Πέμπτη 04 Ιουλίου 2024

Ιωάννης Γλύκας – Χριστίνα Βαθειά: Βάσιμη ανησυχία για την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου από τον ΑΠ επί της ουσιαστικής κρίσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Σύμφωνα με το άρθρο 87 §§ 1 και 2 του Συντάγματος, η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία και υπόκεινται, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Ιωάννης Γλύκας – Χριστίνα Βαθειά: Βάσιμη ανησυχία για την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου από τον ΑΠ επί της ουσιαστικής κρίσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI)

Η πρόσφατη εντολή της Προέδρου και της Εισαγγελέως του ΑΠ περί διενέργειας πειθαρχικού ελέγχου σε βάρος της Ανακρίτριας και του Εισαγγελέως με αφορμή την απόφαση τους να μην επιβάλλουν το επαχθέστερο μέτρο της προφυλάκισης στην περίπτωση του κατηγορούμενου για ενδοοικογενειακή βία Δικηγόρου, αλλά ηπιότερα μέτρα προβλημάτισε σε βαθμό ανησυχητικό τον νομικό κόσμο της χώρας.

Αναφορικά με το γενικότερου ενδιαφέροντος και με την απονομή της δικαιοσύνης συνδεόμενο νομικό ζήτημα περί του επιτρεπτού ή μη του πειθαρχικού ελέγχου των δικαστικών λειτουργών για την επί της ουσίας της υπόθεσης δικαστική τους κρίση και, σε καταφατική περίπτωση, της έκτασης και της οριοθέτησης του εν λόγω πειθαρχικού ελέγχου και ενόψει του ότι το ζήτημα αυτό της οριοθέτησης του εν λόγω πειθαρχικού ελέγχου εμφανίζεται επανειλημμένως στην πράξη, προκαλώντας διχογνωμίες και αμφισβητήσεις, αξιομνημόνευτα είναι τα ακόλουθα άρθρα:

Σύμφωνα με το άρθρο 87 §§ 1 και 2 του Συντάγματος, η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία και υπόκεινται, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 177 του ΚΠοινΔ, οι δικαστές δεν υποχρεούνται να ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, αλλά πρέπει να αποφασίζουν κατά την δική τους πεποίθηση, ακούοντας, για το σκοπό αυτό, την φωνή της συνειδήσεώς τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση, που προκύπτει από τις συζητήσεις για την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων και την αξία των λοιπών αποδείξεων (π.χ. για το αξιόπιστο των μαρτύρων).

Εν συνεχεία, κατά το άρθρο 340 εδ. α’ του ΚΠολΔ, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και αποφασίζει κατά συνείδηση αν οι ισχυρισμοί είναι αληθινοί.

Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 91 § 1 του Ν. 1756/1988 (Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών), όπως αυτό τροποποιήθηκε το πειθαρχικό παράπτωμα του δικαστικού λειτουργού συντελείται με υπαίτια και καταλογιστή ενέργεια ή παράλειψή του, εντός ή εκτός υπηρεσίας, η οποία αντίκειται προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το Σύνταγμα και τις κείμενες διατάξεις ή είναι ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του και θίγει το κύρος του ή το κύρος της δικαιοσύνης.

Προσέτι, κατά το άρθρο 93 § 4 του ως άνω Κώδικα, όταν πρόκειται για παράπτωμα που οφείλεται σε ελαφρά αμέλεια, ο πειθαρχικός δικαστής μπορεί, εκτιμώντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχει τελεστεί και την προσωπικότητα  του διωκομένου, να μην επιβάλλει ποινή.

Ιωάννης Γλύκας - Χριστίνα Βαθειά

“Let me the date”

Τέλος, κατά το άρθρο 99 § 4 του ίδιου Κώδικα, αν πρόκειται για πειθαρχικά παραπτώματα που οφείλονται σε ελαφρά αμέλεια και δικαιολογούν μόνο ποινή επίπληξης, η δίωξη απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου οργάνου, το οποίο λαμβάνει υπόψη το συμφέρον της δικαιοσύνης και την όλη διαγωγή του δικαστικού λειτουργού εντός και εκτός της υπηρεσίας.

Από τις ως άνω διατάξεις ευνόητο είναι ότι οι συνταγματικές διατάξεις (πρέπει να) έχουν τον πρώτο λόγο, καθώς απολαύουν αυξημένης τυπικής ισχύος και, συνεπώς, υπερισχύουν έναντι των νομοθετικών, οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως του Συντάγματος και να εφαρμόζονται στο μέτρο που κρίνονται ως σύμφωνες με αυτό. Αυτό σημαίνει ότι οι πράξεις ή παραλείψεις του δικαστικού λειτουργού, ως οργάνου απονομής της δικαιοσύνης, ενέχουσες δικαιοδοτική κρίση, πρέπει να νοούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αντίκεινται ουσιαστικώς προς την συνταγματικώς κατοχυρωμένη δικαστική ανεξαρτησία, αλλά να εναρμονίζονται προς το περιεχόμενο και την έκταση αυτής. Η δικαστική πράξη τότε μόνον πρέπει να θεωρείται αντικειμενικώς αυθαίρετη, όταν η σχετική δικαστική κρίση, στερούμενη νομιμότητος, δύναται, υπό την άποψη αντικειμενικής αιτιότητος, να στηριχθεί σε μόνη τη βούληση του δικάζοντος. Είναι δε και υποκειμενικώς αυθαίρετη, όχι μόνο στην περίπτωση αντίστοιχου δόλου (άμεσου ή ενδεχόμενου), οπότε πρόκειται για ενεργητική αυθαιρεσία, αλλά και στην περίπτωση βαρείας αμέλειας, που ενέχει έντονη αφροντιστία του δικάζοντος για την πραγμάτωση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, του κατά το νόμο ορθού και δικαίου, οπότε πρόκειται για αυθαιρεσία παθητική.

Το έργο του δικαστή στο πλαίσιο έκδοσης δικαστικών αποφάσεων, για το οποίο έχει αυτονόητη εκ του νόμου υποχρέωση ορθής πραγμάτωσης, συνοψίζεται βασικά στα εξής: 1) στον προσδιορισμό της εννοίας κανόνων δικαίου, ουσιαστικών ή δικονομικών (ερμηνεία κανόνων δικαίου), 2) στη διαπίστωση του κρίσιμου πραγματικού της εκάστοτε υπόθεσης, κατά το σύνολο των ζητημάτων και των παρεμπιπτόντων, ουσιαστικών ή δικονομικών και 3) στην παράθεση του πραγματικού και στην υπαγωγή του σε κανόνες δικαίου, ουσιαστικούς ή δικονομικούς, με συναγωγή, ευθεία ή έμμεση, συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού (εφαρμογή κανόνων δικαίου). Σύμφωνα με όσα έχουν προεκτεθεί, παράπτωμα δικαστικού λειτουργού που αφορά δικαιοδοτική κρίση και δικαιολογεί πειθαρχικό έλεγχο, πέραν της περίπτωσης αντικειμενικού σφάλματος γεγόμενου από πρόθεση -άμεσο δόλο ή ενδεχόμενο- στην ερμηνεία, την εφαρμογή κανόνων δικαίου ή στον προσδιορισμό κρίσιμου πραγματικού, υπάρχει, επίσης, σε περίπτωση προφανούς σφάλματος από βαριά αμέλεια. Τέτοιο, προφανές σφάλμα νοείται υπαρκτό 1) στην ερμηνεία κανόνος δικαίου, αν η ερμηνευτική εκδοχή που έγινε εσφαλμένως δεκτή, ευρίσκεται σε έκδηλη αντίθεση προς την σαφή και αναμφίβολη, τυχόν, πραγματική του έννοια, ούτως ώστε η εκδοχή αυτή να μη δύναται, αντικειμενικώς, να θεωρηθεί υποστηρίξιμη, 2) στη διαπίστωση κρίσιμου πραγματικού, αν το κατά την απόφαση σχετικό, εσφαλμένο, πόρισμα είναι αναμφιβόλως και προφανώς διάφορο εκείνου που αντικειμενικώς βάσει και των κανόνων της λογικής και της κοινής πείρας προκύπτει από αποδεικτικά στοιχεία ληπτέα υπ’ όψιν και ιδίως στοιχεία που έχουν δύναμη πλήρους απόδειξης και 3) στη νομική υπαγωγή, αν το συναχθέν συμπέρασμα δικανικού συλλογισμού βρίσκεται σε προφανή ανακολουθία προς τον συνδυασμό εφαρμοστέων κανόνων δικαίου. Για το σκοπό της ουσιαστικής πραγμάτωσης της συνταγματικής αρχής της δικαστικής ανεξαρτησίας στην απονομή της δικαιοσύνης, η ελαφρά αμέλεια δεν αρκεί για τη γένεση πειθαρχικής ευθύνης δικαστή από σφάλμα σε δικαιοδοτική κρίση του και η εφαρμογή των άρθρων 93 § 4 και 99 § 4 του Κώδικα περιορίζεται, συνακολούθως, στις περιπτώσεις σφάλ

Ιωάννης Γλύκας - Χριστίνα Βαθειά

dikastiko.gr

Η επισκοπική επίκληση των ανωτέρω οδηγεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι ο κανόνας είναι ότι δεν ελέγχεται πειθαρχικώς η επί της ουσίας της υπόθεσης κρίση του δικαστή και μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί να υπάρξει περίπτωση τέτοιου πειθαρχικού ελέγχου. Ειδικότερα, βάσει της κατά το Σύνταγμα δικαστικής ανεξαρτησίας, δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο ό,τι εμπίπτει στον πυρήνα της κατ’ ουσίαν δικαστικής κρίσης, ενώ αντιθέτως οι δυνάμενοι να θεμελιώσουν νομικά ή πραγματικά σφάλματα ή νομικές παραδοχές εξωτερικοί όροι, υπόκεινται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε πειθαρχικό έλεγχο. Ως πυρήνας της επί της ουσίας της υπόθεσης δικαστικής κρίσης, ο οποίος δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο, μπορεί σε γενικές γραμμές να ορισθεί η απόφαση στην οποία κατέληξε ο δικαστής, αφού έλαβε κατά νόμο υπόψη και αιτιολόγησε νομικώς και ουσιαστικώς όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υπόθεσης, η δε οποιαδήποτε κρίση του, κείμενη μέσα στα πλαίσια που ορίζονται από τις κείμενες διατάξεις, δεν συνιστά υπέρβαση της από το νόμο παρεχομένης στο δικαστή εξουσίας.

Διερωτώμεθα συνεπώς και με δεδομένο τον ανωτέρω κανόνα για το νομικό ελατήριο που ώθησε τις ανώτατες λειτουργούς να τον παρακάμψουν και να δημιουργήσουν νομολογιακό δεδομένο με την παρέμβαση τους, που τείνει στην αυστηροποίηση των κανόνων του ποινικού συστήματος και τον υπέρμετρό παραδειγματισμό. Στην περίπτωση που οι Δικαστές και οι Εισαγγελείς θα πρέπει να σχηματίζουν την δικανική τους κρίση υπό την Δαμόκλειο Σπάθη του πειθαρχικού ελέγχου τους, το οικοδόμημα της Δικαιοσύνης με τα δικονομικά εχέγγυα που θα έπρεπε να εξασφαλίζει θα αποκτήσει σοβαρές ρωγμές, που ενδεχομένως να μην επανορθώνονται… Δεν λησμονούμε ότι η ορθή νομική σκέψη στηρίζεται σε συμπαγείς κανόνες και όχι στην έωλη κοινή γνώμη.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ