Ηλίας Ι. Κλάππας: Η οικονομική ανάλυση του δικαίου και η ανάγκη σεβασμού των αρχών του Κράτους Δικαίου

Όσοι εμπλέκονται σε ζητήματα που αφορούν τη Δικαιοσύνη, συμπεριλαμβανομένων και των οικονομολόγων, οφείλουν να γνωρίζουν τους σκοπούς του δικαίου.

NEWSROOM
Ηλίας Ι. Κλάππας: Η οικονομική ανάλυση του δικαίου και η ανάγκη σεβασμού των αρχών του Κράτους Δικαίου

Ι. Η ιστορική σύνδεση οικονομίας και δικαίου

A. Η σύνδεση οικονομίας και δικαίου συναντάται στο έργο πολλών κορυφαίων διανοητών, οικονομολόγων και κοινωνιολόγων, όπως του Άνταμ Σμίθ, του Τσέζαρε Μπεκαρία, του Τζέρεμι Μπένθαμ, του Καρλ Μαρξ και του Μαξ Βέμπερ, χάρη στο έργο των οποίων ήδη από τον 19ο αιώνα έσπασαν τα τείχη του νομικού θετικισμού.

B. Τη σκυτάλη πήραν νομικοί αρχικά στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου αι. και στη συνέχεια στις Η.Π.Α. στις αρχές του 20ου αι. ενώ ενδιαφέρουσα είναι και η συμβολή της σοβιετικής θεωρίας του δικαίου για την σχέση του κανόνων δικαίου με την οικονομία. 1. Χαρακτηριστική είναι η φράση του Αμερικανού νομικού και επί 20ετία κοσμήτορα του Χάρβαρντ, Νάθαν Πάουντ (Nathan Roscoe Pound), εκπροσώπου του πρώτου κινήματος του «Αμερικάνικου Νομικού Ρεαλισμού» ο οποίος απευθυνόμενος σε νομικούς είχε πει το 1910: «Ας κοιτάξουμε τα πραγματικά δεδομένα της ανθρώπινης συμπεριφοράς κατά πρόσωπο. Ας κοιτάξουμε στα πορίσματα των οικονομικών, της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας κι ας σταματήσουμε να θεωρούμε ότι η νομική επιστήμη είναι αυτάρκης {…} Ας μη γίνουμε νομικοί-καλόγεροι!». Στην κατεύθυνση σύνδεσης του δικαίου με την κοινωνία που αυτό ρυθμίζει, είχε ήδη προηγηθεί, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Γερμανός νομικός Ρούντολφ Φον Γέρινγκ (Rudolf Von Jhering), ο οποίος κατεύθυνε τους νομικούς προς την τελολογική ερμηνεία των κανόνων δικαίου που αναζητά τους κοινωνικοοικονομικούς σκοπούς που εξυπηρετεί η εκάστοτε νομοθετική ρύθμιση. Με τον τρόπο αυτό ανέδειξε τις κοινωνικές ανάγκες που ωθούν τον νομοθέτη να παρέμβει και τη διαρκή επικοινωνία του δικαίου με το κοινωνικό του περιβάλλον. Σύμφωνα με τον Γέρινγκ δεν υπάρχουν φυσικά δικαιώματα, δηλαδή δικαιώματα που συνδέονται με τη φύση του ανθρώπου, αλλά ζωτικά συμφέροντα και ανάγκες. Όταν αυτά τα συμφέροντα και οι ανάγκες έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, το δίκαιο θα πρέπει να επιλέξει ποια απ’ αυτά θα προστατεύσει και με την προστασία που θα τους δώσει θα τα μετατρέψει σε δικαιώματα. Τα δικαιώματα λοιπόν είναι ουσιαστικά προστατευόμενα από το νόμο (έννομα) συμφέροντα. 2. Η σχέση δικαίου και οικονομίας πήρε τελείως άλλη κατεύθυνση μετά την διατύπωση της θεωρίας των περιουσιακών δικαιωμάτων του Βρετανού οικονομολόγου Ρόναλντ Κους (Ronald Coase) με αφετηρία το άρθρο του «Το πρόβλημα του κοινωνικού κόστους» το 1960. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, το δίκαιο δεν μπορεί να επηρεάσει την κατανομή των δικαιωμάτων γιατί η αγορά είναι ισχυρότερη από το δίκαιο. Τα δικαιώματα δεν ανήκουν σε αυτόν στον οποίο τα παραχωρεί το δίκαιο, αλλά σε εκείνον που τα αξιολογεί περισσότερο, σε εκείνον δηλαδή που τα θέλει και είναι πρόθυμος να τα αγοράσει. Η προσέγγιση του Κους, ο οποίος έγινε καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου το 1964 άνοιξε το δρόμο στην ανάπτυξη της λεγόμενης «οικονομικής ανάλυσης του δικαίου», με κύριο εκπρόσωπο τον Ρίτσαρντ Πόσνερ (Richard Posner), μιας θεωρίας που επιχειρεί να ερμηνεύσει και να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα του δικαίου χρησιμοποιώντας αποκλειστικά μεθόδους της οικονομικής επιστήμης. 3. Η θεωρία του Νομικού Ρεαλισμού και οι παρεμφερείς με αυτή θεωρίες, επηρεαζόμενες από τον ωφελιμισμό του Μπένθαμ και τη Μαρξιστική θεωρία, καθώς και η οικονομική ανάλυση του δικαίου της σχολής του Σικάγου αποτελούν προφανώς δύο τελείως διαφορετικές προσεγγίσεις της σχέσης δικαίου και οικονομίας. Συμφωνούν όμως και οι δύο στην κατάφαση της μεταξύ τους σύνδεσης, συμμαχούν και οι δύο στην εναντίωσή τους στο νομικό φορμαλισμό που συναντάται κατεξοχήν στην Καντιανή θεωρία.

Πράγματι, το δίκαιο δεν είναι ένα σύστημα αποκομμένο από την κοινωνία μέσα στην οποία εφαρμόζεται ούτε βεβαίως από τις οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσονται σε αυτήν. Διαφορετικά οδηγούμαστε σε έναν στείρο νομικό δογματισμό όπου κυριαρχεί η τυπολατρία και η εννοιοκρατία, ενώ σκοπός του δικαίου πρέπει να είναι η διασφάλιση ενός περιβάλλοντος ανάπτυξης, δικαιοσύνης και ευημερίας της κοινωνίας. Υπάρχει μία αμφίδρομη αλληλεπίδραση μεταξύ οικονομίας και δικαίου. Ουσιαστικά οι κανόνες δικαίου πηγάζουν από την εκάστοτε κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα, καθώς οι όποιες μεταβολές και συσχετισμοί στις οικονομικές σχέσεις οδηγούν την πολιτική εξουσία μέσω της νομοθέτησης κανόνων δικαίου να επέμβει και να ρυθμίσει τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα που γεννώνται, αφού πρώτα (η πολιτική εξουσία) προβεί σε στάθμιση των ανταγωνιζόμενων και αντικρουόμενων συμφερόντων ατόμων, ομάδων, νομικών προσώπων αλλά και κοινωνικών τάξεων που συγκρούονται στο πεδίο της ρύθμισης. Με άλλα λόγια, το δίκαιο αποτελεί στις μέρες μας κυρίαρχο τρόπο άσκησης οικονομικής πολιτικής, καθώς μέσω νομοθέτησης κανόνων δικαίου επηρεάζεται η οικονομία στη συγκεκριμένη κοινωνία.

ΙI. Η διασύνδεση νομικής και οικονομικής επιστήμης

Α. Γιατί χρειάζεται η νομική την οικονομική επιστήμη και γιατί χρειάζεται ο νομικός γνώσεις οικονομίας

1. Όλοι οι νομικοί είτε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου είτε κατά τη συστηματοποίηση και περαιτέρω διάπλαση των κανόνων οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις οικονομικές επιπτώσεις που θα έχει η επιλογή της εκάστοτε λύσης στο πρόβλημα που εμφανίζεται. Η γνώση και η αξιοποίηση οικονομικών γνώσεων είναι πρωτίστως χρήσιμη στο χώρο του αστικού δικαίου, και ειδικότερα στο εμπράγματο δίκαιο και στο δίκαιο των συμβάσεων και το δίκαιο των αδικοπραξιών που βρίσκονται στο πεδίο του ενοχικού δικαίου. Είναι, επίσης, χρήσιμη στο χώρο του εμπορικού δικαίου, όπως για παράδειγμα στο δίκαιο του ανταγωνισμού και στο ιδιωτικό ναυτικό δίκαιο. Αξίζει να αναφερθεί ότι και στον τομέα του ποινικού δικαίου επιχειρείται αξιοποίηση της οικονομικής ανάλυσης για τη διερεύνηση των κινήτρων και των αποτελεσμάτων που σχετίζονται με τις ποινικές κυρώσεις, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να βελτιωθούν οι μηχανισμοί επιβολής των κυρώσεων για να επιτευχθεί καλύτερη αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα. 2. Ωστόσο, η συνεκτίμηση της οικονομικής αποτελεσματικότητας ως αξίας του δικαίου, ώστε να επιλέγεται μεταξύ των διαθέσιμων δυνατοτήτων ενέργειας εκείνη που διασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή ωφέλεια με το μικρότερο δυνατό κόστος, είναι μεν χρήσιμη και αναγκαία για ένα νομικό, αλλά δεν μπορεί να είναι το κύριο και αποκλειστικό κριτήριο για την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου. Η οικονομική ανάλυση του δικαίου δεν μπορεί να παραγνωρίζει ή να επιβάλλεται στους εξωοικονομικούς σκοπούς του νομοθέτη που συνδέονται με την κοινωνική και παιδαγωγική σκοπιμότητα των δεοντολογικών και επιτακτικών κανόνων δικαίου.

Β. Γιατί χρειάζεται η οικονομική επιστήμη τη νομική και γιατί χρειάζεται ο οικονομολόγος γνώσεις δικαίου 1. Η οικονομία και οι οικονομικές σχέσεις ρυθμίζονται από κανόνες δικαίου. Η ερμηνεία αυτών αποκλειστικά με γνώμονα την οικονομική ανάλυση, όπως πρεσβεύει η σχολή του Σικάγου, σύμφωνα με την οποία οι κανόνες της αγοράς επιβάλλονται στο δίκαιο κινδυνεύει να οδηγήσει τους οικονομολόγους σ’ έναν οικονομικό φορμαλισμό, αντίστοιχο με αυτό που οι νομικοί πρέσβευαν μέσα από τον νομικό θετικισμό μέχρι το 19ο αιώνα και μέχρι να εμφανισθούν οι θεωρίες που συνέδεσαν το δίκαιο με την κοινωνία και την οικονομία. 2. Προκειμένου να γίνει αντιληπτός ο ρόλος του δικαίου από έναν οικονομολόγο είναι χρήσιμες βασικές γνώσεις της νομικής επιστήμης για την κατανόηση των άλλων σκοπών που επιδιώκει το δίκαιο. Στην πράξη, απαιτείται ένας οικονομολόγος να γνωρίζει βασικές αρχές του συνταγματικού και κοινοτικού δικαίου, της δικονομίας που ο καθηγητής Μπέης ονόμαζε εφαρμοσμένο συνταγματικό δίκαιο, του αστικού, εμπορικού και ποινικού δικαίου. Εξοπλισμένος με τις γνώσεις αυτές ένας οικονομολόγος θα μπορέσει να εμπλουτίσει την οικονομική ανάλυση με δικαιοπολιτικά εργαλεία ώστε η οικονομική αποτελεσματικότητα για την αγορά και την επιχειρηματικότητα και η αντιμετώπιση των οικονομικών προκλήσεων της εποχής μας να συμβαδίζει με τις επιταγές για κοινωνική ευημερία και υποστήριξη των αρχών του κράτους δικαίου.

ΙII. Η Δικαιοσύνη δεν λειτουργεί με τη λογική κόστους-ωφέλειας

1. Η αλληλεπίδραση μεταξύ της νομικής και οικονομικής επιστήμης είναι ολοένα και πιο σημαντική στη σύγχρονη κοινωνία. Η διεπιστημονική συνεργασία ανάμεσα στην οικονομική και νομική επιστήμη είναι απαραίτητη για την ανάδειξη ολοκληρωμένων και πληρέστερων λύσεων σε σύγχρονα προβλήματα που χρειάζονται παράλληλα τόσο την προστασία ενός νομικού πλαισίου όσο και την σταθερότητα και αποτελεσματικότητα μιας οικονομικής πολιτικής, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις των φορολογικών νόμων, του δικαίου των επιχειρήσεων, του δικαίου του ανταγωνισμού, του Νόμου για την προστασία των καταναλωτών κ.λπ. 2. Ωστόσο, η βελτίωση του Δικαίου και των θεσμών της Δικαιοσύνης δεν μπορεί να γίνει με τη χρήση αποκλειστικά μεθόδων της οικονομικής επιστήμης. 3. Η θεωρία της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου εισήγαγε την αρχή της οικονομικής αποτελεσματικότητας του δικαίου ως αξία του δικαίου και αποτέλεσε την νομιμοποιητική βάση για την ολοένα και μεγαλύτερη εμπλοκή οικονομολόγων σε ζητήματα που αφορούν τη Δικαιοσύνη και τους θεσμούς της. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμβουλος της Κυβέρνησης και του Υπουργείου Δικαιοσύνης για θέματα που αφορούν τις εν εξελίξει μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη και ιδίως στον δικαστικό χάρτη είναι η Παγκόσμια Τράπεζα, οι σύμβουλοι της οποίας έχουν θεσμικές συναντήσεις με τις διοικήσεις κεντρικών και περιφερειακών δικαστηρίων και δίνουν συμβουλές και κατευθύνσεις ενέργειας ακόμη και σε δικαστές Ανωτάτων Δικαστηρίων. Μάλιστα, η νομοθέτηση με βάση τις σχετικές υποδείξεις αποτελεί προϋπόθεση για την εκταμίευση χρηματικών δόσεων από την Τράπεζα Ανάπτυξης στο πλαίσιο του αντίστοιχου προγράμματος. 4. Η Δικαιοσύνη, όμως, δεν λειτουργεί όπως οι επιχειρήσεις, με τη λογική κόστους-ωφέλειας, αλλά υπηρετεί εξωοικονομικούς σκοπούς που συνδέονται με τις αρχές της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου.

Τέτοιες αρχές είναι η διάκριση των εξουσιών, η αμεροληψία και ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, ο σεβασμός των βασικών πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων καθώς και των ατομικών ελευθεριών, η ασφάλεια δικαίου, η αποτροπή αυθαίρετης χρήσης εξουσίας, η παροχή δικαστικής προστασίας και η διευκόλυνση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, και γενικά όλα όσα συνιστούν αυτό που ονομάζουμε Κράτος Δικαίου.

Το Κράτος Δικαίου δεν είναι μια κενή περιεχομένου θεωρία και, συνεπώς, όσοι εμπλέκονται σε ζητήματα που αφορούν τη Δικαιοσύνη, συμπεριλαμβανομένων και των οικονομολόγων, οφείλουν να γνωρίζουν τους σκοπούς του δικαίου, να κατέχουν τις βασικές γνώσεις της νομικής επιστήμης και να σέβονται τις αρχές του Κράτους Δικαίου.

* Του Ηλία Ι. Κλάππα, προέδρου Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά ** Το άρθρο στηρίχθηκε σε εισήγηση με θέμα «Ανάγκη διασύνδεσης της Οικονομικής με την Νομική Επιστήμη» στο πλαίσιο σχετικής Ημερίδας που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Πειραιά στις 11/03/2024.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr