Στην Ένωση Γυναικών Δικηγόρων Αθηνών , Ελένη Καρύδη
– Στο Κέντρο για τα έμφυλα και δικαιώματα και ισότητα ΒΙΟΤΙΜΑ
– Στην Επιστημονική Επιτροπή ΚΑΙ στο διοικητικό μας συμβούλιο
Ιδιαίτερες ευχαριστίες και ιδιαίτερη αναφορά στον εξαίρετο συνάδελφο Βασίλειο Χειρδάρη που τόσο συνέβαλε στην επιτυχία του Συνεδρίου Μας.
*Γιάννης Γλύκας, Ποινικολόγος, Πρόεδρος Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Γεώργιος Πλαγάκος: Η δομή της δικαστικής απόφασης επί ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης Ευάγγελος Στεργιούλης: Υποκλοπές και Δημοκρατία Ανδρέας Αναγνωστάκης: Εισαγγελείς και δικηγόροι Δημήτρης Παξινός: Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τον Σωτήρη Μπάγια Αντώνης Αργυρός: Οι παράλληλοι διάλογοι “κωφών” για την ΔικαιοσύνηΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr