Γιάννης Μαρακάκης: “Κακούργημα το κόκκινο αν προκάλεσε σοβαρό τροχαίο / δίκαιη και επιβεβλημένη εναρμόνιση που μάλλον άργησε να έρθει …”

Όπως αναφέρει στο dikastiko.gr ο δικηγόρος “στόχος και της προηγούμενης εναρμόνισης άλλως αυστηροποίησης αλλά και της επικείμενης, δεν είναι η άσκηση περισσότερων ποινικών διώξεων ή επιβολή αυστηρότερων ποινών αλλά το πιο δίκαιο αυτό πλαίσιο να λειτουργήσει εγκληματοπροληπτικά και αποτρεπτικά”.

NEWSROOM
Γιάννης Μαρακάκης: “Κακούργημα το κόκκινο αν προκάλεσε σοβαρό τροχαίο / δίκαιη και επιβεβλημένη εναρμόνιση που μάλλον άργησε να έρθει …”

Ο ανθρωποκτόνος της ασφάλτου στην αντίληψη του μέσου πολίτη δεν είναι ένας κοινός ποινικός, αφού ο κοινός νους αντιλαμβάνεται την εγκληματικότητα ως συμπεριφορά συντονισμένη και με υποδομή που δεν μπορεί να συνδέεται με ένα «τυχαίο» γεγονός όπως αυτό του τροχαίου ατυχήματος.

Έχει λοιπόν δοθεί μία ασυλία, μια ανεξήγητη εξαίρεση, επί δεκαετίες τώρα στα καθημερινά εγκλήματα της ασφάλτου. Έτσι ο εν δυνάμει εγκληματίας που οδηγεί μεθυσμένος, με ότι ταχύτητα «γουστάρει» και παραβιάζει και τα κόκκινα, έχει την αίσθηση ότι απλά συμμετέχει σε κάποιο video game ή προσομοιωτή πραγματικότητας αφού απολαμβάνει βαθιά μέσα του μια ασφάλεια και την πεποίθηση, ότι ο ίδιος δεν είναι εγκληματίας, δεν έκλεψε κανέναν, δεν σκότωσε ποτέ, έχει σπουδάσει, πληρώνει φόρους και άλλωστε είναι και εξαιρετικός οδηγός.

Αυτή η μυστήρια εξαίρεσή του εγκλήματος στο δρόμο συγκριτικά με τα λοιπά εγκλήματα νομίζω πως κρύφτηκε πίσω από την – κατ’αρχήν σωστή – δογματικά θέση ότι κάποιος που με το όχημα του παραβιάζοντας τον ΚΟΚ προχωρεί στην εμπλοκή και στον κίνδυνο να προκαλέσει θανατηφόρο δυστύχημα ΔΕΝ μπορεί να αποδέχεται το ενδεχόμενο να σκοτωθεί και ο ίδιος, και συνεπώς βολεύει να τοποθετείται η συμπεριφορά αυτή στο πεδίο της αμέλειας. Πιο απλά αφού δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι εσύ που τρέχεις με 200 στην πόλη και περνάς κόκκινα φανάρια, έχεις αποδεχτεί το σενάριο να σκοτωθείς, τότε δεν μπορεί να βαρύνεσαι με οποιαδήποτε μορφή δόλου για την πρόκληση θανάτου σε άλλον.

Και συνέβαινε πράγματι πολλές φορές ο υπαίτιος μιας σύγκρουσης να τραυματιστεί σοβαρά ή να χάσει κι αυτός τη ζωή του και ήταν δυσχερής η αποκωδικοποίηση μιας τέτοιας της συμπεριφοράς.

Τα πράγματα όμως άλλαξαν αφού πρέπει να δεχτούμε ότι οι θεωρίες αυτές αναπτύχθηκαν πριν από 50 και πλέον χρόνια όπου τα περισσότερα αυτοκίνητα δεν είχαν abs , στην πλειονότητα τους δεν είχαν ζώνες ασφαλείας στα πίσω καθίσματα, δεν είχαν ηλεκτρονικά συστήματα, οι δρόμοι δεν είχαν κάμερες και φυσικά τα οχήματα ήταν υποπολλαπλάσια σε αριθμό.

Η θλιβερή πραγματικότητα οδήγησε σε αναθεώρηση της προσέγγισης και εκ νέου αποκωδικοποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς βάζοντας στην εξίσωση πολλούς παράγοντες.

Με πρώτο και κυρίαρχο το γεγονός ότι κάθε μέρα σκοτώνονται δύο έλληνες στον δρόμο και κανείς μα κανείς δεν συνετίζεται, ούτε από τους δράστες ούτε από τους λοιπούς οδηγούς που εκεί έξω είναι υποψήφιοι να παράξουν σύντομα το επόμενο δυστύχημα.

Αυτό γίνεται ακόμα πιο θλιβερό όταν από όλη την Ελλάδα γονείς – οι οποίοι έχουν χάσει τα παιδιά τους στο δρόμο από κάποιον ασυνείδητο – παρακολουθούν την ποινική διαδικασία του δυστυχήματος που κατάστρεψε την οικογένειά τους, σε ένα πινάκιο ανακατεμένο με συκοφαντικές , εξυβρίσεις, φορολογικά κι άλλα , δυσκολευόμενοι πραγματικά να αντιληφθούν πως αποδίδεται δικαιοσύνη σε έναν δράστη που μετά το θάνατο που σκόρπισε, αντικατέστησε το αυτοκίνητο του με καινούργιο , συνέχισε να ανεβάζει φωτογραφίες στα socialαπο τις εξόδους του ενώ συχνά επιλέγει να μην εμφανιστεί στην ποινική δίκη εξουσιοδοτώντας κάποιον πληρεξούσιο που θα ζητήσει συγνώμη για λογαριασμό του.

Πιο απλά μέχρι και την πρόσφατη αυστηροποίηση του 290 Α ΠΚ το ποινικό μας σύστημα αντιμετώπιζε την τροχαία εγκληματικότητα ως μία ειδική κατηγορία ελαφράς εγκληματικής συμπεριφοράς, αδυνατώντας προφανώς να την εντάξει σε άλλες βαρύτερες διατάξεις, γεμίζοντας όμως με αγανάκτηση (δικαιολογημένη) τις χιλιάδες των οικογενειών που διαλύθηκαν από ασυνείδητους συμπολίτες μας.

Την απουσία της αυτονόητης μέριμνας που θα έπρεπε από καιρό να έχει συμπεριλάβει ο νομοθέτης στο ποινικό μας οπλοστάσιο συμπλήρωσε μερικώς με την προσθήκη τον περασμένο Απρίλιο στο 290 Α (Ν.5039/2023 άρθρο 66) της κακουργηματικής διώξεως στην περίπτωση πρόκλησης θανάτου ή σοβαρού τραυματισμό από υπερβολική ταχύτητα.

Η επικείμενη συμπερίληψη στην ως άνω διάταξη της παραβίασης του ερυθρού σηματοδότη (για την οποία σημειωτέον υπήρχε ξεκάθαρη και αιτιολογημένη εισήγηση στο προαναφερόμενο νομοσχέδιο των «Τεμπών» που τελικώς υλοποιήθηκε με τον ν.5039/2023) η οποία πλέον θα διώκεται ως κακούργημα αν οδηγήσει σε τραγωδία, είναι μία δίκαιη και επιβεβλημένη – όχι αυστηροποίηση – αλλά κατά την άποψή μου εναρμόνιση με την πραγματικότητα, την ανασφάλεια στο δρόμο, την ανυπαρξία οδηγικής συνείδησης και κυρίως της μόνης υπολογίσιμης αλήθειας που αποτυπώνεται στον αριθμό των θανάτων κάθε μέρα.

Τα προβλήματα που θα προκύψουν για την σωστή εφαρμογή των ως άνω αλλαγών έχουν κυρίως να κάνουν με ζητήματα απόδειξης γι’ αυτό και είναι επιβεβλημένη η επιστράτευση ειδικών πραγματογνωμόνων στην ανάλυση των δικογραφιών αλλά και η εκπαίδευση και ενημέρωση ώστε τα κλιμάκια της τροχαίας να κάνουν προσεκτικότερη και πιο επιστημονική δουλειά για να ελαχιστοποιούν τα περιθώρια αμφισβήτησης της επάρκειας του αποδεικτικού υλικού. Περιττό φυσικά να πούμε ότι καταλύτης τα τελευταία χρόνια στις σχετικές δικογραφίες αποτελεί το υλικό από κάμερες.

Αναφορικά με τη διάγνωση ενδεχόμενου δόλου πίσω από τις συμπεριφορές που θα προβλέπει πλέον το 290Α του ΠΚ οφείλουμε νομίζω να δεχτούμε ότι ένας οδηγός που κινείται με 160 km/ω σε μία λεωφόρο της πόλης «γνωρίζει πολύ καλά» ότι είναι σχεδόν αδύνατο να ακινητοποιήσει ή να μανουβράρει το όχημα του σε περίπτωση κινδύνου.

Επίσης ένας οδηγός που παραβιάζει το κόκκινο σε μία διασταύρωση έχει κατά τεκμήριο απόλυτη επίγνωση του κανόνα δικαίου που καταστρατηγεί και γνωρίζει και αποδέχεται το σοβαρότατο ενδεχόμενο να προκαλέσει ο ίδιος μία τραγωδία (αφού κόκκινο για τον έναν είναι πράσινο για κάποιο άλλο).

Για αυτές λοιπόν τις περιπτώσεις που αξιολογούνται ως εκ του αποτελέσματος, άρα υπό την προϋπόθεση ότι θα συνδεθούν με θανατηφόρο δυστύχημα ή βαριά σωματική βλάβη, πρέπει πλέον να υπάρχει κάποιου είδους αντίκρυσμα αναλογικής συνέπειας/ τιμωρίας για τους δράστες.

Και βεβαίως πρέπει πλέον να είναι αδιάφορο αν ο υπαίτιος οδηγός έχει αποδεχθεί ή όχι την πιθανότητα αυτοδιακινδύνευσης. Άλλωστε αυτό δεν απασχολεί καθόλου στην πλειονότητα των περιπτώσεων που τα θύματα είναι δικυκλιστές ή πεζοί άρα κατά τεκμήριο είναι απίθανο ο υπαίτιος οδηγός αυτοκινήτου να υποστεί κάποια σοβαρή ζημιά ο ίδιος.

Έχω την πεποίθηση ότι στόχος και της προηγούμενης εναρμόνισης άλλως αυστηροποίησης αλλά και της επικείμενης, προφανώς δεν είναι η άσκηση περισσότερων ποινικών διώξεων ή επιβολή αυστηρότερων ποινών αλλά κίνητρο και προσδοκία είναι το πιο δίκαιο αυτό πλαίσιο να λειτουργήσει εγκλημάτοπροληπτικά και αποτρεπτικά για όλους τους οδηγούς.

*Γιάννης Μαρακάκης, Δικηγόρος

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr