Γρηγόρης Ζ. Πεπόνης:”Τομή” ή επίφαση;

Δεν νοείται, στα πλαίσια της διάκρισης των λειτουργιών ως οργανωτικής βάσης του δημοκρατικού πολιτεύματος, η Δικαιοσύνη να αντιμετωπίζεται ως ο «φτωχός συγγενής» του σχετικού τριπτύχου, από μια δεσπόζουσα και υπερτροφική Εκτελεστική εξουσία.

NEWSROOM
Γρηγόρης Ζ. Πεπόνης:”Τομή” ή επίφαση;

Θέμα και πάλι ένα ζήτημα που ποτέ (και ευλόγως) δεν εγκαταλείπει το «στασίδι» της επικαιρότητας: η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος και η θεσπιζόμενη με αυτήν αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου για την επιλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων δικαστηρίων, της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και της Γενικής Επιτροπείας Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δηλαδή της αποκαλούμενης και «ηγεσίας της Δικαιοσύνης», από την εκτελεστική εξουσία.

Αφορμή η «εν χορδαίς και οργάνω» αναγγελθείσα και ήδη ψηφισθείσα νέα ρύθμιση για την δυνατότητα συμμετοχής, στην διαδικασία επιλογής, και του δικαστικού σώματος, με την προσθήκη στην γνωμοδοτική προδικασία και της γνώμης των Ολομελειών των οικείων Ανωτάτων Δικαστηρίων και της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.

Βεβαίως, ούτε για «ιστορική τομή» ούτε για «ιστορικής σημασίας» ρύθμιση πρόκειται.

Δεν φέρει και δη όλως προδήλως τέτοια «βαρύγδουπα» χαρακτηριστικά η επελθούσα απλή διεύρυνση της γνωμοδοτικής προδικασίας.

Το Υπουργικό Συμβούλιο ήταν και παραμένει αυτό το οποίο αποφασίζει τελικά και κυριαρχικά για την επιλογή των ηγεσιών των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας, της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και της Γενικής Επιτροπείας Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Και ναι μεν η ρύθμιση για την οποίαν πρόκειται έλαβε χώρα στα πλαίσια του ισχύοντος Συντάγματος και του άρθρου 90 παρ. 5 αυτού, πλην όμως τούτο δεν αίρει το διαχρονικώς εγειρόμενο και πάντα καίριο ερώτημα της υπαγωγής ή μη και  της συγκεκριμένης Συνταγματικής διάταξης στην Αναθεωρητική Διαδικασία.

Ούτε μπορεί να «απαλύνουν» την πραγματικότητα και την θεσμική κρισιμότητα του ζητήματος της ως άνω αναθεώρησης προσεγγίσεις, περί γενόμενης «κίνησης προς την ορθή κατεύθυνση».

Βεβαίως και η ρύθμιση φέρει τα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας κίνησης.

Το ζητούμενο και το ουσιώδες δεν είναι, όμως, η κατεύθυνση καθ’ εαυτήν, αλλά η ύπαρξη πραγματικής βούλησης άφιξης στον προορισμό και κατάκτησης-επίτευξης του θεσμικού στόχου.

Είθε, στην κίνηση της νομοθετικής ρύθμισης για την οποίαν γίνεται λόγος να μην υπάρχουν άδηλοι και άγνωστοι στον «ταξιδιώτη» προορισμοί, με τερματικό τους σταθμό τις «ελληνικές καλένδες».

Μακάρι, η «ορθή κατεύθυνση» να μην αποδειχθεί διαδρομή από το «τίποτε» στο «πουθενά», και το «μισό ή πρώτο βήμα» των αισιόδοξων θεωρήσεων να μην υποκατασταθεί από το άτερμον «σημειωτόν».

Δεν μπορεί το εκάστοτε Υπουργικό Συμβούλιο να έχει την ευρεία διακριτική ευχέρεια και η Κυβέρνηση να αποφασίζει μόνη της, ουσιαστικά, και ανελέγκτως την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, χωρίς καμιά μάλιστα  ελεγκτή υποχρέωση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης των επιλογών της.

Πρόκειται για θεσμικό ασύμβατο ολκής, κατ’ άμεσον προτεραιότητα εξαλειπτέον.

Δεν νοείται, στα πλαίσια της διάκρισης των λειτουργιών ως οργανωτικής βάσης του δημοκρατικού πολιτεύματος, η Δικαιοσύνη να αντιμετωπίζεται ως ο «φτωχός συγγενής» του σχετικού τριπτύχου, από μια δεσπόζουσα και υπερτροφική Εκτελεστική εξουσία.

Ούτε είναι παραδεκτό η εμπλοκή του δικαστικού σώματος στην ανάδειξη της φυσικής ηγεσίας του να έχει χαρακτήρα εκφοράς απλής γνώμης και μόνον, παρέχουσα την εντύπωση ενός χρήσιμου μεν, μη πειστικού δε διαδικαστικού «άλλοθι».

Τί γνωρίζει, άραγε, ειδικότερα και επιπρόσθετα η επιλέγουσα Κυβέρνηση και το αγνοούν οι δικαστικοί λειτουργοί;

Ή, μήπως, το πρόβλημα είναι η διιστάμενη αξιολόγηση αυτών που αμφότερα τα μέρη γνωρίζουν;

Καθ’ όσον εξ άλλου αφορά την προτασσόμενη ως επιχείρημα (υπέρ της αρμοδιότητας του Υπουργικού Συμβουλίου) «δημοκρατική νομιμοποίηση», σίγουρα, και παρά την αρχή της «δεδηλωμένης» που στηρίζει την εκάστοτε Κυβέρνηση, την συγκεκριμένη αρχή εκφράζει κυρίως και πρωτίστως η Βουλή, ως σύνολο νοούμενη, το μόνο δηλαδή όργανο που αποτυπώνει και εκφράζει την λαϊκή κυριαρχία, και με ενισχυμένες πλειοψηφίες ενίοτε.

Ωστόσο, «άρκτου παρούσης τα ίχνη μη ζήτει».

Η αναθεώρηση του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος και μονόδρομος (γνωστός και ορατός σε όλους) είναι και πραγματική θεσμική ιστορική τομή θα αποτελέσει, που ανεξίτηλο θα αφήσει το «χνάρι» της στο όλον θεσμικό εποικοδόμημα.

Το πεδίο είναι ανοικτό και το έδαφος ώριμο και δεκτικό για μια συνθετική και δημοκρατική αναδιαμόρφωση του αντικειμένου του, χωρίς αυτό να μπορεί να αποκρουσθεί ή να αποκλεισθεί και από τους φρονούντες ή υιοθετούντες ότι «είναι το άπαν» το να σου επιτρέπεται απλώς να λες την γνώμη σου, έτσι απλά για να την πεις και χωρίς καμιά θεσμοθετημένη δέσμευση για τον παραλήπτη της, έστω και αν αυτό αφορά την «ισότιμη και ανεξάρτητη Δικαιοσύνη».

Υπάρχει βούληση;

Ίδωμεν!

Αν και η παρ’ ημίν διαχρονική ιστορική γνώση και η επ’ αυτού συναφής εμπειρία τροφοδοτούν αναποδράστως την απαισιοδοξία και τον έντονο σκεπτικισμό.

Στην χώρα μας το πολιτικό σύστημα, πέραν της γενικότερης γνωστής συμπεριφοράς του όταν αισθάνεται ότι επιχειρείται ο δικαστικός έλεγχός του, έχει καταδείξει και με άλλες συνταγματικής περιωπής ρυθμίσεις, σε συνδυασμό με την εμφανή και με σχεδόν αμιγώς κομματικά κριτήρια κακοχρησία τους, την αταλάντευτη θέλησή του και τον έμμονο προσανατολισμό του να περιχαρακωθεί και να ορθώσει προστατευτικά «τείχη» έναντι της Δικαιοσύνης.

Οι ρυθμίσεις για την ποινική ευθύνη των υπουργών και την βουλευτική ασυλία, και ιδίως η κακοχρησία που τους επιφυλάσσεται, δεν μπορεί να παροραθούν, είναι αρκούντως αποκαλυπτικές και μάλλον πρόδηλη παρίσταται η λογική σύνδεσή τους με την αποτελούσα αντικείμενο του παρόντος πρόβλεψη του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος.

Ούτε, η υπό τον «μανδύα» της «διασταύρωσης των λειτουργιών» συντελούμενη ή επιχειρούμενη «επικυριαρχία» της Εκτελεστικής εξουσίας επί της Δικαστικής και ο δι’ αυτής εν δυνάμει έλεγχος της τελευταίας, μπορεί να εμφανίζονται (in concreto και κατά περίπτωση), από οποιονδήποτε, ως δήθεν θεσμική αρμονία και «σπονδή» στο Κράτος Δικαίου.

Του τελευταίου, εξ άλλου, δεν κήδονται και δεν είναι «Ηρακλείς» του μόνον πολιτικά όργανα.

Τομές, συνεπώς, και όχι ψιμυθιωμένες επιφάσεις αναγκαιούν και επιβάλλονται, για να είναι η Δικαιοσύνη «πάντοτε και εν παντί» (και στα «τρανά και μεγάλα») αληθινά ανεξάρτητη, χωρίς να καταλείπονται θεσμοφθόρες (και σε προσωπικό επίπεδο πλειστάκις άδικες) σκιές και υπόνοιες για ενδεχόμενες επιδιώξεις ανεύρεσης και ανάδειξης «εντός των τειχών» «τοποτηρητών» και «εντεταλμένων».

Τα γεγονότα έχουν την δική τους δυναμική και την πειστική ή μη αποτίμησή τους.

Είθε να μην εμπεδωθεί η αίσθηση ότι βιώνουμε βήμα-βήμα την θεσμική πρόφαση.

*Του Γρηγορίου Ζ. Πεπόνη, Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου ε. τ.

** Πρωτοδημοσιεύτηκε στην “Εφημερίδα των Συντακτών” την 1/8/2024

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr