Κωνσταντίνος Δ. Παπακωνσταντίνου: Η αναθεώρηση του τρόπου σύνταξης διαθηκών και η πρόκληση των αλλαγών στο κληρονομικό δίκαιο – Σκέψεις και προβληματισμοί
Η συμπόρευση των διατάξεων ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, επιβάλλει την πρόβλεψη όλων εκείνων των δικλείδων ασφαλείας, ώστε η μετάβαση στην νέα νομική πραγματικότητα να γίνει ομαλά χωρίς να προκαλέσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που καλείται να επιλύσει.
Η σχεδιαζόμενη νομοθετική παρέμβαση της Πολιτείας στο κληρονομικό δίκαιο, για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες, περιλαμβάνει ένα ευρύτατο πεδίο καινοτομιών που διαρθρώνεται σε επιμέρους ενότητες.
Μία εξ’ αυτών αφορά στις διαθήκες, δηλαδή στην τελευταία βούληση του διαθέτη για τον τρόπο που επιθυμεί να διαθέσει την περιουσία του μετά θάνατον. Στην συγκεκριμένη περίπτωση οι επιδιωκόμενες αλλαγές φέρονται να κατατείνουν ουσιαστικά στην κατάργηση της ιδιόγραφης διαθήκης ως έγκυρου τύπου, στην αρμοδιότητα των συμβολαιογράφων για την σύνταξη διαθήκης αλλά και στην καθιέρωση της διαθήκης με ψηφιακή μορφή.
Εξετάζοντας το πως αντιμετωπίζεται το ζήτημα της ιδιόγραφης διαθήκης σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και την πρόσφατη νομολογία (ενδεικτική η υπ.αρ. 96/2024 Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου από την οποία αντλούνται σημαντικά δεδομένα και ορισμοί) διαπιστώνουμε ότι:
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1718 και 1721 παρ. 1, 3 και 4 Α.Κ., η ιδιόγραφη διαθήκη, απαιτείται πλην άλλων, να γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, να χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν. Από τη χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης. Έτσι έχει κριθεί ότι από τον συνδυασμό των εν λόγω διατάξεων συνάγεται, ότι, και όταν ακόμη λείπει παντελώς η χρονολογία από την ιδιόγραφη διαθήκη, συγχωρείται ο καθορισμός αυτής εκ του περιεχομένου της, ακόμη και με την χρησιμοποίηση γεγονότων εκτός αυτής κειμένων, τα οποία χρήζουν αποδείξεως, με μόνο σκοπό την αποσαφήνιση εκείνων που περιέχονται στην διαθήκη και από τα οποία προκύπτει η χρονολογία συντάξεώς της.
Η περίπτωση της ελλιπούς χρονολογίας αντιδιαστέλλεται προς εκείνη της υπάρξεως πλήρους χρονολογίας, η οποία όμως είναι ψευδής ή εσφαλμένη σκοπίμως ή εκ πλάνης του διαθέτου, μόνο δε στην τελευταία αυτή περίπτωση ισχύει ο κανόνας της παρ. 3 του αρθρ. 1721 Α.Κ., σύμφωνα με την οποία «Ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης» και κατά την έννοια του οποίου η ακυρότητα της διαθήκης επέρχεται εφόσον η αναλήθεια της χρονολογίας μπορεί να συνδυασθεί με αυτοτελή λόγο ακυρότητας της διατάξεως τελευταίας βουλήσεως που συγκαλύπτεται.
Κυρίως σε ό,τι αφορά την έννοια του ιδιόγραφου χαρακτήρα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1721 παρ. 1 εδ. α Α.Κ., η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν. Αν στη διαθήκη περιληφθεί φράση ή και απλή λέξη γραμμένη με χέρι τρίτου προσώπου και όχι του διαθέτη, όπως επίσης αν διαγραφεί λέξη ή φράση του κειμένου της διαθήκης από χέρι άλλου, εκτός από αυτό του διαθέτη, η διαθήκη είναι άκυρη στο σύνολό της, υπό δύο όρους: α) ότι αυτό που γράφτηκε με το ξένο χέρι, είτε κατά την κατάρτιση της διαθήκης είτε μετά, έγινε με τη γνώση και τη συναίνεση του διαθέτη, η δε παρεμβολή του ξένου χεριού, χωρίς τη γνώση τούτου, δε μπορεί να βλάψει το υπόλοιπο περιεχόμενο της διαθήκης, β) ότι αυτό που γράφτηκε με το ξένο χέρι αποτελεί μέρος του κειμένου της διαθήκης, διαφορετικά δεν βλάπτεται το λοιπό περιεχόμενο αυτής. Έτσι, αν στο τέλος της διαθήκης και μετά την υπογραφή του διαθέτη, βεβαιώσουν, κατά την επιθυμία του διαθέτη, τη γνησιότητα της διαθήκης μάρτυρες ιδιοχείρως και ενυπογράφως, η γραφή αυτών δεν επηρεάζει το κύρος της διαθήκης.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η εγκυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης ως διάταξης τελευταίας βούλησης, δύναται να επηρεαστεί από εξωτερικά στοιχεία τα οποία αφορούν όχι μόνον στην χρονολογία σύνταξής της αλλά και στην επέμβαση τρίτου προσώπου είτε κατά την σύνταξη της είτε μετά από αυτήν, σε συνάρτηση-για την κατάφαση της εγκυρότητάς της-με την συναίνεση του διαθέτη ως προς την επέμβαση του τρίτου στο κείμενο της διαθήκης. Παραλλήλως δεν θα πρέπει να λησμονείται και η περίπτωση διαδοχικών (ιδιόγραφων) διαθηκών που περιλαμβάνοντας εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο μεταξύ των, καταργούν η μία την άλλη ενώ σε πολλές περιπτώσεις καθιστούν αναγκαία την ερμηνεία του περιεχομένου τους.
Από τα παραπάνω αντιδιαστέλλεται η εξ’ υπαρχής και άνευ γνώσης ή έγκρισής του διαθέτη απομίμηση της γραφής του, η οποία συνιστά πλαστογραφία και επακόλουθα σημείο γνωστών προστριβών και δικαστικών διενέξεων για την γνησιότητα της γραφής.
Αντεπιχειρηματολογώντας στα σημαντικά πλεονεκτήματα της ιδιόγραφης διαθήκης (λ.χ αμεσότητα, ταχύτητα, ανέξοδη διαδικασία, γνησιότητα έστω και φαινομενική μέχρι απόδειξης του εναντίου), είναι προφανές ότι το μείζον ζήτημα είναι πλέον η αποφυγή των αντιπαραθέσεων για θέματα όπως η αυθεντικότητα των γραφόμενων αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο μίας διαθήκης, ειδικώς όταν με αυτήν θίγονται ή ευνοούνται υπέρμετρα (και σε βαθμό υποψίας) ορισμένα πρόσωπα.
Η επιλογή των συμβολαιογράφων για την εξασφάλιση του αδιάβλητου κύρους της διαθήκης, παρίσταται ως μία καταρχάς λογική επιλογή λόγω και της φύσης τους ως δημοσίων λειτουργών, πέραν του ότι ο ρόλος τους είναι ήδη ενεργός νομικά και σε άλλες περιπτώσεις όπως πχ στο συναινετικό διαζύγιο. Θα ήταν ενδεχομένως δόκιμο να υποστηριχθεί πως επιχειρείται το να θεσμοθετηθεί μία αδιάβλητη διαδικασία με τον τρόπο αυτό.
Αντίστοιχα η ψηφιακή διαθήκη είναι φυσική συνέχεια της μετά covid εποχής, όπου το ψηφιακό γνήσιο της υπογραφής έδωσε αρκετές λύσεις χωρίς όμως να εξαλείφονται σημαντικά προβλήματα για όλα εκείνα τα πρόσωπα που δεν δύνανται να χρησιμοποιήσουν τις τεχνολογικές αυτές ανέσεις και τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα τους.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο τίθενται κάποιοι προβληματισμοί για το πώς θα εξασφαλιστεί ότι πράγματι ο διαθέτης ήταν αυτός που προέβη στην ψηφιακή υπογραφή της διαθήκης και όχι κάποιο τρίτο πρόσωπο που είχε πρόσβαση στα προσωπικά του στοιχεία για την λειτουργία αυτή.
Συγχρόνως γεννώνται ορισμένα σοβαρά ερωτήματα γενικότερης υφής: Τι θα ισχύει σε περίπτωση που ήδη έχει συνταχθεί μία ιδιόγραφη διαθήκη; Θα θεωρείται άκυρη με βάση την νέα νομοθεσία ή όχι, δηλαδή οι σκοπούμενες νομοθετικές αλλαγές θα έχουν αναδρομική ισχύ; Σε περίπτωση που μετά από μία ήδη υφιστάμενη ιδιόγραφη διαθήκη, εμφανιστεί μία διαθήκη ψηφιακή, ποια από τις δύο θα ισχύσει και υπό ποιες προϋποθέσεις; Θα υπάρχει σχετική πρόβλεψη για την άμεση άρση της σύγκρουσης;
Πως θα εφαρμόζονται οι διατάξεις περί πλάνης, απάτης ή απειλής του διαθέτη και πως θα αποδεικνύονται οι περιπτώσεις αυτές στις ψηφιακές διαθήκες; Επιπλέον πως θα γίνεται η δημοσίευση των νέων διαθηκών και δη των ψηφιακών; Θα διατηρηθεί το ισχύον δικονομικό πλαίσιο ή θα απαιτηθούν και άλλα στοιχεία ή τυχόν επιμέρους τροποποιήσεις; Και επίσης θα υπάρξει σαφής κατάργηση των δικονομικών διατάξεων της διαδικασίας κήρυξης διαθήκης ως κυρίας, την οποία ζητούν πολλάκις τα τραπεζικά ιδρύματα για την νομιμοποίηση των κληρονόμων;
Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι η προσπάθεια ενός πλήρους διαχωρισμού της έννοιας «γραφή» από την έννοια «βούληση», αναγεννά αδιαμφισβήτητα μία βαθιά τομή αλλά και μία πρόκληση μπροστά στα σύγχρονα δεδομένα και τις απαιτήσεις της εποχής.
Η συμπόρευση των διατάξεων ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, επιβάλλει την πρόβλεψη όλων εκείνων των δικλείδων ασφαλείας, ώστε η μετάβαση στην νέα νομική πραγματικότητα να γίνει ομαλά χωρίς να προκαλέσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που καλείται να επιλύσει. Διότι άνευ ετέρου, η σωστή και με νηφαλιότητα κατάστρωση κάθε νέου νομοθετικού πλαισίου, συνιστά προπύργιο εμπιστοσύνης στο Κράτος Δικαίου αλλά συγχρόνως θα πρέπει να αποτελεί βασικό στόχο της Πολιτείας, χωρίς να λησμονείται ότι κάθε τι καινοτόμο κρίνεται στην πράξη όπου «πάντα εκκαλύπτων ο χρόνος εις το φως άγει».
*Κωνσταντίνος Δ. Παπακωνσταντίνου, Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μιλένα Αποστολάκη: Χωρίς την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών της Δικαιοσύνης δεν θα αντιμετωπιστεί η χρόνια καθυστέρηση στην έκδοση των αποφάσεων Αντώνης Π. Αργυρός: «Ήρθε δικαιοσύνη στο τέλος…» Νικόλαος Αγγελάρας: “Επιβεβλημένη, τουλάχιστον, η Μείωση της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων” Σουζάνα Κλημεντίδη: ΣτΕ: Απαράδεκτη αίτηση ακύρωσης δικηγόρου – Δεν απέδειξε την επαγγελματική του ιδιότητα Αλέξανδρος Μαντζούτσος: Τέλος στα ασυμβίβαστα, να στηρίξουμε τους πιο αδύναμους συναδέλφουςΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr