Κωνσταντίνος Α. Δημόπουλος: Δικαστική άφεση ποινής – Πρωτοποριακή διάταξη και προβληματισμοί

Για πρώτη φορά στο ποινικό μας σύστημα προστίθεται ένας υποχρεωτικός λόγος δικαστικής άφεσης της ποινής με τον θεσμό της αποκαταστατικής δικαιοσύνης μεταξύ θύματος και θύτη.

NEWSROOM
Κωνσταντίνος Α. Δημόπουλος: Δικαστική άφεση ποινής – Πρωτοποριακή διάταξη και προβληματισμοί

Με το νέο άρθρο 104 Β του Ποινικού Κώδικα (όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα με τον Ν.4855/2021) δίδεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο κρίνοντας τις περιστάσεις τέλεσης του εγκλήματος (πλημμελήματος), την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, την συμπεριφορά του μετά την τέλεση αυτού, την βλάβη του εννόμου αγαθού και τις γενικότερες συνέπειες από την πράξη του να μην επιβάλλει καμία ποινή.

Οι λόγοι αυτοί της δυνητικής άφεσης της ποινής από το Δικαστήριο προβλέπονται στο άρθρο 104 Β του Ποινικού Κώδικα και είναι οι εξής :

«1. Το δικαστήριο μπορεί να μην επιβάλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος αν: α) η βλάβη ή ο κίνδυνος που προκλήθηκαν από την πράξη του ήταν ιδιαιτέρως μικρής βαρύτητας, β) ο υπαίτιος έχει αποκαταστήσει στο μέτρο του δυνατού την προσβολή που έχει προκαλέσει στον παθόντα, δείχνοντας ειλικρινή μετάνοια, γ) ο υπαίτιος έχει πληγεί ιδιαίτερα σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του, ή δ) έχει περάσει ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση του εγκλήματος. Για να κρίνει το δικαστήριο αν δεν θα επιβάλλει ποινή ελέγχει αν αυτή, εξαιτίας μίας των ανωτέρω περιστάσεων, δεν εμφανίζεται πλέον αναγκαία ή εμφανίζεται δυσανάλογα επαχθής.

2. Το δικαστήριο δεν επιβάλλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος, αν έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης μεταξύ αυτού και του παθόντος.».

Πρόκειται για μία τελειοποίηση των διατάξεων οι οποίες προϋπήρχαν διάσπαρτες στον ποινικό κώδικα (προισχύων) και προβλέπονταν για συγκεκριμένα αδικήματα η μη επιβολή ποινής στον δράστη (π.χ στο αδίκημα της υπαναχώρησης από πρόκληση, προσφορά ή αποδοχή τελέσεως κακουργήματος ή πλημμελήματος του 186 § 4 ΠΚ, στην ψευδορκία μάρτυρα και στην ψευδή ανωμοτί κατάθεση που έγιναν για να αποτρέψει ο δράστης την ποινική ευθύνη του ή την ποινική ευθύνη των οικείων του 227 § 3 ΠΚ).

Σήμερα ο δικαστής έχει ακόμη μεγαλύτερη ευχέρεια σταθμίζοντας τις προϋποθέσεις του άρθρου 104 Β του Ποινικού Κώδικα, να μην επιβάλλει καμία ποινή στον κατηγορούμενο ακόμα και αν από τα πραγματικά περιστατικά αλλά ακόμη και από την ίδια την ομολογία του κατηγορούμενου, η κρίση του οδηγείται στην ενοχή αυτού. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται σε περιπτώσεις αποκλειστικά πλημμελημάτων όπου επί της ουσίας δίδεται μία δεύτερη ευκαιρία στον κατηγορούμενο να παραδοθεί στην κοινωνία δίχως το στίγμα της ποινής και των έννομων συνεπειών αυτής.

Επιπλέον για πρώτη φορά στο ποινικό μας σύστημα προστίθεται ένας υποχρεωτικός λόγος δικαστικής άφεσης της ποινής με τον θεσμό της αποκαταστατικής δικαιοσύνης μεταξύ θύματος και θύτη. Η διάταξη πλέον αποδεσμεύει ακόμη περισσότερο τον δικαστή, σε περιπτώσεις όπου από την αποδεικτική διαδικασία αναδεικνύεται ότι θύτης και θύμα έχουν αποκαταστήσει την σχέση τους, ενώ έχουν ρητώς δοθεί αμοιβαίες εξηγήσεις σχετικά με την βλάβη που προκλήθηκε.

Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο υποχρεωτικά, απονέμει μιας μορφής «χάρη» στον υπαίτιο, αφού το πρωταρχικό και ίσως τον μοναδικό ρόλο για την άφεση της ποινής, παίζει η πρακτική εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ θύματος και κατηγορούμενου.

Επικριτές του θεσμού της άφεσης της ποινής, υποστηρίζουν ότι ήδη στο άρθρο 47 § 1 του Συντάγματος της Ελλάδας ρυθμίζεται η αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας να απονέμει χάρη ως ακολούθως: “Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και γνώμη συμβουλίου που συγκροτείται κατά πλειοψηφία από δικαστές να χαρίζει, μετατρέπει ή μετριάζει τις ποινές που επιβάλλουν τα δικαστήρια, καθώς και να αίρει τις κάθε είδους νόμιμες συνέπειες ποινών που έχουν επιβληθεί και εκτιθεί”.

Δεδομένου αυτού, κατά την αντίθετη άποψη αλλά και παλαιότερες αυτής ακόμη και από την εποχή του διαφωτισμού, (Siècle des Lumières, Βλ. CesareBeccaria “Περί εγκλημάτων και Ποινών”, § Χ, έκδοση Νομική Βιβλιοθήκη 1988, σ. 92-94 και την αντίστοιχη σημείωση του Αδαμαντίου Κοραή ο.π. σ. 205-206. υποστηρίζει σχετικά με τη συγχώρηση τωνεγκλημάτων ότι αυτή είναι έργο μόνο του νομοθέτη, και όχι του εφαρμοστή των Νόμων ούτε του θύματος) υποστηρίζουν ότι το Σύνταγμα έχει ήδη αναθέσει το ουσιαστικό έργο αυτό της απονομής χάριτος στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με ορισμένη διαδικασία και κατ’ επέκταση τον Έλληνα Νομοθέτη.

Ωστόσο στην δικαστηριακή πρακτική, η άφεση της ποινής, αποτελεί ουσιαστικό θεσμό ελαστικότητας της ποινής κατά την επιμέτρησή της, δηλαδή διακρίνεται σαφώς από το, περί ενοχής, κεφάλαιο της απόφασης. Πλέον ο δικαστής δεν δεσμεύεται ακόμη και στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα πλημμελήματα, όπου η δήλωση του θύματος ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορούμενου δεν έχει κάποια δικονομική έννομη συνέπεια, (σε αντίθεση με τα κατ’ έγκληση διωκόμενα πλημμελήματα όπου η δήλωση ανάκλησης οδηγεί στην παύση της ποινικής δίωξης), όταν διαπιστώσει ότι έχουν αποκατασταθεί πλήρως οι σχέσεις και η βλάβη που τυχόν έχει προκληθεί από τον δράστη στο θύμα, μπορεί να μην επιβάλλει καμία ποινή, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 104 Β του Ποινικού Κώδικα

Συμπερασματικά είναι φανερό ότι εισήχθη μία ρηξικέλευθη διάταξη στο ποινικό μας σύστημα, η οποία mutandis mutandis απονέμει ευρεία αρμοδιότητα στον δικαστή και δεν συναντάται στην ποινική νομοθεσία των ευρωπαϊκών κρατών (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Ελβετία, Αυστρία, Κύπρος).

Παραμένει ωστόσο δύσκολο εγχείρημα για τον εφαρμοστή του Νόμου, η υπαγωγή εκάστοτε περίπτωσης στις προϋποθέσεις του άρθρου 104 Β του Ποινικού Κώδικα, αφού η διάταξη διακατέχεται από μία γενικότητα στα κριτήρια εφαρμογής της και η δυσκαμψία στην εφαρμογή της είναι αναπόφευκτη.

Κωνσταντίνος Α. Δημόπουλος, δικηγόρος

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ