Γρηγόρης Ζ. Πεπόνης: Η γυναικοκτονία ως ιδιαζόντως ειδεχθές έγκλημα
Οι γυναικοκτονίες, στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, συνιστούν ιδιαζόντως απεχθείς εγκληματικές πράξεις. Είναι ακριβώς η ιδιάζουσα ειδέχθειά τους αυτή, που de facto τις διακρίνει και τις ξεχωρίζει, κατά κανόνα, από τις λοιπές ανθρωποκτονίες.
Το έγκλημα πάντοτε, από την φύση του και τον ούτως ή άλλως αντικοινωνικό χαρακτήρα του, προκαλεί αρνητικά συναισθήματα και απορριπτικές του εγκληματία ψυχικές διεργασίες. Ενώ όμως και κατά κανόνα, στην πλειονότητα των εγκληματικών πράξεων, ποικίλλει κάθε φορά η ένταση και διακυμαίνεται το εύρος της κοινωνικής απόρριψης του δράστη, υφίστανται και δη διαχρονικώς εγκλήματα τα οποία, ως εκ του είδους και του τρόπου εκτέλεσής τους, προκαλούν συνολικώς αποτροπιασμό και απέχθεια σύμπασας της κοινωνίας. Άλλως και επί το απλούστερον, τα εγκλήματα αυτά και οι εν γένει περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράττονται προκαλούν κοινωνικό συγκλονισμό και τραυματίζουν καιρίως το περί δικαίου συναίσθημα. Είναι πράξεις μισητές και αποκρουστικές, προ των οποίων ο κοινωνικός περίγυρος μένει άναυδος και βιώνει συναισθήματα βδελυγμίας έναντι του δράστη. Είναι οι, κατά την νομική ορολογία, «ιδιαζόντως απεχθείς» εγκληματικές πράξεις που πάντοτε υπήρχαν, υφίστανται και θα διαπράττονται, με τις γυναικοκτονίες και τους στυγερούς δράστες τους να διεκδικούν και να κατέχουν εξέχουσα θέση στο σχετικό με αυτές εγκληματικό «πάνθεον». «Βάθρο» τους και «εφαλτήριο» προς τούτο τα διατρέχοντα τις γυναικοκτονίες πολυσύνθετα και πολυεπίπεδα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, με πρόδηλα κατά κανόνα και κυρίαρχα μεταξύ αυτών την ακραίας μορφής έμφυλη και σεξιστική βία, τα έμφυλα στερεότυπα και τις βαθιά «ριζωμένες» και εδραιωμένες, σε μεγάλα πληθυσμιακά τμήματα, κοινωνικές αντιλήψεις, κατά τις οποίες οι γυναίκες είναι υποδεέστερες των ανδρών και υποτελείς στην εξουσία των τελευταίων, εν ανάγκη και μέσω της έμφυλης βίας. Ιδιώνυμος ο χαρακτήρας των γυναικοκτονιών ως εκ του ότι οι απολήξεις τους, σχεδόν όλων, έχουν βαθιές «ρίζες» στις δομές της κοινωνικής οργάνωσης, τούτο δε ανεξαρτήτως και αδιαφόρως της μη ταξινόμησής τους ως ιδιωνύμων εγκλημάτων από αυστηρώς νομική άποψη και προσέγγιση. Αναφορικά με το τελευταίο τούτο δεν είναι a priori και πάντοτε ορθόν το ότι ο όρος «γυναικοκτονία» θα πρέπει να έχει μόνο φραστική υπόσταση και όχι νομικό βάρος κατά των δραστών, πολλώ δε μάλλον δεν ευσταθεί γενικώς, αδιακρίτως, «αφ’ εαυτού και άνευ ετέρου» το ότι το αντίθετο θα σχετικοποιούσε ανεπίτρεπτα το απολύτως προστατευόμενο υπέρτατο έννομο αγαθό της ανθρώπινης ζωής, εισάγοντας παρεκκλίσεις, διαφοροποιήσεις, εξαιρέσεις και διακρίσεις με κριτήριο και βάση το φύλο του θύματος και μόνον. Αντιθέτως είναι βέβαιον ότι τα ανωτέρω αρνητικά, που προβάλλονται ως επιχειρήματα κατά της νομοθετικής αναγωγής της γυναικοκτονίας σε μια νέα εγκληματική ποινική κατηγορία, συντρέχουν και διατρέχουν την νομοθετική μας πραγματικότητα με το να μην τιμωρείται ειδικότερα και αυστηρότερα, από αυτήν, το «ιδιαζόντως απεχθές» έγκλημα και να μην αντιμετωπίζονται δυσμενέστερα ποινικώς οι εκάστοτε δράστες του. Και οι γυναικοκτονίες, στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, συνιστούν ιδιαζόντως απεχθείς εγκληματικές πράξεις. Είναι ακριβώς η ιδιάζουσα ειδέχθειά τους αυτή, που de facto τις διακρίνει και τις ξεχωρίζει, κατά κανόνα, από τις λοιπές ανθρωποκτονίες. Εννοείται ότι δεν πρέπει να ξενίζει ο όρος «ιδιαζόντως απεχθής» ούτε και να προβληματίζει ως νομική έννοια, που άλλωστε από το δικαστήριο και μόνον προσάπτεται, ως χαρακτηρισμός, στην εγκληματική πράξη και από την νομολογία εξειδικεύεται και συγκεκριμενοποιείται. Προϋπήρξε στον προϊσχύσαντα Ποινικό Κώδικα και εσφαλμένως συμπαρασύρθηκε με την κατάργηση του άρθρου 86 του Κώδικα αυτού, αντί να διατηρηθεί, με την δέουσα αναπροσαρμογή των συναφών διατάξεων, ως ειδική περίπτωση δυσμενέστερης ποινικής αντιμετώπισης του δράστη. Κατά την ορθή και αναγκαία, με την μορφή που είχε, κατάργηση του άρθρου 86 του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, που έλαβε χώραν με τον νόμο 2207\1994, προδήλως εσφαλμένα ο νομοθέτης υπέλαβε ότι κατήργησε και το ιδιαζόντως απεχθές έγκλημα. Αυτό εξακολουθεί να καταγράφει τις δικές του μαύρες σελίδες στα εγκληματολογικά χρονικά. Συνεχίζει να «ζεί και βασιλεύει» και, συν τοις άλλοις, καταδεικνύει το ασύγγνωστο της νομοθετικής παράλειψης θέσπισης ιδιαίτερης και αυστηρότερης για τούτο ποινής. Και υπάρχει όντως έδαφος τέτοιας ποινής. Είτε πραγματικώς εκτιόμενα ισόβια είτε κατά πολύ υπέρτερα και αισθητά δυσμενέστερα όρια για την υφ’ όρον απόλυση. Με απόλυτο σεβασμό και αληθή αρμονία προς την αρχή της αναλογικότητας, η οποία δεινώς δοκιμάζεται μόνο στην αντίθετη εκδοχή. Είναι αδιανόητη και σε κάθε περίπτωση τυγχάνει απολύτως ανορθολογική η ισότιμη και με τα ίδια μέτρα και σταθμά νομοθετική αντιμετώπιση του ιδιαζόντως απεχθούς και του μη τέτοιου εγκλήματος. «Αμ’ έπος αμ έργον» λοιπόν. Μακράν από θεωρητικής αποκλειστικώς υφής ενασχολήσεις και «δολιχοδρομικές» ατελέσφορες νομικές προσεγγίσεις και αναζητήσεις. Επί του πεδίου, την παρουσία και δράση στο οποίον καμία παράθεση συλλογισμών και καμία προσομοίωση δεν μπορεί να υποκαταστήσει. Στην σφαίρα της έμπρακτης συνέπειας, για πραγματικές νομοθετικές τομές με κυρωτικό «Δια Ταύτα» πάντοτε και όχι «άσφαιρες». Ρητώς, διακριτά και σε νομοθετικό επίπεδο μετουσίωση της υπερχειλίζουσας ευαισθησίας σε ανάλογη αυτής ενέργεια, με την επιβεβλημένη πλήρωση του υφιστάμενου νομοθετικού κενού: Επί καταδίκης για ανθρωποκτονία που τελέσθηκε κατά τρόπον ιδιαζόντως απεχθή δεν θα χωρεί υφ’ όρον απόλυση του δράστη ή αυτή θα χορηγείται με πολύ δυσμενέστερα ελάχιστα όρια πραγματικής και μόνον (όχι και ευεργετικής) έκτισης της ποινής που επιβλήθηκε. Περιττό να υπομνησθεί, κυρίως για τους σκεπτικιστές τόσον της νομικής θεωρίας όσον και της νομικής πράξης, ότι μια τέτοια πρόβλεψη δεν θίγει την τιμωρία της οποιασδήποτε ανθρωποκτονίας με την αυστηρότερη των ποινών που είναι τα ισόβια και δεν σχετικοποιεί την αξία της ανθρώπινης ζωής στο «ποινικό χρηματιστήριο», αφού δεν ανάγει συλλήβδην και αδιακρίτως σε ειδική κατηγορία ανθρωποκτονίας την γυναικοκτονία. Αφορά, αντιθέτως, καθαρά και αποκλειστικά το στάδιο έκτισης της ποινής για τις ιδιαζόντως απεχθείς ανθρωποκτονίες και, το κυριότερο, δεν αποκλείει, εν δυνάμει, καμιά ανθρωποκτονία. Σχετικοποίηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής συνιστά και η νομοθετική κυρωτική έκπτωση έναντι του ιδιαζόντως απεχθούς δράστη, που με πρωτοφανή βαναυσότητα και κυνικότητα την προσβάλλει και την αφαιρεί. Δεν μπορεί και δεν νοείται να αποτελεί τέτοιου είδους σχετικοποίηση μόνον η αυστηροποίηση έναντι συγκεκριμένης θυματικής κατηγορίας και όχι ο εκπτωτικός κυρωτικός νομοθετικός ευτελισμός έναντι συγκεκριμένης διακριτής κατηγορίας ειδεχθών δραστών. Ποινική κύρωση, άλλωστε, δεν είναι μόνο η προβλεπόμενη ποινή, αλλά η συνισταμένη αυτής και της εκτιόμενης. Συνδυαστικώς και οι δύο αυτές συνιστώσες (προβλεπόμενη και εκτιόμενη ποινή) συναποτελούν την θεσπισμένη, κάθε φορά, κυρωτική πρόβλεψη.
*Του Γρηγορίου Ζ. Πεπόνη, Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου ε. τ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Γιάννα Παναγοπούλου: Ενδοοικογενειακή βία και ποινική διαμεσολάβηση Αν. Αργυρός: Το ΕΔΔΑ και η ποινική ευθύνη των υπουργών και βουλευτών Π.Περάκης: Τα e-mails των αποδήμων και η χρήση τους από την Ασημακοπούλου. Τι λέει ο νόμος; Κώστας Καρέτσος: Κυβερνητική αδιαφορία για την αναδρομικότητα της ειδικής παροχής προστασίας της μητρότητας Πάνος Λαζαράτος: Και πάλι – Μη Κρατικά ΑΕΙ και ΣύνταγμαΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr