Ιωάννης Γιαννίδης: Η εγγενής αδυναμία του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης να αντιμετωπίσει πολυπρόσωπες δίκες

Η διεξαγωγή τέτοιων δικών, απαιτεί μεγάλο αριθμό δικασίμων, αυξημένες συνθέσεις, μεγάλο χρόνο καθαρογραφής ιδίως σε περιπτώσεις υπάρξεως ενστάσεων και πιθανών μειοψηφιών.

NEWSROOM
Ιωάννης Γιαννίδης: Η εγγενής αδυναμία του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης να αντιμετωπίσει πολυπρόσωπες δίκες

Είναι ακόμη νωρίς για να προδικάσει κανείς την εξέλιξη της ποινικής αντιμετώπισης της σιδηροδρομικής τραγωδίας των Τεμπών και δεν μπορεί εξάλλου να αποτελέσει αντικείμενο αυτής της ανάπτυξης μια υπόθεση που βρίσκεται σε δικαστική εκκρεμότητα.

Ωστόσο η ανάπτυξη που ακολουθεί θα μπορούσε να εκληφθεί και ως προειδοποίηση για την εξέλιξη της παραπάνω και άλλων μελλοντικών υποθέσεων που θα ακολουθήσουν είτε ως υποθέσεις αμέλειας με βαριές κοινωνικές επιπτώσεις είτε ως υποθέσεις μεγάλης και σύνθετης οικονομικής εγκληματικότητας.

Ορισμός της πολυπρόσωπης δίκης δεν υπάρχει, είναι όμως αυτονόητη διαπίστωση ότι κάποιες δίκες περιέχουν όχι μόνο μεγάλο αριθμό κατηγορουμένων αλλά και παρισταμένων προς υποστήριξη της κατηγορίας, επίσης μεγάλο αριθμό δικηγόρων, μαρτύρων και ακόμη σημαντικό όγκο εγγράφων.

Η διεξαγωγή τέτοιων δικών, απαιτεί μεγάλο αριθμό δικασίμων, αυξημένες συνθέσεις, μεγάλο χρόνο καθαρογραφής ιδίως σε περιπτώσεις υπάρξεως ενστάσεων και πιθανών μειοψηφιών.

Στο βάθος ελλοχεύουν οι κίνδυνοι πρωτίστως της παραγραφής (ιδίως για τα πλημμελήματα αλλά όχι μόνον!) και της προβληματικότητας που ενέχει η μεγάλη απόσταση μεταξύ χρόνου τελέσεως και τελεσίδικης καταδίκης που ενίοτε υπερβαίνει τα 20 έτη. Η διαχείριση αυτών των δικών από πλευράς οργάνωσης της Δικαιοσύνης και των Δικαστηρίων είναι σχεδόν πάντα προβληματική.

Οι λόγοι που οδηγούν στις αναπόφευκτες δυσλειτουργίες μπορούν να υπαχθούν σε διάφορες κατηγορίες. Έτσι έχουμε τους α) δικονομικούς λόγους, β) λόγους οργάνωσης της Δικαιοσύνης, γ) χωροταξικούς λόγους.

α) Δικονομικοί λόγοι. Ξεκινώντας από την προκαταρκτική είναι γεγονός ότι μια σοβαρή προκαταρκτική εξέταση επί πλημμελημάτων και ένα αντίστοιχο (σοβαρό) κατηγορητήριο θα μπορούσε να εξοικονομήσει χρόνο με την κατευθείαν εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο. Το αυτό θα μπορούσε να γίνει με την κατευθείαν διεξαγωγή κυρίας ανάκρισης σε περίπτωση αυτοφώρων εγκλημάτων. Στο βαθμό όμως που η προκαταρκτική εξέταση γίνεται, ως συνήθως, διεκπεραιωτικά, όπως η μεγάλη πλειοψηφία των προκαταρκτικών εξετάσεων για να ακολουθήσει η τακτική ανάκριση η διαδικαστική εξέλιξη των πλημμελημάτων καθίσταται ήδη προβληματική. Αποτέλεσμα είναι πολυπρόσωπες δίκες να φθάνουν στον πρώτο βαθμό το τέταρτο ή και πέμπτο έτος της συνολικά οκταετούς παραγραφής. Η πίεση μεταφέρεται στις συνθέσεις του ακροατηρίου και των δύο βαθμών που πρέπει μέσα σε 3-4 χρόνια να διεκπεραιώσουν δίκες με δεκάδες κατηγορουμένους και ενίοτε άνω των 100 μαρτύρων. Για να απομακρυνθεί το ενδεχόμενο της παραγραφής προστίθενται στη δίωξη ενίοτε αμφιβόλου μέλλοντος κακουργήματα. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να δημιουργήσει ψευδές αίσθημα ασφάλειας, και να οδηγήσει τα πλημμελήματα (αν αυτά δεν χωρισθούν, πράγμα συχνά δύσκολο) κοντύτερα στην παραγραφή. Εδώ πρέπει να προσθέσουμε την αρνητική επίδραση της πραγματικής οριακά ή απλώς προς καθησυχασμό της κοινής γνώμης, πρόσθεσης συνεχώς και νέων υπόπτων ή κατηγορουμένων και νέων εγκλημάτων.

Ο μεγάλος αριθμός υπόπτων ή κατηγορουμένων φαίνεται να αποδεικνύει τη «σοβαρή» εργασία του εισαγγελέα ή του ανακριτή χωρίς να σκέπτονται οι δικαστικές αρχές της προδικασίας την κατάσταση στο ακροατήριο. Πρόσφατο σχετικά παράδειγμα οι συνεχείς προσπάθειες της ανάκρισης να κακουργηματοποιήσει πλημμελήματα με αντίθετη την εισαγγελία. Η απλή σκέψη ότι η απώλεια χρόνου στο ανακριτικό στάδιο θα οδηγούσε στην παραγραφή των πλημμελημάτων ή προς αποφυγήν τούτου σε μια αφόρητη «εντατικοποίηση» της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας και της ποιότητας της καθαρογραφής ουδένα φαίνεται να απασχολεί, αφού ουσιαστικά ελλείπει μια συνολική «διεύθυνση» της υπόθεσης. Αν προσθέσει κανείς σε αυτά και τα προβλήματα της (των) πραγματογνωμοσυνών, δηλαδή τη συχνή ανεπάρκεια των πραγματογνωμόνων στους οποίους το δικαστήριο εν πολλοίς βασίζει την αποδεικτική διαδικασία, προϊόν επίσης κακών δικονομικών και κυρίως οικονομικών περιορισμών επιλογής τους, αντιλαμβάνεται κανείς γιατί ακόμη και για κακουργήματα η παραγραφή παραμένει ένας μεγάλος κίνδυνος. Πρέπει επίσης να προστεθούν ακόμη οι περιπτώσεις αλλοδαπών κατηγορουμένων με όλα τα προβλήματα επιδόσεων, δικαστικής αρωγής, υποχρέωσης μετάφρασης εγγράφων κλπ. (πρόσφατο παράδειγμα απώλειας πολλών μηνών λόγω ελλιπούς μεταφράσεως), ή ακόμη την έρευνα και σχετική αναμονή για το άνοιγμα λογαριασμών. Ο κατάλογος των πιθανών αιτίων καθυστερήσεως είναι ατελείωτος.

β) Στη συνέχεια των δικονομικών προβλημάτων βρίσκουμε τους λόγους οργάνωσης της δικαιοσύνης. Πολυάριθμες συνθέσεις καθίστανται αναγκαίες (για την αποφυγή δυσάρεστων εκπλήξεων) και τη σίγουρη παραγραφή. Πόσο πρακτική είναι η πολυάριθμη αυτή σύνθεση σε μικρότερα δικαστήρια και εννοούμε εδώ αυτά των μεγάλων επαρχιακών κέντρων; Πόσο η κλήρωση των δικαστών αποτελεί σημαντικό κώλυμα στην επιλογή δικαστών ικανών να φέρουν σε πέρας ένα έργο, το οποίο, στην πραγματικότητα από λίγους προέδρους μπορεί να έρθει γρήγορα και δικονομικά ορθά σε πέρας και πώς είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε πρακτικά κωλύματα συμμετοχής δικαστικών (σοβαρά ή όχι); (Πρόσφατο παράδειγμα απώλειας αρκετών μηνών λόγω αμφισβήτησης καλής συνθέσεως του δικαστηρίου).

γ) Τρίτη ομάδα προβλημάτων η χωροταξική. Τι γίνεται σε περιπτώσεις αναγκαστικών παραλλήλως συνεκδικάσεων πολυπρόσωπων δικών όταν οι διατιθέμενες αίθουσες μεγάλης χωρητικότητας είναι ελάχιστες; Από τα παραπάνω που με κανένα τρόπο δεν αποτελούν τον πλήρη κατάλογο εμποδίων καθίσταται προφανές ότι στο θέμα των πολυπρόσωπων δικών υπάρχει μεγάλο εγγενές πρόβλημα. Σύντομα και αιρετικά προς συζήτηση ένας αριθμός προτάσεων de lege ferenda:. Πρώτον επί πλημμελημάτων μόνο σοβαρή και πλήρης προκαταρκτική και αντίστοιχα εμπεριστατωμένο κατηγορητήριο. Αν υπάρχει ανάγκη μέτρων δικονομικού καταναγκασμού μόνο προ τούτο αποστολή σε ανακριτή δικαστή. Δεύτερον. Δημιουργία μηχανισμού συνολικής επίβλεψης και συντονισμού επί της υποθέσεως φυσικά επί του διαχειριστικού της τμήματος. Τρίτον μηχανισμοί και οικονομική πρόβλεψη για την επιλογή σοβαρών και ουδέτερων πραγματογνωμόνων, μεταφραστών κλπ. Τέταρτον ξεκαθάρισμα διαδικασιών για μετάφραση εγγράφων (πρόσφατο παράδειγμα απώλεια χρόνου λόγω διαφωνιών μεταξύ εισαγγελίας και δικαστηρίου για τη μετάφραση αποφάσεως πρώτου βαθμού). Πέμπτον σοβαρή σκέψη για δυνατότητα επιλογής ικανών συνθέσεων. Έκτο επιμόρφωση εισαγγελέων και δικαστών για τις πραγματικές ανάγκες εφαρμογής της αρχής της νομιμότητας με περιορισμό στους ουσιαστικούς υπόπτους και κατηγορούμενους. Σε κάθε περίπτωση μια βελτίωση στις διαδικασίες πολυπρόσωπων δικών είναι επιβεβλημένη και για έναν άλλο λόγο. Αν όλοι συμφωνούμε ότι σοβαρά αδικήματα δεν πρέπει να παραγράφονται ούτε η διαδικασία εκδίκασής τους να καθυστερεί, θα πρέπει εξίσου να συμφωνήσουμε ότι δεν συμβάλλει στην αξιοπιστία και σοβαρότητα του δικαστηρίου η προσπάθεια αποφυγής της επαπειλούμενης παραγραφής με δικονομικού και ουσιαστικού δίκαιου «τρυκ» παρατάσεως των παραγραφών.

*Ιωάννης Γιαννίδης, Ομότ. Kαθηγητής Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

**Δημοσιεύθηκε στο 18o τεύχος της περιοδικής έκδοσης της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, NOVA CRIMINALIA

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr