Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Ιωάννης Ανδρουλάκης: Η ενημέρωση του υπόπτου για το περιεχόμενο της εισαγγελικής παραγγελίας

Οι αυξανόμενες τελευταία περιπτώσεις άρνησης ανακριτικών υπαλλήλων να χορηγήσουν αντίγραφο της εισαγγελικής παραγγελίας δεν έχουν έρεισμα στον νόμο.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Ιωάννης Ανδρουλάκης: Η ενημέρωση του υπόπτου για το περιεχόμενο της εισαγγελικής παραγγελίας dikastiko.gr

Σύμφωνα με το άρθρο 244 § 1 εδ. γ΄ του νέου ΚΠΔ, «το δικαίωμα ενημέρωσης του υπόπτου περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο τη γνωστοποίηση των ποινικών διατάξεων, η παραβίαση των οποίων διερευνάται, καθώς και των θεμάτων επί των οποίων θα παράσχει εξηγήσεις». Πρόκειται για μια σημαντική ρύθμιση, που εισήγαγε, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2012/13/ΕΕ, μια διευρυμένη υποχρέωση πληροφόρησης του υπόπτου, όχι μόνο για τη νομική, αλλά και για την ουσιαστική βάση επί της οποίας κινείται η σε βάρος του ποινική διαδικασία, προς διασφάλιση της δυνατότητας προετοιμασίας της υπεράσπισής του. Με τον τρόπο αυτό, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη προσθήκη α) της υποχρέωσης σύνταξης ειδικής έκθεσης για την ενημέρωση του υπόπτου στο άρθρο 95 § 2, β) της ευθείας παραπομπής που κάνει πλέον το άρθρο 244 § 1 εδ. β΄ στα δικαιώματα του άρθρου 100 ΚΠΔ (και στην περιλαμβανόμενη εκεί υποχρέωση ανακοίνωσης του περιεχομένου του – όποιου – «κατηγορητηρίου»), και γ) της ρητής πρόβλεψης στη νέα διάταξη του άρθρου 171 § 1 περ. δ΄ ΚΠΔ περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας όταν προσβάλλονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα όχι μόνο του κατηγορουμένου (όπως έλεγε η προϊσχύσασα διάταξη), αλλά και «του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την προκαταρκτική εξέταση», ολοκληρώθηκε, θα έλεγε κανείς, η θωράκιση του υπόπτου με όλα τα δικαιώματα που προσιδιάζουν στον κατηγορούμενο μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης. Η μέχρι πρότινος απολύτως κρατούσα πρακτική της ανακοίνωσης στον καλούμενο σε εξηγήσεις ύποπτο μόνο των διατάξεων του νόμου επί των οποίων διενεργείται η προκαταρκτική εξέταση – και ουδενός στοιχείου σε σχέση με το πραγματικό περιεχόμενο των υπονοιών που έχουν μορφοποιηθεί σε βάρος του – δεν μπορεί πια να γίνεται ανεκτή.

Αυτό, ασφαλώς, δεν σημαίνει ότι η ενημέρωση του υπόπτου απαιτείται να εγγίζει σε βαθμό πληρότητας και εξειδίκευσης την ενημέρωση του κατηγορουμένου που καλείται σε απολογία από τον τακτικό ανακριτή – γι’ αυτό και ο νομοθέτης επέλεξε την ως άνω γενική αναφορά στα «θέματα» επί των οποίων καλείται να παράσχει εξηγήσεις. Στην προκαταρκτική εξέταση είναι αναμενόμενο η διερεύνηση της υπόθεσης να βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο και να μην έχει αποδώσει ώριμους καρπούς ή να μην έχουν αξιολογηθεί επισταμένως τα πορίσματά της. Το αντικείμενο της κατηγορίας σε πολλές περιπτώσεις δεν θα έχει ακόμα οριστικά προσδιορισθεί. Επομένως, η πληροφόρηση που θα δοθεί είναι εύλογο να μην αντιστοιχεί πάντοτε σε σαφήνεια και λεπτομέρεια στο περιεχόμενο ενός κανονικού κατηγορητηρίου. Ο ύποπτος δικαιούται, όμως, να ενημερωθεί στοιχειωδώς – έστω, κάποτε, περιληπτικά και χωρίς πλήρη και σαφή εξειδίκευση – για τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που κρίθηκαν ικανά να εγείρουν υπόνοιες τέλεσης συγκριμένης αξιόποινης πράξης από μέρους του και που κατέστησαν επιβεβλημένη την κλήση του σε εξηγήσεις, όπως και για τον νομικό χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξης που του αποδίδεται. Το δικαίωμα, λοιπόν, που αντλείται από το άρθρο 244 § 1 εδ. γ΄ ΚΠΔ εκτείνεται τουλάχιστον στα βασικά στοιχεία της φερόμενης αξιόποινης πράξης, οπωσδήποτε δε – στο μέτρο που αυτό είναι εφικτό – και στον χρόνο και τον τόπο τέλεσής της, επί ποινή απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας. Όταν η προκαταρκτική εξέταση κινείται με βάση κάποια έγκληση ή μήνυση – όπως θα συμβαίνει στην πλειονότητα των περιπτώσεων – η περιγραφή των «θεμάτων» θα πρέπει να παρέχει επαρκή καθοδήγηση στον ύποπτο, ώστε να μπορεί να αντιληφθεί ποια είναι τα ουσιώδη χωρία της καταγγελίας (λ.χ. επί έγκλησης για συκοφαντική δυσφήμηση ποιοι ακριβώς ισχυρισμοί του είναι, υποτίθεται, ψευδείς), με κριτήριο πάντα την εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος υπεράσπισής του.

Η τρέχουσα εισαγγελική πρακτική φαίνεται ότι έχει αρχίσει σε κάποιο βαθμό να προσαρμόζεται στη νέα αυτή πραγματικότητα. Αρκετές εισαγγελικές παραγγελίες για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης περιλαμβάνουν πλέον – είτε εξαρχής είτε συμπληρωματικά, μετά την υποβολή σχετικών αιτημάτων από τους υπόπτους – συγκεκριμένες αναφορές στη διερευνώμενη πράξη ή διατυπώνουν συγκεκριμένα ερωτήματα στα οποία ο ύποπτος καλείται να απαντήσει. Το σημαντικότερο δε, οι συνέπειες της μεταρρύθμισης του άρθρου 244 ΚΠΔ έχουν αναδειχθεί μέσω πρόσφατων βουλευμάτων που κήρυξαν άκυρη την διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠΔ, όπως και την ασκηθείσα ποινική δίωξη, σε υποθέσεις όπου παραλείφθηκε η οφειλόμενη ενημέρωση από την εισαγγελική αρχή. Είναι δε σημαντική η παραδοχή των βουλευμάτων αυτών, ότι ακόμα και η μη άρνηση των υπόπτων να παράσχουν εξηγήσεις και η υποβολή σχετικού σημειώματος στον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο «ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί, καθόσον πρόκειται για απόλυτη ακυρότητα, η οποία δεν μπορεί εξ αυτού του λόγου να θεωρηθεί ότι καλύφθηκε, όπως θα μπορούσε να συμβεί ενδεχομένως με τη σχετική ακυρότητα. Ούτε όμως μπορεί να εξαρτηθεί η απόλυτη ακυρότητα από την επέλευση ή μη δικονομικής βλάβης του αιτούντος, θεσμός που ισχύει στο πεδίο του αστικοδικονομικού δικαίου, όχι όμως του ποινικού δικαίου. Διαφορετική αντιμετώπιση της ως άνω απόλυτης ακυρότητας θα σήμαινε καταστρατήγηση της ίδιας της διάταξης του άρ. 171 αριθμ. 1 περ. δ΄ ΚΠΔ.» (ΣυμβΠλημΑθ 318/2021, ΣυμβΠλημΠειρ 751/2021).

Η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται ως γνωστόν πάντοτε εγγράφως, σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 241 ΚΠΔ, η δε ενημέρωση του υπόπτου γίνεται ακριβώς μέσω της εισαγγελικής παραγγελίας που δίνεται προς τους αρμόδιους ανακριτικούς υπαλλήλους κατ’ άρθρο 31 παρ. 1 ΚΠΔ για την διενέργεια των αναγκαίων ανακριτικών πράξεων και τη λήψη των εγγράφων εξηγήσεων των υπόπτων. Η εισαγγελική παραγγελία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δικογραφίας, ως το αποκλειστικό μέσο αποτύπωσης εκ μέρους του εισαγγελέα των ποινικών διατάξεων η παραβίαση των οποίων διερευνάται και των θεμάτων επί των οποίων θα δοθούν οι εξηγήσεις. Επομένως, μοιάζει αυτονόητη η υποχρέωση χορήγησης αντιγράφου αυτής στον ύποπτο, προκειμένου να μπορέσει να ασκήσει τα υπερασπιστικά του δικαιώματα. Κι όμως το τελευταίο χρονικό διάστημα πληθαίνουν οι περιπτώσεις άρνησης ανακριτικών υπαλλήλων να χορηγήσουν αντίγραφο της εισαγγελικής παραγγελίας, με αποκορύφωμα την πολύ πρόσφατη υπ’ αριθ. 8695/16.11.2021 οδηγία της διευθύνουσας την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς προς την Προϊσταμένη του οικείου Πταισματοδικείου, σύμφωνα με την οποία «η εισαγγελική παραγγελία δεν συνιστά έγγραφο της δικογραφίας και δεν λαμβάνεται αντίγραφο αυτής από διαδίκους».

Πρόκειται για μια θέση που – με τον τρόπο που είναι διατυπωμένη – δεν έχει έρεισμα στον νόμο και αποτελεί ένα ανησυχητικό βήμα προς τα πίσω, μετά από σημαντικά βήματα προόδου που σημειώθηκαν τα τελευταία χρόνια στο πεδίο της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του υπόπτου. Το άρθρο 100 ΚΠΔ, στο οποίο, όπως είδαμε, παραπέμπει πια ευθέως το άρθρο 244 § 1 εδ. β΄, επιβάλλει την ανακοίνωση του περιεχομένου και, εφόσον υποβληθεί σχετική αίτηση, τη χορήγηση αντιγράφων του «κατηγορητηρίου» και των υπολοίπων εγγράφων της «ανάκρισης». Αν στην κύρια ανάκριση το κατηγορητήριο συντάσσεται από τον ανακριτή, όπως ορίζει το άρθρο 248 § 3 ΚΠΔ, στην προκαταρκτική εξέταση το έγγραφο με τις εφαρμοζόμενες διατάξεις και τα «θέματα επί των οποίων θα παράσχει εξηγήσεις ο ύποπτος» συντάσσεται από τον εισαγγελέα, φορέας του δε, όπως προελέχθη, δεν είναι άλλος από την περί ης ο λόγος εισαγγελική παραγγελία. Όπου ο νομοθέτης θέλει να αποκλείσει ένα έγγραφο από το υλικό της δικογραφίας το πράττει ρητά, όπως για παράδειγμα σε σχέση με την προηγούμενη έγγραφη εξέταση του υπόπτου που έγινε ενόρκως ή χωρίς την δυνατότητα άσκησης των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων (άρθρο 244 § 3 ΚΠΔ), την πράξη ταυτοποίησης των στοιχείων του ψευδώνυμου, τελούντος υπό καθεστώς προστασίας μάρτυρα (άρθρο 12 ΚΥΑ 42926/2018 σε συνδυασμό με το άρθρο 218 § 4 ΚΠΔ) ή την αίτηση του κατηγορουμένου για την έναρξη διαδικασίας ποινικής διαπραγμάτευσης (άρθρο 303 § 3 ΚΠΔ). Τίποτα τέτοιο δεν έχει προβλεφθεί – και πώς θα μπορούσε άλλωστε; – για την εισαγγελική παραγγελία. Έτσι, η μη ικανοποίηση αιτήματος υπόπτου για την χορήγηση σχετικού αντιγράφου εμφανίζεται αυθαίρετη και παραβιάζει, πέραν των προαναφερθεισών διατάξεων του ΚΠΔ, και τις θεμελιώδεις διατάξεις των άρθρων 20 § 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1, 3α΄-β΄ της ΕΣΔΑ.

Ζήτημα μη χορήγησης αντιγράφου της εισαγγελικής παραγγελίας τίθεται μόνον εφόσον δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμα οι αναγκαίες ανακριτικές πράξεις και δεν έχει κληθεί ακόμα για εξηγήσεις ο ύποπτος, ενόψει του ενδεχόμενου κινδύνου απώλειας αποδεικτικών στοιχείων και παρακώλυσης της έρευνας της υπόθεσης. Για τον λόγο αυτό είναι σκόπιμο, στις περιπτώσεις ιδίως όπου δεν έχει αποδοθεί εξαρχής σε ορισμένα πρόσωπα η τέλεση της υπό έρευνα αξιόποινης πράξης, η παραγγελία για την λήψη ανωμοτί εξηγήσεων των υπόπτων να δίνεται σε δεύτερο χρόνο, συμπληρωματικά προς την αρχική παραγγελία για τη συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων και όχι ταυτοχρόνως προς αυτή, όπως συνηθίζεται. Με τον τρόπο αυτό και ο εισαγγελέας θα έχει την ευκαιρία να εκτιμήσει εν συνόλω το αποδεικτικό υλικό και να αποφύγει την κλήτευση ως υπόπτων προσώπων που είναι άσχετα με την υπόθεση.

*Ο Ιωάννης Ν. Ανδρουλάκης είναι Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών – Δικηγόρος

* Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο 14ο τεύχος της περιοδικής έκδοσης  της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων Nova Criminalia, τον Δεκέμβριο του 202

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ