Γρηγόρης Ζ. Πεπόνης: Νομοθετικές προσεγγίσεις του «φαίνεσθαι»;

Αυστηροποιήσεις θεωρητικής καθαρώς υφής και κινούμενες ουσιαστικώς στην σφαίρα της πλασματικότητας, κατ’ ουδέν διαφέρουν από το να σπαθίζεις τον άνεμο.

NEWSROOM
Γρηγόρης Ζ. Πεπόνης: Νομοθετικές προσεγγίσεις του «φαίνεσθαι»;

«Πολιτική» και «επικοινωνία» είναι σύμφυτες εν πολλοίς έννοιες, με την δεύτερη να αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα και παρακολούθημα της πρώτης.

Από τον κανόνα αυτόν, έστω περισταλμένο, δεν εξαιρείται ούτε η εκάστοτε ασκούμενη κυβερνητική πολιτική, που όμως και ωστόσο δεν πρέπει και δεν μπορεί να είναι μόνον και εν παντί «επικοινωνία».

Σε κάθε περίπτωση και βεβαιότατα δεν δύναται και δεν νοείται να ασκείται με κριτήρια και όρους «επικοινωνίας» η υλοποιούσα το «κυβερνάν» νομοθετική λειτουργία.

Το αντίθετο πόρρω απέχει της επιβεβλημένης «ορθής νομοθέτησης» και ουδέν έτερον συνιστά παρά πολιτική διαχείριση του δικαίου, με τις αυτονόητες εντεύθεν αρνητικές συνέπειες στην δίκαιη και αποτελεσματική λειτουργία της συνόλης πολιτείας και κοινωνίας.

«Ορθή νομοθέτηση» και λειτουργική ποιότητα κράτους και κοινωνίας είναι έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους.

Αποτελεί απαράβατο κανόνα και αυτονόητη λογική συνεπαγωγή, πως όταν πάσχει η λειτουργική βάση της κοινωνίας και του κράτους, πάσχει η ίδια η λειτουργία τους.

Και η λειτουργική αυτή βάση δεν είναι τίποτε άλλο ή κάτι διαφορετικό από την «ορθή νομοθέτηση». Αφορμή για το παρόν η τελευταία «εν χορδαίς και οργάνοις» νομοθετική «ομοβροντία» κατά του νέου Ποινικού Κώδικα της 1ης- 7ου- 2019.

Τελευταία, στην σειρά πλειόνων άλλων κεντρικών παρεμβάσεων που προηγήθηκαν και αναδεικνύουν ως το πλέον δύστηνο νομοθέτημα του νεοελληνικού κράτους τον κώδικα αυτόν «που δεν προφταίνει ούτε να πονέσει ούτε να λυπηθεί για την κακιά του μοίρα», κατά παράφραση του Γιώργου Θεοτοκά. Σαφώς και οι νόμοι τροποποιούνται, συμπληρώνονται, αναπροσαρμόζονται, βελτιώνονται, και επικαιροποιούνται, στον βαθμό πάντοτε του πράγματι αναγκαιούντος και του ορθού μέτρου.

Δεν νοείται όμως η ποινική νομοθέτηση να είναι «έρμαιον» των εγκληματικών συμβάντων της επικαιρότητας και να φαίνεται ότι επενδύει συχνά στην εντυπωσιοθηρία, τις ποικιλώνυμες σκοπιμότητες και τους συναφείς συμβολισμούς, ούτε μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση ο κομβικός κατ’ αυτήν ρόλος της νομικής και εγκληματολογικής επιστήμης, πέραν και ανεξάρτητα από την ούτως ή άλλως και πάντοτε συντρέχουσα αλληλεπίδραση μεταξύ της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας και της θεσπιζόμενης από αυτήν ποινικής νομοθεσίας.

Νομοθετήματα πνοής και προοπτικής, όπως είναι οι «Κώδικες» αδιακρίτως και εν προκειμένω ο σχετικός με το ποινικό δίκαιο νέος ΠοινικόςΚώδικας της 1ης – 7ου- 2019, επί εικονικής πραγματικότητας ερειδόμεναείναι οικοδομήματα θεμελιωμένα στην άμμο, καταδικασμένα να «εκμετρήσουν το ζήν» τους συντόμως, με προδιαγεγραμμένη και βεβαία την παταγώδη αποτυχία τους.

Όταν κάποιος προσεγγίζειτην πραγματικότητα «κολοβωμένη» και παραθεωρώντας εμμόνως βασικές αυτής πτυχές και παραμέτρους, σίγουρα δεν το πράττει ανεικονικώς και δεν νοείται να προσδοκά βασίμως και αληθώς αποτελέσματα ρεαλιστικής προσέγγισης.

Πολλώ δε μάλλον όταν αυτό που παροράται είναι η ίδια η έκτιση των ποινών, ένα ιδιαζόντως κρίσιμο, σημαντικό και αποφασιστικό μέγεθος για την τελεσφόρολειτουργία του ποινικού μας συστήματος, του οποίου και αποτελεί την «Αχίλλειον πτέρνα».

Είναι ακριβώς αυτό που οδήγησε, στην πορεία του χρόνου, τον προϊσχύσαντα Ποινικό Κώδικα στο να εκφράζει κυρίως και σε μεγάλο βαθμό ένα πλασματικό και φαινομενικό ποινικό σύστημα, αυτό που απετέλεσε πραγματική θρυαλλίδα στον εξορθολογισμό των ποινών που επιχειρήθηκε με τον νέο Ποινικό Κώδικα και, τέλος, αυτό που και σήμερα εκτρέπει, εν πολλοίς, την νομοθετική λειτουργία σε πολιτική διαχείριση του δικαίου, με εσπευσμένες και υπό την πίεση των πραγμάτων «επιδερμικές» και μικρού χρονικού ορίζοντα παρεμβάσεις και ρυθμίσεις.

Ωστόσο, η πραγματικότητα δεν είναι κάτι που κρύβεται «κάτω απ’ το χαλί». Ούτε μπορεί κάποιος να την αγνοεί και, αν το κάνει, το βέβαιον είναι ότι θα την υποστεί.

Η πραγματικότητα μόνον αντιμετωπίζεται και οποιαδήποτε αναβολή ή μετάθεσή της υπόκειται σε απώτατο χρονικό όριο, της πολιτικής πραγματικότητας μη εξαιρουμένης κατά τούτο.

Αποτελεί κοινή παραδοχή, πρόδηλη κοινή γνώση και κοινώς «κοινό μυστικό», που ωστόσο αιδημόνως αποσιωπάται από πολλές πλευρές.

Η σύνθεση του παραβατικού πληθυσμού της χώρας μας έχει κρισίμως αλλοιωθεί καιέχει υποστεί δραματικώςαυξητική ανατροπή, ενώ οι υποδομές του σωφρονιστικού μας συστήματος ευρίσκονται μονίμως και στην καλύτερη περίπτωση σε ακρότατο οριακό σημείο, αν δενέχουν υποχωρήσει και υπερκερασθεί από την νέα πραγματικότητα.

Γνωστές οι αιτίες και παγκόσμιες οι διαστάσεις του προβλήματος που την προκαλούν, με αιχμή πάντα την «πλημμυρίδα» του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος.

Η νομοθετική «ευρεσιτεχνία» των περιοδικών οριζοντίων και προσωρινών πάντοτε αποσυμφορήσεων των καταστημάτων κράτησης, όπως κάθε τι, έχει φθάσει στα όριά της και δεν μπορεί, πλέον, χωρίς κοινωνικές συνέπειες να λειτουργεί ως ασφαλιστική εκτονωτική βαλβίδα για το σωφρονιστικό μας σύστημα.

Στα όριά της έχει φθάσει και η όποια ενδεχόμενησπέκουλα της μικροπολιτικής επί του θέματος και της δημιουργίας εντυπώσεων ασχέτων με την πραγματικότητα.

Δεν νοείται την στιγμή που φταίει ο άνεμος, εμείς να συνεχίζουμε στοχοποιούντες την θάλασσα, ούτε αλλού να «πονάμε» και αλλού να φέρουμε το «χέρι» μας.

Δεν υπάρχει απλώς αίσθηση ατιμωρησίας. Υπάρχει ατιμωρησία ως γεγονός.

Το ότι αυτή έχει εκφύγει του πλαισίου της ειδικής γνώσηςκαι έχει καταστεί «κοινή αίσθηση» και «κοινός τόπος», ουδέν έτερον παρά την σοβαρότητα της κατάστασης επιτονίζει και καταδεικνύει.

Ούτε απαιτείται, ως προς τα αίτιά της, η συνδρομή και το προσόν της διαγνωστικής δεινότητας.,

«Άρκτου παρούσης τα ίχνη μη ζήτει» λέει η γνωστή θυμόσοφη ρήση.

Δεν φταίνε για την ατιμωρησία οι επιεικείς κατά την πρόβλεψή τους ποινές, όπως «ευκαίρως ακαίρως» διατείνονται μερικοί στον δημόσιο λόγο, αλλά η μη έκτιση των ποινών που πράγματι επιβάλλονται από τα δικαστήρια. Δεν φταίει ο «δαιμονοποιημένος» νέος Ποινικός Κώδικας, αλλά η πρόδηλη αδυναμία του συστήματος να διαχειρισθείτον αριθμό των κρατουμένων που καταδικάζονται ή κρατούνται προσωρινώς, για την εξειδικευμένη εκάστοτε εγκληματική τους δραστηριότητα και όχι από δικαστικό «βίτσιο», βεβαίως.

Αυστηροποιήσεις θεωρητικής καθαρώς υφής και κινούμενες ουσιαστικώς στην σφαίρα της πλασματικότητας, κατ’ ουδέν διαφέρουν από το να σπαθίζεις τον άνεμο.

Η μόνη αυστηρότητα που επιτελεί και αντεγκληματική αποστολή και την οποίαν νοιώθει ο παρανομών, είναι η ταχύτητα στην επιβολή και η πραγματική έκτιση των επιβαλλομένων ποινών, χωρίς μετέπειτα αντισυνταγματικές ή αμφιβόλου συνταγματικότητας νομοθετικές επ’ αυτών ποικιλοειδείς εκπτωτικές παρεμβάσεις, που συχνάκις στρεβλώνουν και κακοποιούν και την «υφ’ όρον απόλυση», ως βασικό σωφρονιστικό και αντεγκληματικό θεσμό.

Επειδή δεν νοείται και δεν δικαιούμαστε να παραμείνουμε άβουλοι και άπραγοι θεατές, αφήνοντας την κατάσταση στην τύχη, ο εκσυγχρονισμός των υφισταμένων σωφρονιστικών υποδομών και η δημιουργία προσθέτων νέων είναι αναγκαστικός μονόδρομος και επιβεβλημένη υποχρέωσή μας.

Μία σύγχρονη δημοκρατική πολιτεία κρίνεται και αξιολογείται ως τέτοια σε όλους τους σύμφυτους με την λειτουργία της βασικούς τομείς και αναντιλέκτως σε αυτούς συγκαταλέγεται και το σωφρονιστικό της σύστημα.  Το τελευταίο και στην περίπτωση που απαιτούνται νέοι πρόσθετοι χώροι κράτησης, κάθε άλλο παρά ως «ταμπού» πρέπει να θεωρείται και να αντιμετωπίζεται.

Πρόβλημα και μη παραδεκτή κατάσταση αποτελούν σωφρονιστικά καταστήματα μειωμένης χωρητικότητας και πολλαπλασίων κρατουμένων που «στοιβάζονται» και όχι νέοι σύγχρονοι χώροι κράτησης, στους οποίους τα ανθρώπινα δικαιώματα γίνονται σεβαστά και το ύψιστο έννομο αγαθό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας δεν αψηφείται.

Μακράν ιδεοληπτικών, μικρόπνοων και κοντόθωρων μικροπολιτικών προσεγγίσεων, που πολλές φορές εκδηλώνονται ή ποτέ δεν αποκλείονται, μόνον η παρρησία και οι ρεαλιστικές παραδοχές της «εντός των τειχών» διαμορφωμένης νέας κοινωνικής πραγματικότητας εγγυώνται τις δέουσες ενέργειες και λύσεις.

Και αυτές δεν περιορίζονται μόνο στο σωφρονιστικό σκέλος του ποινικού μας συστήματος, αλλά εκτείνονται σε όλο το φάσμα και καταλαμβάνουν όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής και δραστηριότητας, αφού, ως γνωστόν, κοινωνική εξαθλιωτική περιθωριοποίηση και έγκλημα αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία.

Διαφορετικά,anteportasτο αδιέξοδο και πολλαπλά τα πλήγματα, με δεδομένες τις στιγματιστικές διεθνείς καταδίκες μας για τις συνθήκες που επικρατούν στα σωφρονιστικά μας καταστήματα και στους άλλους χώρους κράτησης, αλλά και ορατό τον κίνδυνο της εξάρθρωσης και χρεοκοπίας του ποινικού μας συστήματος, με ό,τι αυτό σημαίνει και συνεπάγεται σε κοινωνικό επίπεδο.

Προσεγγίσεις του «φαίνεσθαι» και πραγματικά θετικά αποτελέσματα του «είναι», συνιστούν έννοιες μη συμβατές μεταξύ τους.

*Του Γρηγορίου Ζ. Πεπόνη, Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου ε. τ.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr