Γρηγόρης Ζ. Πεπόνης: Σημειολογική αδιαφορία

Δεν ενδιαφέρονται οι πολίτες για την Εξεταστική ή την Προανακριτική Επιτροπή για τα Τέμπη, διότι ενδιαφέρονται ειλικρινώς και απροφασίστως για αυτό τούτο το συγκλονιστικό γεγονός των Τεμπών.

NEWSROOM
Γρηγόρης Ζ. Πεπόνης: Σημειολογική αδιαφορία

Έντονες αντιδράσεις πυροδότησε πρόσφατη δήλωση σε ραδιοφωνική εκπομπή υπουργού νευραλγικού υπουργείου, με αντικείμενο αναφοράς της (και) την ενασχόληση με το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών των πολιτικών αντιπάλων της Κυβέρνησης, με τους αντιδρώντες να επικρίνουν και να αποδοκιμάζουν τον υπουργό, προσάπτοντας σε αυτόν ότι χαρακτήρισε αδιάφορη την Ελληνική κοινωνία για την συγκεκριμένη πολύνεκρη τραγωδία, και τον υπουργό να ομιλεί για ερμηνευτική διαστρέβλωση της δήλωσής του και να διευκρινίζει ότι «Εγώ δεν είπα ότι ”ουδείς ενδιαφέρεται για τα Τέμπη’’ όπως ψευδώς και δολίως γράφεται αλλά ”ουδείς ενδιαφέρεται για την Προανακριτική ή την Εξεταστική για τα Τέμπη’’ δηλαδή για την πολιτική διελκυστίνδα των κομμάτων της Αντιπολιτεύσεως για την τραγωδία». (Η διευκρινιστική δήλωση του υπουργού   ειλημμένη από το CNN.gr της 09-11- 2023).

 Ωστόσο και καθ’ όσον αφορά ενδεχόμενη θέση περί αληθούς έλλειψης κοινωνικού ενδιαφέροντος για την τραγωδία των Τεμπών, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική, εκτιμούμε.

Ο Έλληνας δεν έχει ακόμη απωλέσει τα κεντρικά διαχρονικά χαρακτηριστικά της ιδιοπροσωπίας του.

Δεν είναι άσπλαχνος, ανάλγητος, άπονος και απάνθρωπος.

Εξακολουθούν να τον διακατέχουν αλτρουιστικά αισθήματα και πνεύμα φιλαλληλίας.

Δεν γυρίζει την πλάτη του και δεν στέκει ασυγκίνητος και αδιάφορος μπροστά σε μια κοινωνική τραγωδία.

Τιμά το αξίωμα του πολίτη και έχει συνείδηση ότι είναι ισόβιος φορέας του.

Προτάσσει, ακόμη, το γενικό έναντι του ατομικού συμφέροντος, το «εμείς» αντί του «εγώ», όπου και όταν αυτό χρειάζεται και απαιτείται.

Μπορεί να είναι βαθιά απογοητευμένος από την κεντρική αντιμετώπιση και διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων, σίγουρα όμως δεν έχει καταστεί πολιτικά απαθής και κοινωνικά άχρηστος.

Εξακολουθεί να είναι ενεργός πολίτης και από το χαρακτηριστικό του αυτό, έστω εσφαλμένα, εκφράζεται ενίοτε ή θεωρεί ότι εκφράζεται (ιδίως τα τελευταία χρόνια) και με την «πολιτική αποχή».

Σε κάθε όμως περίπτωση και τουλάχιστον έχει την στοιχειώδη λογική να αντιληφθεί ότι «την επόμενη φορά μπορεί να είναι η σειρά του», πράγμα που αφ’ εαυτού δεν του επιτρέπει να είναι αδιάφορος (αν δεν εξεγείρεται) τόσον για το δραματικό «δυστύχημα των Τεμπών», όσον και για κάθε άλλη όμοιων συνεπειών και συναφούς διακινδύνευσης κοινωνική τραγωδία, όπου με οδυνηρή έκπληξη βιώνει την κραυγαλέα  ελλειμματικότητα και την παταγώδη διάψευση των όσων, έως τότε, θεωρούσε δεδομένα και αυτονόητα και συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχουν σταθερές βεβαιότητες αλλά μόνον διαρκή ζητούμενα.

Είναι ακραία ανορθολογική άλλωστε και ως εκ τούτου εξαιρετικά σπάνια (και στις πλέον «απολιτίκ» περιπτώσεις) η κοινωνική αδιαφορία για τα παραγόμενα αποτελέσματα από την λειτουργία του πολιτικού συστήματος, ενώ είναι εξαιρετικώς δυσχερές, αν όχι αδύνατον, να αποκλεισθούν από τα αποτελέσματα αυτά κοινωνικές τραγωδίες όπως, ενδεικτικώς, το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, οι καταστροφικές πλημμύρες του Θεσσαλικού κάμπου και οι ετησίως πλέον επαναλαμβανόμενες πύρινες δηώσεις.

Αδιαφορία του πολίτη για τα παραπάνω θα ήταν ασύμβατη και με αυτό τούτο το ένστικτο της αυτοσυντήρησής του, αφού μοιραίως δεν μπορεί παρά να εσήμαινε και αδιαφορία για τον εαυτόν του.

Η μεγάλη αλήθεια ωστόσο στην δήλωση του κυρίου Υπουργού, έστω και υποκρυπτόμενη ή θολούμενη υπό την διατύπωση,  βρίσκεται στην αποστροφή αυτής περί του «πόσοι πιστεύετε από τους 100 συμπολίτες μας, άμα τους ρωτήσουμε, ενδιαφέρονται για την Εξεταστική ή την Προανακριτική Επιτροπή για τα Τέμπη;».

Και είναι υποκρυπτόμενη ή θολωμένη, καίτοι μεγάλη, η αλήθεια αυτή διότι είναι μισή, και σίγουρα δεν υπηρετείται από το άλλο μισό της.

 Ως γνωστόν, άλλωστε, η αλήθεια είναι απόλυτη αξία και σαν τέτοια δεν εισφέρεται εν μέρει και σε δόσεις.

Δυστυχώς, όχι μόνον από το δείγμα των «100 συμπολιτών μας» του ερωτήματος της δήλωσης του κ. Υπουργού αλλά από το σύνολο αυτών, είναι πολύ δύσκολο να ευρεθεί άξιος λόγου αριθμός που να «ενδιαφέρονται για την Εξεταστική ή την Προανακριτική Επιτροπή για τα Τέμπη».

Συνιστά αυτό μία πραγματικότητα απτή μεν οξύμωρη δε, αφού φαίνεται να αποτελεί λογική αντινομία το δεδομένο και αδιάπτωτο ενδιαφέρον της κοινωνίας για την τραγωδία των Τεμπών να συνυπάρχει με την σχεδόν απόλυτη αδιαφορία της για τις επιτροπές, που υποτίθεται ότι συνιστώνται για την διερεύνηση των αιτίων της και την διαπίστωση των ενδεχομένων ποικιλώνυμων και πολυειδών ευθυνών γι’ αυτήν.

Ωστόσο, άλλο το «φαίνεσθαι» και άλλο το «είναι».

Το «φαίνεσθαι» είναι το ψευδεπίγραφο και το επιφαινόμενο,  το ευκόλως προβαλλόμενο και ανέτως προσλαμβανόμενο από τους άλλους ως δήθεν αλήθεια, και εν προκειμένω η αντίφαση που παρατηρείται δεν είναι παρά φαινομενική και μόνον.

Δεν ενδιαφέρονται οι πολίτες για την Εξεταστική ή την Προανακριτική Επιτροπή για τα Τέμπη, διότι ενδιαφέρονται ειλικρινώς και απροφασίστως για αυτό τούτο το συγκλονιστικό γεγονός των Τεμπών.

Γνωρίζουν καλώς ότι το πραγματικό δικό τους ενδιαφέρον και οι πολιτικοκομματικές σκοπιμότητες που κυριαρχούν στην λειτουργία των συγκεκριμένων Κοινοβουλευτικών Επιτροπών, είναι έννοιες ασύμβατες μεταξύ τους.

Έχουν σχετικώς συσσωρευμένη στο διάβα του χρόνου εντόνως αρνητική πείρα, που οι διδαχές της έχουν χαραχθεί ανεξίτηλα μέσα τους και έχουν σφραγίσει το «είναι» τους, αφού ως γνωστόν την εμπειρία δεν την δημιουργείς αλλά την υφίστασαι.

 Όχι μόνον αδιαφορία συνεπώς αλλά και έντονη κοινωνική δυσφορία συντρέχουν για την παρατηρούμενη, κατά κανόνα, λειτουργική εκτροπή των Εξεταστικών ή Προανακριτικών Κοινοβουλευτικών Επιτροπών, είτε αυτές αποφασίζονται και συνιστώνται είτε το όλον ζήτημα εξαντλείται στην περί την σύσταση αυτών συζήτηση.

Και ο συνδυασμός αυτός αδιαφορίας και δυσφορίας επί εδάφους απόλυτης δυσπιστίας, αν όχι αναξιοπιστίας, συνιστά ολοκληρωμένη την υφιστάμενη ζοφερή αλήθεια.

Κρίσιμη, δυσοίωνη (αν υπάρχει δέκτης)  και αναλόγως αρνητική είναι και η σημειολογία του φαινομένου.

Και σίγουρα, αυτές που διαχρονικώς δίδουν εν τέλει τον αρνητικό τόνο και προκαλούν κοινό αίσθημα εντονότατης δυσπιστίας και απόρριψης για τις Εξεταστικές και Προανακριτικές Επιτροπές είναι οι θέσεις και οι αποφάσεις της εκάστοτε πλειοψηφίας και όχι τα «δοξάσματα» της μειοψηφίας.

*Του Γρηγορίου Ζ. Πεπόνη, Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου ε. τ.

**Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στην ΕΦΣΥΝ την 6/12/2023 

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr