Γρηγόριος Ζ. Πεπόνης: “Κάθε θαύμα τρεις ημέρες…”;
Συγκλονισμός και αποστροφή συνέχει σύμπασα την κοινωνία, μετά το φρικώδες και αποτροπιαστικό έγκλημα των Γλυκών Νερών Αττικής. Σοκαρισμένη και «παγωμένη» στο άκουσμά του η κοινή γνώμη, παρά την αρνητική πραγματικότητα του εθισμού της, πλέον, σε συχνά περιστατικά βαρείας εγκληματικότητας και του συνακόλουθου τούτων και αναπόφευκτου συνολικού «ψυχολογικού μιθριδατισμού» που, εξ αιτίας τους, αναπτύσσεται. Ανάλογο το […]
Συγκλονισμός και αποστροφή συνέχει σύμπασα την κοινωνία, μετά το φρικώδες και αποτροπιαστικό έγκλημα των Γλυκών Νερών Αττικής.
Σοκαρισμένη και «παγωμένη» στο άκουσμά του η κοινή γνώμη, παρά την αρνητική πραγματικότητα του εθισμού της, πλέον, σε συχνά περιστατικά βαρείας εγκληματικότητας και του συνακόλουθου τούτων και αναπόφευκτου συνολικού «ψυχολογικού μιθριδατισμού» που, εξ αιτίας τους, αναπτύσσεται.
Ανάλογο το κλίμα και η διαχεομένη ατμόσφαιρα και στα έντυπα και στα ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Έκδηλη η οργή και η αγανάκτηση για την στυγερή δολοφονία της εικοσάχρονης νεαρής μητέρας, δίπλα στο ενδεκάμηνο βρέφος της.
Βαναύσως και κατά τρόπον ακρότατο πλήττονται τα βασικά και «εκ των ων ουκ άνευ» δικαιώματα της προσωπικής ασφάλειας και της ζωής του φιλήσυχου, νομοταγούς και συνεπούς στις υποχρεώσεις του πολίτη, ενώ, προφανέστατα, εκτίθεται βαρύτατα η «φύσει και θέσει» εγγυήτρια αυτών Πολιτεία.
Όχι. Δεν προσχωρούμε σε ουτοπικές θεωρήσεις και ουτοπικές προσεγγίσεις του ζητήματος.
Έγκλημα υπήρχε, υπάρχει και θα εξακολουθήσει υφιστάμενο.
Τουτ’ αυτό ρητέον και για το ιδιαζόντως ειδεχθές έγκλημα.
Εκείνο, όμως, που υπήρχε και όλως αφρόνως έχει εκλείψει, είναι η ιδιαίτερη και εξειδικευμένη νομοθετική αντιμετώπιση του τελευταίου.
Όλως ακατανοήτως, χωρίς περίσκεψη και χωρίς την επιβεβλημένη συλλογιστική «βάσανο» και υπευθυνότητα, ο νομοθέτης έχει χωρήσει, προ πολλού χρόνου, στην εξίσωση μεταξύ ιδιαζόντως απεχθών και μη εχόντων τα χαρακτηριστικά αυτά εγκλημάτων, συνακολούθως δε και στην ομοιότροπη ποινική μεταχείριση των δραστών αυτών.
Δεν προσφέρεται ο χώρος για ειδικότερες νομικές αναλύσεις.
Ωστόσο, «νομοθετικές εκπτώσεις» στην αυστηρότητα της ποινικής αντιμετώπισης των ιδιαζόντως ειδεχθών εγκλημάτων και παντελώς αδικαιολόγητες τυγχάνουν δικαιοπολιτικά και κατά τρόπον απόλυτον συγκρούονται με βασικές και διαχρονικές αρχές της εγκληματολογικής επιστήμης, με περαιτέρω απότοκον συνέπεια την ευθεία υπονόμευση της αναγκαίας ευόδωσης της ακολουθουμένης, από κάθε συντεταγμένη και σοβαρή πολιτεία, αντεγκληματικής πολιτικής.
Ούτε η «υφ’ όρον απόλυση» του καταδίκου από τις φυλακές συνιστά για τον νομοθέτη αναγκαστικό και, κυρίως, άκριτο «νομικό μονόδρομο».
Η μερική έκτιση της επιβαλλόμενης από τα δικαστήρια ποινής νοείται μόνον ως αντεγκληματικός θεσμός και επ’ ουδενί ως «νομικό ταμπού» ή ως απλή διεκπεραιωτική διαδικασία αποσυμφόρησης των καταστημάτων κράτησης.
Αντί, συνεπώς, «λογιστικών» υπολογισμών χρονικών επιμηκύνσεων του ελαχίστου πραγματικώς εκτιτέου μέρους της ποινής που επιβλήθηκε, ας μετουσιωθεί σε ζώσα νομοθετική πραγματικότητα το απλό, απολύτως ορθολογικό και αυτονόητο, αλλά και συνταγματικώς συμβατό, κατά το οποίον οι ποινές των δικαστηρίων, ενίοτε, εκτίονται πραγματικώς στο ακέραιο και δεν έχουν μόνον ονομαστική αξία, άλλως δεν είναι «χρήμα πληθωριστικό».
Το οφείλουμε στην φιλήσυχη, νομοταγή και δημιουργική κοινωνία, που καρτερικά και αγόγγυστα «ανεβαίνει τον Γολγοθά» της σκληρής καθημερινότητας, χωρίς να αφίσταται, παραλλήλως, των ποικιλωνύμων υποχρεώσεών της προς την Πολιτεία.
Είναι το ελάχιστο χρέος προς διαφύλαξη της κοινωνικής ειρήνης και της ασφάλειας των πολιτών.
Το χρωστάμε στον νομικό μας πολιτισμό για τον οποίο σεμνυνόμεθα και θα ήταν κρίμα, άδικο, αλλά και ολέθριο, να τον στιγματίσουμε, ταυτίζοντάς τον με την «διευκόλυνση» της ασυδοσίας θρασυτάτων και αδιστάκτων εγκληματιών και δολοφόνων, οι οποίοι γνωρίζουν εκ των προτέρων πως η «χασούρα» τους, αν τελικώς «χάσουν», δεν θα τους στερήσει την δυνατότητα και άλλων εγκληματικών ευκαιριών.
Δεν πρόκειται για «ποινικό λαϊκισμό».
Για στοιχειώδη ποινικό ορθολογισμό πρόκειται.
Και είναι πράγματι άλογο, το ιδιαιτέρως και ιδιαζόντως απεχθές έγκλημα να αγνοείται από τον νομοθέτη, ως κρίσιμη και αποφασιστική συνιστώσα της ποινικής μεταχείρισης του ειδεχθούς δράστη του.
Παρέλκει, ως αυτονόητος, ο ειδικότερος επιτονισμός του αναλογούντος, εν προκειμένω, στην νομοθετική λειτουργία «βάρους».
Αναντιλέκτως θετικός ο εκφρασθείς και εκδηλωθείς, για το φρικτό έγκλημα, κοινωνικός συγκλονισμός και αποτροπιασμός, θετική και η αναζωπύρωση της για πολλοστή φορά εγερθείσης, για τέτοια ζητήματα, δημόσιας συζήτησης.
Απαιτεί, όμως, αυτή και καθιστά επιβεβλημένη, ως επακόλουθο και συνέπειά της, την έμπρακτη πολιτειακή αντίδραση και την ανάληψη συναφούς ουσιαστικής και αποτελεσματικής πρωτοβουλίας.
Για να μην βρεθούμε να λέμε τα ίδια στον επόμενο και, δυστυχώς, βέβαιον συγκλονισμό μας, όπως τα ίδια λέγαμε και σε προηγουμένους πλείονες, επιβεβαιώνοντας έτσι την λαϊκή μας θυμοσοφία, κατά την οποίαν «Κάθε θαύμα τρεις ημέρες, το μεγάλο τέσσερις».
Ο Γρηγόριος Ζ. Πεπόνης είναι Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου ε. τ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Γρηγόριος Ζ. Πεπόνης : “Ακαταδίωκτον” έναντι ποίου; Γρηγόριος Ζ. Πεπόνης: «Μικρόλογη» Προσέγγιση ή Εμπεδωμένη «Μικρομανής» Νοοτροπία; Βουλή: Την Τετάρτη στην Ολομέλεια το νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια Διαδικτυακό Συνέδριο ΕΔΕ και ΔΠΘ – “Ζητήματα από την πρακτική εφαρμογή του νέου Ποινικού Κώδικα”Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr