Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2025

Ιωάννης Γλύκας: Απόψεις σχετικά με το σχέδιο νόμου για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών

Πολλές από τις διατάξεις του Σχεδίου εγείρουν σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με τις διατάξεις του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου  καθώς η τιμωρητικότητα ως επιλογή αντεγκληματικής πολιτικής δεν είναι η απάντηση στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας θίγοντας βασικούς πυλώνες του Κράτους Δικαίου και της Δίκαιης Δίκης .

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Ιωάννης Γλύκας: Απόψεις σχετικά με το σχέδιο νόμου για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών dikastiko

Κάθε πρωτοβουλία αναθεώρησης που κανόνων που διέπουν την οργάνωση και λειτουργία του συστήματος απονομής δικαιοσύνης πρέπει να γίνεται υπό το πρίσμα μια συνολικής  επανεξέτασης της λειτουργίας του, τόσο στις επιμέρους όψεις του, δηλαδή τη νομοθετική, ως προς το σύστημα των ποινών, τη δικαστική ως προς την επιμέτρηση των ποινών και τη σωφρονιστική ως προς τις συνθήκες κράτησης όσο και συνολικά στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις στο πλαίσιο μιας συγκροτημένης, ποινικής και σωφρονιστικής πολιτικής.

Σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση  τέθηκε η νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης μέχρι την 7η /1/2025 , με τίτλο: «Αντιμετώπιση νέων μορφών βίας κατά των γυναικών –Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2024/1385 – Πρόσθετες ρυθμίσεις στον νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας –Αναδιοργάνωση των ιατροδικαστικών υπηρεσιών –Ενίσχυση της λειτουργίας της Eurojust – Μέτρα για την προστασία των ανηλίκων και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – Δικονομικές διατάξεις αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και άλλες ρυθμίσεις».

Το Μέρος Α’ του σχεδίου νόμου αφορά στην ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 1385/2024 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2024, για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της εξ οικείων βίας.

Ειδικότερα, οι εν λόγω διατάξεις αναφέρονται στα αδικήματα που αφορούν στη γενετήσια εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών και την εγκληματικότητα στον χώρο της πληροφορικής .

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις επιδιώκεται η πολυεπίπεδη αντιμετώπιση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας και η ουσιαστική συμβολή στην εξάλειψή της. Για τον σκοπό αυτό, προτείνεται αρχικώς ο επανακαθορισμός της έννοιας του «συντρόφου» κατά την εφαρμογή του ν. 3500/2006 (Α’ 232), ενώ εντάσσεται στο ρυθμιστικό πεδίο του νόμου η απειλή μέσω επίμονης καταδίωξης ή αθέμιτης παρακολούθησης μέλους οικογένειας. Επίσης, επιδιώκεται η αντιμετώπιση του άμεσου κινδύνου με πρόβλεψη ρυθμίσεων σχετικά με την προδικασία, τη λήψη προληπτικών μέτρων και μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, την αρμοδιότητα, την παραπομπή, την εκδίκαση και την εκτέλεση της ποινής επί αδικημάτων ενδοοικογενειακής βίας.

Ακόμη, εισάγονται  ρυθμίσεις αναφορικά με τη διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης στην ενδοοικογενειακή βία. Ειδικότερα, εντάσσονται στις προϋποθέσεις της ποινικής διαμεσολάβησης η αναγνώριση εκ μέρους του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η τέλεση της πράξης, των βασικών περιστατικών της υπόθεσης και η υποχρέωση κάλυψης των άμεσων οικονομικών αναγκών του θύματος. Προστίθεται, ακόμη, η δυνατότητα απόρριψης συμφωνίας διαμεσολάβησης με αιτιολογημένη διάταξη του εισαγγελέα καθώς και νέα περίπτωση διακοπής της διαμεσολάβησης και καταστροφής του υλικού διαμεσολάβησης σε περίπτωση μη ολοκλήρωσής της.

Τέλος, λαμβάνεται μέριμνα για την αντιμετώπιση άμεσων κινδύνων μέσω της πρόβλεψης επιβολής επιπλέον περιοριστικών όρων, ενώ επεκτείνεται ο κατάλογος των επαγγελματιών που έχουν υποχρέωση αναφοράς εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας με την ένταξη των φαρμακοποιών και των φυσιοθεραπευτών.

Μια πρώτη διακρίβωση αναποτελεσματικότητας του σχεδίου Νόμου εντοπίζεται στο άρθρο 6 αυτού , για την  Παράνομη βία – Καταναγκασμός σε γάμο-Προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 330 του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 4 της Οδηγίας 2024/1385). Στο άρθρο 330 του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95), περί παράνομης βίας, προστίθεται παρ. 3 και το άρθρο 330 διαμορφώνεται ως εξής:  1. Όποιος με σωματική βία ή απειλή σωματικής βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης εξαναγκάζει άλλον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για τις οποίες ο παθών δεν έχει υποχρέωση, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, ανεξάρτητα αν το απειλούμενο κακό στρέφεται εναντίον εκείνου που απειλείται ή κάποιου από τους οικείους του.

  1. Με την επιφύλαξη διατάξεων ειδικών ποινικών νόμων, αν η πράξη της παρ. 1 τελείται σε βάρος ανηλίκου ή προσώπου που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών.
  2. Όποιος με τη χρήση οποιασδήποτε μορφής βίας ή απειλής βίας ή άλλων εξαναγκαστικών μέσων ή με επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας, ή αποσπώντας τη συναίνεση με τη χρήση απατηλών μέσων ή παρασύροντάς τον, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση στην οποία βρίσκεται, εξαναγκάζει, προσελκύει ή ωθεί άλλον να συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή. Αν η πράξη αφορά στη σύναψη γάμου ή συμφώνου συμβίωσης στο έδαφος κράτους άλλου από εκείνο στο οποίο διαμένει ο εξαναγκαζόμενος ή αν η πράξη διαπράχθηκε από μέλος της οικογένειας ή από πρόσωπο που συνοικούσε με το θύμα ή από δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή με τη χρήση όπλου ή απειλή χρήσης όπλου, συντρέχει ιδιαίτερη επιβαρυντική περίσταση.».

Στην Τρίτη λοιπόν παράγραφο του εν λόγω άρθρου έχει ενταχθεί η πρόταση ΄΄ με την χρήση απατηλών μέσων ΄΄ με σκοπό στην έννοια της παράνομης βίας να ενταχθεί και η χρήση απατηλών μέσω δίχως να εξειδικεύεται ποια μέσα μπορούν να χαρακτηριστούν έως απατηλά δημιουργώντας έτσι κενό δικαίου με χρήση αόριστων νομικών εννοιών που χρήζουν εξειδίκευσης εντάσσοντας στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος και πράξεις εκτός της ratio της διάταξης καθώς στην έννοια της βίας αναφορικά με τους τρόπους ή τα μέσα τέλεσης της πράξεως θα έπρεπε για να έχουμε το έγκλημα της παράνομης βίας , να υπήρχε είτε σωματική βία είτε απειλή σωματικής βλάβης είτε απειλή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης . Θέτοντας επιπλέον ο νόμος ως προυπόθεση την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης προσβολής και του αποτελέσματος σύμφωνα με την κρατούσα στην θεωρία του Ποινικού Δικαίου , θεωρία του ισοδυνάμου των όρων θα πρέπει ο εξαναγκασμός του θύματος να προέρχεται από τις ενέργειες εξαναγκασμού που πραγματοποίησε ο δράστης. Προσθέτοντας λοιπόν την ΄΄ χρήση απτηλών μέσων ΄΄ ως τρόπο τέλεσης του αδικήματος τίθεται απόκλιση από την έννοια της παράνομης βίας η οποία ερμηνευόταν είτε ως ακαταμάτητη σωματική βία είτε ως ψυχολογική βία με τον κίνδυνο ο φυσικός δικαστής να καλείται διαρκώς να προβαίνει σε αξιολογικές κρίσεις περί του αν μια συμπεριφορά εμπίπτει στα πλαίσια των ΄΄ απατηλών μέσων ΄΄ και του αν αυτά ήταν ικανά να προσελκύσουν ή να ωθήσουν άλλον να συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης .

Μια δεύτερη  διακρίβωση του σχεδίου Νόμου εντοπίζεται στο άρθρο 10 αυτού με την διαδικασία υποβολής καταγγελίας βίας κατά των γυναικών ή εξ΄ οικείων βίας (άρθρο 14 της Οδηγίας 2024/1385) . Ορίζεται συγκεκριμένα 1. Η καταγγελία για τα εγκλήματα του άρθρου 13 μπορεί να υποβάλλεται πέρα από τα οριζόμενα στις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προφορικά μέσω τηλεφώνου ή άλλων συστημάτων φωνητικών μηνυμάτων ή μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, προσβάσιμης και σε άτομα με αναπηρία, στην αρμόδια υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.). Σε κάθε περίπτωση, ο καταγγέλλων έχει δικαίωμα να λάβει αντίγραφο της καταγγελίας του, παροχή βοήθειας πρόσφορης και ανάλογης με την ηλικία του, συμπεριλαμβανομένης και της αναγκαίας γλωσσικής βοήθειας, η οποία περιλαμβάνει τη δωρεάν μετάφραση του έγγραφου αποδεικτικού της καταγγελίας του και κάθε πρόσφορο μέσο υποβολής αποδεικτικών στοιχείων. Με την συγκεκριμένη ρύθμιση της καταγγελίας μέσω ενός τηλεφώνου ο προανακριτικός υπάλληλος στερείται της δυνατότητας αξιολόγησης της καταγγελίας με αποτέλεσμα του κινδύνου όλες οι καταγγελίες ακόμα και αν δεν έχουν βασιμότητα να τεκμαίρονται ως βάσιμες και να οδηγείται ο καταγγελλόμενος στην αυτόφωρη διαδικασία.

Στο άρθρο 8 του Σχεδίου Νόμου στο άρθρο 337 παρ.5εδ 2 του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95), περί προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, προστίθεται παρ. 5 και το άρθρο 337 διαμορφώνεται ως εξής:

  1. Όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, με γενετήσιες πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου ή με επίδειξη των γεννητικών του οργάνων, προσβάλλει βάναυσα την τιμή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση, εκτός αν ο παθών είναι ανήλικος.
  2. Με φυλάκιση έως δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή τιμωρείται η πράξη της προηγουμένης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος των δώδεκα (12) ετών.
  3. Ενήλικος, ο οποίος μέσω διαδικτύου ή άλλων μέσων ή τεχνολογιών πληροφορικής αποκτά επαφή με πρόσωπο που δεν συμπλήρωσε τα δέκα πέντε (15) έτη και με χειρονομίες ή προτάσεις, προσβάλλει την τιμή του ανηλίκου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών. Αν επακολούθησε συνάντηση ο ενήλικος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών.
  1. Όποιος προβαίνει σε χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα ή διατυπώνει προτάσεις για τέλεση γενετήσιων πράξεων σε πρόσωπο που εξαρτάται εργασιακά από αυτόν ή εκμεταλλευόμενος τη θέση προσώπου που έχει ενταχθεί σε διαδικασία αναζήτησης θέσης εργασίας, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη.
  2. Όποιος κοινοποιεί ή αποστέλλει σε άλλον, χωρίς τη συναίνεσή του, με οποιονδήποτε τρόπο ή με τη χρήση της τεχνολογίας των πληροφοριών και επικοινωνιών, πραγματική ή σχεδιασμένη εικόνα ή οπτικό ή οπτικοακουστικό υλικό αποτυπωμένο σε ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό φορέα, που απεικονίζει γεννητικά όργανα, κατά τρόπο που δύναται να προκαλέσει φόβο, ανησυχία ή ψυχολογική βλάβη στο πρόσωπο που λαμβάνει το υλικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη. Αν το αδίκημα του προηγούμενου εδαφίου διαπράχθηκε κατά προσώπου που φέρει την ιδιότητα δημόσιου εκπροσώπου, δημοσιογράφου ή υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ο δράστης τελεί σε ιεραρχική σχέση ή σχέση εξάρτησης με το θύμα, συντρέχει ιδιαίτερη επιβαρυντική περίσταση.».

Στην συγκεκριμένη διάταξη ο νομοθέτει προβαίνει για ακόμη μία φορά σε διακρίσεις και σταθμίσεις με βάση τα ιδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά εκάστοτε θύματος θέτοντας τες να συνιστούν επιβαρυντική περίσταση δίχως να εντάσσει σε αυτές την ανηλικότητα του θύματος.

Σημαντική διακρίβωση της αναποτελεσματικότητας του Σχεδίου Νόμου αποτελεί το  Άρθρο 14΄΄ Ειδικές ρυθμίσεις για την προδικασία, τη λήψη προληπτικών μέτρων και μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, την αρμοδιότητα, την παραπομπή, την εκδίκαση και την εκτέλεση της ποινής επί αδικημάτων ενδοοικογενειακής βίας – Προσθήκη άρθρου 10A στον ν. 3500/2006 (άρθρο 19 της Οδηγίας 2024/1385) Στο Κεφάλαιο Γ’ του ν. 3500/2006 (Α’232), περί ποινικών διατάξεων, μετά από το άρθρο 10, προστίθεται άρθρο 10Α ως εξής: «Άρθρο 10Α Ειδικές διατάξεις 1. Αν τα εγκλήματα που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 1 έχουν τελεστεί από υπότροπο, τα όρια της ποινής αυξάνονται σύμφωνα με το άρθρο 82Α του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95). Υπότροπος θεωρείται όποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα: α) σε βαθμό πλημμελήματος μέσα στην προηγούμενη πενταετία από τον χρόνο τέλεσης της πράξης, για αδίκημα ενδοοικογενειακής βίας ανεξαρτήτως ύψους ποινής ή για αδίκημα βίας σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών και β) για τα αδικήματα της περ. α) όταν έχουν τελεστεί σε βαθμό κακουργήματος μέσα στην προηγούμενη δεκαετία από τον χρόνο τέλεσης της πράξης. 2. Στις περιπτώσεις των εγκλημάτων που εμπίπτουν στον παρόντα νόμο, η ανώτερη των δύο (2) ετών στερητική της ελευθερίας ποινή, δεν μετατρέπεται και δεν αναστέλλεται με κανέναν τρόπο, τυχόν δε ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα ισχύ. Περιοριστικοί όροι που αποσκοπούν στην προστασία του θύματος, και ιδίως η απαγόρευση προσέγγισης και κάθε είδους επικοινωνίας με το θύμα και άτομα του συγγενικού του περιβάλλοντος, μπορούν να επιβληθούν από το δικαστήριο και ως παρεπόμενη ποινή με τη δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης, στην οποία καθορίζεται και η διάρκειά τους. Η εκτέλεση της παρεπόμενης ποινής δεν αναστέλλεται.

Με την εν λόγω ρύθμιση παραβιάζεται πλήρως  το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 497 ΚΠΔ, δεδομένου πως παρά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 5090/2024  στο ως άνω άρθρο (497 ΚΠΔ) , ακόμα και σε κακουργήματα θα πρέπει η έφεση κατά κανόνα να έχει ανασταλτικό χαρακτήρα και μάλιστα στην παράγραφο 8 του άρθρου  497 το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν χορηγείται μόνο αν ο κατηγορούμενος «Έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειές για να διευκολύνει την φυγή του ή κατά τον παρελθόν υπήρξε φυγόποινός ή φυγόδικός ή κρίθηκε ένοχος για απόδρασή κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα». Ο Νομοθέτης στην διάταξη του άρθρου 497 παρ. 7-8 Κ.Π.Δ  θέτει συγκεκριμένες προϋποθέσεις, δυνάμει των οποίων ο κάθε κατηγορούμενος δικαιούται ή δεν δικαιούται την χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος.  Σε αυτές τις ως άνω περιπτώσεις δηλαδή όταν ο δράστης διαπράττει πλημμέλημα άνευ αιτιολογίας θα οδηγείται αμέσως στη φυλακή στερούμενος του δικαιώματος ακροάσεως επί της αναστολής .

Με την εν λόγω τροποποίηση θα φυλακίζεται εκείνος που μπορεί να ήταν ελεύθερος μέχρι το Δικαστήριο είτε πληρεί τις προυποθέσεις του άρθρου 497 είτε όχι.

Οι απαγορεύσεις αυτές είναι αντίθετες στο τεκμήριο της αθωότητας που ισχύει και για τον πρωτοδίκως  καταδικασθέντα καθώς και αντίθετες στην αξία του ανθρώπου.

Σημαντικότερη διακρίβωση αναποτελεσματικότητας του Σχεδίου Νόμου  αποτελεί η παράγραφος 3 του άρθρου 14 του Σχεδίου Νόμου όπου προβλέπει ότι  στα κακουργήματα, και σε όσα πλημμελήματα ενδοοικογενειακής βίας προβλέπεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, επιβάλλεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι δεν επαρκούν οι περιοριστικοί όροι κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96) και τον παρόντα νόμο, κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή, εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι δεν επαρκεί ούτε αυτός, προσωρινή κράτηση, όταν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης και την εν γένει προσωπικότητα του κατηγορουμένου κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανόν να διαπράξει και άλλα εγκλήματα και ιδίως όταν η πράξη τελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα ή κατά συρροή ή κατ’ εξακολούθηση ή καθ’ υποτροπή κατά την έννοια του παρόντος νόμου ή όταν προκύπτει σκοπός φυγής αυτού με βάση τα κριτήρια της παρ. 1 του άρθρου 286 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή όταν δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή όταν παραβίασε τους τεθέντες περιοριστικούς όρους. Στα πλημμελήματα το ανώτατο όριο των ανωτέρω μέτρων είναι διάρκειας έως έξι (6) μήνες, μη δυνάμενο να παραταθεί, με ενδιάμεσο έλεγχο της διάρκειας αυτών στους τρεις (3) μήνες. Με την εν λόγω ρύθμιση παραβιάζεται κατάφωρα  το άρθρο 286 παρ.2  ΚΠΔ όπου κατά ρητή επιταγή ορίζεται πως σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον αιτιολογημένα κρίνεται ότι δεν επαρκούν οι περιοριστικοί όροι ή ο κατ΄ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση, μπορεί να επιβληθεί προσωρινή κράτηση και για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή αν προκύπτει σκοπός φυγής του κατηγορουμένου.

Με την ως άνω ρύθμιση η εξαίρεση , γίνεται ο κανόνας για τα αδικήματα της ενδοοικογενειακής βίας ακόμα και για πλημμελήματα για τα οποία προβλέπεται ποινή μόλις ενός έτους  παραβιάζοντας έτσι την βασική αρχή που διαπνέει το δίκαιο μας ήτοι την αρχή της αναλογικότητας.

Στην παράγραφο 6 του άρθρου 14 του Σχεδίου Νόμου  προβλέπεται πως σε κάθε περίπτωση αναβολής της εκδίκασης των αδικημάτων του άρθρου 1 στο πλαίσιο της διαδικασίας των άρθρων 417 έως 427 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αν ο χρόνος αναβολής δεν υπερβαίνει τις τρεις (3) ημέρες, και για λόγους ανωτέρας βίας τις πέντε (5), η κράτηση διατηρείται, εκτός αν το δικαστήριο, αφού ακούσει και το θύμα, κρίνει αιτιολογημένα ότι δεν συντρέχει κίνδυνος τέλεσης νέων αδικημάτων. Με την εν λόγω ρύθμιση ο ίδιος ο νομοθέτης αποδίδει στο θύμα ρόλο φυσικού δικαστή παραβιάζοντας έτσι την θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των εξουσιών και το αμερόλητο της κρίσης του φυσικού δικαστή . Πριν καν εκδοθεί απόφαση επί της ενοχής το δικαστήριο ακόμα και στην διαδικασία αναβολής της δίκης και της τοποθέτησης της γνώμης  του θύματος σε κριτήριο δίχως να τηρήσει το δικαίωμα ακροάσεως του κατηγορουμένου , τον αντιμετωπίζει εξ΄ αρχής ως ένοχο . Δεν ορίζεται επίσης στην διάταξη η τύχη του κατηγορουμένου σε περίπτωση που οδηγείται κατά την αυτόφωρη διαδικασία και το θύμα δεν έχει κληθεί και απουσιάζει ώστε να ακουστεί η γνώμη του αν θα είναι καταδικασμένος να κρατηθεί μέχρι την επόμενη δικάσιμο καταστρατηγώντας έτσι πλήρως τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα του.

Στο Μέρος Β’ του νομοσχεδίου επιδιώκεται ο εξορθολογισμός ποινικών διατάξεων σχετικά με την ανήλικη παραβατικότητα και, συγκεκριμένα, των διατάξεων για την υποτροπή, τις διακεκριμένες μορφές συμπλοκής, τις γενετήσιες πράξεις ενώπιον ανηλίκου, την παραμέληση εποπτείας αυτού, την προσωρινή κράτηση καθώς και τη δυνατότητα παράστασης πραγματογνώμονα υπηρετούντος στη Γενική Περιφερειακή Αστυνομική Διεύθυνση κατά την εξέταση ανήλικου θύματος. Θεσπίζεται ειδικό αξιόποινο για την παρεμπόδιση της δικαιοσύνης αλλά και δυνατότητα στον ζημιωθέντα διάδικο που δήλωσε υποστήριξη της κατηγορίας κατά τη διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας να απευθυνθεί με υπόμνημα στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών το οποίο κρίνει για τη χορήγηση ή μη της υπό όρο απόλυσης του κατηγορούμενου. Επίσης, παρέχεται η δυνατότητα στον ζημιωθέντα διάδικο που δήλωσε υποστήριξη της κατηγορίας κατά τη διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας να απευθυνθεί με υπόμνημα στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών το οποίο κρίνει για τη χορήγηση ή μη της υπό όρο απόλυσης του κατηγορούμενου.

Στο άρθρο 24 ορίζεται πως για τη χορήγηση της απόλυσης υπό όρο αποφασίζει το συμβούλιο των πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. Ο καταδικασθείς κλητεύεται υποχρεωτικά δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, κατά την οποία μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή με συνήγορο που διορίζει με απλό έγγραφο θεωρημένο από τον διευθυντή της φυλακής ή τις αρμόδιες αρχές. Αν η καταδίκη αφορά κακουργήματα των Κεφαλαίων Δέκατου Πέμπτου περί εγκλημάτων κατά της ζωής και προσβολών του εμβρύου, Δέκατου Έκτου περί εγκλημάτων κατά της σωματικής ακεραιότητας, Δέκατου Όγδοου περί εγκλημάτων κατά της προσωπικής ελευθερίας και Δέκατου Ένατου περί εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα ή εγκλήματα του ν. 3500/2006 (Α’ 232), το πρόσωπο που είχε δηλώσει παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας, δικαιούται να καταθέσει γραπτό υπόμνημα ενώπιον της γραμματείας του συμβουλίου, αφού ειδοποιηθεί με κάθε πρόσφορο τρόπο πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση. Ο ανωτέρω, ανεξαρτήτως αν κατέθεσε ή όχι υπόμνημα, ειδοποιείται, με κάθε πρόσφορο τρόπο από τον αρμόδιο εισαγγελέα, σε περίπτωση χορήγησης υπό όρο απόλυσης στον καταδικασθέντα.» Πως είναι δυνατόν άραγε το θύμα που υποστηρίζει την κατηγορία να έχει γνώμη όταν ο κατηγορούμενος έχει εκτίσει την ποινή του και κρίνεται πλέον από την προσωπικότητα που έχει διαμορφώσει σε καθεστώς εγκλεισμού αν είναι έτοιμος να ενταχθεί εκ νέου στην κοινωνία; Το θύμα ακόμα και με τις τροποποιήσεις του Ν.5090/2024  δεν συμμετέχει στην λήψη της απόφασης ενώπιον του δικαστηρίου  ούτε επί της ποινής ούτε επί των ελαφρυντικών του δράστη και ούτε δύναται να ασκήσει έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης. Πως  και με βάση ποιο επαχθές κριτήριο θεσπίζεται μια καταφανώς αντιβαίνουσα στο πνεύμα του νόμου εξαίρεση όταν ήδη οι προϋποθέσεις που τίθενται μετά στην τελευταία  τροποποίηση του Ν5090/2024 για την υπό όρους απόλυση , ως εναλλακτικό τρόπο έκτισης της ποινής προστέθηκε η πιθανότητα διάπραξης νέων αδικημάτων κατά τον χρόνο δοκιμασίας όπως προκύπτει από την εν γένει εκτίμηση των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεων του καταδικασθέντος καθώς και της επικινδυνότητας του εγκλήματος για το κοινωνικό σύνολο .Η τροποποίηση ήδη   άλλαξε ριζικά τον θεσμό της υπό όρους απόλυσης καθώς το είδος του εγκλήματος έχει κριθεί ήδη από το δικαστήριο σε προγενέστερο στάδιο με αποτέλεσμα την διπλή αξιολόγηση . Από έναν θεσμό που αποτελεί τον κανόνα με τα νέα νομοθετικά στοιχεία του είδους και της βαρύτητας του εγκλήματος σε περιπτώσεις κατά τεκμήριο βαριών εγκλημάτων θα γίνει η εξαίρεση πολλώ δε μάλλον όταν θα γνωμοδοτεί και το θύμα επί της κρίσεως  του αν πληρούνται οι όροι για την απόλυση του καταδικασθέντα. Με την εν λόγω τροποποίηση καταστρατηγείται πλήρως το άρθρο 63ΚΠΔ που ορίζει ότι το θύμα μπορεί να παρασταθεί στο ποινικό δικαστήριο για την υποστήριξη και μόνον της ενοχής.

Στο Άρθρο 25΄του Σχέδιου Νόμου προβλέπεται η  Παραβίαση – υποτροπή κατά τη διάρκεια ισχύος αναμορφωτικών μέτρων που έχουν επιβληθεί για πράξη που αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα – Προσθήκη παρ. 5 στο άρθρο 124 του Ποινικού Κώδικα Στο άρθρο 124 του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95), περί μεταβολής ή άρσης αναμορφωτικών ή θεραπευτικών μέτρων, προστίθεται παρ. 5 ως εξής: «5. Το δικαστήριο που δίκασε μπορεί, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 127, να αντικαταστήσει τα αναμορφωτικά μέτρα με κατ’ οίκον έκτιση ή με παροχή κοινωφελούς εργασίας και σε περίπτωση που τα παραπάνω δεν επαρκούν, με περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων με μέγιστη διάρκεια τα τρία (3) έτη: α) εφόσον κατά τη διάρκεια ισχύος τους ασκήθηκε ποινική δίωξη για πράξη που, αν την τελούσε ενήλικος, θα ήταν κακούργημα ή β) αν παραβιάζονται εξακολουθητικά.». Η εφαρμογή της άρσης των αναμορφωτικών μέτρων σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης για κακούργημα με περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων αποτελεί προσβολή των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και του τεκμηρίου αθωότητας.  Απλώς και μόνο η άσκηση ποινικής δίωξης ακόμη και για κακούργημα δεν μπορεί να αποτελέσει αυτοτελώς λόγο εγκλεισμού ενός ανήλικου στη φυλακή όταν για την νέα πράξη δεν έχει απολογηθεί ενώπιον του φυσικού του δικαστή. Περαιτέρω, νομολογιακά έχουν καταργηθεί οι διατάξεις που αναφέρονται στους υπότροπους εγκληματίες για τους οποίους προβλεπόταν βαρύτερη μεταχείριση (βλ. άρθρα 88 – 89 ΠΚ). Αφενός μεν διότι ελάχιστα εφαρμόσθηκαν στην πράξη, αφετέρου δε διαθέτουν αμφίβολης αξίας νομιμοποιητικό θεμέλιο, με δεδομένο το άτοπο του συνδυασμού ενός χαμηλού βαθμού ενοχής με την υψηλή ειδικοπροληπτική λειτουργία του θεσμού, τη μάλλον σχηματική παρά ρεαλιστική αντίληψη για την προειδοποιητική λειτουργία της προηγούμενης καταδικαστικής απόφασης, την αναποτελεσματικότητα του θεσμού και κυρίως τη μέσω αυτού παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της δίκαιης μεταχείρισης του υπαιτίου, αφού με βάση τις σχετικές διατάξεις, ο υπαίτιος τιμωρείται καθ` υπέρβαση του βαθμού της ενοχής του για το έγκλημα που έχει τελέσει .

Το προτεινόμενο σχέδιο νόμου και κυρίως σε μια σειρά διατάξεων παρατηρείται μια εκτεταμένη αυστηροποίηση του πλαισίου έκτισης και  αναστολή εκτέλεση της ποινής , γεγονός που αναμφίβολα θα αυξήσει τον πληθυσμό των ελληνικών φυλακών .Η σημαντική διεύρυνση των περιπτώσεων εγκλεισμού ανηλίκων σε κατάστημα κράτησης είναι κάτι που θα πρέπει να προβληματίζει , δεδομένων τόσο του υπάρχοντος συστήματος και των συνθηκών κράτησης στη χώρα μας όσο και των αρχών που διέπουν τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και τους Κανόνες των Ηνωμένων Εθνών για την προστασία των ανηλίκων που στερούνται της προσωπικής τους ελευθερίας , σύμφωνα με τις οποίες η στέρηση της ελευθερίας πρέπει να αποτελεί έσχατο καταφύγιο κοινωνικής αντίδρασης . Με την επιχειρούμενη διεύρυνση καθίσταται εφικτός ο εγκλεισμός σε καταστήματα κράτησης και για μικρότερης απαξίας εγκλήματα . Βασική αρχή του ποινικού δικαίου των ανηλίκων αποτελεί η αγωγή αντί της τιμωρίας και η αποφυγή μέτρων περιορισμού της ελευθερίας τους δεδομένου ότι όπως υποστηρίζεται στην επιστήμη και διαπιστώνεται στην πράξη η στέρηση της ελευθερίας του ανηλίκου λειτουργεί τελικά επιβαρυντικά συμβάλλοντας στην υποτροπή αντί της επιδιωκόμενης αποχής από την παραβατικότητα . Θα ανέμενε κανείς αυτή η αναβάθμιση να γίνει με εξειδίκευση της ποινικής δικαιοσύνης και όχι με κακουργιοποίησηθα τολμούσαμε να λέγαμε των πλημμελημάτων όπου αφορά την έκτιση των ποινώνκαι που καταδεικνύει την τιμωρητική πρόθεση της πολιτείας  .

Στο άρθρο 28 του Σχέδιο Νόμου για τις  Διακεκριμένες μορφές συμπλοκής – Τροποποιείται το άρθρο 313 Ποινικού Κώδικα. Στο άρθρο 313 του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95), περί συμπλοκής, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο πρώτο εδάφιο, αα) διαγράφονται οι λέξεις «θάνατος ή βαριά» και «ή χρηματική ποινή, εκτός αν έχει εμπλακεί χωρίς υπαιτιότητά του» και αβ) προστίθενται οι λέξεις «και αν το θύμα είναι ανήλικο ή επήλθε θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους», β) προστίθεται δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 313, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής: «Άρθρο 313 Συμπλοκή Αν εξαιτίας συμπλοκής ή επίθεσης που έγινε από πολλούς επήλθε σωματική βλάβη ανθρώπου, καθένας από εκείνους που πήραν μέρος στη συμπλοκή ή στην επίθεση τιμωρείται για μόνη τη συμμετοχή του σε αυτή με φυλάκιση έως τρία (3) έτη και αν το θύμα είναι ανήλικο ή επήλθε θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους. Αν συμμετείχαν πρόσωπα τα οποία οπλοφορούσαν και επήλθε θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, η πράξη του πρώτου εδαφίου τιμωρείται με κάθειρξη έως οκτώ (8) έτη.».

Με την απάλειψη της φράσης ΄΄ εκτός από υπαιτιότητα του΄΄ από την εν λόγω διάταξη διευρύνεται το αξιόποινο και σε πρόσωπα που απλώς ήταν παρόντα. Τα ίδια τα θύματα θα κινδυνεύουν με άσκηση ποινικής δίωξης εις βάρος τους στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπότασης του εγκλήματος επειδή ακριβώς ως θύματα μπορεί να συμμετείχαν στην συμπλοκή  , δίχως η ίδια η Πολιτεία να τα προστατεύει από τον κίνδυνο αυτό να βρεθούν κατηγορούμενοι .

Εξαιρετικά σημαντικό είναι να αναφερθεί η νομοθετική εκτροπή στο άρθρο 39 του Σχεδίου Νόμου για την  αντικατάσταση περιοριστικών όρων με προσωρινή κράτηση σε περίπτωση άσκησης νέας ποινικής δίωξης για συγκεκριμένα εγκλήματά – Τροποποίηση άρθρου 296 ΚΠΔ. Στο άρθρο 296 ΚΠΔ προστίθενται νέα εδάφια , δεύτερό και τρίτο. Συγκεκριμένα ορίζεται  ότι οι περιοριστικοί όροι που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο είναι δυνατό να αντικατασταθούν με προσωρινή κράτηση: α) αν, μολονότι προσκλήθηκε νόμιμα, δεν εμφανίζεται στον ανακριτή ή στο δικαστήριο για να δικαστεί, χωρίς να συντρέχουν εύλογα κωλύματα που να κάνουν αδύνατη την εμφάνισή του· β) αν έχει κάνει προπαρασκευαστικές πράξεις φυγής· γ) αν παραβιάζει τους όρους που του επιβλήθηκαν ή δεν δηλώσει τη μεταβολή της κατοικίας του σύμφωνα με το επόμενο άρθρο. Οι περιοριστικοί όροι που έχουν επιβληθεί στον κατηγορούμενο σε περιπτώσεις κακουργημάτων των Κεφαλαίων Έκτου, περί εγκλημάτων κατά της δημόσιας τάξης, Δεκάτου Τρίτου, περί κοινώς επικινδύνων εγκλημάτων, Δεκάτου Τετάρτου, περί εγκλημάτων κατά συγκοινωνιών, τηλεπικοινωνιών και άλλων κοινωφελών εγκαταστάσεων, Δεκάτου Ογδόου περί εγκλημάτων κατά της προσωπικής ελευθερίας, Δεκάτου Ενάτου, περί εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, των άρθρων 299, περί ανθρωποκτονίας με δόλο, 310, περί βαριάς σωματικής βλάβης, 311, περί θανατηφόρας σωματικής βλάβης, 312, περί σωματικής βλάβης αδύναμων ατόμων, 374 περί διακεκριμένης κλοπής, 380, περί ληστείας, 385, περί εκβίασης, και 386, περί απάτης, του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95), του ν. 2168/1993 (Α’ 147), περί όπλων, και του ν. 4139/2013 (Α’ 74), περί ναρκωτικών, αντικαθίστανται με προσωρινή κράτηση: α) αν ασκηθεί σε βάρος του νέα ποινική δίωξη για κάποιο από τα παραπάνω κακουργήματα, β) δυνητικά, αν ασκηθεί νέα ποινική δίωξη για περίπτωση πλημμελήματος των ανωτέρω πράξεων, που φέρεται ότι τέλεσε μετά την επιβολή περιοριστικών όρων και κατά τη διάρκεια της ισχύος τους. Σε κάθε περίπτωση διατάσσεται η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου και για τη νέα ποινική δίωξη, σύμφωνα με το άρθρο 286.».

Περιοριστικοί ως μέτρο δικονομικού καταναγκασμού στην προδικασία επιβάλλονται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ρητά ορίζει το άρθρο 282 ΚΠΔ, ενώ η προσωρινή κράτηση που αποτελεί την επαχθέστερή ανακριτική πράξη στην προδικασία επιβάλλεται μόνο στις περιπτώσεις που περιοριστικά ορίζει το άρθρο 286 ΚΠΔ και έχει επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με τους περιοριστικούς όρους . Η άσκηση απλώς και μόνο της οποιασδήποτε  ποινικής δίωξης ακόμα και για σοβαρά κακουργήματα δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ενοχή αλλά παραλλήλως ειδικά στο πλαίσιο της ποινικής δίωξης το αποδεικτικό υλικό τις περισσότερές φορές αδύναμο και άλλοτε είτε καταρρίπτονται οι κατηγορίες στην διάρκεια της προδικασίας , είτε συνηθέστερά στην κύρια διαδικασία είτε πολλές φορές υφίστανται και επιεικέστερη μεταβολή της κατηγορίας. Ως εκ τούτου η υποχρεωτική αντικατάσταση κατά την α΄ και β΄ περίπτωση του δεύτερου εδαφίου του νέου άρθρου 296 των περιοριστικών όρων με προσωρινή κράτηση και η υποχρεωτική επιβολή της προσωρινής κράτησης για κάθε νέα δίωξη σύμφωνα με το 3ο εδάφιο εξαιτίας απλώς και μόνο της άσκησης  ποινικής διώξεως, όχι απλώς αποτελεί μια νομοθετική εκτροπή αλλά  παραβιάζει κατάφωρα  το άρθρο 282 ΚΠΔ και  αποστερεί  ευθέως το συνταγματικά κατοχυρωμένο έννομο αγαθό της ελευθερίας του προσώπου χωρίς επαρκή στοιχεία παραβιάζοντας τον ίδιο το Νόμο που ορίζει πως η προσωρινή κράτηση πρέπει να αποτελεί το τελευταίο επαχθές μέτρο κατά του κατηγορουμένου .

Τέλος και μια από τις καίριες τροποποιήσεις που ελλοχεύουν κινδύνουν στα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου αποτελεί αυτή του άρθρου 31 του Σχεδίου Νόμου  για την Πλήρη ικανοποίηση σε πλημμελήματα και κακουργήματα κατά της ιδιοκτησίας – Τροποποίηση παρ. 3 και αντικατάσταση παρ. 4 άρθρου 381 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 381 του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95), περί γενικής διάταξης για τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 3, αα) η λέξη «εγκλημάτων» αντικαθίσταται από τη λέξη «πλημμελημάτων», αβ) οι λέξεις «μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του στο ακροατήριο αποδώσει» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μέχρι το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποδώσει αποδεδειγμένα», αγ) πριν από τη λέξη «απαλλάσσεται» προστίθενται οι λέξεις «μπορεί να», β) η παρ. 4 αντικαθίσταται και το άρθρο 381 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 374Α, στην παρ. 1 του άρθρου 375, στο άρθρο 377, στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 378 και στην παρ. 1 του άρθρου 379 απαιτείται έγκληση.

  1. Το αξιόποινο των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 372 έως 378 εξαλείφεται αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν από την πρώτη εξέτασή του ως υπόπτου ή κατηγορουμένου για την πράξη, αποδώσει το πράγμα ή ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου. Η μερική μόνο απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μέρος. Στην περίπτωση του άρθρου 374Α, μαζί με την απόδοση του πράγματος απαιτείται και η πλήρης ικανοποίηση του ζημιωθέντος.
  2. Εάν ο υπαίτιος των πλημμελημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 372 έως 378 μέχρι το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποδώσει αποδεδειγμένα το πράγμα ή ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα, χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου, καταβάλλοντας την αξία του, μπορεί να απαλλάσσεται από κάθε ποινή εφόσον πληρώσει επιπλέον τους τόκους υπερημερίας από την ημέρα τέλεσης του εγκλήματος.
  3. Εάν ο υπαίτιος των κακουργημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 372 έως 378 μέχρι το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποδώσει αποδεδειγμένα, το πράγμα ή ικανοποιήσει πλήρως τον ζημιωθέντα, χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου, καταβάλλοντας την αξία του, εφόσον πληρώσει επιπλέον τους τόκους υπερημερίας από την ημέρα τέλεσης του εγκλήματος, τιμωρείται με μειωμένη ποινή κατ’ άρθρο 83 και εφόσον κριθεί από τις περιστάσεις, αν η απόδοση ή η πλήρης ικανοποίηση λάβει χώρα μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή, μπορεί να απαλλαγεί από κάθε ποινή.».

Στην αιτιολογική έκθεση του Νόμου 4619/2019 οριζόταν ότι για τα εγκλήματα τα οποία δεν έχουν στοιχεία βίας και στρέφονται κατά πραγματοπαγών μόν αγαθών το αξιόποινο των δραστών υποχρεωτικά εξαλείφεται με έμπρακτη μετάνοια η οποία συνεπαγόταν την πλήρη αποκατάσταση του θύματος ανάλογα με το στάδιο της διαδικασίας στην οποία πραγματοποιείται, είτε στην προδικασία είτε στην κύρια διαδικασία . Η κατάργηση της λέξης απαλλάσσεται και η αντικατάσταση της από την φράση μπορεί να απαλλάσσεται κλονίζει την εμπιστοσύνει του κατηγορουμένου στο κράτος δικαίου φαλκιδεύοντας τα θεμελιώδη συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του . Με την διάταξη αυτή θέτει στην διακριτική ευχέρεια του φυσικού δικαστή σταθμίζοντας με αξιολογικές κρίσεις τις οποίες για ακόμη μια φορά δεν εξειδικεύει , το αν θα απαλλάξει τον κατηγορούμενο που θα έχει πλήρως αποζημιώσει το θύμα , δίχως να το αιτιολογήσει ειδικώς δημιουργώντας έτσι ανασφάλεια δικαίου. Με την διάταξη αυτή είναι σα να αποτρέπει τον κατηγορούμενο από το να ομολογήσει την πράξη του και να αποζημιώσει το θύμα με αποτέλεσμα μια τόσο σημαντική διάταξη να τεθεί σε οιονεί αχρησία . Ουσιαστικά και με την  4Η παράγραφο της διάταξης αποστερεί από τους δράστες κακουργημάτων πραγματοπαγών και μόνο αγαθών την δυνατότητα έμπρακτης μετάνοιας διότι προβλέπεται ήδη η επιβολή μειωμένης ποινής κατ΄ άρθρο 83.

Πολλές από τις διατάξεις του Σχεδίου εγείρουν σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με τις διατάξεις τουΣυντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου  καθώς η τιμωρητικότητα ως επιλογή αντεγκληματικής πολιτικής δεν είναι η απάντηση στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας θίγοντας βασικούς πυλώνες του Κράτους Δικαίου και της Δίκαιης Δίκης . Χρειάζεται ριζική αναμόρφωση θέτοντας ως βάση τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του Ποινικού Δικαίου και όχι υπονομεύοντας και θυσιάζοντας θεμελιώδη δικαιώματα με το πρόσχημα της επιτάχυνσης της ποινικής διαδικασίας .

*Γιάννης Γλύκας, Ποινικολόγος, π. Πρόεδρος Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων 

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ