Κατερίνα Γιοβάνη: Πανδημία και η στάση της Δικαιοσύνης

Ως ερμηνευτής και εφαρμοστής του δικαίου, ο δικαστής οφείλει να μεριμνήσει για τη διασφάλιση της ισότητας όλων έναντι των περιορισμών. Η διόγκωση των κοινωνικών ανισοτήτων συνεπεία της πανδημίας μπορεί να εξαλειφθεί με αρωγό τον δικαστή, ο οποίος καλείται με την διακριτική στάση του να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους πολίτες, ενισχύοντας την κοινωνική συνοχή.

NEWSROOM
Κατερίνα Γιοβάνη:  Πανδημία και η στάση της Δικαιοσύνης

Οι σύγχρονες δημοκρατικές πολιτείες καλούνται να αντιμετωπίσουν απρόβλεπτες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές, οι οποίες καθιστούν αναπόφευκτη τη σύγκρουση συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πολιτών.

Χαρακτηριστική έκτακτη συνθήκη αποτελεί η παγκόσμια υγειονομική κρίση, την ανάσχεση της οποίας επιβάλλει η προάσπιση της δημόσιας υγείας, με ταυτόχρονο περιορισμό των συνταγματικών δικαιωμάτων. Το ερώτημα είναι αν ο περιορισμός αυτός αντιβαίνει στο Σύνταγμα και ποια η στάση της δικαιοσύνης απέναντί του. Πράγματι, η ραγδαία εξάπλωση ενός άγνωστου ιού ανατρέπει τους συνήθεις ρυθμούς ζωής με αποτέλεσμα να επιβάλλεται να αναπροσαρμοστούν οι προτεραιότητες των διατάξεων που διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Η σπουδαιότητα των αγαθών που τίθενται σε κίνδυνο, ιδίως η υγεία, η ζωή και η ασφάλεια των πολιτών φαίνεται να νομιμοποιεί τη λήψη έκτακτων, πολιτειακών μέτρων.

Η εφαρμογή περιοριστικών της ελευθερίας μέτρων χάριν της δημόσιας υγείας αποφασίζεται σύμφωνα με τα πορίσματα ομάδας ειδικών επιστημόνων, οι γνωμοδοτήσεις της οποίας δεν μπορούν να ελεγχθούν δικαστικά ούτε με τους κανόνες της λογικής ούτε με τα διδάγματα της κοινής πείρας.

Δεδομένου ότι πρόκειται για τεχνικές κρίσεις, στηριζόμενες σε διαρκώς εξελισσόμενα ιατρικά και εργαστηριακά δεδομένα γύρω από την απειλούμενη δημόσια υγεία, μοιραία αυτές, δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ειδικοί ασκούν πολιτική προστασίας της υγείας.

Μόνο η πολιτεία, λαμβάνοντας υπόψη τις εκτιμήσεις των ειδικών, κρίνει αδήριτη την κοινωνική ανάγκη για τη λήψη υγειονομικών μέτρων, οπότε εφαρμόζει συνταγματικές διατάξεις ρύθμισης εξαιρετικών περιστάσεων.

Πιο αναλυτικά, η συνταγματική πρόβλεψη έκδοσης πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, συνιστά ειδικότερη έκφανση της ευρύτερης αρχής της προφύλαξης.

Στην περίπτωση της πανδημίας, η αρχή αυτή επιβάλλει προσωρινά στους πολίτες να προσαρμόζουν τα δικαιώματά τους στις πολιτικές προστασίας των πρωτευόντων αγαθών της ζωής και της υγείας. Εξάλλου, η υψηλή μεταδοτικότητα του ιού υπονομεύει την απερίσπαστη άσκηση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οδηγεί στη θέσπιση μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, όπως ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών.

Γι’ αυτό, η επιλογή των μέσων που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση της πανδημίας καθορίζεται από την ηχηρή απουσία παγκοσμίως της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής. Με λίγα λόγια, προτάσσεται το δίκαιο της ανάγκης από το ίδιο το Σύνταγμα.

Είναι, άλλωστε, πανθομολογούμενο ότι η έξαρση του ιού στη χώρα μας εγείρει ποικίλους νομικούς προβληματισμούς, οι οποίοι έγκεινται στη συνταγματική νομιμότητα της εφαρμογής των επιβληθέντων περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση των συνεπειών του ιού και τη θέση τους σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου.

Αναφαίρετα δικαιώματα εκ του συνταγματικού κειμένου όπως η ελευθερία κίνησης, η ελευθερία στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, η ελευθερία του συνέρχεσθαι και της θρησκευτικής λατρείας, ιδιαίτερες πτυχές της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή, όπως η επαγγελματική ελευθερία, θίγονται υπό το καθεστώς της πανδημίας.

Το ζήτημα που ανακύπτει είναι αν το μέτρο αποφυγής συγχρωτισμού προσώπων, υγιών και ασθενών, προς εξυπηρέτηση της ανάγκης μείωσης διασποράς του ιού δικαιολογείται ή όχι από το Σύνταγμα.

Πιο συγκεκριμένα, δεν υφίσταται σχέση ιεράρχησης ανάμεσα στα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα, ενώ σε τυχόν σύγκρουσή τους, απαιτείται αξιολογική τους στάθμιση από το δικαστή, βάσει των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών.

Όταν όμως απειλείται η δημόσια υγεία και η ζωή των πολιτών, έννομα αγαθά που δεν επιδέχονται ποιοτικής ή ποσοτικής διαβάθμισης, προκύπτει σύγκρουση της προσωπικής αυτονομίας με την προστασία των συνανθρώπων μας.

Μπροστά στο δίλημμα της προστασίας δημόσιας υγείας ή της διασφάλισης των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που πλήττονται, ο δικαστικός λειτουργός δεν ασκεί πολιτική αλλά οφείλει να προβαίνει σε έλεγχο των άκρων ορίων των πολιτειακών μέτρων, για να διαπιστώσει εάν αυτά τίθενται όντως επί συνταγματικού ερείσματος.

Οι περιορισμοί των δικαιωμάτων των πολιτών ενόψει μιας απρόσμενης πανδημίας πρέπει να τηρούν βασικές δικαιοκρατικές αρχές, ώστε να καθίστανται επιτρεπτοί σύμφωνα με το Σύνταγμα.

Οι αρχές αποκαλούνται «περιορισμοί των περιορισμών» και είναι τρεις: η αρχή της επιφύλαξης του νόμου, δηλαδή οι περιορισμοί να επιβάλλονται μόνο με νόμο, που εξουσιοδοτεί τη διοίκηση για την έκδοση πράξεων, η αρχή της αναλογικότητας, με την έννοια ότι οι περιορισμοί εξυπηρετούν ένα θεμιτό σκοπό, είναι πρόσφοροι, αναγκαίοι και αναλογικοί για την επίτευξη του σκοπού, και η απαγόρευση παραβίασης του πυρήνα του δικαιώματος, δηλαδή ο περιορισμός να έχει γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα, να εξισορροπείται από άλλα μέτρα ή να έχει χρονικά οριοθετημένη ισχύ.

Τις αρχές αυτές εφαρμόζει ο δικαστής κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων.

Ωστόσο, η παρούσα κατάσταση ανάγκης και η επικινδυνότητα του ιού δυσχεραίνουν τον δικαστικό έλεγχο των ορίων των μέτρων ανάσχεσης της επέκτασης της πανδημίας, λόγω του έκτακτου και επείγοντος χαρακτήρα τους.

Τα όρια των συνταγματικών δεσμεύσεων δεν είναι διακριτά, γεγονός που επιτάσσει τη μέγιστη αυτοσυγκράτηση του δικαστικού λειτουργού.

Ως ερμηνευτής και εφαρμοστής του δικαίου, ο δικαστής οφείλει να μεριμνήσει για τη διασφάλιση της ισότητας όλων έναντι των περιορισμών. Η διόγκωση των κοινωνικών ανισοτήτων συνεπεία της πανδημίας μπορεί να εξαλειφθεί με αρωγό τον δικαστή, ο οποίος καλείται με την διακριτική στάση του να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους πολίτες, ενισχύοντας την κοινωνική συνοχή.

Ο δικαστικός λειτουργός μπορεί να εισηγηθεί για τη θέσπιση νόμου που θα διέπει τη δυνατότητα διεξαγωγής δίκης εξ αποστάσεως χάρη στα τεχνολογικά μέσα τηλεδιάσκεψης, ιδίως σε επείγουσες διαδικασίες των Ασφαλιστικών μέτρων και των Μικροδιαφορών, διότι αντιλαμβάνεται ότι είναι επιβεβλημένη η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης εν μέσω υγειονομικής κρίσης.

Επιπλέον, ως πρότυπο κοινωνού δικαίου, επιτελεί το δικαιοδοτικό του έργο στην υπηρεσία των πολιτών, παρά την επικρατούσα κατάσταση κρίσης. Με αυτόν τον τρόπο, ο δικαστής είναι παρών για να διαφυλάττει το Σύνταγμα και στην κρίση της πανδημίας.

Αυτό είναι το μεγαλύτερο διακύβευμα της αποστολής του δικαστή: να αποτελεί τον έσχατο θεσμικό εγγυητή της νομιμότητας και των δικαιωμάτων υπό όποια κοινωνική συνθήκη.

Συμπερασματικά, η υπέρβαση μίας κρίσης στην ευνομούμενη κοινωνία είναι ζήτημα καθολικής ευθύνης, διότι αφορά τόσο την πολιτεία και τους πολίτες όσο και τον δικαστή, ο οποίος, με την ανιδιοτελή του προσήλωση στα δημοκρατικά ιδεώδη, διασφαλίζει τη συνταγματική δικαιοσύνη και ελευθερία, για την οικοδόμηση πρότυπου κράτους δικαίου, και στην έκτακτη βιοπολιτική συνθήκη.

Η Κατερίνα Γιοβάνη είναι Δικηγόρος Δ.Σ. Θεσσαλονίκης ΜΔΕ Αστικού, Αστικού Δικονομικού & Εργατικού Δικαίου ΑΠΘ

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr