Γρηγόριος Πεπόνης: Καταλυτική στρέβλωση;

Η πραγματικότητα δεν μπορεί να αγνοηθεί και αν όμως αγνοηθεί, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αγνοηθούν οι συνέπειές της.

NEWSROOM
Γρηγόριος Πεπόνης: Καταλυτική στρέβλωση;

Διαχρονικά και στην ιστορική του διαδρομή ο νόμος για την ποινική ευθύνη των υπουργών αποτέλεσε «γκρίζα ζώνη», «χαίνουσα» και «ανεπούλωτη», αν όχι «πυορροούσα πληγή» στο εν γένει πολιτειακό θεσμικό εποικοδόμημα.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα επικριτικά εναντίον του «πυρά» δεν προέρχονται μόνον από την πλευρά της θεωρίας, αλλά, κατά καιρούς, και από σημαντικό μέρος του πολιτικού κόσμου.

Αιτία πρόδηλη επιδεικνυόμενες ανενδοιάστως μικροπολιτικές συμπεριφορές, άκρατες και άκριτες κομματικές νοοτροπίες και έλλειμα θεσμικής κουλτούρας, με τελική συνισταμένη των επί μέρους αυτών αρνητικών συνιστωσών την στρεβλή και παραμορφωτική εφαρμογή του.

Το γεγονός ατονεί, αν δεν απωθεί παντελώς από το προσκήνιο, την υφισταμένη δικαιοπολιτική οπτική στην προσέγγιση του ζητήματος που ρυθμίζει ο συγκεκριμένος νόμος, παρά την δεδομένη στόχευσή του να λειτουργήσει ως συνταγματική θεσμική εγγύηση, αλλά και επιρρωνύει περαιτέρω την διάχυτη πεποίθηση, κατά την οποίαν το ιδιαίτερο, με συνταγματική θεμελίωση, νομικό καθεστώς που ισχύει, άγει τελικώς σε ατιμωρησία και υπόθαλψη της διαφθοράς στον πολιτικό βίο της χώρας, σε κάθε δε περίπτωση «εμπνέει» στους ασκούντες κυβερνητική εξουσία αίσθηση ουσιαστικού απυρόβλητου έναντι της Δικαιοσύνης.

Δεν προκύπτει η ενασχόληση με τα παραπάνω «από το πουθενά» και κατ’ ονειροφαντασία.

Αυτά υφίστανται, προβληματίζουν και «κεντρίζουν» την σκέψη, στα πλαίσια μιας ευλόγως επίμονης και εξακολουθητικής, εδώ και καιρό, επικαιρότητας με την κωδική ονομασία «υπόθεση Νovartis», για την οποίαν η διενεργούμενη Κυρία Ανάκριση και κατά την σχετική ειδησεογραφία ευρίσκεται, ήδη, «εν τω περατούσθαι».

Μιας επικαιρότητας που δεν έχει περιορισθεί αποκλειστικώς στα καθ’ ημάς, αλλά έχει εκταθεί και εκτός ορίων της Ελληνικής Επικράτειας, με τις επιτροπές (μεταξύ άλλων) για την καταπολέμηση της διαφθοράς και LIBE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να έχουν επιληφθεί και να ασχολούνται με το ζήτημα.

Και δεν πρόκειται, εν προκειμένω, μόνον για την παρατηρούμενη στις περιπτώσεις αυτές παράκαμψη της δικαστικής Αρχής και την άσκηση δικαστικών αρμοδιοτήτων και καθηκόντων από το αποκαλούμενο «πολιτικό σύστημα», που γίνεται όχι κατά διασταύρωση, έστω, των πολιτειακών λειτουργιών, αλλά καθ’ υποκατάσταση της δικαστικής Αρχής στο πρώτο κρίσιμο και αποφασιστικό διαδικαστικό στάδιο.

Ούτε πρόκειται για θεσμικό «γκρίζο», που προκύπτει απλώς  και αναδεικνύεται από την αντιπαραβολή και σύγκριση του πράγματι συντρέχοντος και ισχύοντος, δηλαδή του «είναι», προς το «δέον».

Είναι η πρώτη φορά που το «πολιτικό σύστημα» (νομοθετική και εκτελεστική εξουσία) δεν αρκέσθηκε στις απαραδέκτως μεν, αλλά σχεδόν παγίως εκδηλούμενες, σε ανάλογες περιπτώσεις, ανοίκειες θεσμικά και αποδοκιμαστικές φραστικές επιθέσεις του, αλλά εστράφη, κάνοντας χρήση και του νόμου για την ποινική ευθύνη των Υπουργών και ασκώντας τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που ο νόμος αυτός του αναγνωρίζει και του παρέχει, εναντίον και των εισαγγελικών λειτουργών που συνέλλεξαν και διαβίβασαν στην Βουλή τα σχετικά στοιχεία, συντελώντας έτσι και τούτο στο να καταστούν αυτοί από ελέγχοντες στην βασική υπόθεση, ελεγχόμενοι στην υπόθεση των «πολιτικών προσώπων», ως προς τα οποία η δικογραφία είχε διαβιβασθεί στην Εθνική Αντιπροσωπεία.

Σίγουρα θα πρόκειται για θεσμικό κατάντημα και δεν θα υπάρχει «παρέκει» και «πιο κάτω», εάν το γεγονός αυτό ουδέν έτερο είναι, παρά ένα ακόμη αντιθεσμικό σύμπτωμα στρεβλής εφαρμογής του νόμου για την ποινική ευθύνη των Υπουργών.

Όπως θα είναι βαθύ «πάτωμα» στον «βουρκώδη» βυθό του έσχατου θεσμικού ξεπεσμού το αντίθετο που προσάπτεται και προβάλλεται, ασύλληπτο και απίστευτο πάντως να συμβαίνει, για τον κοινό νου και την δεδομένη κυριαρχούσα στον δικαστικό χώρο υπηρεσιακή νοοτροπία και αντίληψη.

Εννοείται, βεβαίως, ότι του τελευταίου τούτου εκφεύγει και δη όλως αυτονοήτως η απλή διαβίβαση στην Βουλή των «στοιχείων που προέκυψαν» για υπουργούς, αφού η ενέργεια αυτή, αφ’ εαυτής, και «δεσμία» αρμοδιότητα συνιστά για τον εισαγγελέα και πράξη συνάδουσα προς την αρχή της νομιμότητας αποτελεί.

Το αντίθετο θα εσήμαινε το μη δυνάμενο να γίνει δεκτό ότι, η θεσμική πρόβλεψη για την ποινική ευθύνη των υπουργών, αποτελεί σύλληψη θεωρητικής καθαρά υφής και για το «θεαθήναι», η δε περί αυτής ειδικότερη συνταγματική και νομοθετική ρύθμιση είναι προσχηματικής φύσης και «για τα μάτια του κόσμου», στοχεύουσα απλώς και μόνον την αποφυγή της εύλογης κοινωνικής επίκρισης σε περίπτωση ανυπαρξίας της και πέραν αυτού ουδέν.

Ωστόσο, «τα γενόμενα ουκ  απογίγνονται».

Η πραγματικότητα δεν μπορεί να αγνοηθεί και αν όμως αγνοηθεί, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αγνοηθούν οι συνέπειές της.

Η κοινωνική καχυποψία έναντι των θεσμών είναι, ήδη, δεδομένη και «εγκατεστημένη».

Ο συνετός πολίτης, ακόμη και  αν «φιμώσει» τις καχυποψίες του, δεν θα θελήσει, ούτε θα μπορέσει να τις «υπνώσει».

Ούτε να παραβλέψει τις βαριές θεσμικές «σκιές» δυσπιστίας θα καταφέρει.

Βεβαίως, όπου σκιές εκεί και το φως.

Οι πρώτες αποδεικνύουν πάντα την ύπαρξη του δευτέρου.

Και αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από την Δικαιοσύνη.

Αυτή, ως έχουσα τον τελευταίο λόγο, θα κληθεί να ξεχωρίσει «την ήρα από το σιτάρι», «να βγάλει από κρύο φούρνο ζεστό ψωμί», να «πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα», πριν αυτός καταστεί «θεσμικός Μινώταυρος».

Αναποτελεσματικότητα και ολιγωρία, ειδικά αυτήν την φορά, δεν συγχωρούνται.

Το αντίθετο, από καταλογίζουσα τις ευθύνες θα καταστήσει την Δικαιοσύνη υπεύθυνη και υπόλογη.

Ούτως ή άλλως είμαστε αποτέλεσμα των αποφάσεών μας.

Αυτές μας ταυτοποιούν και μας προσδιορίζουν θετικά ή αρνητικά.

Από αυτές εξαρτάται το θεσμικό αύριο που, ήδη, διακυβεύεται σοβαρά.

Θα το κερδίσουμε ή θα το χάσουμε;

Ίδωμεν.

Η Δικαιοσύνη γνωρίζει.

Και, σίγουρα, πέραν της ετερογνωσίας δεν στερείται και υπηρεσιακής αυτογνωσίας.

Η Δικαιοσύνη μπορεί.

Η Δικαιοσύνη θέλει.

Αυτή την φορά δεν υπάρχει χώρος για το ούτως ή άλλως αδιανόητο να συμβαίνει και δημοσίως, από μη άσχετα χείλη, κατά καιρούς διατυπούμενο, περί «εντίμων δικαστικών λειτουργών στην συντριπτική πλειονότητά τους».

Εάν ο σκεπτικισμός, που η ρήση αυτή μοιραίως πυροδοτεί, αναδειχθεί βάσιμος, η κατρακύλα στο ερεβώδες βάραθρο της θεσμικής ανυποληψίας θα είναι βεβαία για το σύνολο της Δικαιοσύνης.

Από αυτήν εξαρτάται, ενεργούσα μόνον ως φυσικός πραγματικός δικαστής που εμπνέει εμπιστοσύνη, η στρέβλωση στην οποίαν αναφέρεται ο τίτλος του παρόντος, να αποδειχθεί τέτοια περιορισμένου θεσμικού «βεληνεκούς» και περιορισμένων θεσμικών συνεπειών και διαστάσεων.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr