Ιωάννης Β. Σαμέλης: “Λίστα Λαγκάρντ”, οριστική απόρριψη των αξιώσεων του Ελληνικού Δημοσίου
Tο Συμβούλιο της Επικρατείας οριοθέτησε ως αποκλειστικό χρονικό όριο την πενταετία για τον φορολογικό έλεγχο και την χρήση στοιχείων από το τραπεζοπιστωτικό σύστημα
Τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας, και με βάση τον οικονομικό μαρασμό από την de facto εθνική χρεοκοπία, έγινε πολύς λόγος για τις χρηματικές καταθέσεις των Ελλήνων στο εξωτερικό, και κατά πόσον αυτές προέρχονταν από νομίμως φορολογηθείσες πηγές, ή εάν μπορούσαν να αποτελέσουν μια σοβαρή πηγή φορολογικών εσόδων στα χρόνια της κρίσης. Κορωνίδα αυτού του φαινομένου, που προκάλεσε σφοδρές πολιτικές αντιδικίες, αλλά και έναν έντονο νομικό προβληματισμό, υπήρξε η ύπαρξη διαφόρων «λιστών», με κορυφαία την λίστα καταθετών στην τράπεζα HSBC της Ελβετίας, που διέρρευσε μέσω του υπαλλήλου της Falciani, η οποία έγινε γνωστή στην χώρα μας ως «Λίστα Λαγκάρντ».
Αντιπαρερχόμαστε την σκληρή πολιτική αντιπαράθεση που διήρκεσε για χρόνια σε σχέση με την διαχείριση από τις Ελληνικές Κυβερνήσεις των συγκεκριμένων στοιχείων, και περιοριζόμαστε στα πραγματικά περιστατικά και την νομική τους αξιολόγηση. Το όνομα οφείλεται στην τότε Υπουργό Οικονομικών της Γαλλίας, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία παρέδωσε τη «λίστα» στην Ελληνική Κυβέρνηση τον Οκτώβριο του 2010, γεγονός που επαναλήφθηκε και τον Δεκέμβριο του 2012, δυνάμει δε αυτής σχηματίστηκε δικογραφία και εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν ΟΙΚ.ΕΙΣ.ΠΕ 283/2012 Εισαγγελική Παραγγελία. Σημειωτέων ότι ήδη η λήψη του συγκεκριμένου στοιχείου από το 2010 κατέστησε την Λίστα Λαγκάρντ δημόσιο έγγραφο, για την νομική φύση του οποίου ήδη υφίσταται δεδικασμένο του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, το οποίο απεφάνθη ότι η συγκεκριμένη Λίστα παράγει έννομο αποτέλεσμα από το 2010, δικάζοντας ποινική δικογραφία που αφορούσε τον τότε Υπουργό Οικονομικών.
Με βάση την ως άνω Εισαγγελική Παραγγελία του 2012, οπότε και οι Εισαγγελικές Αρχές ξεκίνησαν να επεξεργάζονται τα στοιχεία αυτής, οι φορολογικές αρχές αντιστοίχως εκκίνησαν ελεγκτικές διαδικασίες και εξέδωσαν οριστικές καταλογιστικές πράξεις, σε βάρος Ελλήνων φορολογουμένων που διατηρούσαν εκεί καταθέσεις, για αποδιδόμενη φοροδιαφυγή. Ως εκ τούτου ήδη από το 2010, και το 2012 οι ελληνικές ελεγκτικές αρχές είχαν εις χείρας τους την ως άνω λίστα, με στοιχεία προερχόμενα από τραπεζικές καταθέσεις, ενώ οι ελεγχόμενες χρήσεις κατά την λήψη αυτής εντάσσονταν στο πλαίσιο της πενταετούς παραγραφής, χωρίς δικαίωμα παρέκτασης της προθεσμίας για αυτές, αφού τα επίμαχα στοιχεία ήλθαν εις γνώση των αρχών εντός της τακτικής προθεσμίας παραγραφής, και δεν νομιμοποιείται παρέκταση αυτής από πενταετή σε δεκαετή.
Παρά ταύτα, οι φορολογικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι η Εισαγγελική Παραγγελία όντως αποτελούσε «νέο, συμπληρωματικό στοιχείο» και για αυτό το δικαίωμά τους για επιβολή φόρου παρατεινόταν έως την δεκαετία από την αποδιδόμενη φοροδιαφυγή και πάνω σε αυτό στοιχειοθετήθηκε η επιβολή φορολογικών επιβαρύνσεων. Αναπτύχθηκε ένας βαθύς νομικός προβληματισμός για το κατά πόσον στοιχεία που προέρχονταν από τραπεζικές καταθέσεις και ευρύτερα από το τραπεζοπιστωτικό σύστημα θα έπρεπε να αξιολογούνταν από τις φορολογικές αρχές εντός της τακτικής πενταετούς προθεσμίας έχοντας άμεση πρόσβαση σε αυτά, ή εάν θα μπορούσαν να εκληφθούν ως νέα, συμπληρωματικά στοιχεία, εάν λαμβάνονταν εκτάκτως, όπως εν προκείμενω, ώστε να δικαιολογηθεί και η παρέκταση της προθεσμίας παραγραφής από πενταετή σε δεκαετή. Επί του προβληματισμού αυτού την απάντηση έδωσε το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας, το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο με πληθώρα αποφάσεών του [ενδεικτικώς ΣτΕ 1738/2017, 2934/2017, 173/2018, 658/2020 ] έκρινε ότι όσα στοιχεία μπορούσαν να αντληθούν από το χρηματοπιστωτικό σύστημα με την δέουσα επιμέλεια από τις φορολογικές αρχές, υπόκεινται στο καθεστώς της τακτικής, πενταετούς παραγραφής, απορριπτομένου ολικώς του σχετικού ισχυρισμού του Δημοσίου ότι τα όσα εμπεριέχονταν στην σχετική λίστα, ή σε άλλες αντίστοιχες, προερχόμενες από στοιχεία εντός του τραπεζοπιστωτικού συστήματος δύνανται να θεωρηθούν «νέα, συμπληρωματικά στοιχεία».
Συμπερασματικώς, το Συμβούλιο της Επικρατείας οριοθέτησε ως αποκλειστικό χρονικό όριο την πενταετία για τον φορολογικό έλεγχο και την χρήση στοιχείων από το τραπεζοπιστωτικό σύστημα και ακύρωσε την σχεδόν παγιωμένη πρακτική του Δημοσίου να επικαλείται υποτιθέμενα νέα στοιχεία για να δικαιολογήσει ουσιαστικώς την αβελτηρία του να διεκπεραιώσει γρήγορα και σε καθεστώς ασφάλειας δικαίου για τους φορολογούμενους τους φορολγικούς ελέγχους
Ήδη δε όλες οι αποφάσεις των Διοικητικών Πρωτοδικείων και Εφετείων συντάσσονται με την ως άνω σχετική νομολογιακή αντιμετώπιση, [με πλέον πρόσφατη την υπ’ αριθμόν 7600/2021 Απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, που δικαιώνει φορολογούμενο και ακυρώνει φορολογική του επιβάρυνση, προερχόμενη από στοιχεία της «Λίστας Λαγκάρντ»], θέτοντας ουσιαστικά τέλος σε μια αντιδικία που είχε περισσότερο πολιτικό παρά νομικό αντικείμενο διαφωνίας.
Ιωάννης Β. Σαμέλης, Δικηγόρος παρ’Αρείω Πάγω και ΣτΕ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Άγγελος Ποταμιάς: ΕΣΔΑ και το δικαίωμα εκπροσώπησης στην ποινική δίκη Κωνσταντίνος Χ. Γώγος: Βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη Vs Απόπειρα Ανθρωποκτονίας Θέμης Σοφός: Γιατί θέτω υποψηφιότητα για πρόεδρος του ΔΣΑ Δημήτρης Μελίδης – Αλέξανδρος Γουλές: Αλληλεπίδραση συστημάτων Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης και Νομικής Τεχνητής Νοημοσύνης Αλεξάνδρα Μάμμα: Στο βιασμό το θύμα δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη να αντιστέκεται ενεργά – Η αντίθετη βούληση μπορεί να εκφραστεί και λεκτικάΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr