Γρηγόρης Πεπόνης: Το κρίσιμο διαδικαστικό “όριο” της άσκησης ποινικής δίωξης

Η «Ποινική ευθύνη των Υπουργών», άλλωστε, «κεντρίζει» αφ’ εαυτής το δημόσιο ενδιαφέρον και θα το διατηρούσε αδιάπτωτο μέχρι του πέρατος της σχετικής έρευνας

NEWSROOM
Γρηγόρης Πεπόνης: Το κρίσιμο διαδικαστικό “όριο” της άσκησης ποινικής δίωξης

Δεν ασχολούμεθα με το ζήτημα «εική και ως έτυχε», αλλά με αφορμή την τρέχουσα και εν εξελίξει επικαιρότητα, της οποίας ο νόμος  για την ποινική ευθύνη των Υπουργών αποτελεί σύνηθες και, ευλόγως, θελκτικό αντικείμενο ενασχόλησης.

Η «Ποινική ευθύνη των Υπουργών», άλλωστε, «κεντρίζει» αφ’ εαυτής το δημόσιο ενδιαφέρον και θα το διατηρούσε αδιάπτωτο μέχρι του πέρατος της σχετικής έρευνας, εάν την όλη διαδικασία διέτρεχαν και χαρακτήριζαν θεσμικής φύσης δικαστικά κριτήρια και μόνον.

Το τελευταίο τούτο, όμως, δεν συμβαίνει αρχήθεν, αλλά οψιγενώς και μόνον από και δια της απόφασης της Βουλής για άσκηση ποινικής δίωξης κατά Υπουργού.

Έως τότε, όπως είναι γνωστό, καλούνται να επιτελέσουν και επιτελούν «δικαστικά» καθήκοντα πρόσωπα που δεν είναι δικαστικοί λειτουργοί, αλλά κομματικώς οριζόμενοι και κομματικώς ενταγμένοι βουλευτές και αντίστοιχες κομματικές πλειοψηφίες, γεγονός που, αναποφεύκτως, διαχέει έντονο σκεπτικισμό και στην κοινή γνώμη.

Το πέρας της, κατά τούτο, «δικαστικής» κοινοβουλευτικής διαδικασίας, συμπίπτει με την συναφή ανάκτηση της κοινωνικής θεσμικής εμπιστοσύνης, της τόσο σημαντικής για την λειτουργία και την ποιότητα της δημοκρατίας.

Βεβαίως, οι γενικεύσεις πλειστάκις είναι σφαλερές και οπωσδήποτε άδικες.

Το «ποτέ μη γενικεύεις χωρίς μια γκριμάτσα δυσπιστίας», σαφώς και δεν στερείται βασιμότητας.

Το «μεμονωμένο περιστατικό» δεν χαρακτηρίζει πάντοτε την όλη συναφή πραγματικότητα, χωρίς ωστόσο και να αποκλείεται «μεμονωμένα περιστατικά» να αποτελούν ειδικές συγκεκριμένες περιπτώσεις μιας γενικευμένης κατάστασης.

Εννοείται, ότι της νομοθετικής αρμοδιότητας της Βουλής και του αντικειμένου της νομοθετικής λειτουργίας αυτής, δεν εκφεύγει ο νόμος περί ποινικής ευθύνης των Υπουργών.

Νομίμως τροποποιείται, μεταρρυθμίζεται ή, ακόμη, αντικαθίσταται, τόσον αυτός, όσον και νομοθετήματα σχετιζόμενα αμέσως ή εμμέσως και συγκυριακώς με τις ρυθμίσεις του και τις δικονομικές διαδικασίες που αυτός «ανοίγει» και «δρομολογεί».

Έτσι, εκκρεμούσης  δικονομικώς της αναγομένης στον νόμο περί ποινικής ευθύνης των Υπουργών και γνωστής ως «υπόθεση NOVARTIS», καταργήθηκε με το άρθρο 183 του νόμου 4855|12-11-2021, υπό τον τίτλο «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες επείγουσες διατάξεις», η απαγόρευση παράστασης για την υποστήριξη της κατηγορίας ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου, που διαχρονικώς προβλεπόταν και ίσχυε (άρθρο 15 παρ. 5 του νόμου 3126|2003 και άρθρο 19 παρ. 2 του προϊσχύσαντος για την ποινική Υπουργική Ευθύνη νόμου 2509|1997).

Το γεγονός προκάλεσε και αντίδραση και αρνητικό σχολιασμό, με την διάταξη να χαρακτηρίζεται ως προϊόν πρόδηλης  σκοπιμότητας και «φωτογραφική», μεταξύ άλλων (Στην υπόθεση «NOVARTIS» τα δυνάμενα να δηλώσουν παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας πρόσωπα, κυριότατα πολιτικά, είναι πλείονα του ενός).

Ωστόσο, με μια τρίτη ματιά και στα πλαίσια της αναγκαίας και επιβεβλημένης θεσμικής προσέγγισης και του αντιστοίχου (όχι άσκεφτου) θεσμικού σεβασμού, δεν μπορεί κανείς, περιοριζόμενος στο συγκεκριμένο ζήτημα και μόνον (αρκετά τα ερεθίσματα για επέκταση), να μην αναρωτηθεί:

Προς τί η απουσία, επί του θέματος, σχετικής μεταβατικής διάταξης, αναφορικά με τις εκκρεμείς και ευρισκόμενες ήδη  εν εξελίξει στην ποινική προδικασία υποθέσεις και η μη προσφυγή του νομοθέτη στην πρακτική «σοφία» και την εγνωσμένη χρηστικότητα των διατάξεων αυτού του είδους;

Προς τί η μη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του «εκτός αν άλλως ορίζεται», που υφίσταται, συντρέχει και παγίως αναγνωρίζεται ως προς την αμεσότητα της εφαρμογής ή μη των δικονομικών διατάξεων, όπως είναι και η διάταξη του άρθρου 183 του νόμου 4855|12-11-2021;

Βεβαίως, η διακριτική ευχέρεια ασκείται κατ’ οικεία, εκάστοτε, κρίση και αυτή, εν προκειμένω, ανήκε και ανήκει στον νομοθετούντα και μόνον, του οποίου ουδείς μπορεί και δικαιούται να είναι υποκατάστατος.

Σίγουρα, όμως, δεν εισφέρει θεσμικά η καλλιέργεια και δημιουργία, εκουσίως ή ακουσίως και ανεξαρτήτως βασιμότητας ή μη, πεποίθησης ή εντύπωσης, έστω, ότι μπορεί να καταβάλλεται, εμμέσως και δια της νομοθετικής Λειτουργίας, προσπάθεια να υπερκερασθεί το τιθέμενο δικονομικό τερματικό «όριο» των «δικαστικών» αρμοδιοτήτων της Βουλής, με την «επέκταση» αυτών και της εν δυνάμει επιρροής τους και ενώπιον της τακτικής ποινικής Δικαιοσύνης.

Το υψηλό επίπεδο θεσμικής λειτουργίας που έχουμε επιτύχει ως συντεταγμένη Πολιτεία, πρέπει εμμόνως να διατηρείται ασκίαστο και να μην επιτρέπει, ούτε καν σε επίπεδο υποψίας και ενδεχομένου, σκέψεις περί του ότι «άλλα τα φαινόμενα και τα λεγόμενα, άλλα τα νοούμενα και τα βλεπόμενα».

Αποτελεί, προς την κατεύθυνση αυτή, όρο «εκ των ων ουκ άνευ» η εδραίωση κοινής πεποίθησης και ο εξοβελισμός κάθε αμφιβολίας, περί του ότι όλα όσα βλέπουμε, δεν είναι η σκιά που ρίχνουν αυτά που δεν βλέπουμε.

*Άρθρο του Γρηγορίου Ζ. Πεπόνη, Αντεισαγγελέως Α. Π. ε. τ.

*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στην ΕΦΣΥΝ

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr