Γρηγόρης Ζ. Πεπόνης: Σύννοια και περίσκεψη
Αντί για φραστικές και απαξιωτικές έως περιφρονητικές αντιδράσεις, σύννοια και περίσκεψη πρέπει να προκαλεί και να «πυροδοτεί» το συγκεκριμένο ψήφισμα.
Αφορμή για το παρόν το πρόσφατο (7-2-2024) ψήφισμα της Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα και οι αντιδράσεις που αυτό προκάλεσε.
Ωστόσο, ως γενική παρατήρηση και για τα δύο το του Δημόκριτου «μηδέν εκ του μη όντος γίνεσθαι».
Και επειδή, πράγματι και όχι μόνο στην φύση, τίποτα δεν γίνεται από το τίποτα, ενδεχόμενη προσέγγιση του ζητήματος ως ενσκήψαντος δίκην «κεραυνού εν αιθρία» τουλάχιστον είναι άστοχη και προδήλως μη πειστική.
Ούτε δηλώσεις επιθετικές, κατά το μάλλον ή ήττον απαξιωτικές και υποβαθμιστικές του συλλογικού υποκειμένου του ψηφίσματος, μπορεί να απομειώσουν την σημασία και την βαρύτητα που αυτό εξ αντικειμένου κέκτηται και έχει.
Ομιλούμε, σημειωτέον, για το άμεσα εκλεγμένο ανώτατο κοινοβουλευτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με υπερεθνικά χαρακτηριστικά, που σύγκειται από εκπροσώπους και των 27 κρατών μελών, με αντιπροσώπευση σε αυτό 450 περίπου εκατομμυρίων ευρωπαίων πολιτών και δημοκρατική συμπερίληψη, σε επίπεδο πολιτικής έκφρασης, ομάδων όλου του υφιστάμενου πολιτικού φάσματος.
Αν έτσι, εύκολα και αβασάνιστα, μπορεί να ευτελίζεται η Ολομέλεια ενός ανώτατου θεσμικού συλλογικού οργάνου τέτοιας περιωπής και κοινής αποδοχής, ποιος άραγε δικαιούται και ποιος δύναται να φέρει, σε θεσμικό επίπεδο, εχέγγυα αξιοπιστίας και φερεγγυότητας;
Μήπως οι μυκτηρίζοντες την Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου συμμυκτηρίζουν εαυτούς και τους θεσμούς που ως πρόσωπα υπηρετούν και εκφράζουν και δεν το αντιλαμβάνονται;
Εκτός και αν οι θεσμοί έχουν κύρος επιλεκτικώς και κατά το δοκούν, με βασικό, αν όχι μοναδικό, κριτήριο την αναμφισβήτητη δυναμική που εξασκεί, κάθε φορά, το εγγενές προς την ανθρώπινη φύση συμφέρον και η αντίστοιχη προς αυτό ωφέλεια ή βλάβη.
Η Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά τα προβλεπόμενα και στα πλαίσια της εποπτικής αρμοδιότητάς της, ήχθη με ευρεία πλειοψηφία στο συγκεκριμένο ψήφισμά της.
Και σίγουρα αυτό δεν αφορά τα στενά όρια της δικαστικής λειτουργίας και δεν περιορίζεται ή δεν οριοθετείται από αυτά.
Αφορά συγκεκριμένα ζητήματα και προβλήματα σχετιζόμενα με την δημοκρατική αρχή και το εύρος της ουσιαστικής λειτουργικής εφαρμογής της στην Ελλάδα.
Σχετίζεται με το αν και κατά πόσον, παρ’ ημίν και στα συγκεκριμένα ζητήματα, η κρατική εξουσία περιορίζεται, ουσιαστικώς, στην δράση της από θεσπισμένες εγγυήσεις υπερνομοθετικής ισχύος, που διασφαλίζουν και την άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις προϋποθέσεις για την ουσιαστική λειτουργία της δημοκρατίας.
Άλλως και επί των συγκεκριμένων θεμάτων, το ψήφισμα έχει ως αντικείμενο και συνάπτεται με την έννοια και το ουσιαστικό περιεχόμενο που έχει ο όρος «κράτος δικαίου», που δεν είναι άλλο από την σύνολη φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία και το περί αυτήν δομημένο θεσμικό σύστημα.
Ωστόσο, από τις επί μέρους θεματικές και επισημάνσεις του κειμένου του ψηφίσματος, ακόμη και με την μεγαλύτερη ενδεχόμενη δόση σκεπτικισμού που μπορεί και δεν αποκλείεται να διατηρεί κανείς στην προσέγγισή του, δεν είναι δυνατόν να παροραθούν οι ακόλουθες, που αντανακλούν ευθέως και αμέσως στο πολιτικό μας σύστημα:
Η πρώτη (σημείο 15 του ψηφίσματος) αφορά και αναδεικνύει την χωρίς συμμετοχή του δικαστικού σώματος διαδικασία επιλογής, από το Υπουργικό Συμβούλιο, των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος, σύστημα το οποίο και κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημειωτέον, στις Εκθέσεις της, εγείρει ανησυχίες ότι υπόκειται σε δυνητικά ισχυρή επιρροή από την εκτελεστική εξουσία.
Πολύ φοβούμεθα ότι οι εξ αυτού αρνητικές κρίσεις και οι εντεύθεν δυσμενείς για την αξιοπιστία του δικαστικού συστήματος συνέπειες και αναπόφευκτες είναι και της κοινής λογικής δεν αφίστανται.
Με ενισχυτικό μάλιστα στοιχείο τους και την διαχρονική κοινή και ειδική πείρα, που συγκλίνουν σε αυτό, χωρίς να διολισθαίνουν σε ισοπεδωτικές γενικεύσεις.
Πέραν και μακράν των τετριμμένων και εύκολων μεγαλαυχιών, το ερώτημα είναι και παραμένει εύλογο.
Προς τί, άραγε, η κατά τούτο και στην διάρκεια τεσσάρων αναθεωρητικών Βουλών εμμονή και σύμπνοια του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος;
Πρόκειται για σύμπτωση και τυχαιότητα ή για σταθερή επιλογή και διαφανών κινήτρων σκοπιμότητα;
Η δεύτερη (σημείο 19 του ψηφίσματος) συνάπτεται με την δικαστική έρευνα και κατά «των αρμόδιων κυβερνητικών αξιωματούχων», με αφορμή μεν το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, αλλά με ενεργή παρουσία και ισχύ, ως γνωστόν και ως ζήτημα, κάθε φορά που προκύπτει λόγος και συντρέχει τέτοια περίπτωση.
Πρόκειται για την ειδική Συνταγματική πρόβλεψη και την εκτελεστική αυτής νομοθετική ρύθμιση, την κοινώς γνωστή και ως «Ποινική Ευθύνη των Υπουργών».
Η εν πολλοίς επ’ αυτού στρεβλότητα των θεσπισμένων και η διεστραμμένη, κυρίως και κατά κανόνα, αντίληψη και νοοτροπία κατά την πρακτική εφαρμογή τους και επί του πεδίου, οδηγούν στην καλύτερη εκδοχή, πλην εξαιρετικών συγκυριακών περιπτώσεων, σε μια κόλουρη και ατελή δικαστική διερεύνηση των οικείων κάθε φορά υποθέσεων, με απότοκο συνέπεια τον περιορισμό των με δικαστικά κριτήρια υπολόγων στην κατηγορία των «πληβείων» και μόνον.
Ας μη γελιόμαστε.
Επιτροπές συντιθέμενες από πολιτικά πρόσωπα στερούμενα αμεροληψίας και ενεργούντα, κυρίως και πρωτίστως, με πολιτικοκομματικά κριτήρια, ουδεμίαν σχέση μπορεί να έχουν με την διερευνητική και διαγνωστική δικαστική λειτουργία.
Και αυτό αποτελεί κοινή πεποίθηση και πάνδημη παραδοχή, πέραν και ανεξαρτήτως μεγαλαυχιών και μεγαληγοριών του τύπου «έχει επιληφθεί η Δικαιοσύνη» ή «θα κρίνει η Δικαιοσύνη».
Δικαιοσύνη περιορισμένου δραστικού βεληνεκούς αναποφεύκτως παράγει ανάλογων χαρακτηριστικών δικαιοδοτικό έργο.
Η τρίτη (σημείο 12 του ψηφίσματος) σχετίζεται με τον εκφοβισμό και την παρενόχληση λειτουργών που ελέγχουν την κυβέρνηση, πράγμα το οποίον και καταδικάζεται απερίφραστα.
Συμβαίνει ή όχι αυτό;
Η πλούσια εμπειρική πραγματικότητα, νωπή ακόμη, πρόσφατη αλλά και παλαιοτέρα, συνιστά την καλύτερη και αψευδή απάντηση.
Δεν έχει παρά να την επιστρατεύσει κανείς και σίγουρα θα γίνει σύννους, σκυθρωπός και κατηφής.
Το φαινόμενο αποτελεί παρ’ ημίν είδος «επιπολάζον» και τείνει να καταστεί κοινός τόπος.
Εν τέλει και τουλάχιστον είναι και ζήτημα θεσμικής κουλτούρας, που δεν αφήνει ανέγγιχτους και αυτούς που επιδεικνύουν σημειολογική, στην επιλεκτικότητά της, αδράνεια και παραλείπουν την οφειλόμενη, ως εκ της θέσεώς τους και της ιδιότητάς τους, ευθεία και άμεση σε αυτό θεσμική αντίδραση.
Είναι κυρίαρχη αντίληψη και κρατούσα νοοτροπία, που αποτελεί, ίσως, την μόνη αληθινή «κόκκινη γραμμή» του πολιτικού μας συστήματος, σε υπόβαθρο ενδεικτικό, αν όχι αποκαλυπτικό, πεποιθήσεων σύγχυσης και όχι διάκρισης των εξουσιών, με ό,τι αυτό σημαίνει και συνεπάγεται για την εύρυθμη λειτουργία του κράτους δικαίου.
Και βεβαιότατα το τελευταίο δεινώς δοκιμάζεται, όταν οι «εκ των ων ουκ άνευ» για μια ζώσα και ακμαία δημοκρατία αναγκαίες ισορροπίες μεταξύ ελεγχόντων και ελεγχομένων υφίστανται απειλητική, κρίσιμη και οριακή πίεση, αν δεν έχουν ήδη ανατραπεί από μια δεσπόζουσα και με εμφανείς τάσεις απόλυτου κυρίαρχου συμπεριφερόμενη εκτελεστική εξουσία.
Δεν θα αναφερθούμε και σε άλλα θιγόμενα από το ψήφισμα επίκαιρα ζητήματα, άκρας και αναμφισβήτητης σοβαρότητας.
Η δεοντολογία της εκκρεμότητάς τους το επιβάλλει.
Οπωσδήποτε όμως και κατ’ ελάχιστον οι συνιστώσες ζώσα πραγματικότητα και θιγόμενες στο παρόν θεματικές του ψηφίσματος, διεγείρουν και προκαλούν και γι’ αυτά εύλογο μάλλον σκεπτικισμό και, αναλόγως προς την φύση τους, έντονο προβληματισμό.
Και τούτο και στον πλέον καλοπροαίρετο και καλόπιστο τρίτον παρατηρητή, φοβούμεθα.
Σε κάθε όμως περίπτωση η δημοκρατία και το κράτος δικαίου ελέγχονται καθημερινώς και στην πράξη.
Υπόκεινται στην δοκιμασία των διαρκών θεσμικών εξετάσεων και τελούν πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα της αδιάκοπης θεσμικής κριτικής, χωρίς απυρόβλητα και αμάχητα τεκμήρια για κανέναν.
Το δέον και επιβεβλημένο είναι γνωστό και δεδομένο για όλες ανεξαιρέτως τις θεσμικές λειτουργίες της συντεταγμένης πολιτείας.
Μόνον που πρέπει πάντα να μην ληθαργούν τα οικεία αντανακλαστικά και αυτό να γίνεται εγκαίρως, με συνείδηση αποστολής και αντίληψη καθήκοντος.
«Έχει κίνδυνον η ακαιρία μέγαν».
Δεν νοείται να περιμένεις να σου δείξουν άλλοι τον δρόμο, που ο ίδιος και με δική σου πρωτοβουλία πρέπει να χαράξεις και να ανοίξεις.
Υπόψη άλλωστε ότι το «μηδέν εκ του μη όντος γίνεσθαι» και στην πληρότητά του συμπληρούται από το «μηδ’ ες το μη ον φθείρεσθαι».
«Τίποτα δεν γίνεται από το τίποτα, και τίποτα δεν καταστρέφεται ώστε να γίνει τίποτα».
Αντί, συνεπώς, για φραστικές και απαξιωτικές έως περιφρονητικές αντιδράσεις, σύννοια και περίσκεψη πρέπει να προκαλεί και να «πυροδοτεί» το συγκεκριμένο ψήφισμα.
Και ας μην λησμονείται
Τα αρνητικά καταγράφονται, και στο συνολικό φόντο του ιστορικού χρόνου τους αφήνουν ανεξίτηλο το στίγμα τους.
*Του Γρηγορίου Ζ. Πεπόνη, Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου ε. τ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Γρηγόρης Ζ. Πεπόνης: Η γυναικοκτονία ως ιδιαζόντως ειδεχθές έγκλημα Ιωάννης Πανούσης: Ερωτηματολόγιο προς ευαίσθητους πολίτες Σταύρος Κοντονής: Τότε και τώρα Σπύρος Βλαχόπουλος: Μια “πολυπαραγοντική ασθένεια” Π.Περάκης: Τα e-mails των αποδήμων και η χρήση τους από την Ασημακοπούλου. Τι λέει ο νόμος;Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr