Ιωάννης Ηρειώτης: Ιατρική ποινική ευθύνη στον καιρό της πανδημίας
Του Ιωάννη Ηρειώτη*
H προκληθείσα πανδημία, λόγω της διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19, δημιούργησε πλείστα ζητήματα αναφορικά με τις ποινικές ευθύνες των ιατρών κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους. Καθίσταται, λοιπόν, κρίσιμο να εξεταστεί πώς διαμορφώνονται ορισμένες περιπτώσεις ιατρικής αμέλειας εν καιρώ πανδημίας. Στο άρθρο 1 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Κ.Ι.Δ. – Ν. 3418/2005) διατυπώνεται ένας γενικός ορισμός της ιατρικής πράξης. Ως ιατρική πράξη θεωρείται εκείνη που έχει ως σκοπό τη με οποιαδήποτε επιστημονική μέθοδο πρόληψη, διάγνωση, θεραπεία και αποκατάσταση της υγείας του ανθρώπου. Ιατρική αμέλεια θεμελιώνεται όταν ο θεράπων ιατρός παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές και τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, μη καταβάλλοντας την επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή και επιμέλεια, την οποία οφείλει και μπορεί να καταβάλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις ο μέσος ιατρός. Στο άρθρο 3 του Κ.Ι.Δ. εδραιώνεται η ηθική και επιστημονική ανεξαρτησία του ιατρού, σύμφωνα με το οποίο κάθε ιατρός απολαύει κατά την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος της επιστημονικής ελευθερίας και της ελευθερίας της συνείδησής του. Το δικαίωμα αυτό του ιατρού, όπως τονίζεται και στην σχετική αιτιολογική έκθεση, λειτουργεί και προς όφελος των ασθενών . Το άρθρο 3 οριοθετεί τη νομική υποχρέωση του ιατρού να ενεργεί με βάση την εκπαίδευσή του, την πείρα και τις δεξιότητες που αποκτά κατά την άσκηση της ιατρικής, καθώς και δυνάμει των κανόνων της τεκμηριωμένης και βασισμένης σε ενδείξεις ιατρικής επιστήμης. Ο ιατρός, κατά την άσκηση της ιατρικής, ενεργεί με πλήρη ελευθερία, στο πλαίσιο των γενικά αποδεκτών κανόνων και μεθόδων της ιατρικής επιστήμης, όπως αυτοί διαμορφώνονται με βάση τα αποτελέσματα της εφαρμοσμένης σύγχρονης επιστημονικής έρευνας. Η ιατρική πράξη, αναφορικά με την αντιμετώπιση περιπτώσεων της νόσου του κορωνοϊού οριοθετήθηκε από πληθώρα πρωτοκόλλων και κατευθυντήριων οδηγιών, οι οποίες καθόρισαν εν πολλοίς το καθήκον της οφειλόμενης ιατρικής επιμέλειας. Ο καθορισμός της ιατρικής πράξης από τόσες πολλές οδηγίες είναι μη συνηθισμένο φαινόμενο στην ελληνική έννομη τάξη, αφού κατά πάγια νομολογιακή θέση το κριτήριο της ιατρικής επιμέλειας καθορίζεται από τον μέσο συνετό ιατρό της συγκεκριμένης ειδικότητας, ο οποίος οφείλει να ενεργεί συμμορφούμενος προς τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης (lege artis). Αυτά τα πρωτόκολλα και οι οδηγίες εκδόθηκαν από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, καθώς και από επιστημονικούς φορείς εγνωσμένου κύρους, ενώ στην Ελλάδα ο βασικός φορέας εκδόσεως οδηγιών είναι ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (Ε.Ο.Δ.Υ.). Δεν είναι βέβαια δεσμευτικοί υποχρεωτικοί κανόνες, αλλά εν προκειμένω καθορίζουν γενικώς το πλαίσιο της ιατρικής επιμέλειας. Ως εκ τούτου γεννώνται ερωτήματα κατά πόσο υφίσταται ποινική ευθύνη του ιατρού, ο οποίος φέρεται να ακολούθησε ή να μην ακολούθησε τις γενικές αυτές οδηγίες, ιδίως επί διαγνώσεως της νόσου και χορήγησης φαρμακευτικής αγωγής. Ιατρική αμέλεια μπορεί να εμφανιστεί με ζημιογόνο πράξη του ιατρού που στηρίζεται σε εσφαλμένη διάγνωσή του. Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται στην επιστήμη , «διάγνωση» είναι η πρώτη πράξη του ιατρού, με την οποία διαπιστώνει τη νόσο του ασθενή, μετά από προηγούμενη αξιολόγηση τόσο των κλινικών, όσο και των εργαστηριακών ευρημάτων αυτού. Οφειλόμενη ενέργεια του ιατρού είναι η αναγνώριση ορισμένης νόσου και η διάκριση αυτής από οποιαδήποτε άλλη. Η διάγνωση του ιατρού στηρίζεται στη λήψη του ιστορικού του ασθενούς, στην επιμελή συλλογή των πληροφοριών για τις εκδηλώσεις της ασθένειας και για τα συμπτώματα που εμφανίζει, καθώς και στην λεπτομερή κλινική και εργαστηριακή εξέταση αυτού. Ποινικώς ενδιαφέρον σφάλμα υφίσταται κατά το στάδιο της διάγνωσης, όταν από την πλημμελή διάγνωση προκαλείται βλάβη της υγείας του ασθενούς ή κίνδυνος για τη ζωή του ή και θάνατος. Ο γιατρός οφείλει να έχει την κλινική εικόνα του ασθενούς και δεν μπορεί να προβαίνει σε τηλεφωνικές διαγνώσεις και συστάσεις θεραπείας.
Ειδικότερα, ιατρικό σφάλμα υφίσταται λόγω της κακής εκτιμήσεως των συμπτωμάτων και της γενικής κατάστασης του ασθενούς και της κακής επιλογής ή καθυστερημένης χρονικά επιλογής της θεραπευτικής παρέμβασης. Κατά τις συστάσεις – οδηγίες του Ε.Ο.Δ.Υ οι ασυμπτωματικοί ή ήπια συμπτωματικοί πιθανόν φορείς της νόσου του κορωνοϊού θα πρέπει το πρώτον να επικοινωνούν με τον ιατρό τους και να παρακολουθούνται οίκοι. Τίθενται, λοιπόν, ζητήματα περί ποινικής ευθύνης των ιατρών, οι οποίοι ακολουθώντας τις οδηγίες του Ε.Ο.Δ.Υ και ιδίως αυτές για οίκοι παρακολούθηση των ασθενών, δεν οδηγήθηκαν σε ορθή διάγνωση της ασθένειας ή της βαρύτητας αυτής. Είναι δε πιθανό αν είχαν καλύτερη κλινική εικόνα του ασθενούς και είχαν διατάξει την άμεση διενέργεια πληρέστερων εργαστηριακών εξετάσεων, να είχε διαπιστωθεί εγκαίρως η ανάγκη περί νοσηλείας του ασθενούς, χωρίς να χαθεί πολύτιμος χρόνος , ή ακόμη και να είχε διαγνωστεί ότι εν τέλει δεν επρόκειτο περί της νόσου του κορωνοϊού. Σε περίπτωση εσφαλμένης τηλεφωνικής διάγνωσης, δεδομένου ότι ο ασθενής έλαβε τη συμβουλή να παραμείνει στο σπίτι του και να μην εξεταστεί άμεσα από τον ιατρό ή να μην μεταβεί άμεσα σε νοσηλευτικό ίδρυμα, φαίνεται ο ιατρός να έχει τηρήσει τα πρωτόκολλα και συνεπώς να έχει πράξει σύμφωνα με αυτά. Δεν φαίνεται, επίσης, να αρνήθηκε την προσφορά των ορθών υπηρεσιών του κατά το άρθρο 9 παρ. 2 Κ.Ι.Δ., όπου ορίζεται ότι «ο ιατρός δεν μπορεί να αρνείται την προσφορά των υπηρεσιών του για λόγους άσχετους προς την επιστημονική του επάρκεια, εκτός εάν συντρέχει ειδικός λόγος, που να καθιστά αντικειμενικά αδύνατη την προσφορά των υπηρεσιών». Δεν επέδειξε, λοιπόν, λιγότερη προσοχή από όσα ορίζονται στα πρωτόκολλα. Παράλληλα, όμως, δεν ενήργησε με βάσει τους κοινώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής, σύμφωνα με τους οποίους όφειλε να προβεί σε ορθή κλινική εξέταση και σε πλήρεις εργαστηριακούς ελέγχους για να εκτιμήσει την κατάσταση υγείας του ασθενούς και να ενεργήσει σύμφωνα με την επιστημονική του κατάρτιση και την εμπειρία του. Επομένως, αν επέλθει σωματική βλάβη ή θάνατος του ασθενούς ανακύπτει ζήτημα αντιμετώπισης των ποινικών ευθυνών. Ενδεχομένως δε να παρατηρηθούν φαινόμενα διάχυσης αυτών μεταξύ των αρμοδίων αρχών που εξέδωσαν τα εν λόγω πρωτόκολλα και των θεραπόντων ιατρών, που τα εφάρμοσαν. Ο ίδιος προβληματισμός, για τυχόν ιατρική αμέλεια, υφίσταται και στο στάδιο της χορήγησης φαρμακευτικής αγωγής σε περιπτώσεις λοίμωξης από το νέο κορωνοϊό. Οι οδηγίες του Ε.Ο.Δ.Υ συστήνουν συγκεκριμένα αντιιϊκά φάρμακα σε συγκεκριμένες δοσολογίες. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα αν η χορήγηση των συνιστώμενων φαρμάκων και της προτεινόμενης δοσολογίας, σε περίπτωση που προκληθεί σωματική βλάβη ή θάνατος του ασθενούς αίρει παντελώς την ποινική ευθύνη των ιατρών ή θα πρέπει ανάλογα με το κλινικό σύνδρομο και τη βαρύτητα της λοίμωξης ο ιατρός να ακολουθήσει την κατά την επιστημονική του κρίση ενδεδειγμένη φαρμακευτική αγωγή. Περαιτέρω, η μη τήρηση της συνιστωμένης από τον Ε.Ο.Δ.Υ. φαρμακευτική αγωγής – δοσολογίας οδηγεί άραγε a priori σε παραβίαση της ιατρικής επιμέλειας; Συμπερασματικά, ο νέος κορωνοϊός και η προκληθείσα πανδημία δημιούργησε την άμεση ανάγκη να εκδοθούν πλείονα πρωτόκολλα και οδηγίες, σε βαθμό πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα, από διεθνείς και εθνικούς υγειονομικούς οργανισμούς και φορείς, προκειμένου οι ιατρικές ενέργειες να κατευθυνθούν προς όφελος των ασθενών. Η επιμελής, όμως, ιατρική πράξη δεν μπορεί να περιοριστεί στην εφαρμογή αυτών των οδηγιών, αλλά θα πρέπει να ερευνάται πάντοτε η lege artis ιατρική πράξη, ήτοι η εφαρμογή των γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και δεοντολογίας.
Δικηγόρος, Αντιπρόεδρος ΕΕΠ*
(Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nova Criminalia τ.9)
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr